Μόνο Οι Αναμνήσεις



“Στο τέλος, μόνο οι αναμνήσεις μένουν”.
Αυτό συνήθιζε να λέει η μάνα μου όταν πάτησα τα τριάντα. Αγχωμένος από τις υποχρεώσεις (δύο παιδιά, δάνειο για το σπίτι, απαιτητική δουλειά) είχα καταλήξει να αγκιστρώνομαι συχνά στο παρελθόν για να πάρω μερικές ανάσες ανακούφισης, να θυμηθώ πως η ζωή ήταν όμορφη. Έλεγα ψέματα στον εαυτό μου πως, όταν ήμουν μικρός, όλα ήταν καλύτερα. Πάσχιζα να πιστέψω πως τότε δεν είχα έγνοιες και πως κάθε μέρα μου ήταν βουτηγμένη στην ευτυχία. Αγνοούσα επιδεικτικά οποιαδήποτε άσχημη μνήμη, τα άγχη του σχολείου και της εφηβείας, τα συναισθήματα πανικού που ακολουθούσαν τα καρδιοχτύπια μου για την συμμαθήτρια που μου άρεσε.

Καθώς τα χρόνια περνούσαν και οι ευθύνες συσσωρεύονταν, δημιουργώντας ένα απροσπέλαστο βουνό, συνήθιζα να κάνω μακροσκελείς συζητήσεις με την μητέρα μου, αναφέροντάς της όσα θραύσματα αναμνήσεων μπορούσα να συγκεντρώσω από το παρελθόν: οικογενειακές γιορτές με συγγενείς και φίλους που κρατούσαν όλο το βράδυ, αποκριάτικα πάρτι, Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιές γεμάτες δώρα και θαλπωρή, ατέλειωτες ώρες παιχνιδιού με τα ξαδέλφια μου. Η μητέρα μου άλλοτε με ακολουθούσε σε αυτό το νοσταλγικό τρενάκι και άλλοτε απέφευγε την κουβέντα. Μια μέρα, απηυδισμένη από την συνεχή αναπόλησή μου των 'παλιών, καλών εποχών', με έπιασε παράμερα και μου είπε:
“Η ζωή πάντα προχωράει μπροστά. Καλές οι παλιές αναμνήσεις, αλλά πλέον πρέπει να φτιάξεις τις δικές σου, με την δική σου οικογένεια. Στο τέλος μόνο αυτές θα μείνουν”.
Κατέβασα το κεφάλι και έγνεψα χωρίς να διαφωνήσω. Τι θα μπορούσα να της πω; Ότι κάθε πρωί ξυπνούσα με ένα βάρος στο στήθος επειδή έπρεπε να πάω σε μια δουλειά που μισούσα; Ότι τις νύχτες έτριζα τα δόντια μου κι έκανα ανήσυχο ύπνο επειδή στο μυαλό μου στριφογύριζαν τα χρέη και οι ευθύνες; Θα με κοίταζε συνοφρυωμένη και θα μου έλεγε πως η ενηλικίωση ερχόταν πάντα με ένα κόστος – και πως αυτό δεν θα έπρεπε να ήταν ικανό να με εμποδίσει από το να δημιουργήσω τις δικές μου αναμνήσεις.

Έτσι, λοιπόν, έκανα ό,τι μου είπε. Προσπάθησα να αποστασιοποιηθώ από τα άγχη και τον πανικό της καθημερινότητάς μου και να εξετάσω την ζωή μου από μια θετική σκοπιά: είχα την σύζυγο και τα δύο μου παιδιά, την δουλειά μου, το σπίτι μου. Κι αν μερικές φορές περνούσαμε δύσκολα, ε, αυτό ήταν προσωρινό. Τα πράγματα θα καλυτέρευαν. Αρχίσαμε να βγαίνουμε περισσότερο, σταμάτησα να πηγαίνω στην δουλειά τα Σάββατα, ασχολιόμουν περισσότερο με τα μικρά μου, άρχισα να φτιάχνω μικρές μακέτες, ένα χόμπι που πάντα ήθελα να έχω. Δεν τα έγραψα όλα στα αρχίδια μου, αν και θα το ήθελα πολύ, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα για να μην επηρεάζομαι σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις δεσμεύσεις που είχα αναλάβει.

Και τότε, πάνω που νόμιζα ότι όλα πήγαιναν καλύτερα, άρχισα να την βλέπω μέσα στο σπίτι – μια γυναίκα δίχως πρόσωπο, που πολλές φορές καθόταν απέναντί μου, με το κεφάλι της στραμμένο προς το μέρος μου.

***

Την πρώτη φορά που την είδα βρισκόμουν στην κουζίνα. Η Μάντισον ήταν στο παιδικό υπνοδωμάτιο κι έβαζε τα παιδιά για ύπνο, όσο εγώ ήμουν απορροφημένος με το τρώω την σούπα μου και να διαβάζω ταυτόχρονα την εφημερίδα. Κάποια στιγμή, μια κίνηση από την άλλη πλευρά του τραπεζιού, μου τράβηξε την προσοχή. Ανασήκωσα το βλέμμα μου και την είδα – μια γυναίκα με μακριά μαύρα μαλλιά που πλαισίωναν το, δίχως χαρακτηριστικά, πρόσωπό της. Έριξα το κουτάλι μου κάτω κι έκανα ένα βήμα προς τα πίσω τρομαγμένος. Γλίστρησα κι έπεσα στο πάτωμα, χάνοντας για λίγο τις αισθήσεις μου. Το επόμενο που θυμάμαι είναι την Μάντισον να στέκεται από πάνω μου ανήσυχη και να προσπαθεί να με βοηθήσει να σηκωθώ. Από την παράξενη γυναίκα δεν υπήρχε ούτε ίχνος. Η σύζυγός μου με κοίταξε με ένα βλέμμα όλο αμφιβολία όταν της είπα τι είχα δει, σαν να νόμιζε ότι της έκανα πλάκα. Προσπάθησα να της την περιγράψω αλλά, εκτός από τα μαλλιά που έμοιαζαν με τα δικά της, τι άλλο μπορούσα να της πω; Το πρόσωπό της ήταν ένα επίπεδο κομμάτι δέρματος, με μερικές ρυτίδες μόνο στο σημείο όπου κανονικά θα έπρεπε να βρίσκονται τα μάτια. Δεν υπήρχε μύτη, δεν υπήρχε στόμα, τίποτα, μόνο μια χλωμή πεδιάδα σάρκας.

***

Έκανα πολλά χρόνια να την ξαναδώ. Πρέπει να είχα πατήσει τα σαράντα όταν βρέθηκα ξαφνικά σε μια παραλία και αυτή ήταν δίπλα μου. Δεν θυμόμουν που ακριβώς ήμουν, ούτε πως είχα φτάσει εκεί· ήταν σαν να είχα ξυπνήσει από βαθύ ύπνο και, ξάφνου, ήμουν περικυκλωμένος από χρυσαφένια άμμο και γαλάζια νερά, ζαλισμένος από τον δυνατό ήλιο. Δεν υπήρχαν άλλοι γύρω μας, σε όλη την παραλία επικρατούσε νεκρική σιγή που την διέκοπτε μόνο ο αμυδρός ήχος των κυμάτων.
Η γυναίκα έγειρε το κεφάλι της σαν να με παρατηρούσε· διέκρινα τις ρυτίδες, οι οποίες απλώνονταν στο άμορφο πρόσωπό της, και διαπίστωσα ότι είχαν αυξηθεί, ήταν περισσότερες και πιο βαθιές. Με ακούμπησε στον ώμο κι άρχισα να ουρλιάζω.
Η γυναίκα μου βρέθηκε στη στιγμή δίπλα μου για να με καθησυχάσει. Αρπάχτηκα πάνω της απελπισμένος και μόνο τότε διαπίστωσα ότι υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι στην παραλία: δεκάδες βλέμματα ήταν καρφωμένα πάνω μας. Προσπάθησα να εξηγήσω στην Μάντι τι είχε συμβεί αλλά οι λέξεις στριμώχτηκαν στο στόμα μου και το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω ήταν μερικά ασυγχρόνιστα φωνήεντα.

***

Από τότε την έβλεπα όλο και πιο συχνά: δύο, μπορεί και τρεις φορές τον χρόνο. Την μια στιγμή οδηγούσα κι αυτή καθόταν δίπλα μου, την άλλη είχε εξαφανιστεί. Βρισκόταν στο σπίτι μου, στο σούπερ μάρκετ, στο εμπορικό κέντρο που πήγαινα βόλτα με την οικογένειά μου. Κάθε φορά η Μάντισον επέμενε πως δεν υπήρχε κανείς μαζί μας – και, κάθε φορά, η ανησυχία για την υγεία μου αποτυπωνόταν πιο έντονη στα μάτια της.

Στην γιορτή των πεντηκοστών γενεθλίων μου την είδα ξανά: καθόταν ανάμεσα στα παιδιά μου. Η παρουσία της κράτησε ελάχιστα, μόνο για τα λίγα δευτερόλεπτα που μου πήρε να σβήσω τα κεράκια στην τούρτα μου. Αποφάσισα να μην πω τίποτα.
Μόνο οι αναμνήσεις μένουν...
Η μητέρα μου έφυγε από κοντά μας όταν ήμουν πενήντα πέντε. Πως θα ήθελα να την σφίξω για άλλη μια φορά στην αγκαλιά μου, να της πω ότι είχε δίκιο για όλα! Πως θα ήθελα να γίνω πάλι παιδί και να κουρνιάσω στην αγκαλιά της, να νιώσω ασφαλής κι ελεύθερος από κάθε έγνοια!
Η γυναίκα ήταν εκεί, ανάμεσα στους συγγενείς που είχαν έρθει για τον τελευταίο αποχαιρετισμό. Δεν ξέρω τι ήθελε από μένα, όμως όλα αυτά τα χρόνια που την έβλεπα δεν είχε δείξει ποτέ κάποιο σημάδι απειλής. Την είχα συνηθίσει. Θα μετατρεπόταν κι αυτή σε μια ανάμνηση με το πέρασμα του καιρού;

***

Οι γιοι μας σπούδασαν, βρήκαν δουλειά, έκαναν τις δικές τους οικογένειες. Έγινα παππούς, ένας χαρούμενος μεσήλικας που, μερικές φορές, το βλέμμα του καρφωνόταν σε κάποια γωνιά του σπιτιού και χανόταν στις σκέψεις του. Είχα τρία... όχι, τέσσερα εγγόνια. Δύο κορίτσια, δύο αγόρια. Ντρέπομαι να το παραδεχτώ, αλλά πολλές φορές μπέρδευα ή ξεχνούσα τα ονόματά τους. Οι γιοι μου, ο Ρίτσι και ο Μπραντ, έλεγαν αστειευόμενοι πως είχα αρχίσει να τα χάνω, όμως μπορούσα να διακρίνω στο βλέμμα τους την ίδια ανησυχία που είχε και η Μάντι. Μια μέρα, σε ένα οικογενειακό δείπνο, τους κρυφάκουσα να λένε πως έπρεπε να πάω για μερικές εξετάσεις. Επέστρεψα στο τραπέζι κατηφής κι ένιωσα την καρδιά μου να σταματά: στις θέσεις που θα έπρεπε να κάθονται τα εγγόνια μου υπήρχαν τέσσερα πλάσματα χωρίς πρόσωπα. Στράφηκαν ταυτόχρονα και με κοίταξαν κι εγώ ένιωσα τον κόσμο να σκοτεινιάζει.

Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου βρισκόμουν καθ' οδόν στο νοσοκομείο. Η Μάντι μου χάιδευε τα μαλλιά, φανερά ανήσυχη, ενώ ο Μπραντ τσακωνόταν με τον Ρίτσι σχετικά με το ποια διαδρομή θα έπρεπε να ακολουθήσουν. Προσπάθησα να μιλήσω αλλά η φωνή μου δεν έβγαινε.

Οι εξετάσεις αποδείχτηκαν μονόδρομος. Ένας γιατρός πήρε παράμερα τα παιδιά και την γυναίκα μου και κάτι τους έλεγε. Όσο τους παρακολουθούσα, είδα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του να αλλοιώνονται, να μετατρέπονται σε έναν κυκεώνα στροβιλιζόμενης σάρκας, και τελικά να χάνονται. Η γυναίκα μου επέστρεψε κοντά μου και στα μάτια της ξεχώρισα δάκρυα.

***

Ακολούθησα μια ελαφριά φαρμακευτική αγωγή υπό την άγρυπνη παρακολούθηση της Μάντι. Οι γιοι μου έρχονταν πιο συχνά στο σπίτι πλέον, αν και οι επισκέψεις των εγγονών μου αραίωσαν. Στην αρχή με πείραξε αλλά, κάθε φορά που ένιωθα θλίψη, η ανάμνηση των τεσσάρων πλασμάτων με τα ανύπαρκτα πρόσωπα με επανέφερε στην πραγματικότητα.

Σταμάτησα να βγαίνω από το σπίτι – προτιμούσα να μένω μέσα και να βλέπω ταινίες. Πολλές από αυτές τις είχαμε ξαναδεί, ή τουλάχιστον έτσι μου έλεγε η Μάντι. Δεν την πίστευα. Θα το θυμόμουν αν τις είχα ξαναδεί. Άλλωστε, στο τέλος μένουν μόνο οι αναμνήσεις, έτσι δεν είναι;

***

Τα τελευταία χρόνια την βλέπω πιο συχνά. Κάθεται στο σαλόνι, στην καρέκλα απέναντι από την πολυθρόνα μου. Κοιμάται δίπλα μου, την νιώθω όταν ξυπνάω τα ξημερώματα να πάω για κατούρημα. Την είδα τις προάλλες να μαζεύει τα κακοφτιαγμένα πράγματα με χαρτόνι και φελιζόλ που είχα φτιάξει παλιά. Γαμώτο, δεν μπορώ να θυμηθώ πως τα έλεγαν. Δεν με πείραξε – άλλωστε ήταν ένα χόμπι που ανήκε στο παρελθόν. Ήταν κι αυτό μια ανάμνηση και, καθώς τα χρόνια περνούσαν, μάζευα όλο και περισσότερες.

***

Τις προάλλες έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάζεται στον καθρέφτη. Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμουν εκεί, να προσπαθώ να αναγνωρίσω ποιος ήταν ο ρυτιδιασμένος ασπρομάλλης που με κοιτούσε με χαμένο βλέμμα. Τα φρύδια μου ήταν πυκνά και άσπρα. Τι διάολο; Είχα πάντα μαύρα φρύδια. Έλεγξα το πρόσωπό μου, κάθε του ρυτίδα, κάθε σημάδι. Στον λαιμό μου κρεμόταν μια αηδιαστική λωρίδα δέρματος, σαν λειρί. Στην μύτη μου υπήρχαν άσπρες τρίχες. Πότε... πότε γέρασα; Είμαι τριάντα χρονών!

Φώναξα και η Μάντι ήρθε και με αγκάλιασε από την μέση τρυφερά. Τα μαλλιά της είναι γκρίζα. Την ρώτησα τι μας συνέβη και με κοίταξε θλιμμένα. Με οδήγησε στο κρεβάτι και με έβαλε να ξαπλώσω. Κοιμήθηκα και, όταν ξύπνησα πάλι, η πόρτα του δωματίου ήταν ανοιχτή και η απρόσωπη γυναίκα με κοίταζε. Την χαιρέτησα αλλά δεν μου ανταπέδωσε. Το δωμάτιο μύριζε άσχημα.

***

“Θυμάσαι όταν ήρθες να με ζητήσεις;” με ρωτάει η Μπέτι. Γνέφω καταφατικά.
“Ο πατέρας σου με κυνήγησε σε όλο τον λόφο που είχατε στο σπίτι σας”, αναπολώ.
Συνοφρυώνομαι. Κάτι μου ακούγεται λάθος στα λόγια μου.
“Κήπο”, με διορθώνει, καθώς με φιλάει στο μέτωπο. “Είχαμε κήπο”.
Βγαίνει από το δωμάτιο και την ακούω να κλαίει σιγανά.

***

Με επισκέφθηκαν δύο πλάσματα χτες το απόγευμα. Μπήκαν στο δωμάτιό μου και στάθηκαν από πάνω μου. Κούνησαν το κεφάλι τους και είπαν κάτι ο ένας στον άλλον, κάτι που δεν κατάλαβα. Μου θύμισαν γιατρούς που διαφωνούν για την αγωγή που πρέπει να ακολουθήσει ο ασθενής τους. Δεν είχαν χαρακτηριστικά, μπορούσα όμως να δω το δέρμα να τρεμουλιάζει καθώς μιλούσαν, σαν το στόμα τους να καλυπτόταν από στρώσεις δέρματος. Κουκουλώθηκα πανικόβλητος για να μην τους βλέπω.

***

Ο Ρόμπι ήρθε να μας δει με τα παιδιά του χτες. Η γυναίκα του είναι πάλι έγκυος, μας είπε. Η Μάγκι χάρηκε πολύ, εγώ χαμογέλασα ευγενικά. Δεν έχω ιδέα ποιος είναι ο Ρόμπι και ποια η γυναίκα του. Τα πιτσιρίκια έτρεξαν καταπάνω μου φωνάζοντας 'Παππού! Παππού!'
Τα μικρά... Χριστέ μου, δεν είχαν πρόσωπα!

***

Τον τελευταίο καιρό κοιμάμαι πολύ. Τα όνειρά μου είναι ζωντανά και πολύχρωμα και, όταν ξυπνάω, βυθίζομαι ξανά στο γκρίζο της πραγματικότητας. Θέλω να μείνω μόνος μου, όμως πάντα υπάρχει κάποιος στο δωμάτιο μαζί μου. Κάποιες φορές είναι η Μάντι, κάποιες άλλες η απρόσωπη γυναίκα.

***

Αισθάνομαι αποπροσανατολισμένος κάθε φορά που ανοίγω τα μάτια μου. Άλλοτε το δωμάτιο μυρίζει καφετί κι άλλοτε κίτρινο. Που βρίσκομαι; Η γυναίκα δίχως πρόσωπο έρχεται συχνότερα τώρα πια.

***

Την βλέπω ξανά. Κάθεται στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι μου και μου κρατάει το χέρι. Μου ψιθυρίζει ότι όλα θα πάνε καλά και, όταν τραβώ το χέρι μου από το δικό της, την ακούω να καταπίνει τα δάκρυά της. Ποια είναι; Γιατί με καταδιώκει όλο αυτόν τον καιρό.
Αισθάνομαι τον πανικό να με πνίγει, θέλω να την ρωτήσω ποια είναι, όμως από το στόμα μου βγαίνουν μουγκρητά. Με φιλάει φευγαλέα στα χείλη και μου ψιθυρίζει το όνομά της:
“Η Μάντι σου”.
Πολύχρωμες αναμνήσεις γεμίζουν το μυαλό μου – η κοπέλα μου ντυμένη στο λευκό νυφικό της, ο νεότερος εαυτός μου καθώς κρατάει έναν νεογέννητο Ρίτσι στην αγκαλιά του, η μητέρα μου χαμογελαστή καθώς στρώνει το τραπέζι, ο πατέρας μου γελάει βροντερά όσο ο δίχρονος Μπραντ περπατάει χωρίς να μπορεί να συντονίσει τα πόδια του και τρακάρει πάνω στην καρέκλα του...
Πολύχρωμες αναμνήσεις που ξεθωριάζουν και γίνονται σέπια.

***

Οι άμορφοι στριμώχνονται γύρω από το κρεβάτι μου. Ο τρόμος με κυριεύει καθώς οι άγνωστοι μου χαϊδεύουν τα χέρια, το κεφάλι, το πρόσωπο. Ακούω κλάματα. Ακούω ασύνδετες λέξεις.
“...ο μπαμπάς είναι έντεκα χρόνια στο κρεβάτι...”
“...μην κλαις αγάπη μου, ο παππούς σ' αγαπάει...”
“...η ακινησία από το Αλτσχάιμερ το δημιούργησε...”
“...θρόμβωση...”
“...μαμά, όλα θα πάνε καλά...”

***

Παίρνω βαθιά ανάσα και μια απρόσωπη γυναίκα έρχεται στο μυαλό μου. Δεν είναι αυτή που βλέπω τόσα χρόνια, όμως νιώθω ότι την ξέρω – απλά δεν μπορώ να θυμηθώ από που.
Κάτι μου λέει· δεν το καταλαβαίνω στην αρχή, αλλά μετά το λέει ξανά κι εγώ το επαναλαμβάνω μαζί της.
“Μόνο οι αναμνήσεις μένουν”.
Προσπαθώ να το θυμάμαι, να το κρατάω σφιχτά στην τρεμάμενη αγκαλιά του μυαλού μου που αργοσβήνει, αλλά δεν τα καταφέρνω πάντα. Μια ερώτηση τριβελίζει τον νου μου:
Αν οι αναμνήσεις είναι το μοναδικό που απομένει σε έναν άνθρωπο, τότε τι του συμβαίνει όταν ακόμα κι αυτές χάνονται;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου