Το Υπόγειο


  Με είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ, με την γάτα κουλουριασμένη πάνω μου. Η τηλεόραση έπαιζε ακόμα με χαμηλωμένο τον ήχο. Ένα ζευγάρι γεροδεμένων μποντιμπίλντερς προσπαθούσε να με πείσει πως, αν χρησιμοποιούσα εκείνο το συγκεκριμένο όργανο γυμναστικής που διαφήμιζαν για δέκα λεπτά την μέρα, θα αποκτούσα κι εγώ τους τέλειους κοιλιακούς που φαντασιώνονταν όλες οι γυναίκες. Για λίγα λεπτά παραδόθηκα σε μια όμορφη ονειροπόληση (κοίτα πως θα μπορούσα να γίνω με μόλις 30 δολάρια τον μήνα) κι έπειτα κάγχασα καθώς υπενθύμιζα στον εαυτό μου ότι τα 150 κιλά μου και η άρνησή μου να περάσω έστω κι έξω από κάποιο γυμναστήριο τα 42 χρόνια της ύπαρξής μου χρειάζονταν κάτι περισσότερο από ένα απλό όργανο γυμναστικής.
  Έσπρωξα την γάτα από πάνω μου κι εκείνη έμεινε στο πάτωμα, ρίχνοντάς μου ένα απαθές βλέμμα. Έπειτα άρχισε να γλείφεται, όσο εγώ προσπαθούσα να ανασηκωθώ. Το άλμπουμ φωτογραφιών που ξεφύλλιζα προτού αποκοιμηθώ βρισκόταν δίπλα μου, με το σκληρό του εξώφυλλο να πιέζει την κοιλιά μου.

  Πήγα με βαριά βήματα στην κουζίνα, άνοιξα το ψυγείο και, μετά από μια σύντομη επιθεώρηση, έβγαλα έξω ένα μισάνοιχτο πακέτο ζαμπόν και το καταβρόχθισα. Οι φέτες είχαν μια ελαφρώς ξινή γεύση, αλλά η πείνα μου δεν έκανε διακρίσεις τέτοιες ώρες. Το μεγάλο ρολόι στον ξεφλουδισμένο τοίχο της κουζίνας έλεγε ότι η ώρα ήταν 03.17. Έφτιαξα ένα ζεστό γάλα με σοκολάτα και σύρθηκα ξανά στο σαλόνι.

  Πώς θα ήθελα να είχα μερικά μπισκότα σοκολάτας! Το προηγούμενο απόγευμα, επιστρέφοντας από την δουλειά, είχα πάρει τρία πακέτα για να γιορτάσω την λήξη της εβδομάδας, αλλά τα έφαγα όλα παρακολουθώντας ταινίες. Θα μπορούσα να βγω έξω και να βρω ένα ολοήμερο μάρκετ, αλλά βαριόμουν – και, συν τοις άλλοις, έξω είχε μείον δύο βαθμούς, μια θερμοκρασία που ήταν ικανή να με κάνει να ξεχάσω την λαχτάρα μου για κάτι γλυκό.
  Πήρα στα χέρια μου το άλμπουμ και βυθίστηκα ξανά στις γλυκές αναμνήσεις που μου ξυπνούσαν οι οικογενειακές φωτογραφίες. Σταμάτησα σε μια που έδειχνε εμένα, τον πατέρα και την μητέρα να στεκόμαστε στον κήπο πίσω από το σπίτι, χαμογελαστοί και καλοντυμένοι. Κάτω από την φωτογραφία η μητέρα είχε γράψει με καλλιγραφικά γράμματα: 4 Ιουλίου 1987.

***

  Την θυμόμουν εκείνη την μέρα – ήμουν μόλις δεκατριών ετών, ο πατέρας είχε ανάψει την ψησταριά στον κήπο και είχε πετάξει πάνω της μπιφτέκια και μπριζόλες, ενώ η μητέρα έφτιαχνε στην κουζίνα πατατοσαλάτα και ψητά φασόλια. Ο κήπος ήταν στολισμένος με μικρές σημαιούλες και στο στέρεο έπαιζε ο Λι Γκρίνγουντ – οι γονείς μου τον λάτρευαν και ακόμα μιλούσαν για την συναυλία του που είχαν παρακολουθήσει στο Ρίνο το 1979.

  Ήμουν πάντα εύσωμο παιδί, αλλά θυμόμουν καθαρά ότι εκείνη την χρονιά είχα αρχίσει ξεκάθαρα την πορεία μου προς την κάθοδο του πάχους, έναν δρόμο που, όπως είχε αποδειχτεί, δεν είχε γυρισμό. Η μητέρα μαγείρευε καταπληκτικά και, παρόλο που τώρα πια έχω μερικά προβλήματα στον ύπνο και τα γόνατά μου πονάνε συχνά, την ευγνωμονώ για τα όσα μου πρόσφερε. Ο πατέρας, από την άλλη, μαγείρευε σπάνια κι όταν το έκανε αυτό συνήθως ήταν κάτι ψητό με σάλτσα μπάρμπεκιου και μαγιονέζα. Δεν κατάφερα να φτάσω κανέναν τους στην μαγειρική τέχνη, αλλά το προσπαθώ – προτιμώ να μην αγοράζω ετοιματζίδικα και πάντα έχω μερικές μερίδες μαγειρεμένου φαγητού στην κατάψυξη, έτοιμες για τον φούρνο μικροκυμάτων.

  Πόσο όμορφα είχαμε περάσει εκείνη την μέρα! Φάγαμε και ήπιαμε (ο πατέρας μού είχε επιτρέψει να πιω ένα μικρό ποτήρι κρασί κι έπειτα με είχε αγκαλιάσει και φώναξε μέσα στο αυτί μου ότι πλέον είχα μπει στην εφηβεία και ήμουν ένα βήμα πριν γίνω άντρας – η ανάσα του μύριζε αλκοόλ κι ο ίδιος ρευόταν συνέχεια, αλλά ένιωθα τόσο όμορφα, τόσο ευλογημένος που είχα δύο γονείς που με αγαπούσαν και καμάρωναν για μένα), τραγουδήσαμε κι έπειτα η μητέρα μάζεψε τα πιάτα κι έφερε μηλόπιτα με παγωτό βανίλια και σοκολάτα. 
  Κάποια στιγμή, κατά το απόγευμα, ο πατέρας τσακώθηκε με τον γείτονα μας, έναν μαύρο με το όνομα κάτι-Τζόνσον, ο οποίος επέμενε να βάζει στο δικό του στερεοφωνικό νέγρικα τραγούδια του Φατς Ντόμινο – σύμφωνα με τον πατέρα, οι νέγροι δεν είχαν δικαίωμα να γιορτάζουν την 4η Ιουλίου γιατί ήταν σκλάβοι τότε και θα έπρεπε να παραμείνουν έτσι. 
  Ο κάτι-Τζόνσον (που ήταν στην ηλικία του πατέρα, μόνο που ήταν λεπτός και με άφρο μαλλί, κάτι που είχε κάνει την μητέρα να φρίξει όταν το είχε πρωτοδεί) του απάντησε κάτι που δεν είχα καταφέρει να ακούσω κι έπειτα ο πατέρας προσπάθησε να τον αρπάξει από το γελοίο καρώ πουκάμισο που φορούσε, πάνω από τον φράχτη που χώριζε τους κήπους μας. Παραπάτησε κι έπεσε κάτω κι εγώ έτρεξα να τον σηκώσω, προσπαθώντας να αγνοήσω τα χάχανα των νέγρων από δίπλα. Ο πατέρας στηρίχτηκε πάνω μου, με την τεράστια κοιλιά του να αναπηδάει μέσα στο λευκό μπλουζάκι του και τα γυαλιά του βαλμένα στραβά στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του, και ανασηκώθηκε. Έκανε ένα περήφανο κωλοδάχτυλο στους σκατάδες που είχαμε για γείτονες και μπήκε στο σπίτι, με εμένα πάντα δίπλα του. 
  Έκατσε στον καναπέ (τον ίδιο καναπέ που καθόμουν κι εγώ τώρα) αφήνοντας μια μικρή πορδή και με κοίταξε με τα γκρίζα μάτια του.
“Είσαι καλό παιδί, Γκλεν. Μην αφήσεις ποτέ αυτά τα μαύρα κουράδια να σε πείσουν για το αντίθετο”.
Έπειτα αποκοιμήθηκε ροχαλίζοντας βαριά.

***

  Ο αέρας έξω δυνάμωσε και οι σανίδες του πατώματος του πάνω ορόφου έτριξαν παραπονεμένα. Ένα ρεύμα αέρα με έκανε να ανατριχιάσω και να ρίξω την κουβέρτα, που βρισκόταν μόνιμα στον καναπέ, πάνω μου. Το σπίτι ήταν παλιό και ήθελε ανακαίνιση, το γνώριζα αυτό. 
  Οι τοίχοι ήθελαν βάψιμο, τα πατώματα ήταν τόσο βρόμικα που μόνο αν τα άλλαζα θα βελτιώνονταν, η εσωτερική σκάλα είχε δύο σκαλοπάτια που είχαν χαλαρώσει και ήταν έτοιμα να φύγουν, οι καλωδιώσεις ήταν φαγωμένες από τα χρόνια και ήθελαν αλλαγή – το σπίτι είχε ρημάξει από την εποχή που ο πατέρας είχε πεθάνει από εγκεφαλικό, το 1998, και η μητέρα είχε απομείνει μονάχη της, προσπαθώντας να με μεγαλώσει με ένα πενιχρό επίδομα. Την επόμενη χρονιά μού είπε με σταθερή και αδιαπραγμάτευτη φωνή πως έπρεπε να βρω μια δουλειά. 
  Έψαξα για πολύ καιρό και τελικά κατέληξα αποθηκάριος στις κεντρικές αποθήκες του τοπικού Walmart. Δυστυχώς, το πάχος μου (στα 26 μου είχα φτάσει τα 123 κιλά, πράγμα που, σε συνδυασμό με το 1,71 του ύψους μου, δυσκόλευε πολύ την ζωή μου) με εμπόδισε από το να συνεχίσω εκεί. Είχα φοβερούς πόνους στην πλάτη και τα γόνατα και το κουβάλημα μιας και μοναδικής κούτας με άφηνε ξέπνοο για κάνα δεκάλεπτο. Το αφεντικό μου, ένας νέγρος σαν εκείνα τα σκατά που έμεναν δίπλα μας μέχρι το 1994 (οπότε και εξαφανίστηκαν, παρατώντας το σπίτι τους – ο πατέρας έλεγε πως μάλλον χρωστούσαν στην τράπεζα και είχαν φύγει για να μην πληρώσουν αυτά που τους αναλογούσαν) δεν με είχε πάρει με καλό μάτι εξ αρχής. Στην αποθήκη δούλεψα για δύο μήνες μόνο, μέχρις ότου το μουνόπανο με απέλυσε.  Η μητέρα, όταν της είπα τα νέα, με φίλησε στο μέτωπο και μου είπε να μην ανησυχώ. Δεν είχαμε ανάγκη από δουλειές που τα αφεντικά μας ήταν τέτοιου είδους άνθρωποι. Μου μαγείρεψε το αγαπημένο μου ψητό κι έπειτα πήρε τηλέφωνο κάποιον παλιό οικογενειακό φίλο και τον ρώτησε αν είχε καμιά θέση για μένα. Και τελικά, με τον τρόπο που έχουν τα πράγματα να γίνονται αν έχεις υπομονή και κάποιον γνωστό, βρέθηκα στην δουλειά που είμαι σήμερα, βοηθός προγραμματιστή σε μια μικρή εταιρεία software με έδρα το Μπίσμαρκ της Βόρειας Ντακότα.

  Το 2006 η μητέρα πέθανε από καρκίνο των οστών. Πέρασε τους τελευταίους μήνες της ζωής της στο δωμάτιό της. Δεν είχα την οικονομική δυνατότητα να προσλάβω μια αποκλειστική, ούτε να την πάω στο νοσοκομείο, και το μόνο που μπορούσα να κάνω όταν ούρλιαζε από τους πόνους ήταν να δυναμώνω την τηλεόραση για να μην την ακούω. Την αγαπούσα, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
  Μετά τον θάνατό της παραιτήθηκα από τα πάντα. Το σπίτι παρέμεινε ως είχε κι εγώ συνέχισα την χωρίς νόημα καθημερινότητά μου: σπίτι-δουλειά-σπίτι. Και, που και που, κατέβαινα και στο υπόγειο.

***

  Η μητέρα δεν με άφηνε ποτέ να πάω στο υπόγειο. Η πόρτα ήταν μονίμως κλειδωμένη και το κλειδί το κουβαλούσε πάντα μαζί της. Πρέπει να ήμουν πέντε χρονών όταν είδα την πόρτα μισάνοιχτη – η μητέρα μιλούσε στο τηλέφωνο και ακουγόταν εκνευρισμένη. Ήξερα ότι ετοιμαζόταν να πάει με τον πατέρα σε μια συναυλία. Ίσως να μην έβρισκαν εισιτήρια.
  Το ότι δεν είχα κατέβει ποτέ μου στο υπόγειο, καθώς και το ότι ήταν πάντα σκοτεινό, φωτισμένο μονάχα από το χλωμό φως μιας λάμπας φθορίου, ήταν ο λόγος που κοντοστάθηκα στο κεφαλόσκαλο. Μια ξύλινη σκάλα ξεκινούσε από εκεί που στεκόμουν και κατηφόριζε προς τα βάθη του σπιτιού.

  Κατέβηκα με προσοχή τα πρώτα πέντε σκαλοπάτια που έτριζαν κι έριξα ένα γρήγορο βλέμμα στον ημιφωτισμένο χώρο γύρω μου. Ένα χέρι με άρπαξε από τον ώμο και, όταν στράφηκα να δω ποιος ήταν (έτοιμος να βάλω τα κλάματα από την τρομάρα μου) είδα το θυμωμένο πρόσωπο της μητέρας να με κοιτάζει.
“Δεν σου έχω πει να μην έρχεσαι εδώ κάτω;” με ρώτησε και μου άστραψε ένα χαστούκι που το θυμάμαι ακόμα. “Πάνω – γρήγορα!”

  Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλοπάτια, με τα μάγουλά μου κατακόκκινα από την ντροπή και τον πόνο, σκόνταψα στο κεφαλόσκαλο κι έπεσα φαρδύς-πλατύς στο πράσινο λινόλεουμ της κουζίνας. Η μητέρα με ακολούθησε με σταθερά βήματα, έκλεισε την πόρτα του υπογείου και σιγουρεύτηκε ότι αυτή την φορά την είχε κλειδώσει.

  Δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ γι' αυτή την παρακοή μου – και, φυσικά, δεν την ρώτησα ποτέ τι δουλειά είχε στο υπόγειό μας το συνομήλικό μου αγόρι που δεν είχε ούτε χέρια, ούτε πόδια.
  Βρισκόταν αλυσοδεμένο στον βορινό τοίχο, ανάμεσα στον λέβητα και μια στοίβα σακιών με κάρβουνο, με αιμοστατικούς επιδέσμους στα κολοβωμένα του άκρα, βουτηγμένο σε μια μικρή λιμνούλα ξεραμένου αίματος. Με κοίταξε με τρελά, θολωμένα μάτια και προσπάθησε να ουρλιάξει, αλλά το στόμα του ήταν καλά φιμωμένο.
  Για λίγο καιρό σκεφτόμουν το παιδί στο υπόγειο και, μια νύχτα, μου πέρασε από το μυαλό αν θα έπρεπε να ζητήσω από την μητέρα να το λύσει για να παίξουμε μαζί. Είχα πολλά παιχνίδια αλλά κανέναν φίλο. Μετά βέβαια θυμήθηκα ότι το παιδί δεν είχε χέρια, οπότε δεν θα μπορούσαμε να παίξουμε και πολύ.

  Κάνα μήνα μετά την παρακοή μου, ο πατέρας ανέβηκε από το υπόγειο κουβαλώντας ένα σφιχτοδεμένο σακί που έμοιαζε βαρύ. Το έθαψε σε μια γωνιά του κήπου μας και από πάνω φύτεψε γλαδιόλες. Μου είπε πως, όταν μεγάλωναν και θέριευαν, θα ταίριαζαν πολύ με τα υπόλοιπα έξι κομμάτια του κήπου που φιλοξενούσαν το ίδιο λουλούδι. Σκοπός του ήταν, όπως μου είπε καθώς έθαβε βαθιά τα μικρά σποράκια που είχε προμηθευτεί από το ίδιο Walmart στο οποίο θα δούλευα κι εγώ για ένα δίμηνο είκοσι χρόνια αργότερα, να γεμίσει τον κήπο μας με γλαδιόλες – κόκκινες, μωβ, κίτρινες, λευκές: μια πανδαισία χρωμάτων στο πίσω μέρος του σπιτιού μας, ένας κήπος για τον οποίο θα περηφανευόταν όλη η κοινότητα του Λίνκολν.

  Μέχρι το 1998 τα μέρη όπου φύονταν τα όμορφα λουλούδια είχαν αυξηθεί σε δεκατέσσερα – πέντε από αυτά φυτεύτηκαν μόνο μέσα στο 1994, την ίδια χρονιά που οι Τζόνσον εξαφανίστηκαν. Ο πατέρας μού εκμυστηρεύτηκε γελώντας πως είχε αφιερώσει ένα κομμάτι στον καθένα τους: οι κόκκινες γλαδιόλες για τον Φρανκ, οι κίτρινες για την σύζυγό του την Νοέλ, οι μωβ για τους γιους τους, τον δεκαεξάχρονο Ντίλον και τον εννιάχρονο Λόυντ, οι ροζ για την τετράχρονη κόρη τους Ρόουζ. Γέλασα μαζί του, αντιλαμβανόμενος το υπονοούμενό του κι έπειτα με χτύπησε στην πλάτη και μου πρότεινε να πάμε στην κουζίνα. Ήταν τόσο χαρούμενος που μου πρόσφερε την πρώτη μπύρα της ζωής μου, καθώς τρώγαμε ένα κομμάτι ψητού συκωτιού που είχε περισσέψει από την Νοέλ.

***

  Οι αναμνήσεις μού είχαν ανοίξει την όρεξη. Για μια στιγμή γυρόφερα στο μυαλό μου το αν θα έπρεπε να βγω τελικά έξω για να αγοράσω εκείνα τα μπισκότα σοκολάτας που λιγουρευόμουν, αλλά τελικά αποφάσισα ότι το κρύο ήταν μεγάλος ανασταλτικός παράγοντας. Και το ζαμπόν δεν είχε κόψει καθόλου την πείνα μου.

  Πήγα ξανά στο ψυγείο και έριξα μια ματιά ακόμα στα τάπερ που ήταν ξέχειλα γεμάτα με ωμό κρέας. Πήρα ένα από αυτά (έγραφε πάνω του μηρός με τις άσχημες καλικαντζούρες που ονόμαζα γράμματα, μια συνήθεια που δεν είχα καταφέρει ποτέ μου να εξελίξω) και, νιώθοντας το στόμα μου να γεμίζει με σάλια, άναψα την κουζίνα κι έβαλα πάνω στο μάτι ένα τηγάνι ξεχειλισμένο με λάδι. Πέταξα μέσα το κρέας και, όσο περίμενα να τηγανιστεί, στάθηκα μπροστά από την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο. Την μισάνοιξα κι έριξα μια ματιά στον άντρα που βρισκόταν αλυσοδεμένος εκεί κάτω. 
  Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε με το ένα μάτι που του είχε απομείνει. Δεν μίλησε – δεν θα μπορούσε άλλωστε, αφού την γλώσσα του την είχα σιγοψήσει στον φούρνο και την είχα προσθέσει στο σάντουιτς που πήρα μαζί μου στην δουλειά την προηγούμενη μέρα, μαζί με μπόλικη μαγιονέζα και φρέσκια ντομάτα. 
  Ο αιμοστατικός επίδεσμος στο δεξί του πόδι ήταν κατακόκκινος. Αύριο θα τον άλλαζα – τα Σάββατα πάντα είχα χρόνο για να κάνω παρέα με τους φίλους μου στο υπόγειο. Τους τάιζα, τους διάβαζα, μιλούσα μαζί τους, μερικές φορές έπαιρνα μαζί μου τα παιχνίδια μου και τα έστηνα μπροστά τους. Είχα αρκετό κρέας στο ψυγείο μου κι αυτό σήμαινε ότι ο άντρας στο υπόγειο είχε μπροστά του ακόμα δυο-τρεις βδομάδες.
“Σκέφτηκα το κόκκινο”, του είπα κι αυτός άρχισε να χτυπιέται και να μουγκρίζει. Το κεφάλι του κοπάνησε στον τοίχο αλλά δεν φάνηκε να το αντιλαμβάνεται. Αφρός κι αίμα κύλησε από το στόμα του κι έτρεξε στο πηγούνι του.

  Έκλεισα απαλά την πόρτα του υπογείου και πήγα μέχρι το παράθυρο της κουζίνας, εκείνο που έβλεπε στον κήπο. Κοίταξα με υπερηφάνεια την δουλειά που είχα κάνει τα τελευταία χρόνια, τα τριάντα έξι τετράγωνα με τις πολύχρωμες γλαδιόλες. Ναι, νομίζω ότι το κόκκινο ήταν το χρώμα που έπρεπε να προσθέσω. Λίγα σημεία είχαν μείνει άδεια από βλάστηση, μόνο τρία ή τέσσερα. Ίσως του χρόνου ο κήπος που οραματιζόταν ο πατέρας μου να ήταν έτοιμος.

  Το τσιτσίρισμα του λαδιού απαίτησε την προσοχή μου. Χαμήλωσα την φωτιά και παρακολούθησα το κρέας να ροδίζει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου