Δεν περίμενα ότι θα ζούσα αρκετά για να δω το τέλος του κόσμου. Κι όμως, να 'μαι εδώ, σε μια μισογκρεμισμένη, ξύλινη καλύβα που είχα χρόνια να επισκεφτώ, μακριά από κάθε ζωντανό άνθρωπο, παρακολουθώντας τα τελευταία λεπτά του ανθρώπινου είδους να κυλάνε ανεπιστρεπτί.
Η καλύβα βρίσκεται σε μια πλαγιά του Μάουντ Γουίλσον, περιτριγυρισμένη από πεύκα, οξιές, ενδιαμέσους, σημύδες κι ένα σωρό από είδη θάμνων που ποτέ μου δεν μπορούσα να θυμηθώ τα ονόματα τους. Τις καλές ημέρες μπορούσες να δεις το δάσος να πλημμυρίζει από ζωή· κάστορες, άλκες, αλεπούδες, ρακούν και, αν ήσουν αρκετά άτυχος, αρκούδες.
Όχι πια – τις τελευταίες ώρες ολόκληρο το δάσος είναι σιωπηλό. Με την εξαίρεση του ανέμου κι ενός μοναχικού κογιότ που ούρλιαξε θρηνητικά λίγο αφότου ο ήλιος έκανε μια φιλότιμη προσπάθεια να δύσει, δεν έχω ακούσει τίποτα άλλο. Τα ζώα του δάσους, μικρά και μεγάλα, κρύβονταν στις φωλιές τους κι ολόκληρη η φύση έμοιαζε να κρατάει την ανάσα της, περιμένοντας μαζί μου το αναπόφευκτο τέλος.
Βγήκα από την καλύβα τυλιγμένος στο καφέ, μάλλινο μπουφάν μου, εκείνο που η Έιμι μου είχε αγοράσει ως δώρο τον πρώτο χρόνο που κλείναμε παντρεμένοι. Ήταν το 2011, εγώ είχα μόλις κλείσει τα 25 κι εκείνη τα 23, εγώ φρέσκος καθηγητής Μικροβιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Βερμόντ κι εκείνη κάνοντας το μεταπτυχιακό της στην Αγγλική Λογοτεχνία. Ήξερε ότι, ένα σαββατοκύριακο τον μήνα, επισκεπτόμουν την καλύβα στο βουνό μαζί με τους τρεις κολλητούς μου από το γυμνάσιο, ξέγνοιαστος από κάθε σκοτούρα, και πίστευε ότι το μπουφάν θα μου ήταν αρκετά χρήσιμο. Το έβαλα μόνο μια φορά, στο μοναδικό μου ταξίδι ως παντρεμένος στο Μάουντ Γουίλσον – έπειτα από αυτό, οι εκδρομές σταμάτησαν. Ο χρόνος έμοιαζε να κυλάει πιο γρήγορα καθώς οι λογαριασμοί και τα έξοδα με απασχολούσαν ολοένα και περισσότερο, καθώς απομακρυνόμουν από τους φίλους μου, καθώς ο γιος μας ερχόταν στον κόσμο και απαιτούσε κάθε λεπτό από τον χρόνο μας.
Πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται όλο και πιο συχνά εκείνα τα χρόνια, τον καιρό πριν παντρευτώ, όπου όλα έμοιαζαν τόσο ανέμελα, τόσο εύκολα κι εγώ ένιωθα πως ήμουν ένας νεαρός γίγαντας που όλος ο κόσμος του ανήκε – το μόνο που είχα να κάνω ήταν να απλώσω το χέρι μου και να αρπάξω την ζωή από τα μαλλιά. Και η ζωή δεν μου αρνήθηκε αυτή την ευκαιρία – στάθηκε μπροστά μου και με χτύπησε στα μούτρα με όλη την δύναμη της πραγματικότητας: μου έδειξε το τι θα έπρεπε να αντιμετωπίσω από τότε και στο εξής, όλες τις ευθύνες που είχα αναλάβει, όλο τον μόχθο που με περίμενε στη ζωή μου. Με μετέτρεψε από γίγαντα σε νάνο, σε ανθρωπάκι που πάσχιζε να πάρει μια ανάσα έχοντας πείσει τον εαυτό του ότι τα όνειρα του ήταν ασήμαντα, ότι οι στόχοι του ήταν επουσιώδεις. Δεν έγινε από την μια μέρα στην άλλη, ούτε κατηγόρησα ποτέ τον γάμο μου γι' αυτό· αλλά, γαμώτο, μου έλειπαν εκείνα τα ταξίδια στην καλύβα τα σαββατοκύριακα.
***
Έκατσα στην ξύλινη καρέκλα που έτριξε από το βάρος μου και άνοιξα μια από τις μπύρες με τις οποίες είχα εφοδιαστεί στην τελευταία μου επίσκεψη στο τοπικό παντοπωλείο. Ο γιατρός μου μού έλεγε πάντα ότι έπρεπε να ελαττώσω το αλκοόλ, αλλά νομίζω ότι δεν υπάρχει πλέον κανένα πρόβλημα αν πιω και τις δύο εξάδες μονορούφι. Είχα να μεθύσω πραγματικά εδώ και πέντε χρόνια, δηλαδή από τότε που η Έιμι είχε τηρήσει το δικό της μέρος από τον όρκο που είχαμε δώσει στον γάμο μας, ειδικά εκείνο το σημείο που ανέφερε το 'μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος'. Είχα μεθύσει κι άλλη μια φορά, όταν είχε γεννηθεί ο Τζέιμς. Αυτή θα ήταν η τρίτη, κι αν το τέλος του κόσμου δεν ήταν καλός λόγος για να γίνω στουπί, τότε δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να είναι.
Η πρασινωπή απόχρωση του σέλαος είχε τυλίξει το σιωπηλό δάσος. Ήταν όμορφα εδώ – η φύση με ηρεμούσε, ένιωθα το σώμα μου να γιατρεύεται από το άγχος της ύπαρξης μου και τις έγνοιες μου να παρασέρνονται από τον ψυχρό, οκτωβριάτικο άνεμο. Το βλέμμα μου ταξίδεψε στον νυχτερινό ουρανό, στα απόμακρα αστέρια και τις πράσινες, φασματικές κουρτίνες που χόρευαν, όμορφες και τρομερές.
Δεν είχα δει ποτέ μου το βόρειο σέλας, αν και μου άρεσε να χαζεύω φωτογραφίες και βίντεο του στο ίντερνετ με τις ώρες. Πάντα ήθελα να ταξιδέψω στην Αλάσκα για να το παρακολουθήσω και πάντα ανέβαλλα την απόφαση μου, πείθοντας τον εαυτό μου ότι υπήρχε χρόνος. Τελικά, όπως αποδείχθηκε, ο χρόνος μου είχε τελειώσει, αλλά το σύμπαν, σε μια παράδοξα μεγαλόψυχη χειρονομία, είχε αποφασίσει να φέρει το σέλας σ' εμένα. Ήξερα ότι δεν ήμουν ο μόνος – η Γη είχε επιλέξει να προσφέρει ένα μεγαλειώδες, πανέμορφο θέαμα στα πλάσματα που την κατοικούσαν, καθώς ψυχορραγούσε. Σε όλο τον πλανήτη, οι πράσινες λάμψεις πραγματοποιούσαν τον τελευταίο τους χορό.
***
Τελείωσα την μπύρα μου και τακτοποίησα το άδειο κουτάκι σε μια πλαστική σακούλα, περισσότερο από συνήθεια παρά από οικολογική συνείδηση. Αν είχα ρολόι ή αν το κινητό και το λάπτοπ μου δούλευαν, θα μπορούσα να ξέρω πόσος χρόνος μου απέμενε πάνω-κάτω, αλλά η τεχνολογία είχε τινάξει τα πέταλα εδώ και λίγες ώρες. Υπολόγισα ότι θα ήταν γύρω στις δέκα το βράδυ και, καθώς κανείς δεν μπορούσε να αντικρούσει την εκτίμηση μου, υπέθεσα ότι είχα χρόνο για μια μπύρα ακόμα.
Έβγαλα το κινητό μου και το πέταξα στην πλαγιά, νιώθοντας μια παράξενη ανακούφιση που δεν θα το χρειαζόμουν ποτέ πια. Οι τελευταίες μου στιγμές ήταν δικές μου και μόνο. Ίσως αργότερα, αν είχα χρόνο, να έκανα το ίδιο και με το λάπτοπ μου – μου ήταν άχρηστο πλέον. Έτσι κι αλλιώς, ο μόνος λόγος που το είχα πάρει μαζί μου στην δεκαπενθήμερη άδεια μου, ήταν για να μιλάω με τον Τζέιμς.
***
Ο γιος μου σπούδαζε στο Παρίσι – κάτι στην Καλών Τεχνών που δεν μπορούσα ποτέ να θυμηθώ τι ήταν. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά ποτέ δεν είχαμε την καλή σχέση πατέρα-γιου που βλέπει κανείς στις γλυκανάλατες κοινωνικές ταινίες. Τον αγαπούσα, φυσικά και τον αγαπούσα, αλλά ποτέ δεν είχα τον χρόνο να ασχοληθώ μαζί του, να περάσω ένα απόγευμα μαζί του παίζοντας ή κατασκευάζοντας κάτι, να τον παρακολουθήσω στους αγώνες μπάσκετ του ή να πάμε μια βόλτα μόνοι μας. Ακόμα και μετά τον θάνατο της Έιμι, όταν γλιστρούσα στο ποτό όλο και περισσότερο, δεν βρήκα την δύναμη να του πω πόσο τον χρειαζόμουν, πόσο είχα μετανιώσει που παρακολουθούσα από μακριά την αλλαγή του από ένα ντροπαλό, λεπτοκαμωμένο αγόρι σε έναν νεαρό, νευρώδη άντρα, πόσο θα ήθελα να αναπληρώσω τον χρόνο που είχα αφήσει να χαθεί, τον χρόνο που θα μπορούσαμε να περάσουμε μαζί, τον χρόνο που είχα επιλέξει να αφιερώσω στα άγχη μου αντί για την οικογένεια μου. Τα τελευταία δύο χρόνια, η σχέση μας είχε περιοριστεί σε διηπειρωτικές κλήσεις μέσω του Skype, ένα βιαστικό 'γεια, τι κάνεις;', μια σύντομη αναφορά στα πιο σημαντικά γεγονότα της εβδομάδας κι ένα αμήχανο 'αντίο, θα τα ξαναπούμε'. Ποτέ δεν είχα πει εκείνη την μικρή φράση που έβγαινε από μέσα μου αλλά σκάλωνε στον λαιμό μου: 'να προσέχεις, σ' αγαπώ'.
Βρισκόμασταν λίγο μετά τον βιαστικό χαιρετισμό μας όταν όλες οι τηλεπικοινωνίες του πλανήτη κατέρρευσαν. Όλα είχαν συμβεί πολύ ξαφνικά, πολύ απότομα, προτού προλάβει κανείς μας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, εκτός ίσως από μερικούς επιστήμονες στο Μέριλαντ, στην Υπηρεσία Διαστημικής Μετεωρολογίας – κι ακόμα κι αυτοί θα στάθηκαν έκπληκτοι κι ανήμποροι μπροστά στο θέαμα της ισχυρότερης ηλιακής έκλαμψης που είχε καταγραφεί ποτέ, την έκρηξη που θα εξάλειφε κάθε μορφή ζωής στην Γη μέσα στις επόμενες τριάντα ώρες.
***
Όπως ήταν φυσικό, επικράτησε χάος. Ταραχές, λεηλασίες, βίαιες συγκρούσεις ξέσπασαν παντού, καθώς η ανθρώπινη φυλή πετούσε από πάνω της τον μανδύα του πολιτισμού κι επέστρεφε στα πρωτόγονα, άγρια ένστικτα της. Ο στρατός βγήκε στους δρόμους, αλλά για λίγο· μπροστά στο σίγουρο τέλος, κανείς δεν έβρισκε κάποιον αρκετά σημαντικό λόγο ώστε να είναι μακριά από τους ανθρώπους που αγαπούσε. Σύντομα, όλα τα πόστα εγκαταλείφθηκαν και οι περισσότεροι απομονώθηκαν στα σπίτια τους ή σε καταφύγια, αναζητώντας μια ψευδαίσθηση ασφάλειας.
Έμαθα τι είχε συμβεί όταν κατέβηκα για προμήθειες στo Ρίπτον, μια μικρή πόλη εξακοσίων κατοίκων, που τύχαινε να είναι η πιο κοντινή στο μέρος που βρισκόμουν. Είχα μπροστά μου μια εβδομάδα διακοπών ακόμα και σκόπευα να την περάσω μαγειρεύοντας κι όχι τρώγοντας κονσέρβες.
Το παντοπωλείο ήταν έρημο, όπως και η υπόλοιπη πόλη. Εφοδιάστηκα με αλκοόλ και σάντουιτς τελικά και περιπλανήθηκα για λίγο στους άδειους δρόμους, αναζητώντας κάποιον ντόπιο. Τον βρήκα στο πρόσωπο ενός νεαρού που καθόταν έξω από την τοπική εκκλησία και κάπνιζε ξαπλωμένος. Μου είπε τι είχε συμβεί, για τον ηλεκτρισμό που είχε χαθεί, για το επείγον μήνυμα του Προέδρου που είχε μεταφερθεί μέσω ενός καναλιού έκτακτης ανάγκης στους κυβερνήτες των Πολιτειών κι από κει στους υπόλοιπους πολίτες. Τον ρώτησα έκπληκτος πότε συνέβησαν όλα αυτά και μου απάντησε ότι είχαν περάσει μόλις δεκαπέντε ώρες. Επέστρεψα στην καλύβα παρέα με τις μπύρες μου και αναλογιζόμενος το τέλος του κόσμου.
***
Η ανάμνηση του γιου μου έκανε τα μάτια μου να υγρανθούν κι ένας παλιός θυμός για τον εαυτό μου με κατέκλυσε. Ήταν γνώριμος – τον ένιωθα κάθε φορά που μετάνιωνα για κάτι κι έδινα όρκο στον εαυτό μου να μην τον επαναλάβω, έναν όρκο που ποτέ δεν τηρούσα. Έτσι και τώρα – θα έδινα τα πάντα για να μπορούσα να ξαναμιλήσω με τον γιο μου, με τον Τζίμι μου που πάντα θα τον θυμόμουν ως το ντροπαλό αγόρι που έπαιζε ήσυχα με τα αυτοκινητάκια του, αφότου του είχα αρνηθεί λίγο από τον χρόνο μου, που ήταν τόσο πολύτιμος ώστε τον είχα σπαταλήσει σε ασήμαντα ζητήματα. Είχε τελικά τόση αξία η ζωή μου, ήταν τόσο σημαντικές οι ευθύνες μου ώστε να απομακρυνθώ τόσο από τη γυναίκα όσο και από το παιδί μου, ώστε να μην τους πω ποτέ πόσα σήμαιναν για μένα;
***
Η ώρα πρέπει να είναι έντεκα το βράδυ. Ο ουρανός στα ανατολικά έχει πυρώσει και λάμπει πορτοκαλής και κόκκινος, μια οργισμένη φλόγα που κατακαίει τα πάντα στο πέρασμα της. Το Παρίσι είναι ήδη στάχτες εδώ και λίγες ώρες. Ρίχνω μια τελευταία ματιά στον ουρανό που μοιάζει να έχει πιάσει φωτιά. Η θερμοκρασία έχει ανέβει – βγάζω το μπουφάν μου και το κρατάω στα χέρια μου, το σφίγγω στην αγκαλιά μου, το μοναδικό πράγμα που έχω να μου θυμίζει την Έιμι. Ελπίζω ότι θα είμαι κοντά της σε λίγο. Ελπίζω ότι θα μπορέσω να της πω όσα δεν της είχα πει.
Κλείνω τα μάτια μου και μπροστά μου βλέπω το πρόσωπο του Τζέιμς. Είναι παιδί, τρέχει και σκοντάφτει, πέφτει και κλαίει και τον παίρνω στην αγκαλιά μου για να τον παρηγορήσω. Είναι έφηβος, τσακωνόμαστε για κάποιον ασήμαντο λόγο και κοπανάει την πόρτα του δωματίου του με δύναμη, ενώ εγώ κλείνομαι στο γραφείο μου θυμωμένος. Είναι άντρας και στέκεται αγέρωχος πάνω από τον τάφο της μητέρας του, στητός και άκαμπτος, πασχίζοντας να δείξει ότι διατηρεί την ψυχραιμία του, ενώ εγώ έχω γείρει πάνω του, τσακισμένος και χαμένος. Το χέρι του, δυνατό και σταθερό, μου σφίγγει τον καρπό, προσπαθώντας να μου δώσει άηχα κουράγιο.
Δακρύζω και η θέρμη του φλεγόμενου κύματος εξατμίζει τα δάκρυα μου. Έχουν μείνει μερικές στιγμές πλέον. Παίρνω μια ανάσα και νιώθω τα πνευμόνια μου να καρβουνιάζουν. Έχω χρόνο μόνο για μια τελευταία σκέψη.
Σ' αγαπώ, Τζίμι. Μακάρι να είχα προλάβει να στο πω.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Με την συγκεκριμένη ιστορία είχα λάβει μέρος στον διαγωνισμό του Moonlight Tales το 2017. Κατάφερε και διακρίθηκε, παίρνοντας την πρώτη θέση. Την είχα ξεχάσει μέχρι πρόσφατα - νομίζω πως πλέον είναι η ώρα της να εμφανιστεί στον κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου