Σάιμον


Ο άντρας πυροβόλησε το παιδί κι έπειτα το έθαψε στην άμμο. 

Φρόντισε να μην το θάψει πολύ βαθιά, ώστε τα τσακάλια και τα υπόλοιπα αρπακτικά της ερήμου να κάνουν τη δουλειά τους. 

Μετά έβαλε μπροστά το μεταχειρισμένο Νισσάν, που είχε αγοράσει με 400 δολάρια και που έπρεπε να του είχε κάνει σέρβις δυο χιλιάδες χιλιόμετρα πριν, και επέστρεψε σπίτι του.

Σκόνταψε στη στοίβα των απλήρωτων λογαριασμών που είχαν μαζευτεί τους τελευταίους δυο μήνες, βλαστήμησε τον πρώτο άγιο που του ήρθε στο μυαλό κι έπειτα έπεσε μπρούμυτα στο κρεβάτι χωρίς καν να γδυθεί, με το μέτωπό του να καίει από τον πυρετό και το κεφάλι του να πονάει.


***

Το μωρό είχε έρθει στον κόσμο με έναν τρόπο που δεν ήταν ούτε πρωτότυπος, ούτε επιθυμητός. Ο Τομ θα ήθελε πάρα πολύ να κατηγορήσει το σπασμένο προφυλακτικό, αλλά ήξερε ότι αυτή τη φορά έφταιγε ο ίδιος και η επιπολαιότητά του. Η Μάιλι είχε αρνηθεί ορθά-κοφτά να το ρίξει κι εδώ που τα λέμε, σε ποιον περίσσευαν δυο χιλιάρικα για την έκτρωση; Εκτός κι αν πήγαινε στον δόκτορα Έιμπ, αν κι όλοι ήξεραν ότι η λέξη ‘δόκτορας’ χρησιμοποιούταν κατ’ ευφημισμόν. Μιάμιση ώρα και ένα πακέτο τσιγάρα μετά, η Μάιλι ήταν ακόμα ανένδοτη σε οποιοδήποτε επιχείρημα του Τομ.

Το άγχος τον είχε καταβάλλει από την πρώτη στιγμή που εκείνο το καταραμένο τεστ εμφάνισε τις δυο ροζ γραμμούλες , αφού πρώτα είχε περάσει το μακρύτερο και πιο εξοντωτικό δεκάλεπτο της ζωής του. Η Μάιλι είχε προσπαθήσει να τον αγκαλιάσει, αλλά ο ίδιος ένιωθε σαν να ήταν σκαλισμένος σε πέτρα. Βγήκε από το διαμέρισμά τους για να κάνει ένα τσιγάρο και, για το επόμενο μισάωρο, παρακολουθούσε τον νυχτερινό ουρανό και ευχόταν να βρισκόταν κάπου πολύ μακριά. Στο φεγγάρι, για παράδειγμα.
Όταν ξαναμπήκε στο διαμέρισμα, προσπάθησε να λογικέψει την Μάιλι. Με τα ογδόντα δολάρια που έπαιρνε την εβδομάδα στο συνεργείο, δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσουν να μεγαλώσουν το παιδί. Αυτή του απάντησε ότι για τέσσερις, ακόμα και πέντε μήνες, μπορούσε να συνεχίσει να δουλεύει στο καφέ που δούλευε και να προσθέτει άλλα σαράντα δολάρια στον εβδομαδιαίο κορβανά. Ο Τομ γέλασε σαρκαστικά και η Μάιλι του υπενθύμισε ότι κι άλλοι είχαν φέρει στον κόσμο παιδιά, χωρίς να τους αποτρέπει το οικονομικό κόστος. Σε εκείνο το σημείο λογομάχησαν για λίγο, έπειτα τα ξαναβρήκαν και μετά η Μάιλι έκανε το ολέθριο λάθος να αναφέρει ότι θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν οι δικοί τους.
Ο Τομ έγινε έξαλλος και άρχισε να της υπενθυμίζει όλους τους λόγους για τους οποίους οι γονείς τους δεν τους μιλούσαν: για το ότι είχαν αποφασίσει να μείνουν μαζί στα δεκαοκτώ τους αγνοώντας τις συμβουλές τους, για το ότι ο Τζέιμς Έλγουικ δεν έχανε ευκαιρία να κακολογεί το ‘κωλόπαιδο που του είχε κλέψει την κόρη’, για το ότι ο ίδιος ο πατέρας του τού είχε αρνηθεί μια θέση στην αντιπροσωπεία αυτοκινήτων που είχε και για το ότι θα έπρεπε να βρει άλλο τρόπο για να θρέψει ‘το ξέκωλο που τον είχε τυλίξει’, για ένα, για δύο, για χίλιους άλλους λόγους. Σε όλα αυτά έπρεπε να προστεθεί και το γεγονός ότι το ζεύγος Τομ και Μάιλι Χικς περίμενε το πρώτο τους παιδί και μάλιστα εκτός γάμου. Με γλαφυρό τρόπο, ο Τομ περιέγραψε στην κοπέλα του την υποτιμητική έκφραση στο πρόσωπο του πατέρα του όταν θα του έλεγε τα νέα και την προκάλεσε να φανταστεί την έκφραση στο πρόσωπο του πεθερού του. Όχι, μια τέτοια ιδέα ήταν εκτός συζήτησης.

Καθώς οι μήνες περνούσαν, ο Τομ αποδέχτηκε την κατάσταση – δεν μπορούσε άλλωστε να κάνει και κάτι άλλο. Όσο κι αν ο γέρο-Τζέιμς τον έλεγε κωλόπαιδο, ο ίδιος ήξερε ότι δεν ήταν και δεν θα εγκατέλειπε την Μάιλι τώρα, με ένα παιδί καθ’ οδόν. Κανόνισε να δουλεύει περισσότερες ώρες στο συνεργείο και κατάφερε να βγάζει ένα τριαντάρι περισσότερο τη βδομάδα. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, αλλά μπορούσε να τα φέρνει βόλτα, αφήνοντας απλήρωτους μερικούς λογαριασμούς. Η Μάιλι συνέχισε να δουλεύει στο καφέ μέχρι και στα μέσα του πέμπτου μήνα κι έπειτα ο γιατρός συνέστησε ανάπαυση μέχρι τον τοκετό.
Δεν ήταν όλα ρόδινα – πολλές φορές ο Τομ πεταγόταν στον ύπνο του νιώθοντας ένα βάρος στο στήθος. Έπειτα κοίταζε την Μάιλι που κοιμόταν ήσυχα δίπλα του, με τα ξανθά της μαλλιά να πέφτουν στο πρόσωπό της και θυμόταν ότι αυτή η κοπέλα ήταν ο έρωτας της ζωής του, η κοπέλα που για χάρη της είχε περάσει πάμπολλες νύχτες ξάγρυπνος αναπολώντας την πρώτη τους συνάντηση, την πρώτη του ερωτική εξομολόγηση, το πρώτο τους φιλί, και ηρεμούσε. Μερικές φορές ήταν σίγουρος ότι όχι μόνο θα τα κατάφερναν, αλλά ότι θα το αγαπούσε το μικρό μπασταρδάκι, όσο κι αν τους είχε αναστατώσει τη ζωή.

***

Ήταν ο έβδομος μήνας κύησης όταν, μετά από μια εξέταση ρουτίνας, ο γιατρός Τζόνσον τούς έδειξε τα αποτελέσματα και τους είπε τα δυσάρεστα νέα: η Μάιλι είχε ηπατίτιδα C. Την ρώτησε αν έκαναν χρήση ναρκωτικών (ο Τομ δεν μπόρεσε να αρνηθεί ότι πού και πού άναβε ένα τσιγαριλίκι, αλλά ορκίστηκε ότι δεν το έκανε ποτέ μπροστά στην Μάιλι ούτε είχαν κάνει ποτέ τους χρήση ηρωίνης), αν είχε κάποιο τατουάζ ή κάποιο πίρσινγκ στο σώμα της. Η κοπέλα διστακτικά, του έδειξε το σκουλαρίκι στον αφαλό, ενθύμιο από τα δέκατα όγδοα γενέθλιά της και σύμβολο της απελευθέρωσής της από τα δεσμά της οικογένειάς της. Ο γιατρός αναστέναξε, τους εξήγησε τους κινδύνους μετάδοσης που υπήρχαν και κατέληξε λέγοντας ότι θα έπρεπε να δοκιμάσουν μια θεραπεία με ριμπαβιρίνη σε μικρές δόσεις, που όμως ίσως είχε δυσμενείς επιπτώσεις στο έμβρυο. Ο Τομ έπιασε τον εαυτό του να είναι πολύ περισσότερο ανήσυχος απ’ ό,τι θα φανταζόταν μερικούς μήνες νωρίτερα.
Προκειμένου να ρισκάρουν τη μετάδοση της ηπατίτιδας στο μωρό, αποφάσισαν να ακολουθήσουν τη συμβουλή του γιατρού. Η θεραπεία κράτησε τρεις εβδομάδες και στο επόμενο υπερηχογράφημα όλα έδειχναν ότι πήγαιναν καλά. Η Μάιλι είχε πια μπει στον όγδοο μήνα και η πρώτη εκτίμηση του Τζόνσον ήταν ότι θα γεννούσε στο διάστημα μεταξύ 15 με 20 Νοεμβρίου.

Ο Τομ βρισκόταν στο συνεργείο όταν το αφεντικό του τον φώναξε στο γραφείο και του είπε ότι κάποιος τον ζητούσε στο τηλέφωνο. Δεν φαινόταν ευχαριστημένος που εκτελούσε χρέη γραμματέως, αλλά η έκφραση στο πρόσωπο του Τομ – ανήσυχη και χαρούμενη ταυτόχρονα – τον έκανε να σιωπήσει. Ο νεαρός άντρας έφυγε τρέχοντας για το μαιευτήριο, πετώντας ασυναρτησίες στο αφεντικό του καθώς απομακρυνόταν.
Μπήκε φουριόζος στο νοσοκομείο και κατευθύνθηκε προς την αίθουσα τοκετού, έως ότου μια μεγαλόσωμη νοσοκόμα με βαρύ πρόσωπο τον συγκράτησε, γραπώνοντάς τον από το δεξί χέρι. Ο Τομ τής εξήγησε την κατάσταση και η σκληρή έκφρασή της άλλαξε. Τον τράβηξε προς την αίθουσα αναμονής και τον έβαλε να κάτσει, διαβεβαιώνοντάς τον ότι ο γιατρός Τζόνσον θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή.
Και ο γιατρός ήρθε.
Και ο γιατρός τού μίλησε και του εξήγησε.
Και ο γιατρός τον ακούμπησε πατρικά στον ώμο, ψιθυρίζοντάς του ότι ήταν ακόμα νέοι και είχαν όλο τον χρόνο μπροστά τους για να ξαναπροσπαθήσουν.
Και ο Τομ έκλαψε γοερά.

***

Η ζωή όμως έχει πάντα διαφορετικά σχέδια για τους ανθρώπους και, όταν αυτοί προσπαθούν να προετοιμαστούν για τα όσα μπορεί να τους φέρει στον δρόμο τους, η ίδια αλλάζει τη γνώμη της.

Το μωρό είχε γεννηθεί νεκρό. Όσες προσπάθειες ανάνηψης κι αν κατέβαλλαν οι γιατροί, απέβησαν άκαρπες. Η Μάιλι ούρλιαζε να της δώσουν να κρατήσει το μωρό, μέχρις ότου ο αναισθησιολόγος τής πάτησε μια γερή δόση αναισθητικού και η κοπέλα ηρέμησε. Μισή ώρα αφότου το μωρό του Τομ και της Μάιλι είχε έρθει στον κόσμο, ο γιατρός Τζόνσον υπέγραψε το πιστοποιητικό θανάτου του. Το μωρό μεταφέρθηκε προσωρινά σε μια θερμοκοιτίδα και ο γιατρός ανέλαβε να ενημερώσει τον Τομ.
Δύο ώρες μετά τον τοκετό η μεγαλόσωμη νοσοκόμα, που είχε συγκρατήσει τον Τομ όταν προσπαθούσε να εισβάλλει στο χειρουργείο, ήταν έτοιμη να μεταφέρει το νεκρό μωρό στο νεκροτομείο, όταν της φάνηκε ότι άκουσε ένα χαμηλόφωνο κλάμα, σαν νιαούρισμα, από την θερμοκοιτίδα του. Αμέσως ειδοποίησε τους μαιευτήρες.

Ήταν ένα θαύμα, ένας θρίαμβος της ζωής απέναντι στον θάνατο, όπως είπε αργότερα η νοσοκόμα σε μια δακρυσμένη Μάιλι, καθώς σταυροκοπιόταν. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν και απλά περιορίστηκαν να αναφέρουν ότι το όλο περιστατικό ήταν μια εξαιρετικά σπάνια μορφή νεκροφάνειας. Τον Τομ και την Μάιλι δεν τους ενδιέφεραν όλα αυτά. Το μωρό τους ήταν εκεί και ήταν ζωντανό.
Και αυτό τους αρκούσε.

***

Δύο μήνες μετά κι ενώ η Μάιλι θήλαζε τον μικρό Σάιμον – έτσι είχαν αποφασίσει να τον βγάλουν – ένιωσε ένα μικρό τσίμπημα στο στήθος. Παραξενεμένη, απομάκρυνε το μωρό και εξέτασε τη θηλή της. Είδε δυο μικροσκοπικές, κόκκινες τρυπίτσες, σαν να είχαν γίνει από δόντια. Χασκογέλασε αμήχανα και πήρε πάλι τον Σάιμον στην αγκαλιά της, αλλά ο μικρός είχε ήδη αποκοιμηθεί.

Την επόμενη μέρα, ένιωσε πάλι το τσίμπημα στο στήθος της, μόνο που αυτή τη φορά ήταν πιο έντονο. Μόλις τέλειωσε με το θήλασμα κι έβαλε το μωρό στην κούνια του, εξέτασε το στήθος της και είδε μια μικρή σταγόνα αίμα να κυλά και να πέφτει πάνω στην κοιλιά της, σαν πορφυρό δάκρυ. Κοίταξε δύσπιστα το βρέφος κι αυτό της χαμογέλασε χαρωπά. Έσκυψε από πάνω του και τράβηξε το άνω χείλος του με το δάχτυλό της. Της φάνηκε ότι είδε δύο μικροσκοπικά δοντάκια, το καθένα τους σαν την μύτη μιας βελόνας, να εξέχουν από τα ροζ ούλα του.
Ο Τομ την βρήκε προβληματισμένη το ίδιο βράδυ, όταν επέστρεψε από την δουλειά. Η Μάιλι τού είπε τι είχε συμβεί, αλλά εκείνος γέλασε κοροϊδευτικά. Όταν η Μάιλι πήρε τον Σάιμον στην αγκαλιά της και τράβηξε το άνω χείλος του για να δείξει στον Τομ τα δόντια, εκείνα είχαν εξαφανιστεί.

Πέρασαν μερικοί μήνες ακόμη. Όταν ο Σάιμον έκλεισε χρόνο είχε σταματήσει ήδη να θηλάζει και μπουσούλαγε. Ήταν αρκετά μεγαλόσωμος για την ηλικία του. Οι γονείς του ήταν ταυτόχρονα περήφανοι και ανήσυχοι για την πρόωρη ανάπτυξή του, αλλά όλες οι ιατρικές εξετάσεις έδειξαν ότι ο μικρός έχαιρε άκρας υγείας. Η Μάιλι τον έλεγχε συχνά για να δει αν είχε βγάλει δόντια, αλλά ποτέ δεν έβρισκε τίποτα, ούτε καν τα πρώτα που θα έπρεπε να είχαν εμφανιστεί. Τουλάχιστον ο Τομ είχε σταματήσει να φωνάζει τον Σάιμον κοροϊδευτικά ‘πιράνχας’, κάτι που της έσπαγε τα νεύρα. Άρχισε να πιστεύει ότι όσα είχαν συμβεί κατά τους πρώτους μήνες γαλουχίας τα είχε φανταστεί.

Ένα βράδυ στριφογύριζε στον ύπνο της, μη μπορώντας να κοιμηθεί. Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε προς την κούνια, όπου είδε δύο κίτρινα μάτια να είναι καρφωμένα πάνω της. Πετάχτηκε τρομαγμένη και άναψε το φως στο κομοδίνο της, ξυπνώντας ταυτόχρονα και τον Τομ. Στο φως της λάμπας, είδε τον Σάιμον να την κοιτάζει αθώα με τα γαλάζια ματάκια του. Με την καρδιά της να βροντοχτυπά στο στήθος της, ξάπλωσε πάλι, αν και δεν μπόρεσε να ξανακοιμηθεί.

Δεκατέσσερις μήνες μετά τη γέννησή του, ο Σάιμον κατάφερε να σταθεί όρθιος και να κάνει τρία βήματα, προτού πέσει με τα μούτρα στο πάτωμα. Ο Τομ τον πήρε αγκαλιά και άρχισε να τον πετάει προσεκτικά στον αέρα, φωνάζοντας περήφανα ‘ο άντρακλάς μου περπάτησε!’
Η Μάιλι καθόταν αμίλητη στον καναπέ, χωρίς να συμμερίζεται τη χαρά του Τομ. Φοβόταν. Ο Θεός να τη συγχωρούσε, αλλά φοβόταν το μωρό της.

Καθώς ο Σάιμον συμπλήρωνε δύο χρόνια ζωής, ξαφνικά έχασε την όρεξή του. Δεν έτρωγε και προτιμούσε να ξεδιπλώνει το καλλιτεχνικό του ταλέντο στη ζωγραφική τοίχου με φρουτόκρεμα. Δεν είχε βγάλει ακόμα δόντια, πράγμα που ήταν παράξενο, αν και ο γιατρός Τζόνσον την καθησύχασε λέγοντάς της πως, μέσα στους επόμενους τρεις μήνες, θα ξεκινούσε η γκρίνια που συνόδευε την εμφάνισή τους.

***

Η Μάιλι έπλενε μερικές μπριζόλες για να μαγειρέψει το μεσημέρι, όταν άκουσε τον Σάιμον να γελάει. Καθόταν στο καρεκλάκι του, δίπλα στο τραπέζι και είχε ήδη σκορπίσει όλη τη φρουτόκρεμά του στο πάτωμα.
Τον αγνόησε. Τελευταία δεν κοιμόταν καλά και όποτε κατάφερνε και έπεφτε σε λήθαργο, έβλεπε εφιάλτες με κίτρινα μάτια να την παρατηρούν στο σκοτάδι.
Ο Σάιμον ξαναγέλασε. Στράφηκε προς το μέρος του και τον είδε να την παρακολουθεί με ένα μεγάλο χαμόγελο στο στρογγυλό, όμορφο πρόσωπό του. Στο φως του ήλιου διέκρινε κάτι στο στόμα του. Πλησίασε το αγοράκι μισοκλείνοντας τα μάτια της. Ήταν… ήταν δόντια αυτά που ξεχώριζε;
Ήταν. Αλλά όχι κανονικά, ίσια, λευκά δόντια. Από τη μια στιγμή στην άλλη, ο Σάιμον είχε εμφανίσει δυο σειρές από λεπτά, κοφτερά δόντια, σαν βελόνες.
Με μια ξαφνική κίνηση, την δάγκωσε στο πρόσωπο. Η Μάιλι ούρλιαξε, αλλά τα σαγόνια του Σάιμον είχαν κλείσει με υπερφυσική δύναμη γύρω από τη μύτη, το μάγουλο και το δεξί της μάτι. Το μωρό δάγκωσε ακόμα πιο δυνατά και η Μάιλι ένιωσε τα δόντια του να μπήγονται στο βολβό του ματιού της. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Με ένα απότομο τίναγμα, ο Σάιμον αποτραβήχτηκε, ξεσχίζοντας το μάγουλο και κόβοντας ένα κομμάτι από τη μύτη της. Το μάτι της Μάιλι βγήκε από την κόγχη του και απέμεινε να κρέμεται πάνω από τα υπολείμματα του μάγουλού της. Η κοπέλα έσκασε στο πάτωμα με τον κώλο και μπόρεσε να διακρίνει μέσα από τα δάκρυα πόνου του καλού της ματιού τον Σάιμον να κατεβαίνει από το καθισματάκι του.

Η πρώτη αντίδραση του Τομ όταν είδε το πτώμα της Μάιλι, με το πρόσωπο φαγωμένο και τον μικρούλη Σάιμον να στέκεται από πάνω της γελώντας πλατιά, με το σαγόνι και τα δόντια του ("Θεέ μου, τα δόντια του!") γεμάτα αίματα, ήταν να ξεράσει το πρόγευμά του. Έπεσε στα γόνατα νιώθοντας αναγούλα και μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Σαν να ήθελε να του επιβεβαιώσει ότι δεν ονειρευόταν, ο Σάιμον έσκυψε πάνω από το διαλυμένο πρόσωπο της μάνας του και δάγκωσε το κάτω χείλος της που ήταν ακόμα ανέπαφο, πλαταγίζοντας με ευχαρίστηση τα χείλη του. Ο Τομ δάγκωσε τη γροθιά του από τον τρόμο και οπισθοχώρησε μπουσουλώντας.
Ανίκανος να σκεφτεί λογικά από τη φρίκη, πλησίασε με προσεκτικές κινήσεις την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο και την άνοιξε. Ο Σάιμον τον παρατηρούσε με ενδιαφέρον. Ο πατέρας του πλησίασε το λουσμένο στο αίμα αγόρι κι έκατσε δίπλα του, συγκρατώντας την αηδία του. Μόλις το φρικτό πλάσμα που ονόμαζε γιο του επέστρεψε στο γεύμα του, ο νεαρός άντρας τον άρπαξε και τον πέταξε στο σκοτεινό κελάρι, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του.

***

Πέρασαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες που ο Τομ βρισκόταν σε κατάσταση σοκ, ανήμπορος να κουνηθεί. Δεν είχε φάει τίποτα, ψηνόταν στον πυρετό και δεν απαντούσε στα τηλέφωνα που τον έπαιρνε το αφεντικό του. Από τη μέρα που είχε κλειδώσει τον Σάιμον στο κελάρι, το παιδί ούρλιαζε και έκλαιγε, αλλά οι κραυγές του δεν είχαν τίποτα το ανθρώπινο – έμοιαζαν περισσότερο με τα ουρλιαχτά κάποιου απροσδιόριστου κτήνους. Το πτώμα της Μάιλι βρισκόταν ακόμα στην κουζίνα και είχε αρχίσει να μυρίζει, ενώ μύγες είχαν αναπόφευκτα μαζευτεί γύρω του.

Την τέταρτη μέρα αποφάσισε να επισκεφτεί την κουζίνα. Την διέσχισε με ζαλισμένα βήματα, ενώ ένιωθε ότι βρισκόταν μέσα σε όνειρο. Είδε το πτώμα της Μάιλι και μια σκέψη έκανε την εμφάνισή της μέσα στο μουδιασμένο του μυαλό: έπρεπε να κάνει κάτι. Έπρεπε να ειδοποιήσει κάποιον.
Μια ακόμα σκέψη αναδύθηκε.
«Και ποιος θα με πιστέψει;» ρώτησε τον εαυτό του χαμηλόφωνα. «Σε ποιον να πω ότι ο Σάιμον σκότωσε την μητέρα του; Είναι δύο χρονών, πού να πάρει ο διάολος!»
Από την πόρτα του υπογείου ακούστηκαν τριξίματα και γδαρσίματα και αμέσως μετά ένα ακόμα ουρλιαχτό. Το μυαλό του Τομ καθάρισε ξαφνικά: ο γιος του πεινούσε. Πεινούσε για σάρκα.
Το βλέμμα του έπεσε ξανά πάνω στην Μάιλι και έβαλε τα κλάματα, καθώς συνειδητοποιούσε την φρικτή πραγματικότητα και το αδιέξοδό του. Έσυρε το πτώμα της προς την πόρτα του υπογείου και την ξεκλείδωσε. Τα γδαρσίματα σταμάτησαν. Άνοιξε αργά-αργά την πόρτα και πρόλαβε να δει δυο κίτρινα μάτια να αστράφτουν στο σκοτάδι και να χάνονται. Κλαίγοντας με λυγμούς, έδωσε ώθηση στο κουφάρι της Μάιλι και κλειδαμπάρωσε ξανά την πόρτα, αγνοώντας τους λαίμαργους ήχους που άρχισαν αμέσως να ακούγονται από την άλλη πλευρά της.

Άλλες δυο μέρες πέρασαν, χωρίς ουρλιαχτά και κλάματα. Στο μυαλό του Τομ είχε αρχίσει να δημιουργείται ένα αχνό σχέδιο. Ήξερε ότι το αφεντικό του φυλούσε ένα περίστροφο στο συρτάρι του γραφείου του. Το ίδιο βράδυ μπήκε στο συνεργείο με τα κλειδιά που είχε για καβάτζα και το έκλεψε.
Κοντοστάθηκε στην πόρτα του υπογείου και έστησε αυτί. Τίποτα δεν ακουγόταν. Ρίσκαρε και άνοιξε την πόρτα, ίσα για να κοιτάξει. Ο Σάιμον κοιμόταν ήσυχος στο κεφαλόσκαλο. Δίπλα του υπήρχε ένα μασημένο μηριαίο οστό, χωρίς ίχνος κρέατος επάνω του. Ο Τομ άρπαξε ένα μεγάλο σακί και όρμησε στον γιο του.
Τον μετέφερε στην έρημο, μακριά από κάθε αδιάκριτο βλέμμα και τον κάθισε απέναντι του, τον γιο του, το σπλάχνο του, το κτήνος του. Ο Σάιμον τον κοιτούσε με ένα μοχθηρό χαμόγελο στο πρόσωπό του, τα μάτια του πλέον κατακίτρινα σαν γάτας. Έδειξε τα μυτερά δόντια του και σύριξε.
Ο άντρας πυροβόλησε το παιδί κι έπειτα το έθαψε στην άμμο.

***

Ξύπνησε από ένα πνιγηρό αίσθημα κλειστοφοβίας. Τα σεντόνια του ήταν υγρά από τον ιδρώτα. Σηκώθηκε με βαρύ κεφάλι και πήγε μέχρι την κουζίνα παραπατώντας για να πάρει μια ασπιρίνη. Επέστρεφε στο κρεβάτι του, όταν άκουσε ένα χαχανητό. Στράφηκε προς την μεριά απ’ όπου είχε ακουστεί ο ήχος και πάγωσε: η εξώπορτα ήταν ανοιχτή και κατά μήκος του διαδρόμου που οδηγούσε στην κουζίνα υπήρχαν ακαθαρσίες, άμμος και λάσπη που είχαν το σχήμα μικρού ποδιού.
Το γέλιο ακούστηκε ξανά, αυτή τη φορά από πίσω του. Σφίγγοντας τα χείλη του, γύρισε.
Κι εκεί, στην είσοδο του δωματίου του, στεκόταν ο γιος του, με την τρύπα από τη σφαίρα ακόμα ορατή στο μέτωπό του και το στόμα του χαμογελαστό και γεμάτο δόντια.
«Σε σκότωσα», ψιθύρισε κλαψουρίζοντας. «Είδα τα μυαλά σου να χύνονται στην άμμο, σε είδα να πέφτεις νεκρός».
Ο Σάιμον χαμογέλασε πιο πλατιά κι έγειρε προς το μέρος του πατέρα του. Το πρόσωπο του δεν είχε τίποτα το παιδικό, τίποτα το αθώο. Και, καθώς ο Τομ έπεφτε στα γόνατα έντρομος, ο Σάιμον (ή ότι ήταν αυτό που είχε έρθει από την άλλη μεριά όταν πέθανε ο πραγματικός Σάιμον) είπε τα πρώτα του λογάκια:
«Πεινάω».



----------------------------------------------------------------------------------------------------

Το "Σάιμον" δεν είναι το πρώτο διήγημα που έγραψα ποτέ, ήταν όμως το πρώτο που διακρίθηκε παίρνοντας την πρώτη θέση στην κατηγορία Διήγημα Τρόμου, στον Διαγωνισμό Larry Niven των εκδόσεων Συμπαντικές Διαδρομές το 2013. Κυκλοφόρησε στο ομώνυμο περιοδικό (τεύχος 20-Απρίλιος 2014) σε μια πιο 'μαζεμένη' εκδοχή, ώστε να μην υπερβεί το όριο λέξεων. Αυτή είναι η ολοκληρωμένη του μορφή.
Το συγκεκριμένο διήγημα το έχω στην καρδιά μου, όχι τόσο για την ιστορία που διηγείται ή για την οποιαδήποτε τεχνική του (είναι άλλωστε πρωτόλειο), αλλά γιατί μου έδειξε ένα μονοπάτι που δεν είχα σκεφτεί ποτέ να ακολουθήσω.
ΥΓ. η δημοσίευσή του είναι κι ένα μικρό δωράκι σε όσους έχουν διαβάσει το Βασίλειο των Σκιών  

2 σχόλια: