Τα Χαμένα Παιδιά



«Χάνσελ;»
«Έλα, αδελφούλα.»

«Πώς είσαι σήμερα;»
«Με πονάει λίγο το κεφάλι μου και πεινάω, αλλά είμαι καλά. Εσύ;»
«Φοβάμαι.»
«Είμαστε μόνοι μας;»
«Ναι, προς το παρόν.»
«Έφαγες τίποτα;»
«Λίγη σοκολάτα από τον τοίχο.»
«Καλό κορίτσι.»
Τα δύο παιδιά έμειναν για λίγο αμίλητα.
«Χάνσελ; Θα μου πεις την ιστορία μας;»
Το αγόρι έγνεψε.
«Μια φορά κι έναν καιρό, έξω από ένα μεγάλο δάσος, ζούσε ένας ξυλοκόπος τόσο φτωχός που με δυσκολία εξασφάλιζε κάθε μέρα λίγο ψωμί για την γυναίκα του και τα δύο του παιδιά.
 »Κάποια μέρα, που δεν υπήρχε ούτε αυτό το ελάχιστο φαγητό, η γυναίκα του τού είπε να πάρει τα παιδιά και να τα αφήσει βαθιά στο δάσος, εκεί που ήταν πυκνό και δύσβατο. Ο ξυλοκόπος δεν ήθελε να το κάνει, όμως τελικά συμφώνησε.»
«Γιατί συμφώνησε, Χάνσελ;»
«Γιατί αλλιώς θα πέθαιναν όλοι από την πείνα.»
Το κορίτσι έβγαλε έναν λυγμό, αλλά του έκανε νόημα να συνεχίσει.
«Τα παιδιά άκουσαν τι ήθελαν να κάνουν οι γονείς τους. Έτσι ο Χάνσελ πήρε μια απόφαση: όταν ο πατέρας τους θα τα μετέφερε στα βάθη του δάσους, εκείνος θα έριχνε λίγα ψίχουλα πίσω του ώστε μετά να έβρισκαν τον δρόμο για το σπίτι.
 »Έτσι κι έκανε· ο ξυλοκόπος τα πήγε σε ένα σημείο του δάσους πολύ μακριά από το σπίτι τους και μετά τα παράτησε εκεί. Τα παιδιά όμως δεν φοβήθηκαν – ο Χάνσελ είχε ρίξει ψίχουλα στο μονοπάτι που είχαν πάρει.»
«Όμως τα πουλιά έφαγαν τα ψίχουλα», ψιθύρισε η κοπέλα.
«Όμως τα πουλιά έφαγαν τα ψίχουλα», επανέλαβε το αγόρι. «Κι έτσι τα παιδιά χάθηκαν· και περιπλανήθηκαν στο δάσος για πολλές μέρες, τρώγοντας μόνο λίγες άγριες φράουλες που βρήκαν στον δρόμο τους.»
«Και μετά;» ρώτησε το κορίτσι.
«Τελικά έφτασαν σε ένα σπίτι που ήταν ολόκληρο φτιαγμένο από ψωμί, οι τοίχοι ήταν φτιαγμένοι από σοκολάτα και τα παράθυρα από άσπρη ζάχαρη.»
«Κι έφαγαν», είπε η κοπέλα, γλείφοντας τα χείλη της.
«Έφαγαν λίγο από τους τοίχους και λίγο από την σκεπή και λίγο από τα παράθυρα. Και μετά ακούστηκε μια φωνή που έλεγε... τι έλεγε, Γκρέτελ;»
«Κρίτσι, κρίτσι, κριτσινάκι, ποιος μασουλάει το σπιτάκι;» είπε το παιδί τρέμοντας.
«Ακριβώς. Και μια γριά βγήκε από το γλυκόσπιτο και μετά έμπασε τα παιδιά μέσα, τάζοντάς τους ότι θα τα τάιζε.»
«Όμως δεν έγινε έτσι.»
«Όμως δεν έγινε έτσι», συμφώνησε το αγόρι. «Γιατί η γριά ήταν μια κακή μάγισσα. Κι έπιασε το αγόρι και το φυλάκισε· και το τάιζε με ξερό ψωμί για να παχύνει και να το φάει. Και το κορίτσι το κράτησε για να την υπηρετεί, επειδή ήταν γριά και δεν έβλεπε καλά.»
«Και πώς τελειώνει η ιστορία μας;»
Το αγόρι χαμογέλασε.
«Την ξεγελάσαμε, έτσι δεν είναι; Της είπες ότι πάχυνα και σε διέταξε να ανάψεις τον φούρνο. Κι όταν πλησίασε για να δει αν η φωτιά ήταν δυνατή, την έσπρωξες μέσα και κάηκε.»
«Μαύρισε και ζάρωσε και έλιωσε», συμφώνησε η κοπέλα. «Και τα παιδιά ήταν ελεύθερα πια.»
«Κι έζησαν αυτά καλά κι εμείς καλύτερα.»
Η Γκρέτελ χειροκρότησε, αλλά ήσυχα, αφού πρώτα έριξε μια ματιά γύρω της. Ήταν μόνοι τους.
«Τι ώρα είναι, αδελφούλα;»
«Είναι η ώρα να έρθει ξανά η μάγισσα, αδελφούλη.»
«Ας κάνουμε ησυχία τότε.»
Τα δύο παιδιά ακούμπησαν το μαύρο τρίγωνο που ήταν ραμμένο στα ρούχα τους, είπαν μια μικρή προσευχή και λούφαξαν.

***

«Τελειώσαμε για σήμερα, Γκρέτελ;»
«Ναι, αδελφούλη.»
«Πόσες μάγισσες κάψαμε;»
«Δεν ξέρω. Δυσκολεύομαι στο μέτρημα. Πολλές, νομίζω.»
«Εκατό;»
«Πιο πολλές», χαμογέλασε το κορίτσι.
«Διακόσιες;»
«Πιο πολλές.» Γέλασε δυνατότερα.
«Χίλιες;»
Το γέλιο της Γκρέτελ αντήχησε δυνατό και γάργαρο.
«Όλες τις μάγισσες του κόσμου!» φώναξε.
«Σσς! Μην κάνεις θόρυβο. Θα μας ακούσουν.»
«Έχεις δίκιο», έκανε η μικρή. «Θα μου πεις την ιστορία μας;»
Το αγόρι έγνεψε.
«Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια πόλη έξω από ένα μεγάλο δάσος, ζούσε ένας ξυλουργός με την γυναίκα του και τα δύο του παιδιά. Δεν ήταν πλούσιοι, όμως ο ξυλουργός ήταν πολύ εργατικός.»
«Ξυλουργός;»
«Ναι. Κάνε ησυχία να ακούσεις.
 »Κάποια μέρα που υπήρχε λίγο φαγητό, κάποιοι άντρες τον διέταξαν να τους δώσει τα παιδιά. Ο ξυλουργός δεν ήθελε να το κάνει, όμως τελικά συμφώνησε.»
«Γιατί συμφώνησε, Χάνσελ;»
«Γιατί αλλιώς θα πέθαιναν όλοι.»
Το κορίτσι έβγαλε έναν λυγμό.
«Τα παιδιά άκουσαν τι θα γινόταν. Όμως ο Χάνσελ είχε μια ιδέα. Κι έτσι, όταν τα παιδιά μπήκαν στο τρένο που θα τα πήγαινε στο δάσος, εκείνος έριχνε ψίχουλα για να μπορέσει να βρει τον δρόμο για το σπίτι.»
«Όμως το τρένο πήρε τα παιδιά πολύ μακριά», ψιθύρισε η κοπέλα.
«Όμως το τρένο πήρε τα παιδιά πολύ μακριά», επανέλαβε το αγόρι.
«Κι έτσι τα παιδιά έφτασαν σε ένα μέρος χαμένο και ξεχασμένο απ’ όλους. Στον δρόμο δεν είχαν βρει ούτε λίγες άγριες φράουλες για να ξεγελάσουν την πείνα τους.»
«Και μετά;» ρώτησε το κορίτσι.
«Μετά οι άντρες τούς έβαλαν σε ένα σπίτι που ήταν ολόκληρο φτιαγμένο από ξύλο και τα παιδιά δεν μπορούσαν να το φάνε. Έζεχνε και είχε αρουραίους στο πάτωμα και ψύλλους στα στρώματα και κατσαρίδες στους τοίχους. Τους άφησαν εκεί και τους έδωσαν ένα κομμάτι ψωμί και ένα μικροσκοπικό κομμάτι σοκολάτα.»
«Κι έφαγαν», είπε η κοπέλα, γλείφοντας τα χείλη της.
«Έφαγαν. Και μετά ακούστηκε μια φωνή που έλεγε... τι έλεγε, Γκρέτελ;»
«Κρίτσι, κρίτσι, κριτσινάκι, ποιος θέλει κι άλλο σοκολατάκι;» είπε το παιδί τρέμοντας.
«Ακριβώς. Κι ένας άντρας με ασημένια μάτια μπήκε στο ξυλόσπιτο και έταξε στα παιδιά ότι θα τα τάιζε.»
«Ένας άντρας;»
«Ναι. Μην με διακόπτεις, Γκρέτελ.
 »Και τα έφερε εδώ, μακριά από τα ουρλιαχτά και τα κλάματα, και φυλάκισε το αγόρι και κράτησε το κορίτσι για να τον υπηρετεί. Και κάθε μέρα έστελνε τις μάγισσές του για να ελέγξουν τα παιδιά.»
«Και πώς τελειώνει η ιστορία μας;»
Το αγόρι χαμογέλασε.
«Τον ξεγελάμε, έτσι δεν είναι; Ρίχνουμε τις μάγισσες στον φούρνο.»
«Και μαυρίζουν και ζαρώνουν και λιώνουν», συμφώνησε η κοπέλα γελώντας. «Και τα παιδιά είναι ελεύθερα.»
«Και ζουν αυτά καλά κι εμείς καλύτερα.»
Η Γκρέτελ χειροκρότησε, αυτή την φορά δεν πρόσεξε αν υπήρχε κανείς άλλος εκεί γύρω. Μετά αγκάλιασε τα πόδια με τα χέρια της και κοίταξε τον αδελφό της μελαγχολικά.
«Όμως μόνο μέχρι να ξημερώσει ξανά, σωστά;»
«Ναι. Μέχρι να ξημερώσει κι ο άντρας με τα ασημένια μάτια να στείλει ξανά τις μάγισσές του.»
Το κορίτσι άγγιξε το υφασμάτινο μαύρο τρίγωνο· συνήθως η υφή του την ηρεμούσε, την καθησύχαζε, σαν να ήταν ένα παράδοξο φυλακτό κι όχι αυτό που την διαχώριζε από τους άλλους.
«Τι ώρα είναι, αδελφούλα;» ρώτησε ο Χάνσελ.
«Με ποιον μιλάς, ρε καθυστερημένε;»
Η φωνή πάγωσε τα παιδιά. Ο Χάνσελ έκανε νόημα στην Γκρέτελ να κρυφτεί· έπειτα στάθηκε όρθιος, σε μια παρωδία προσοχής, μπροστά στον στρατιώτη με τους διπλούς κεραυνούς στο πέτο.

***

Τα κλάματα έκαναν τον Κλάους να σβήσει βιαστικά το τσιγάρο στην μπότα του και να φυλάξει την γόπα στην τσέπη του· ο υπεύθυνος του κτιρίου 3, ένας ταγματάρχης με άψυχο βλέμμα και ακόμα πιο νεκρή καρδιά ονόματι Χάινριχ Ζίγκλερ, δεν ανεχόταν το παραμικρό σκουπίδι.
Βαριά σύννεφα κάλυπταν τον δεκεμβριάτικο ουρανό και μικρές νιφάδες έραιναν το στρατόπεδο του Άουσβιτς, αν και ο νεαρός στρατιώτης ήξερε πως αυτό που έπεφτε δεν ήταν χιόνι· οι καμινάδες ξερνούσαν στάχτη επτά μέρες την εβδομάδα.
Μπήκε στο πέτρινο κτίριο που μύριζε τέφρα και θάνατο και κατευθύνθηκε με βαριεστημένα βήματα προς την αίθουσα με τα κρεματόρια. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική εκεί μέσα, παρόλο που οι φούρνοι ήταν σχεδόν σβηστοί. Μισή ντουζίνα καρότσια βρίσκονταν παρατημένα δίπλα στην είσοδο. Ένα γκρίζο χέρι κρεμόταν από ένα από δαύτα. Ο Κλάους, όπως ακριβώς το περίμενε, βρήκε τον Βέρνερ να χτυπάει τον καθυστερημένο φτωχοδιάβολο που αναλάμβανε να ταΐζει τους κλιβάνους με τα πτώματα των εκτελεσμένων κρατούμενων.

Ο νεαρός ήταν πεσμένος στο έδαφος, διπλωμένος στα δύο· έσκουζε και τσίριζε σαν ποντίκι, τα δάκρυά του είχαν δημιουργήσει δύο αυλάκια στα μουντζουρωμένα από την στάχτη μάγουλά του. Ο Βέρνερ, ένας ξανθός γεροδεμένος άντρας που ήταν μέλος της Χιτλερικής Νεολαίας από το 1935, τον κλοτσούσε αλύπητα αποκαλώντας τον blöd, ηλίθιο – ό,τι ακριβώς έγραφε κάτω από το μαύρο τρίγωνο που ήταν ραμμένο στην ριγέ στολή των αιχμαλώτων, το διακριτικό σήμα για όσους ήταν διανοητικά ανάπηροι. Ο Κλάους δεν γνώριζε από τι ακριβώς έπασχε το θλιβερό απομεινάρι ανθρώπου που ζούσε στο Κρεματόριο 3, ήξερε όμως πως βρισκόταν υπό την προστασία του ανωτέρου τους.
«Βέρνερ. Βέρνερ!» του φώναξε.
Ο ξανθός σταμάτησε και πήρε ανάσα· ήταν αναψοκοκκινισμένος, είχε βγάλει το δίκοχό του και τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα. Ο αιχμάλωτος κρατούσε την κοιλιά του και θρηνούσε. Η ραχοκοκαλιά του ξεχώριζε μέσα από το λεπτό ύφασμα της στολής του.
«Το ’χεις χάσει τελείως;» ρώτησε θυμωμένα ο Κλάους. «Αν μάθει ο Ζίγκλερ ότι τον χτύπησες θα σε πετσοκόψει ζωντανό!»
Ο στρατιώτης γέλασε.
«Γι’ αυτόν εδώ; Δεν υπάρχει περίπτωση. Ο τύπος είναι θεότρελος. Τον έπιασα να μιλάει με τον εαυτό του. Έκανε δύο διαφορετικές φωνές, μια αντρική και μια γυναικεία.»
Έσκυψε πάνω από τον νεαρό κρατούμενο που μαζεύτηκε τρομαγμένος.
«Η γυναικεία μίμησή σου ήταν πολύ πετυχημένη. Μήπως είσαι αδελφή; Μπορούμε να σου φορέσουμε ένα ροζ τριγωνάκι και να σε στείλουμε για απολύμανση.»
«Ρε, άφησέ τον ήσυχο. Σου είπα, είναι υπό την επίβλεψη του ταγματάρχη.»
«Παίρνεις και το μέρος των υπανθρώπων τώρα;»
Ο Βέρνερ έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αηδία στον κάτισχνο φυλακισμένο και μετά τον έφτυσε. Έστρωσε τα μαλλιά του και φόρεσε το δίκοχό του. Στράφηκε προς το μέρος του συναδέλφου του και τον είδε να στέκεται παγωμένος, με το χέρι του τεντωμένο σε χαιρετισμό.
Μέσα από τις σκιές εμφανίστηκε ένας ψηλός, ξερακιανός άντρας με μαύρη στολή αξιωματικού. Το πρόσωπό του ήταν χλομό και άσαρκο, τα λεπτά του χείλη τραβηγμένα σε ένα χαμόγελο δίχως ίχνος ευθυμίας. Τα μάτια του είχαν ένα ξεπλυμένο γκριζογάλανο χρώμα που κάποιες φορές, ειδικά αν έπεφτε το φως πάνω τους, δημιουργούσαν την ψευδαίσθηση ότι έλαμπαν ασημένια. Στον Βέρνερ θύμιζαν μάτια νεκρού.
Χαιρέτησε στρατιωτικά, όμως ο ταγματάρχης Ζίγκλερ δεν ανταπέδωσε. Πλησίασε τον ξανθό στρατιώτη με ανάλαφρα βήματα και στάθηκε μόλις δύο βήματα μακριά του. Το κορμί του ανέδιδε μια ανεπαίσθητη μυρωδιά αποσύνθεσης· ο Βέρνερ δεν μπόρεσε να μην αναλογιστεί τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν στο Άουσβιτς για τον άντρα που στεκόταν μπροστά του – ιστορίες για ιατρικά πειράματα που προκαλούσαν φρίκη με την νοσηρότητά τους, ιστορίες για βασανιστήρια κι εκτελέσεις με τρόπους που σάστιζαν το νου ακόμα και του πιο σκληροτράχηλου, του πιο πωρωμένου Ναζί. Μέχρι κι ο Μένγκελε είχε δηλώσει πως δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση με τον Ζίγκλερ.
Ο ταγματάρχης έριξε μια εξονυχιστική ματιά στον στρατιώτη χωρίς να χάσει ούτε στιγμή το ανατριχιαστικό χαμόγελό του. Έπειτα έσκυψε πάνω από τον αιχμάλωτό του και τον ακούμπησε πατρικά στον ώμο.
«Χάνσελ;»
Ο νεαρός ανασήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε δείχνοντας τα λειψά του δόντια.
«Όλα καλά, αγόρι μου. Να, πάρε. Για σένα και την αδελφή σου. Πρέπει να έχετε τις δυνάμεις σας, η μάγισσα θα έρθει σε λίγο.»
Έβγαλε ένα κομμάτι σοκολάτα από την τσέπη του και την έδωσε στον αιχμάλωτο.
«Κρίτσι, κρίτσι, κριτσινάκι, ποιος θέλει κι άλλο σοκολατάκι;» είπε ευχάριστα.
Ο νεαρός ξετύλιξε το γλύκισμα και το έβαλε όλο στο στόμα του. Ο Ζίγκλερ τίναξε τα χέρια του, σαν να ήθελε να διώξει από πάνω του κάθε ίχνος του νεαρού, και κάρφωσε τα πεθαμένα μάτια του στον Βέρνερ.
«Τον χτύπησες», του είπε. Δεν ήταν ερώτηση.
Ο στρατιώτης άνοιξε το στόμα του για να δικαιολογηθεί, όμως το χαμόγελο του ταγματάρχη χάθηκε απότομα κι ο ξανθός άντρας σώπασε.
«Είναι δικός μου», είπε ο αξιωματικός. «Όλοι στο κτίριο 3 είναι δικοί μου. Ακόμα κι εσύ.»
Ο Βέρνερ ξεροκατάπιε. Αυτός ο άνθρωπος τον τρόμαζε. Λίγο αργά, ευχήθηκε να είχε ακούσει τον Κλάους, που κόντευε να ενσωματωθεί στον τοίχο στην προσπάθειά του να περάσει απαρατήρητος.
«Η φάρα σου δεν καταλαβαίνει τι προσπαθούμε να επιτύχουμε εδώ», δήλωσε ο Ζίγκλερ. «Το μόνο που ξέρετε είναι να ακολουθείτε εντολές, σαν καλοκουρδισμένα παιχνίδια. Εμείς ανοίγουμε δρόμους – εξετάζουμε το ανθρώπινο σώμα, μελετάμε συμπεριφορές, εξωθούμε την επιστήμη στα όριά της. Η μελλοντική ιατρική θα βασιστεί στις ανακαλύψεις μας, θα πατήσει στις σημειώσεις μας για να υψωθεί και να οδηγήσει την ανθρωπότητα σε μια νέα εποχή.»
Ακούμπησε το χέρι του στο κακοξυρισμένο κεφάλι του αιχμαλώτου.
«Αυτός εδώ, για παράδειγμα», είπε ο Ζίγκλερ, «πάσχει από σχιζοφρένεια και διασχιστική διαταραχή ταυτότητας. Είναι τυπικό δείγμα διανοητικά ανάπηρου, ένα δείγμα που τα γονίδιά του θα έπρεπε να αφαιρεθούν από την γενετική δεξαμενή του έθνους μας. Παλιότερα η θέση του θα ήταν σε κάποιο άσυλο· στις μέρες μας θα έπρεπε να τον έχει αναλάβει ένα Einsatzgruppen, μια κινητή μονάδα εξόντωσης. Όμως έτσι θα χάναμε την ευκαιρία να εξετάσουμε την ιδιαιτερότητά του. Με παρακολουθείς;»
«Μα... μάλιστα,» απάντησε ο Βέρνερ.
«Ευτυχώς πρόλαβα και τον έσωσα», είπε ο Ζίγκλερ χαμογελώντας σαν νεκροκεφαλή. «Τον έφεραν από το Αμβούργο. Παραδόξως είχε μια σχετικά φυσιολογική ζωή· βοηθούσε τον πατέρα του στην οικογενειακή επιχείρηση, ένα ξυλουργείο. Δυστυχώς η μεταφορά του εδώ του δημιούργησε μετατραυματικό στρες. Είδε πολλούς... συνταξιδιώτες του να ψοφάνε. Από το βαγόνι του επέζησαν μόνο έντεκα.
 »Σύμφωνα με τις μελέτες μου, προκειμένου να αντέξει, το μυαλό του δημιούργησε μια ψευδαίσθηση της πραγματικότητας· έχτισε ένα παραμύθι γύρω του κι έβαλε τον εαυτό του στην θέση των πρωταγωνιστών – στην περίπτωσή του έγινε ο Χάνσελ και η Γκρέτελ. Ξέρεις το παραμύθι;»
«Μάλιστα, κύριε.»
«Το δείγμα μας ζει μια συνεχή επανάληψη· πιστεύει πως είναι ο Χάνσελ, παγιδευμένος σε ένα κλουβί, περιμένοντας την γριά μάγισσα να τον φάει – και παράλληλα είναι η Γκρέτελ, που σπρώχνει την μάγισσα στον φούρνο.»
Έδειξε τα καρότσια· τα περισσότερα ήταν άδεια, όμως ένα είχε ακόμα μέσα του πετάμενα επτά-οκτώ σκελετωμένα κουφάρια.
«Η Γκρέτελ επιτελεί ένα πολύ σημαντικό έργο στην εγκατάστασή μας», είπε ο Ζίγκλερ και χάιδεψε τον νεαρό αιχμάλωτο. «Θα ήθελα πάρα πολύ να δω πως θα καταλήξει η ασθένεια του φίλου μας – θα παραμείνει παγιδευμένος σε έναν αέναο κύκλο όπου θα κάνει την δουλειά του χωρίς να βαρυγκομά ή θα βρει ένα καινούργιο παραμύθι για να μπορέσει να ξεπεράσει τον τρόμο; Θα έχει ενδιαφέρον. Αυτό φυσικά απαιτεί απομόνωση και αφοσίωση στην ψευδαίσθησή του, όχι εξωτερικούς περισπασμούς.»

Τράβηξε το περίστροφό του απροειδοποίητα και σημάδεψε τον ξανθό στρατιώτη στο κεφάλι· εκείνος τα έχασε, ψέλλισε κάτι ακατανόητο κι άρχισε να τρέμει. Ο Ζίγκλερ χαμογέλασε άψυχα και τον πυροβόλησε χωρίς να πεταρίσει καν το βλέφαρό του. Έπειτα έσκυψε προς το μέρος του αιχμαλώτου και του έδειξε το πτώμα του στρατιώτη.
«Ορίστε, Γκρέτελ», του ψιθύρισε με ήρεμη, γαλήνια φωνή. «Η κακιά μάγισσα είναι εδώ. Ριξ’ την στον φούρνο.»


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τα Χαμένα Παιδιά είναι ένα διήγημα που γράφτηκε ειδικά για την συλλογή And They Lived Happily Ever After? που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2022 από το Moonlight Tales και τις εκδόσεις Bookstagram. Στην συλλογή συμμετέχουν διακεκριμένοι αλλά και νέοι συγγραφείς και το βασικό της θέμα ήταν μια εναλλακτική εκδοχή των κλασικών παραμυθιών με τα οποία μεγαλώσαμε. Εγώ επέλεξα μια πιο σκοτεινή οπτική, στην οποία βρήκε την ευκαιρία να κάνει κι ένα πέρασμα ο ταγματάρχης Χάινριχ Ζίγκλερ, που είχε εμφανιστεί πρώτη φορά στους Ονειροναύτες (2021)
Η εικόνα είναι δημιουργία του Roman Dosyn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου