“Καλά Χριστούγεννα!” ευχήθηκε η Κάρολ και φίλησε τον Ντομινίκ στα χείλη. Εκείνος ανταποκρίθηκε χαμογελαστός, αρπάζοντάς την από την μέση και φέρνοντάς την προς το μέρος του.
“Καλά Χριστούγεννα, αγάπη μου”, της απάντησε κι έκανε στην άκρη για να μπορέσει η κοπέλα να μπει στο διαμέρισμα.
Έκλεισε την πόρτα πίσω του, αφήνοντας τον ήχο της πυκνής βροχής και την λάμψη των κεραυνών απ' έξω, όσο η Κάρολ έτεινε προς το μέρος του ένα μακρόστενο κουτί, τυλιγμένο με κόκκινο χαρτί και μια περίτεχνα δεμένη ασημένια κορδέλα κατά μήκος του. Ο Ντομινίκ την φίλησε ξανά κι έπειτα έκανε την ίδια κίνηση που έκανε κάθε χρόνο, με κάθε δώρο: το κούνησε δίπλα από το αυτί του, σαν να μπορούσε να καταλάβει το περιεχόμενο του από το πιθανό κροτάλισμα του κουτιού. Όχι πως χρειαζόταν αυτή η κίνηση – το μέγεθος του κουτιού και το λογότυπο του Χάροντς υποδείκνυαν ξεκάθαρα ότι η συλλογή των γραβατών του θα αυξανόταν κατά μία.
Η Κάρολ άφησε την ομπρέλα της στην ομπρελοθήκη κι έβγαλε το σκουφί της, τινάζοντας τα μακριά, ξανθά μαλλιά της.
“Κωλόκρυο”, είπε και τουρτούρισε.
“Δεκέμβρης είναι, τι περιμένεις;” απάντησε ο Ντομινίκ και την βοήθησε να βγάλει το μπουφάν της. “Άραξε στο σαλόνι και θα φέρω κάτι να πιούμε”.
Όσο η Κάρολ έπαιρνε θέση στον αναπαυτικό γκρίζο καναπέ του σαλονιού, δίπλα στο τζάκι που τριζοβολούσε και θέρμαινε τον χώρο, εκείνος μπήκε στην κουζίνα σιγοτραγουδώντας και άνοιξε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί που το είχε βάλει το απόγευμα στο ψυγείο και το είχε βγάλει μισή ώρα νωρίτερα. Δοκίμασε μια γουλιά και το βρήκε εξαιρετικό – αν και δεν ήταν κανένας τρομερός ειδικός στα κρασιά του άρεσε να προσποιείται ότι ήταν γευσιγνώστης από τότε που είχε δει τον Πίτερ Ρίτσαρντς ένα Σάββατο στο BBC1.
Μπήκε στο σαλόνι κρατώντας το μπουκάλι στο ένα χέρι και δύο ποτήρια στο άλλο. Γέμισε τα ποτήρια κι έπειτα αντάλλαξε ξανά ευχές με την Κάρολ – μια, σχετικά άψυχη, 'κάθε ευτυχία' από μέρους του και το πιο προσωπικό 'στο δικό μας διαμέρισμα του χρόνου' από την μεριά της κοπέλας.
“Δεν θα ανοίξεις το δώρο σου;”
Ο Ντομινίκ χτύπησε το κούτελό του με μια θεατρική κίνηση.
“Σκατά, δεν είναι το μόνο που ξέχασα!”
Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, σχεδόν τρέχοντας. Η Κάρολ βυθίστηκε στον καναπέ – είχε βγάλει τις γόβες της και είχε χώσει τα δάχτυλα των ποδιών της ανάμεσα στα μαξιλάρια, απολαμβάνοντας τις ζεστές φλόγες του τζακιού και αποφασισμένη να μην αφήσει τις υπεκφυγές του Ντομινίκ απέναντι στα δικά της υπονοούμενα να της χαλάσουν τη διάθεση. Το 2018 ήταν προ των πυλών, πράγμα που σήμαινε ότι το ευτυχές νέον έτος θα έφερνε μαζί του και την συμπλήρωση επτά χρόνων που ήταν μαζί – και η Κάρολ (για να μην αναφέρουμε την μητέρα και τον πατέρα της, καθώς και τους πιο κοντινούς συγγενείς – που όμως ήταν αρκετά διακριτικοί ώστε να μην γίνονται πιεστικοί σε αντίθεση με την Τζουντ και τον Μάλκολμ Κέρτις) ήταν πεπεισμένη πως έπρεπε επιτέλους να κάνουν το επόμενο βήμα στην σχέση τους. Αν ο Ντομινίκ ήταν αποφασισμένος να της τα μασάει και να κάνει ότι δεν καταλάβαινε τι του έλεγε απέξω-απέξω, τότε θα του μιλούσε ξεκάθαρα – όμως θα περίμενε να μπει η νέα χρονιά και να περάσουν οι γιορτές. Προς το παρόν είχε μια πρόταση να του κάνει, κάτι που θα της έδειχνε αν ο άνθρωπος που είχε επιλέξει να περάσει μια ολόκληρη επταετία (το ένα πέμπτο της ζωής της δηλαδή) ήταν κοντά στο να κάνει μαζί της το πολυπόθητο βήμα.
Ο Ντομινίκ επέστρεψε στο δωμάτιο βγάζοντάς την από τις σκέψεις της – στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο κουτί με ασημένιο περιτύλιγμα και (καμιά πρωτοτυπία σε αυτό) το λογότυπο του Χάροντς τυπωμένο πάνω του· στο πρόσωπό του ήταν χαραγμένο ένα άδολο, ειλικρινές χαμόγελο. Η Κάρολ έμεινε παγωμένη, με το χέρι που κρατούσε το ποτήρι της να αιωρείται πάνω από το τραπεζάκι.
“Είναι αυτό που φαντάζομαι;” ρώτησε με πνιχτή φωνή.
Ο Ντομινίκ έγνεψε και το χαμόγελό του πλάτυνε.
“Έτσι νομίζω. Το ξέρεις ότι χάνομαι με τα φορέματα”.
Της έδωσε το κουτί και έκατσε δίπλα της.
“Είναι κάποιου Λανγκ”, είπε αδιάφορα, πίνοντας μια γουλιά από το κρασί του, αλλά με το βλέμμα του πάνω της.
Η Κάρολ άνοιξε το κουτί σκίζοντας το όμορφο περιτύλιγμα, σαν παιδί που παίρνει το πολυαναμενόμενο παιχνίδι του τα... εντάξει, τα Χριστούγεννα – ποια άλλη εποχή είναι πιο ιδανική για δώρα άλλωστε;
Τσίριξε χαρούμενη καθώς το φόρεμα που είχε βάλει στο μάτι τον Νοέμβριο την κοιτούσε μέσα από το κουτί του. Το είχε δει σε μια βόλτα τους στα πολυκαταστήματα και το είχε ξεχάσει σχεδόν αμέσως, γιατί έκανε κάτι περισσότερο από πεντακόσιες λίρες· και παρέμεινε ξεχασμένο εκτός από εκείνες τις βροχερές ημέρες που βρισκόταν στο γραφείο της και ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει, η ώρα που σχολούσε ήταν περίπου μια χιλιετία μακριά και η σκέψη της πετούσε σε διάφορα θέματα – τότε το φόρεμα εμφανιζόταν όλο και πιο συχνά μπροστά της κι έπιανε τον εαυτό της να προσπαθεί να το ξαναξεχάσει. Σίγουρα υπήρχαν πολλές γυναίκες στον κόσμο που θα μπορούσαν να διαθέσουν πεντακόσιες λίρες για ένα φόρεμα (“και ίσως και μερικοί άντρες”, είχε σκεφτεί αμήχανα και χωρίς να ξέρει γιατί) αλλά η ίδια δεν συγκαταλεγόταν ανάμεσά τους. Κι όμως τώρα το κρατούσε στα χέρια της.
Όρμησε στον Ντομινίκ και τον γέμισε φιλιά. Ο άντρας ανταπέδωσε, χαρούμενος που είχε καταφέρει να της αποσπάσει την προσοχή από την ιδέα που της είχε καρφωθεί τους τελευταίους μήνες, από το καλοκαίρι και μετά – δεν ήταν βλάκας, ήξερε τι είχε στον νου της και, κατά βάθος, αναγνώριζε πως η επιθυμία της ήταν λογική κι αναμενόμενη. Όμως ο ίδιος είχε περάσει τα είκοσι πέντε χρόνια από την ενηλικίωσή του και μετά ως εργένης και ήταν πολύ δύσκολο να μάθει να παίζει κάποιον άλλον ρόλο τώρα, στα σαράντα τρία του.
Ο Ντομινίκ έγειρε στον καναπέ χαμογελώντας ικανοποιημένος. Χτένισε με τα δάχτυλά του τα μαύρα μαλλιά του, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους, και παρακολούθησε την Κάρολ η οποία είχε σηκωθεί και δοκίμαζε το φόρεμα φέρνοντάς το μπροστά της.
“Σ' αρέσει;”
“Είσαι τρελός; Φυσικά και μ' αρέσει!”
“Ξέρεις τι λάτρεψα σε αυτό το φόρεμα; Το πως θα μου άρεσε να στο έβγαζα”, της είπε, περνώντας στο δεύτερο μέρος του σχεδίου 'Αποσπάστε Την Κάρολ Από Αυτό Που Σκέφτεται'.
Έπιασε – για λίγο βέβαια, αλλά έπιασε.
“Μμμ”, αναστέναξε η κοπέλα και τον πλησίασε.
Έκλεισε την πόρτα πίσω του, αφήνοντας τον ήχο της πυκνής βροχής και την λάμψη των κεραυνών απ' έξω, όσο η Κάρολ έτεινε προς το μέρος του ένα μακρόστενο κουτί, τυλιγμένο με κόκκινο χαρτί και μια περίτεχνα δεμένη ασημένια κορδέλα κατά μήκος του. Ο Ντομινίκ την φίλησε ξανά κι έπειτα έκανε την ίδια κίνηση που έκανε κάθε χρόνο, με κάθε δώρο: το κούνησε δίπλα από το αυτί του, σαν να μπορούσε να καταλάβει το περιεχόμενο του από το πιθανό κροτάλισμα του κουτιού. Όχι πως χρειαζόταν αυτή η κίνηση – το μέγεθος του κουτιού και το λογότυπο του Χάροντς υποδείκνυαν ξεκάθαρα ότι η συλλογή των γραβατών του θα αυξανόταν κατά μία.
Η Κάρολ άφησε την ομπρέλα της στην ομπρελοθήκη κι έβγαλε το σκουφί της, τινάζοντας τα μακριά, ξανθά μαλλιά της.
“Κωλόκρυο”, είπε και τουρτούρισε.
“Δεκέμβρης είναι, τι περιμένεις;” απάντησε ο Ντομινίκ και την βοήθησε να βγάλει το μπουφάν της. “Άραξε στο σαλόνι και θα φέρω κάτι να πιούμε”.
Όσο η Κάρολ έπαιρνε θέση στον αναπαυτικό γκρίζο καναπέ του σαλονιού, δίπλα στο τζάκι που τριζοβολούσε και θέρμαινε τον χώρο, εκείνος μπήκε στην κουζίνα σιγοτραγουδώντας και άνοιξε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί που το είχε βάλει το απόγευμα στο ψυγείο και το είχε βγάλει μισή ώρα νωρίτερα. Δοκίμασε μια γουλιά και το βρήκε εξαιρετικό – αν και δεν ήταν κανένας τρομερός ειδικός στα κρασιά του άρεσε να προσποιείται ότι ήταν γευσιγνώστης από τότε που είχε δει τον Πίτερ Ρίτσαρντς ένα Σάββατο στο BBC1.
Μπήκε στο σαλόνι κρατώντας το μπουκάλι στο ένα χέρι και δύο ποτήρια στο άλλο. Γέμισε τα ποτήρια κι έπειτα αντάλλαξε ξανά ευχές με την Κάρολ – μια, σχετικά άψυχη, 'κάθε ευτυχία' από μέρους του και το πιο προσωπικό 'στο δικό μας διαμέρισμα του χρόνου' από την μεριά της κοπέλας.
“Δεν θα ανοίξεις το δώρο σου;”
Ο Ντομινίκ χτύπησε το κούτελό του με μια θεατρική κίνηση.
“Σκατά, δεν είναι το μόνο που ξέχασα!”
Σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, σχεδόν τρέχοντας. Η Κάρολ βυθίστηκε στον καναπέ – είχε βγάλει τις γόβες της και είχε χώσει τα δάχτυλα των ποδιών της ανάμεσα στα μαξιλάρια, απολαμβάνοντας τις ζεστές φλόγες του τζακιού και αποφασισμένη να μην αφήσει τις υπεκφυγές του Ντομινίκ απέναντι στα δικά της υπονοούμενα να της χαλάσουν τη διάθεση. Το 2018 ήταν προ των πυλών, πράγμα που σήμαινε ότι το ευτυχές νέον έτος θα έφερνε μαζί του και την συμπλήρωση επτά χρόνων που ήταν μαζί – και η Κάρολ (για να μην αναφέρουμε την μητέρα και τον πατέρα της, καθώς και τους πιο κοντινούς συγγενείς – που όμως ήταν αρκετά διακριτικοί ώστε να μην γίνονται πιεστικοί σε αντίθεση με την Τζουντ και τον Μάλκολμ Κέρτις) ήταν πεπεισμένη πως έπρεπε επιτέλους να κάνουν το επόμενο βήμα στην σχέση τους. Αν ο Ντομινίκ ήταν αποφασισμένος να της τα μασάει και να κάνει ότι δεν καταλάβαινε τι του έλεγε απέξω-απέξω, τότε θα του μιλούσε ξεκάθαρα – όμως θα περίμενε να μπει η νέα χρονιά και να περάσουν οι γιορτές. Προς το παρόν είχε μια πρόταση να του κάνει, κάτι που θα της έδειχνε αν ο άνθρωπος που είχε επιλέξει να περάσει μια ολόκληρη επταετία (το ένα πέμπτο της ζωής της δηλαδή) ήταν κοντά στο να κάνει μαζί της το πολυπόθητο βήμα.
Ο Ντομινίκ επέστρεψε στο δωμάτιο βγάζοντάς την από τις σκέψεις της – στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο κουτί με ασημένιο περιτύλιγμα και (καμιά πρωτοτυπία σε αυτό) το λογότυπο του Χάροντς τυπωμένο πάνω του· στο πρόσωπό του ήταν χαραγμένο ένα άδολο, ειλικρινές χαμόγελο. Η Κάρολ έμεινε παγωμένη, με το χέρι που κρατούσε το ποτήρι της να αιωρείται πάνω από το τραπεζάκι.
“Είναι αυτό που φαντάζομαι;” ρώτησε με πνιχτή φωνή.
Ο Ντομινίκ έγνεψε και το χαμόγελό του πλάτυνε.
“Έτσι νομίζω. Το ξέρεις ότι χάνομαι με τα φορέματα”.
Της έδωσε το κουτί και έκατσε δίπλα της.
“Είναι κάποιου Λανγκ”, είπε αδιάφορα, πίνοντας μια γουλιά από το κρασί του, αλλά με το βλέμμα του πάνω της.
Η Κάρολ άνοιξε το κουτί σκίζοντας το όμορφο περιτύλιγμα, σαν παιδί που παίρνει το πολυαναμενόμενο παιχνίδι του τα... εντάξει, τα Χριστούγεννα – ποια άλλη εποχή είναι πιο ιδανική για δώρα άλλωστε;
Τσίριξε χαρούμενη καθώς το φόρεμα που είχε βάλει στο μάτι τον Νοέμβριο την κοιτούσε μέσα από το κουτί του. Το είχε δει σε μια βόλτα τους στα πολυκαταστήματα και το είχε ξεχάσει σχεδόν αμέσως, γιατί έκανε κάτι περισσότερο από πεντακόσιες λίρες· και παρέμεινε ξεχασμένο εκτός από εκείνες τις βροχερές ημέρες που βρισκόταν στο γραφείο της και ο χρόνος έμοιαζε να έχει σταματήσει, η ώρα που σχολούσε ήταν περίπου μια χιλιετία μακριά και η σκέψη της πετούσε σε διάφορα θέματα – τότε το φόρεμα εμφανιζόταν όλο και πιο συχνά μπροστά της κι έπιανε τον εαυτό της να προσπαθεί να το ξαναξεχάσει. Σίγουρα υπήρχαν πολλές γυναίκες στον κόσμο που θα μπορούσαν να διαθέσουν πεντακόσιες λίρες για ένα φόρεμα (“και ίσως και μερικοί άντρες”, είχε σκεφτεί αμήχανα και χωρίς να ξέρει γιατί) αλλά η ίδια δεν συγκαταλεγόταν ανάμεσά τους. Κι όμως τώρα το κρατούσε στα χέρια της.
Όρμησε στον Ντομινίκ και τον γέμισε φιλιά. Ο άντρας ανταπέδωσε, χαρούμενος που είχε καταφέρει να της αποσπάσει την προσοχή από την ιδέα που της είχε καρφωθεί τους τελευταίους μήνες, από το καλοκαίρι και μετά – δεν ήταν βλάκας, ήξερε τι είχε στον νου της και, κατά βάθος, αναγνώριζε πως η επιθυμία της ήταν λογική κι αναμενόμενη. Όμως ο ίδιος είχε περάσει τα είκοσι πέντε χρόνια από την ενηλικίωσή του και μετά ως εργένης και ήταν πολύ δύσκολο να μάθει να παίζει κάποιον άλλον ρόλο τώρα, στα σαράντα τρία του.
Ο Ντομινίκ έγειρε στον καναπέ χαμογελώντας ικανοποιημένος. Χτένισε με τα δάχτυλά του τα μαύρα μαλλιά του, που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν στους κροτάφους, και παρακολούθησε την Κάρολ η οποία είχε σηκωθεί και δοκίμαζε το φόρεμα φέρνοντάς το μπροστά της.
“Σ' αρέσει;”
“Είσαι τρελός; Φυσικά και μ' αρέσει!”
“Ξέρεις τι λάτρεψα σε αυτό το φόρεμα; Το πως θα μου άρεσε να στο έβγαζα”, της είπε, περνώντας στο δεύτερο μέρος του σχεδίου 'Αποσπάστε Την Κάρολ Από Αυτό Που Σκέφτεται'.
Έπιασε – για λίγο βέβαια, αλλά έπιασε.
“Μμμ”, αναστέναξε η κοπέλα και τον πλησίασε.
Έσκυψε από πάνω του και τον φίλησε στον λαιμό. Τα μαλλιά της χύθηκαν πάνω στο πρόσωπό του κι η γλυκιά μυρωδιά τους, θυμάρι και μέλι, τον τύλιξε. Την έπιασε τρυφερά από το χέρι και την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα.
Η καταιγίδα είχε μετατραπεί σε ψιλόβροχο και οι κεραυνοί είχαν σταματήσει τελείως. Ο Ντομινίκ παρακολουθούσε αφηρημένα τις στάλες πάνω στο παράθυρο του υπνοδωματίου, το πως κυλούσαν σαν ρυάκια, ενώνονταν και χώριζαν ξανά, βαμμένες από το πορτοκαλί φως των φώτων του δρόμου. Η Κάρολ είχε ακουμπήσει στο στήθος του με κλειστά τα μάτια. Η ρυθμική της ανάσα τον νανούριζε.
“Τι σκέφτεσαι;” τον ρώτησε.
Ο Ντομινίκ ρουθούνισε.
“Τίποτα. Χαζεύω τις σταγόνες”.
Η κοπέλα ανασηκώθηκε λίγο κι έπειτα κόλλησε ξανά πάνω του – τα στήθη της πιέστηκαν στο μπράτσο του κι ο Ντομινίκ ένιωσε ξανά κάτι να ανασαλεύει ανάμεσα στα σκέλια του.
“Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη”, του είπε και κάθε ερωτική επιθυμία εξαφανίστηκε από μέσα του.
Η καταιγίδα είχε μετατραπεί σε ψιλόβροχο και οι κεραυνοί είχαν σταματήσει τελείως. Ο Ντομινίκ παρακολουθούσε αφηρημένα τις στάλες πάνω στο παράθυρο του υπνοδωματίου, το πως κυλούσαν σαν ρυάκια, ενώνονταν και χώριζαν ξανά, βαμμένες από το πορτοκαλί φως των φώτων του δρόμου. Η Κάρολ είχε ακουμπήσει στο στήθος του με κλειστά τα μάτια. Η ρυθμική της ανάσα τον νανούριζε.
“Τι σκέφτεσαι;” τον ρώτησε.
Ο Ντομινίκ ρουθούνισε.
“Τίποτα. Χαζεύω τις σταγόνες”.
Η κοπέλα ανασηκώθηκε λίγο κι έπειτα κόλλησε ξανά πάνω του – τα στήθη της πιέστηκαν στο μπράτσο του κι ο Ντομινίκ ένιωσε ξανά κάτι να ανασαλεύει ανάμεσα στα σκέλια του.
“Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη”, του είπε και κάθε ερωτική επιθυμία εξαφανίστηκε από μέσα του.
Είχε φτάσει λοιπόν η ώρα που περίμενε και απευχόταν – τα σχέδιά του είχαν οργανωθεί κι εκτελεστεί με κάθε επιτυχία, αλλά το αποτέλεσμα ήταν για κλάματα. Η Κάρολ δεν είχε παρασυρθεί αρκετά ώστε να ξεχάσει τις ιδέες της περί κοινής ζωής.
“Χριστέ μου, θα μου πει τώρα πως είναι ώρα να μεταφέρει κάποια από τα πράγματά της εδώ”, σκέφτηκε ο Ντομινίκ και διαπίστωσε έκπληκτος ότι βρισκόταν στα όρια του πανικού.
“Κοίτα, Κάρολ...” ξεκίνησε, χωρίς να έχει ιδέα τι θα έλεγε μετά.
“Χριστέ μου, θα μου πει τώρα πως είναι ώρα να μεταφέρει κάποια από τα πράγματά της εδώ”, σκέφτηκε ο Ντομινίκ και διαπίστωσε έκπληκτος ότι βρισκόταν στα όρια του πανικού.
“Κοίτα, Κάρολ...” ξεκίνησε, χωρίς να έχει ιδέα τι θα έλεγε μετά.
Η κοπέλα όμως δεν τον άφησε να συνεχίσει. Ένιωθε το κορμί του δίπλα της να έχει γίνει ξαφνικά άκαμπτο, σαν ο αγαπημένος επί επτά συναπτά έτη να προσπαθούσε να προστατευθεί από κάποιον απροσδιόριστο κίνδυνο. Ένιωσε τον θυμό να την κατακλύζει – τι διάολο, περίμενε να του ζητήσει να την παντρευτεί;
“Θέλω να έρθεις μαζί μου στην εκκλησία την ημέρα των Χριστουγέννων”, του είπε με μια ανάσα.
“Θέλω να έρθεις μαζί μου στην εκκλησία την ημέρα των Χριστουγέννων”, του είπε με μια ανάσα.
Δεν ήταν έτσι όπως το είχε σχεδιάσει στο μυαλό της, η πρόταση είχε βγει βεβιασμένη και νευρική και είχε ακουστεί και στα ίδια τα αυτιά της λάθος· αλλά έτσι κι αλλιώς τι ακριβώς ήταν σωστό στην στάση του σώματός του και στην αντίρρηση που είχε αφήσει να διαφανεί στις δύο λέξεις που είχε προλάβει να πει όταν του ανέφερε αυτή την μικρή χάρη;
Ένιωσε το σώμα του να χαλαρώνει και ο θυμός της έδωσε την θέση του σε ένα παράξενο γλυκόπικρο αίσθημα – ανακούφιση και λύπη ταυτόχρονα. Ίσως να δεχόταν, ίσως μάλιστα να ακουγόταν κι ενθουσιασμένος τώρα που είχε επιβεβαιώσει πως δεν θα του ζητούσε κάτι παράλογο, όπως το να μείνουν επιτέλους μαζί (“μετά από επτά ολόκληρα γαμημένα χρόνια”, σκέφτηκε πικρόχολα) αλλά πλέον η Κάρολ ήταν σίγουρη πως η πρόταση που σκόπευε να του κάνει με την καινούργια χρονιά δεν θα είχε καμία τύχη. Αναρωτήθηκε αν υπήρχε λόγος να συνεχίσουν, αν ο Ντομινίκ έβλεπε κάποιο μέλλον στο οποίο θα ήταν μαζί. Δεν θέλησε να πιέσει τον εαυτό της να βρει μια απάντηση, γιατί ήταν σίγουρη πως δεν θα της άρεσε αυτό που θα διαπίστωνε.
“Στην εκκλησία;” την ρώτησε, περισσότερο για να πει κάτι παρά επειδή δεν είχε ακούσει καλά.
“Ναι. Στην πρωινή λειτουργία ανήμερα. Θα ήθελα πολύ να βρίσκεσαι δίπλα μου”.
Ο Ντομινίκ απέμεινε αμίλητος κι η Κάρολ ένιωσε πάλι τον θυμό της να φουντώνει. Τόσα χρόνια ανεχόταν τις παραξενιές και τις ιδιορρυθμίες του (τα βράδια κάθε Παρασκευής που έμενε μέσα για να δει τα επεισόδια των αγαπημένων του σειρών που έχανε τις υπόλοιπες καθημερινές, τις Κυριακές που παρακολουθούσε ποδόσφαιρο αν και δεν υποστήριζε κάποια συγκεκριμένη ομάδα, τις ώρες που περνούσε με την μούρη του κολλημένη στο λάπτοπ, τριγυρίζοντας από σάιτ σε σάιτ και παίζοντας διάφορα ηλίθια παιχνίδια στο Facebook, την κακή του διάθεση όταν έβγαιναν και πήγαιναν σε κάποιο μέρος που δεν του άρεσε – όλα αυτά τα ανεχόταν και τα κατάπινε γιατί πίστευε πως όταν θέλεις και αγαπάς κάποιον άνθρωπο πολλές φορές πρέπει να παραβλέψεις τις κακές του συνήθειες ή έστω αυτές που δεν είναι συμβατές με τις δικές σου) και τελικά τι είχε κερδίσει; Του είχε ζητήσει μια μικρή χάρη κι εκείνος το σκεφτόταν. Χριστέ μου, το σκεφτόταν ακόμα!
“Καλά, ασ' το”, του είπε πικαρισμένη και σηκώθηκε απότομα. Τα στήθη της αναπήδησαν, αλλά ο Ντομινίκ δεν το πρόσεξε.
“Περίμενε”, της είπε καθώς η κοπέλα φορούσε το σουτιέν της.
“Δε χρειάζεται. Η σιωπή σου τα είπε όλα”.
“Με παρεξήγησες. Θέλω να έρθω μαζί σου”.
Η φωνή του ακούστηκε σοβαρή και (ήταν δυνατόν;) πληγωμένη. Υπό άλλες συνθήκες η Κάρολ θα έδινε τόπο στην οργή, αλλά αυτή την φορά ο θυμός την είχε πλημμυρίσει. Έβαλε το παντελόνι της με γρήγορες, νευρικές κινήσεις και το νύχι του μεγάλου της δάχτυλου πιάστηκε στο ύφασμα – έχασε την ισορροπία της για μια στιγμή αλλά επέμεινε πεισματικά και τελικά κατάφερε να το φορέσει.
“Μια χάρη”, του είπε καθώς κούμπωνε το παντελόνι, “μια ριμάδα χάρη σου ζήτησα, αλλά μάλλον ήμουν πολύ αισιόδοξη. Έπρεπε να το περιμένω ότι ο κύριος Ντομινίκ δεν θα μπορούσε – δεν θα ήθελε – να με συνοδεύσει. Αλλά τι να κάνω, είμαι ηλίθια κι αιώνια αισιόδοξη”.
Έψαξε για την μπλούζα της τσαντισμένη. Ο Ντομινίκ είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι και την παρακολουθούσε με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπο – έμοιαζε να το διασκεδάζει.
Η Κάρολ άναψε το φως και μισοέκλεισαν κι οι δυο τα μάτια τους.
“Που είναι η μπλούζα μου;” ρώτησε κανέναν απολύτως, με σπασμένη φωνή. Αν δεν την έβρισκε μέσα στα επόμενα δέκα δευτερόλεπτα, μάλλον θα άρχιζε να ουρλιάζει.
“Στο κομοδίνο”, της είπε ήσυχα ο Ντομινίκ, δείχνοντάς της με το χέρι το πάτωμα δίπλα στο βαρύ, ξύλινο έπιπλο.
Ένιωσε το σώμα του να χαλαρώνει και ο θυμός της έδωσε την θέση του σε ένα παράξενο γλυκόπικρο αίσθημα – ανακούφιση και λύπη ταυτόχρονα. Ίσως να δεχόταν, ίσως μάλιστα να ακουγόταν κι ενθουσιασμένος τώρα που είχε επιβεβαιώσει πως δεν θα του ζητούσε κάτι παράλογο, όπως το να μείνουν επιτέλους μαζί (“μετά από επτά ολόκληρα γαμημένα χρόνια”, σκέφτηκε πικρόχολα) αλλά πλέον η Κάρολ ήταν σίγουρη πως η πρόταση που σκόπευε να του κάνει με την καινούργια χρονιά δεν θα είχε καμία τύχη. Αναρωτήθηκε αν υπήρχε λόγος να συνεχίσουν, αν ο Ντομινίκ έβλεπε κάποιο μέλλον στο οποίο θα ήταν μαζί. Δεν θέλησε να πιέσει τον εαυτό της να βρει μια απάντηση, γιατί ήταν σίγουρη πως δεν θα της άρεσε αυτό που θα διαπίστωνε.
“Στην εκκλησία;” την ρώτησε, περισσότερο για να πει κάτι παρά επειδή δεν είχε ακούσει καλά.
“Ναι. Στην πρωινή λειτουργία ανήμερα. Θα ήθελα πολύ να βρίσκεσαι δίπλα μου”.
Ο Ντομινίκ απέμεινε αμίλητος κι η Κάρολ ένιωσε πάλι τον θυμό της να φουντώνει. Τόσα χρόνια ανεχόταν τις παραξενιές και τις ιδιορρυθμίες του (τα βράδια κάθε Παρασκευής που έμενε μέσα για να δει τα επεισόδια των αγαπημένων του σειρών που έχανε τις υπόλοιπες καθημερινές, τις Κυριακές που παρακολουθούσε ποδόσφαιρο αν και δεν υποστήριζε κάποια συγκεκριμένη ομάδα, τις ώρες που περνούσε με την μούρη του κολλημένη στο λάπτοπ, τριγυρίζοντας από σάιτ σε σάιτ και παίζοντας διάφορα ηλίθια παιχνίδια στο Facebook, την κακή του διάθεση όταν έβγαιναν και πήγαιναν σε κάποιο μέρος που δεν του άρεσε – όλα αυτά τα ανεχόταν και τα κατάπινε γιατί πίστευε πως όταν θέλεις και αγαπάς κάποιον άνθρωπο πολλές φορές πρέπει να παραβλέψεις τις κακές του συνήθειες ή έστω αυτές που δεν είναι συμβατές με τις δικές σου) και τελικά τι είχε κερδίσει; Του είχε ζητήσει μια μικρή χάρη κι εκείνος το σκεφτόταν. Χριστέ μου, το σκεφτόταν ακόμα!
“Καλά, ασ' το”, του είπε πικαρισμένη και σηκώθηκε απότομα. Τα στήθη της αναπήδησαν, αλλά ο Ντομινίκ δεν το πρόσεξε.
“Περίμενε”, της είπε καθώς η κοπέλα φορούσε το σουτιέν της.
“Δε χρειάζεται. Η σιωπή σου τα είπε όλα”.
“Με παρεξήγησες. Θέλω να έρθω μαζί σου”.
Η φωνή του ακούστηκε σοβαρή και (ήταν δυνατόν;) πληγωμένη. Υπό άλλες συνθήκες η Κάρολ θα έδινε τόπο στην οργή, αλλά αυτή την φορά ο θυμός την είχε πλημμυρίσει. Έβαλε το παντελόνι της με γρήγορες, νευρικές κινήσεις και το νύχι του μεγάλου της δάχτυλου πιάστηκε στο ύφασμα – έχασε την ισορροπία της για μια στιγμή αλλά επέμεινε πεισματικά και τελικά κατάφερε να το φορέσει.
“Μια χάρη”, του είπε καθώς κούμπωνε το παντελόνι, “μια ριμάδα χάρη σου ζήτησα, αλλά μάλλον ήμουν πολύ αισιόδοξη. Έπρεπε να το περιμένω ότι ο κύριος Ντομινίκ δεν θα μπορούσε – δεν θα ήθελε – να με συνοδεύσει. Αλλά τι να κάνω, είμαι ηλίθια κι αιώνια αισιόδοξη”.
Έψαξε για την μπλούζα της τσαντισμένη. Ο Ντομινίκ είχε ανακαθίσει στο κρεβάτι και την παρακολουθούσε με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπο – έμοιαζε να το διασκεδάζει.
Η Κάρολ άναψε το φως και μισοέκλεισαν κι οι δυο τα μάτια τους.
“Που είναι η μπλούζα μου;” ρώτησε κανέναν απολύτως, με σπασμένη φωνή. Αν δεν την έβρισκε μέσα στα επόμενα δέκα δευτερόλεπτα, μάλλον θα άρχιζε να ουρλιάζει.
“Στο κομοδίνο”, της είπε ήσυχα ο Ντομινίκ, δείχνοντάς της με το χέρι το πάτωμα δίπλα στο βαρύ, ξύλινο έπιπλο.
Η κοπέλα μάζεψε την μπλούζα, την φόρεσε και, όταν το κεφάλι της βγήκε από το άνοιγμα του λαιμού, είδε τον Ντομινίκ να στέκεται μπροστά της γυμνός και να την κοιτάζει χαμογελαστός.
“Σταμάτα μια στιγμή. Είπα ότι θέλω να έρθω μαζί σου. Δεν σκάλωσα με την πρότασή σου για τον λόγο που νομίζεις. Ήταν κάτι... κάτι που θυμήθηκα. Ο λόγος που δεν πατάω σε εκκλησία ούτε απ' έξω”.
Η Κάρολ άνοιξε το στόμα της για να πει κάτι, το έκλεισε, το ξανάνοιξε. Ένα εκατομμύριο σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της και συσσωρεύτηκαν στην άκρη της γλώσσας της προσπαθώντας να μετατραπούν σε λόγια, μέχρις ότου διαπίστωσε ότι το συνονθύλευμα αυτό δεν θα έβγαζε κανένα νόημα. Ξανάκλεισε το στόμα της και ο Ντομινίκ την φίλησε τρυφερά.
“Θα έρθω μαζί σου”, της είπε για τρίτη φορά και τώρα το βλέμμα του ήταν σοβαρό, σαν να της υποσχόταν ότι ο λόγος του ήταν συμβόλαιο.
“Σταμάτα μια στιγμή. Είπα ότι θέλω να έρθω μαζί σου. Δεν σκάλωσα με την πρότασή σου για τον λόγο που νομίζεις. Ήταν κάτι... κάτι που θυμήθηκα. Ο λόγος που δεν πατάω σε εκκλησία ούτε απ' έξω”.
Η Κάρολ άνοιξε το στόμα της για να πει κάτι, το έκλεισε, το ξανάνοιξε. Ένα εκατομμύριο σκέψεις πέρασαν από το μυαλό της και συσσωρεύτηκαν στην άκρη της γλώσσας της προσπαθώντας να μετατραπούν σε λόγια, μέχρις ότου διαπίστωσε ότι το συνονθύλευμα αυτό δεν θα έβγαζε κανένα νόημα. Ξανάκλεισε το στόμα της και ο Ντομινίκ την φίλησε τρυφερά.
“Θα έρθω μαζί σου”, της είπε για τρίτη φορά και τώρα το βλέμμα του ήταν σοβαρό, σαν να της υποσχόταν ότι ο λόγος του ήταν συμβόλαιο.
“Και δεν θα μου πεις τελικά;”
Ο Ντομινίκ το σκέφτηκε για λίγο. Είχαν ξαπλώσει αγκαλιά στον καναπέ, με την φωτιά στο τζάκι να αποτελεί την μοναδική εστία φωτός στο σκοτεινό σαλόνι. Το τραπέζι μπροστά τους ήταν γεμάτο άδεια κουτιά, τα απομεινάρια του κινέζικου δείπνου τους, μαγειρεμένο στο Χου-Τονκ, τέσσερα τετράγωνα μακριά τους, και παραδομένο αργοπορημένο και κρύο από έναν ντελιβερά που έμοιαζε να έχει κολυμπήσει στον Τάμεση για να τους το φέρει. Το μπουκάλι με το κρασί αποτελούσε ήδη ιστορία.
“Δε νομίζω”.
Τι θα μπορούσε να της πει; Πίστευε πως είχε γλιτώσει στο τσακ έναν καβγά που ίσως να οδηγούσε στο τέλος της σχέσης τους και, όσο κι αν η Κάρολ θα αμφέβαλλε αν το μάθαινε, ο ίδιος την αγαπούσε πραγματικά. Και ίσως, κάποια στιγμή στο μέλλον, να ήθελε να μείνουν μαζί. Δεν μπορούσε να υποσχεθεί κάτι τέτοιο ούτε στον ίδιο του τον εαυτό (αν μη τι άλλο ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσαν οι αλλαγές και η συγκατοίκηση συγκαταλεγόταν στις 'εξωπραγματικά μεγάλες αλλαγές', όπως συνήθιζε να λέει), αλλά μπορούσε να αφήσει ένα παραθυράκι ανοιχτό. Η αλήθεια ήταν ότι στην αρχή είχε τρομάξει – τα λόγια της Κάρολ
(“θέλω να σου ζητήσω μια χάρη”)
τον είχαν πανικοβάλει και το μυαλό του είχε αρχίσει να σκέφτεται πυρετωδώς μια δικαιολογία για να αποφύγει αυτό που ήταν σίγουρος ότι θα του ζητούσε· έπειτα όμως, όταν η κοπέλα τού είπε τι είχε κατά νου ένιωσε ανακούφιση.
“Θέλει μόνο να πάμε μαζί στην εκκλησία”, σκέφτηκε κι αμέσως μετά το ανάλαφρο συναίσθημα μετατράπηκε σε τρόμο καθώς μια ανάμνηση βαθιά θαμμένη μέσα του ξυπνούσε, σήκωνε το άσχημο κεφάλι της και του χαμογελούσε με το φρικιαστικό στόμα της. Είχε απομείνει αμίλητος, όσο η Κάρολ τσαντιζόταν όλο και περισσότερο έχοντας παρεξηγήσει την σιωπή του, και το μυαλό του ξεστράτιζε όλο και περισσότερο στο παρελθόν, σε εκείνα τα καταραμένα Χριστούγεννα του 1981, όταν-
-ήταν μόλις επτά χρονών και η μητέρα του τον κρατούσε από το χέρι καθώς έμπαιναν στην εκκλησία. Πρέπει να ήταν ο καθεδρικός του Απόστολου Παύλου ή η εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου. Ο Ντομινίκ φορούσε ένα καινούργιο μπλε σκούρο κοστούμι, λευκό πουκάμισο και μαύρα μοκασίνια, ακόμα και μια μικρή μαύρη γραβατούλα με λάστιχο. Τα μαλλιά του ήταν καθαρά και καλοχτενισμένα, με μια χωρίστρα που την είχε περιποιηθεί η μαμά του έτσι ώστε να μην πετάει ούτε μια τρίχα από τα ατίθασα μαλλιά του. Ο πατέρας του είχε σταθεί δίπλα στην μητέρα του κι ο ίδιος στεκόταν μπροστά τους, κοιτάζοντας με θαυμασμό και δέος την μεγάλη εκκλησία με τα καντήλια και τις τοιχογραφίες και τα αγάλματα και τα πολύχρωμα τζάμια στους τοίχους. Μύριζε παράξενα εκεί μέσα, μια μυρωδιά βαριά κι όμως γλυκιά. Τα πάντα ήταν σιωπηλά, εκτός από έναν σιγανό βήχα που ακουγόταν που και που. Μια αντρική, βαθιά φωνή άρχισε να ψάλλει. Τα φώτα ήταν σβηστά και μόνο η λάμψη των κεριών έριχνε το τρεμουλιαστό φως της στο ποίμνιο, δημιουργώντας παράξενες σκιές στους τοίχους. Ο Ντομινίκ κοίταξε με ενδιαφέρον τις υαλογραφίες και τις τοιχογραφίες με τους αγίους, αλλά το βλέμμα του σταμάτησε στο άγαλμα της Παρθένου Μαρίας που στεκόταν στο βάθος, στην γωνία δεξιά της Αγίας Τράπεζας. Ήταν πάνω από δύο μέτρα ψηλό. Η Παρθένος στεκόταν με το αριστερό της χέρι ανασηκωμένο, σαν να μεσολαβούσε στον Θεό να λυπηθεί τα τέκνα Του, ενώ το άλλο βρισκόταν κρυμμένο στις πτυχές του μανδύα της. Το πρόσωπό της ήταν όμορφο και γλυκό. Ο Ντομινίκ απέμεινε να θαυμάζει το άγαλμα που έμοιαζε έτοιμο να ζωντανέψει.
Ο Ντομινίκ το σκέφτηκε για λίγο. Είχαν ξαπλώσει αγκαλιά στον καναπέ, με την φωτιά στο τζάκι να αποτελεί την μοναδική εστία φωτός στο σκοτεινό σαλόνι. Το τραπέζι μπροστά τους ήταν γεμάτο άδεια κουτιά, τα απομεινάρια του κινέζικου δείπνου τους, μαγειρεμένο στο Χου-Τονκ, τέσσερα τετράγωνα μακριά τους, και παραδομένο αργοπορημένο και κρύο από έναν ντελιβερά που έμοιαζε να έχει κολυμπήσει στον Τάμεση για να τους το φέρει. Το μπουκάλι με το κρασί αποτελούσε ήδη ιστορία.
“Δε νομίζω”.
Τι θα μπορούσε να της πει; Πίστευε πως είχε γλιτώσει στο τσακ έναν καβγά που ίσως να οδηγούσε στο τέλος της σχέσης τους και, όσο κι αν η Κάρολ θα αμφέβαλλε αν το μάθαινε, ο ίδιος την αγαπούσε πραγματικά. Και ίσως, κάποια στιγμή στο μέλλον, να ήθελε να μείνουν μαζί. Δεν μπορούσε να υποσχεθεί κάτι τέτοιο ούτε στον ίδιο του τον εαυτό (αν μη τι άλλο ήταν άνθρωπος που δεν του άρεσαν οι αλλαγές και η συγκατοίκηση συγκαταλεγόταν στις 'εξωπραγματικά μεγάλες αλλαγές', όπως συνήθιζε να λέει), αλλά μπορούσε να αφήσει ένα παραθυράκι ανοιχτό. Η αλήθεια ήταν ότι στην αρχή είχε τρομάξει – τα λόγια της Κάρολ
(“θέλω να σου ζητήσω μια χάρη”)
τον είχαν πανικοβάλει και το μυαλό του είχε αρχίσει να σκέφτεται πυρετωδώς μια δικαιολογία για να αποφύγει αυτό που ήταν σίγουρος ότι θα του ζητούσε· έπειτα όμως, όταν η κοπέλα τού είπε τι είχε κατά νου ένιωσε ανακούφιση.
“Θέλει μόνο να πάμε μαζί στην εκκλησία”, σκέφτηκε κι αμέσως μετά το ανάλαφρο συναίσθημα μετατράπηκε σε τρόμο καθώς μια ανάμνηση βαθιά θαμμένη μέσα του ξυπνούσε, σήκωνε το άσχημο κεφάλι της και του χαμογελούσε με το φρικιαστικό στόμα της. Είχε απομείνει αμίλητος, όσο η Κάρολ τσαντιζόταν όλο και περισσότερο έχοντας παρεξηγήσει την σιωπή του, και το μυαλό του ξεστράτιζε όλο και περισσότερο στο παρελθόν, σε εκείνα τα καταραμένα Χριστούγεννα του 1981, όταν-
-ήταν μόλις επτά χρονών και η μητέρα του τον κρατούσε από το χέρι καθώς έμπαιναν στην εκκλησία. Πρέπει να ήταν ο καθεδρικός του Απόστολου Παύλου ή η εκκλησία του Αγίου Μαρτίνου. Ο Ντομινίκ φορούσε ένα καινούργιο μπλε σκούρο κοστούμι, λευκό πουκάμισο και μαύρα μοκασίνια, ακόμα και μια μικρή μαύρη γραβατούλα με λάστιχο. Τα μαλλιά του ήταν καθαρά και καλοχτενισμένα, με μια χωρίστρα που την είχε περιποιηθεί η μαμά του έτσι ώστε να μην πετάει ούτε μια τρίχα από τα ατίθασα μαλλιά του. Ο πατέρας του είχε σταθεί δίπλα στην μητέρα του κι ο ίδιος στεκόταν μπροστά τους, κοιτάζοντας με θαυμασμό και δέος την μεγάλη εκκλησία με τα καντήλια και τις τοιχογραφίες και τα αγάλματα και τα πολύχρωμα τζάμια στους τοίχους. Μύριζε παράξενα εκεί μέσα, μια μυρωδιά βαριά κι όμως γλυκιά. Τα πάντα ήταν σιωπηλά, εκτός από έναν σιγανό βήχα που ακουγόταν που και που. Μια αντρική, βαθιά φωνή άρχισε να ψάλλει. Τα φώτα ήταν σβηστά και μόνο η λάμψη των κεριών έριχνε το τρεμουλιαστό φως της στο ποίμνιο, δημιουργώντας παράξενες σκιές στους τοίχους. Ο Ντομινίκ κοίταξε με ενδιαφέρον τις υαλογραφίες και τις τοιχογραφίες με τους αγίους, αλλά το βλέμμα του σταμάτησε στο άγαλμα της Παρθένου Μαρίας που στεκόταν στο βάθος, στην γωνία δεξιά της Αγίας Τράπεζας. Ήταν πάνω από δύο μέτρα ψηλό. Η Παρθένος στεκόταν με το αριστερό της χέρι ανασηκωμένο, σαν να μεσολαβούσε στον Θεό να λυπηθεί τα τέκνα Του, ενώ το άλλο βρισκόταν κρυμμένο στις πτυχές του μανδύα της. Το πρόσωπό της ήταν όμορφο και γλυκό. Ο Ντομινίκ απέμεινε να θαυμάζει το άγαλμα που έμοιαζε έτοιμο να ζωντανέψει.
Ακόμα και τώρα δεν ήταν σίγουρος αν αυτό που είχε δει συνέβη στ' αλήθεια ή η κατανυκτική ατμόσφαιρα και οι μελωδικοί ψαλμοί τον είχαν αποκοιμίσει και είχε δει κάποιο ολοζώντανο όνειρο. Είχε περάσει την εφηβεία και όλη την ενήλικη ζωή του απωθώντας την ανάμνηση στα βάθη του μυαλού του μέχρις ότου μετατράπηκε σε ασυναίσθητη και ακούσια αντίδραση: απέφευγε συστηματικά να μπαίνει σε εκκλησίες και ναούς, ακόμα και να περνάει από μπροστά τους. Αν κάποιος τον ρωτούσε, θα τον κοιτούσε ξαφνιασμένος και ίσως να συνειδητοποιούσε πως η ερώτηση ήταν σωστή – αν και δεν θα είχε καμιά απάντηση να του δώσει. Το γιατί δεν έμπαινε σε εκκλησίες ήταν εύκολο να απαντηθεί – ο Ντομινίκ είχε περάσει από την φάση της αθεΐας και είχε κατασταλάξει στον αγνωστικισμό: ίσως να υπήρχε κάτι, ίσως και να μην υπήρχε, αλλά το μόνο σίγουρο ήταν πως, αν υπήρχε, τότε το Υπέρτατο Ον δεν θα έδινε δεκάρα για το αν θα το λάτρευαν σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή όχι. Βολική σκέψη. Το γιατί όμως δεν περνούσε καν μπροστά από τους καθεδρικούς και τους ναούς που στέκονταν βουβοί και βαρύθυμοι σε κάθε μεγάλο δρόμο του Λονδίνου... αυτή ήταν μια ερώτηση που θα παρέμενε αναπάντητη – και πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν κι ο ίδιος δεν είχε καν συνειδητοποιήσει πως απέφευγε τα συγκεκριμένα κτίσματα; Τα πόδια του τον οδηγούσαν μακριά τους, επιλέγοντας εναλλακτικές διαδρομές, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να κάνει μερικές εκατοντάδες μέτρα παραπάνω για να φτάσει στον προορισμό του.
Τώρα, καθώς καθόταν δίπλα στο τζάκι, με την Κάρολ στην αγκαλιά του και το στομάχι του γεμάτο, αναρωτήθηκε πως ήταν δυνατόν να μην έχει περάσει ποτέ από το μυαλό του κάτι τέτοιο· πως γινόταν να έχει μπει στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του χωρίς να έχει αντιληφθεί τον τρόμο που φώλιαζε μέσα του για τις εκκλησίες και τα σιωπηλά, ακίνητα αγάλματά τους. Η ερώτηση της Κάρολ είχε ξυπνήσει τον φόβο που κοιμόταν στα βάθη της ψυχής του και, γαμώτο, πως θα μπορούσε να της πει για ποιον λόγο πραγματικά είχε παραμείνει δίχως απάντηση, σιωπηλός, χωρίς να τον περάσει για τρελό;
Πως θα μπορούσε να της πει ότι-
-το άγαλμα στεκόταν με μια έκφραση θλιμμένη και παράλληλα παρακλητική, σαν όλες οι έγνοιες του κόσμου να είχαν πέσει στους ώμους του· μια σκέψη που ο επτάχρονος Ντομινίκ δεν θα μπορούσε ποτέ του να εκφράσει σε εκείνη την ηλικία και που όμως ένιωθε την ουσία της. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε παραμείνει ακίνητος, με ορθάνοιχτα μάτια, να παρακολουθεί το χλωμό άγαλμα, λες και περίμενε να κινηθεί, να σηκώσει το χέρι του και να ζητήσει από τον Θεό να προσέχει την ανθρωπότητα – αυτό που ήξερε ήταν ότι τα μάτια του είχαν στεγνώσει και παρόλα αυτά δεν μπορούσε να κλείσει τα βλέφαρά του, δεν ήθελε να χάσει την στιγμή που το άγαλμα θα ζωντάνευε.
Η στιγμή ήρθε και δεν την έχασε· το γύψινο άγαλμα της Παρθένου Μαρίας έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος του και τον κοίταξε με τα λευκά, άψυχα μάτια του. Το στόμα του μισάνοιξε και μόρφασε λοξά – λεπτά, μυτερά δόντια φάνηκαν μέσα από το άνοιγμα του ανατριχιαστικού χαμόγελού του. Τα μάτια μίκρυναν και λέπτυναν, μετατράπηκαν σε δύο σχισμές σαν μάτια ερπετού. Τα όμορφα χαρακτηριστικά μετατράπηκαν σε γκροτέσκα μάσκα. Μυτερά νύχια εμφανίστηκαν μέσα από τα λεπτοδουλεμένα δάχτυλα, μαύρα και βρόμικα. Το άγαλμα έφερε το χέρι του μπροστά από το φρικαλέο στόμα του κι ακούμπησε ένα δάχτυλο μπροστά από τα χείλη του.
“Σσς. Αυτό θα είναι το μυστικό μας”.
Ο Ντομινίκ ένιωσε ένα ζεστό υγρό να κυλάει στους μηρούς του – η καρδιά του χτυπούσε φρενιασμένη κι ένιωσε το σκοτάδι της εκκλησίας να τον τυλίγει. Η μυρωδιά του λιβανιού έγινε πιο βαριά, μπήκε στα ρουθούνια του και του ανακάτεψε το στομάχι. Το άγαλμα συνέχισε να τον παρακολουθεί με τα νεκρά του μάτια, ενώ το χαμόγελό του γινόταν όλο και πιο λοξό, μέχρις ότου η κάτω σιαγόνα άνοιξε τελείως και αποκαλύφθηκαν δύο παράλληλες σειρές δοντιών. Μια λευκή γλώσσα κύλησε από τα βάθη του στόματός του, λεπτή και μακριά – πετάρισε για λίγο μπροστά από τα χείλη του και εξαφανίστηκε ξανά.
Ο Ντομινίκ άρχισε να ουρλιάζει.
Η Κάρολ δεν είχε επιμείνει περισσότερο – της έφτανε (προς το παρόν πάντα) που το πρώτο βήμα είχε γίνει. Οι επόμενες μέρες πέρασαν ήσυχα, με τους δυο τους να πηγαίνουν να δουν μια παράσταση στο θέατρο, να επισκέπτονται κάποια μπαρ που προτιμούσαν ή απλώς να μένουν σπίτι και να βλέπουν ταινίες. Ο Ντομινίκ φαινόταν να έχει ξεχάσει τις κακές του συνήθειες και η Κάρολ δεν μπορούσε να μην σκεφτεί ότι έμοιαζε σαν να είχε δώσει άδεια στον εαυτό του – τέρμα το λάπτοπ και οι ατέλειωτες περιπλανήσεις του στο ίντερνετ, τέρμα η απομόνωση για να δει τις σειρές του, τέρμα τα μούτρα όταν έβγαιναν. Κανονικά θα έπρεπε να είναι χαρούμενη, αλλά ο καιρός που είχε περάσει μαζί του την είχαν κάνει πια προσεκτική: μια αλλαγή δεν σήμαινε πάντα ότι θα ήταν μακροπρόθεσμη.
Την παραμονή των Χριστουγέννων η κοπέλα κοιμήθηκε σπίτι του – και την επόμενη ξύπνησαν μαζί, φόρεσαν τα καλά τους ρούχα (η Κάρολ το καινούργιο της φόρεμα κι ο Ντομινίκ ένα κομψό μαύρο κοστούμι), πήραν ένα ταξί και κατευθύνθηκαν προς την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή.
Αν και το κρύο ήταν τσουχτερό, παραδόξως ο ουρανός ήταν καθαρός και καταγάλανος. Ο Ντομινίκ έμεινε λίγο πιο πίσω για να πληρώσει το ταξί, ενώ η Κάρολ προχώρησε μερικά βήματα προς τον μεγαλοπρεπή ναό. Οι γονείς της θα τους περίμεναν μέσα.
Ο Ντομινίκ έβαλε το πορτοφόλι στην τσέπη του σακακιού του και, έπειτα από έναν στιγμιαίο δισταγμό, στράφηκε για να αντικρίσει την εκκλησία. Ένιωσε μια ανατριχίλα να διατρέχει την σπονδυλική του στήλη καθώς παρατηρούσε τις αψίδες και τις καμάρες, τα παλιά τούβλα που απέπνεαναν μια ζοφερή μελαγχολία, το κεντρικό κυκλικό παράθυρο όπου δώδεκα μικρότερα στρογγυλά παράθυρα απλώνονταν ακτινωτά γύρω του. Το στόμα του γέμισε με μια πικρή γεύση την οποία αναγνώρισε ως την γεύση του πανικού – το παράθυρο έμοιαζε με κακόβουλο μάτι που τον παρακολουθούσε. Κοκάλωσε για μια στιγμή, ανίκανος να κινήσει τα πόδια του. Ο ήλιος έπεφτε λοξά στο κτίριο, φωτίζοντας το μισό και αφήνοντας το υπόλοιπο σε μια ανησυχητική σκιά.
Η φωνή της Κάρολ ήρθε στα αυτιά του από πολύ μακριά. Ο τσουχτερός αέρας τον συνέφερε.
“Τι;” έκρωξε βραχνά.
“Λέω, πάμε;”
Έγνεψε καταφατικά και την ακολούθησε. Λίγο πριν μπει στην σκοτεινή είσοδο (“Λίγο πριν με καταπιεί”, σκέφτηκε το μουδιασμένο του μυαλό) έπιασε τον εαυτό του να προσεύχεται μετά από πολλά χρόνια σε έναν Θεό για την ύπαρξη του οποίου αμφέβαλλε.
Ήταν σαν να είχε ξαναγίνει παιδί – οι βαριές μυρωδιές, το μισοσκόταδο, οι ψαλμοί. Χαιρέτησε ευγενικά τους γονείς της Κάρολ, που είχε να τους δει από το καλοκαίρι, κι έπειτα στάθηκε προσοχή δίπλα της, ακίνητος κι άκαμπτος, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του και το βλέμμα κολλημένο στην Αγία Τράπεζα. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε τα αγάλματα που δέσποζαν αριστερά και δεξιά από τα στασίδια, αλλά αρνήθηκε να τα κοιτάξει.
“Δεν είμαι παιδί”, είπε από μέσα του πεισματικά – αλλά, παρόλα αυτά, δεν κοίταξε ούτε τώρα.
Τα λεπτά περνούσαν κι αντί να αισθάνεται πιο άνετα (αν μη τι άλλο, κανένα άγαλμα δεν είχε ζωντανέψει μέχρι στιγμής) ένιωθε ένα βάρος να πλακώνει το στήθος του. Η μυρωδιά του λιβανιού τον ζάλισε και μισόκλεισε τα μάτια του.
“Είσαι εντάξει;” ψιθύρισε η Κάρολ κι εκείνος ένευσε και ίσιωσε την πλάτη του που είχε καμπουριάσει χωρίς να το καταλάβει.
“Μια χαρά”.
Της χαμογέλασε χωρίς ίχνος ευδιαθεσίας.
Κάτι κινήθηκε στα δεξιά του, όχι στο επίπεδο όπου βρίσκονταν οι πιστοί και άκουγαν ευλαβικά την λειτουργία, αλλά λίγο πιο ψηλά, κοντά στο πολύχρωμο παράθυρο που έδειχνε τον Άγιο Γεώργιο να σκοτώνει τον δράκο.
“Παιχνίδισμα του φωτός”, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του. “Δεν χρειάζεται να κοιτάξεις, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Μόνο το φως. Μόνο το φως”.
Κοίταξε. Ένα μεγαλοπρεπές άγαλμα βρισκόταν στημένο πάνω στο βάθρο του, ένας από τους Αρχαγγέλους. Τα φτερά του ήταν ανοιγμένα και στα χέρια του κρατούσε ένα δόρυ. Ήταν ένα πραγματικό έργο τέχνης, αλλά ο Ντομινίκ δεν είχε καμία διάθεση να ανακαλύψει την ομορφιά που είχε αποδώσει ο γλύπτης στην δημιουργία του. Το βλέμμα του παρέμεινε καρφωμένο στο σκυμμένο πρόσωπο του Αρχάγγελου, στα κενά του μάτια, τα σμιλεμένα χείλη του· μια ανησυχητική σκέψη πέρασε από το μυαλό του (“Τι να σκέφτεται άραγε;”) κι εξαφανίστηκε.
Και μετά δεν ένιωθε ότι φερόταν παιδιάστικα – είχε ξαναγίνει παιδί και ο τρόμος τον άρπαξε από τον λαιμό και τον έσφιξε. Η καρδιά του άρχισε να βροντοχτυπάει και τα πόδια του να τρέμουν. Άπλωσε το χέρι του κι άρπαξε το χέρι της μάνας του (μόνο που δεν ήταν η μάνα του δίπλα του, ήταν η Κάρολ η οποία γύρισε και τον κοίταξε απορημένη) κι άκουσε ένα κλαψούρισμα να βγαίνει από το λαρύγγι του.
Το άγαλμα είχε ανασηκώσει το κεφάλι του και του είχε αντιγυρίσει το βλέμμα. Στα λευκά του μάτια μπορούσε να ξεχωρίσει μια λάμψη, ένα δείγμα διαβολικής ευφυΐας θαμμένης βαθιά μέσα στις γύψινες κόγχες.
Τώρα, καθώς καθόταν δίπλα στο τζάκι, με την Κάρολ στην αγκαλιά του και το στομάχι του γεμάτο, αναρωτήθηκε πως ήταν δυνατόν να μην έχει περάσει ποτέ από το μυαλό του κάτι τέτοιο· πως γινόταν να έχει μπει στην πέμπτη δεκαετία της ζωής του χωρίς να έχει αντιληφθεί τον τρόμο που φώλιαζε μέσα του για τις εκκλησίες και τα σιωπηλά, ακίνητα αγάλματά τους. Η ερώτηση της Κάρολ είχε ξυπνήσει τον φόβο που κοιμόταν στα βάθη της ψυχής του και, γαμώτο, πως θα μπορούσε να της πει για ποιον λόγο πραγματικά είχε παραμείνει δίχως απάντηση, σιωπηλός, χωρίς να τον περάσει για τρελό;
Πως θα μπορούσε να της πει ότι-
-το άγαλμα στεκόταν με μια έκφραση θλιμμένη και παράλληλα παρακλητική, σαν όλες οι έγνοιες του κόσμου να είχαν πέσει στους ώμους του· μια σκέψη που ο επτάχρονος Ντομινίκ δεν θα μπορούσε ποτέ του να εκφράσει σε εκείνη την ηλικία και που όμως ένιωθε την ουσία της. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε παραμείνει ακίνητος, με ορθάνοιχτα μάτια, να παρακολουθεί το χλωμό άγαλμα, λες και περίμενε να κινηθεί, να σηκώσει το χέρι του και να ζητήσει από τον Θεό να προσέχει την ανθρωπότητα – αυτό που ήξερε ήταν ότι τα μάτια του είχαν στεγνώσει και παρόλα αυτά δεν μπορούσε να κλείσει τα βλέφαρά του, δεν ήθελε να χάσει την στιγμή που το άγαλμα θα ζωντάνευε.
Η στιγμή ήρθε και δεν την έχασε· το γύψινο άγαλμα της Παρθένου Μαρίας έστρεψε το κεφάλι του προς το μέρος του και τον κοίταξε με τα λευκά, άψυχα μάτια του. Το στόμα του μισάνοιξε και μόρφασε λοξά – λεπτά, μυτερά δόντια φάνηκαν μέσα από το άνοιγμα του ανατριχιαστικού χαμόγελού του. Τα μάτια μίκρυναν και λέπτυναν, μετατράπηκαν σε δύο σχισμές σαν μάτια ερπετού. Τα όμορφα χαρακτηριστικά μετατράπηκαν σε γκροτέσκα μάσκα. Μυτερά νύχια εμφανίστηκαν μέσα από τα λεπτοδουλεμένα δάχτυλα, μαύρα και βρόμικα. Το άγαλμα έφερε το χέρι του μπροστά από το φρικαλέο στόμα του κι ακούμπησε ένα δάχτυλο μπροστά από τα χείλη του.
“Σσς. Αυτό θα είναι το μυστικό μας”.
Ο Ντομινίκ ένιωσε ένα ζεστό υγρό να κυλάει στους μηρούς του – η καρδιά του χτυπούσε φρενιασμένη κι ένιωσε το σκοτάδι της εκκλησίας να τον τυλίγει. Η μυρωδιά του λιβανιού έγινε πιο βαριά, μπήκε στα ρουθούνια του και του ανακάτεψε το στομάχι. Το άγαλμα συνέχισε να τον παρακολουθεί με τα νεκρά του μάτια, ενώ το χαμόγελό του γινόταν όλο και πιο λοξό, μέχρις ότου η κάτω σιαγόνα άνοιξε τελείως και αποκαλύφθηκαν δύο παράλληλες σειρές δοντιών. Μια λευκή γλώσσα κύλησε από τα βάθη του στόματός του, λεπτή και μακριά – πετάρισε για λίγο μπροστά από τα χείλη του και εξαφανίστηκε ξανά.
Ο Ντομινίκ άρχισε να ουρλιάζει.
***
Η Κάρολ δεν είχε επιμείνει περισσότερο – της έφτανε (προς το παρόν πάντα) που το πρώτο βήμα είχε γίνει. Οι επόμενες μέρες πέρασαν ήσυχα, με τους δυο τους να πηγαίνουν να δουν μια παράσταση στο θέατρο, να επισκέπτονται κάποια μπαρ που προτιμούσαν ή απλώς να μένουν σπίτι και να βλέπουν ταινίες. Ο Ντομινίκ φαινόταν να έχει ξεχάσει τις κακές του συνήθειες και η Κάρολ δεν μπορούσε να μην σκεφτεί ότι έμοιαζε σαν να είχε δώσει άδεια στον εαυτό του – τέρμα το λάπτοπ και οι ατέλειωτες περιπλανήσεις του στο ίντερνετ, τέρμα η απομόνωση για να δει τις σειρές του, τέρμα τα μούτρα όταν έβγαιναν. Κανονικά θα έπρεπε να είναι χαρούμενη, αλλά ο καιρός που είχε περάσει μαζί του την είχαν κάνει πια προσεκτική: μια αλλαγή δεν σήμαινε πάντα ότι θα ήταν μακροπρόθεσμη.
Την παραμονή των Χριστουγέννων η κοπέλα κοιμήθηκε σπίτι του – και την επόμενη ξύπνησαν μαζί, φόρεσαν τα καλά τους ρούχα (η Κάρολ το καινούργιο της φόρεμα κι ο Ντομινίκ ένα κομψό μαύρο κοστούμι), πήραν ένα ταξί και κατευθύνθηκαν προς την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή.
Αν και το κρύο ήταν τσουχτερό, παραδόξως ο ουρανός ήταν καθαρός και καταγάλανος. Ο Ντομινίκ έμεινε λίγο πιο πίσω για να πληρώσει το ταξί, ενώ η Κάρολ προχώρησε μερικά βήματα προς τον μεγαλοπρεπή ναό. Οι γονείς της θα τους περίμεναν μέσα.
Ο Ντομινίκ έβαλε το πορτοφόλι στην τσέπη του σακακιού του και, έπειτα από έναν στιγμιαίο δισταγμό, στράφηκε για να αντικρίσει την εκκλησία. Ένιωσε μια ανατριχίλα να διατρέχει την σπονδυλική του στήλη καθώς παρατηρούσε τις αψίδες και τις καμάρες, τα παλιά τούβλα που απέπνεαναν μια ζοφερή μελαγχολία, το κεντρικό κυκλικό παράθυρο όπου δώδεκα μικρότερα στρογγυλά παράθυρα απλώνονταν ακτινωτά γύρω του. Το στόμα του γέμισε με μια πικρή γεύση την οποία αναγνώρισε ως την γεύση του πανικού – το παράθυρο έμοιαζε με κακόβουλο μάτι που τον παρακολουθούσε. Κοκάλωσε για μια στιγμή, ανίκανος να κινήσει τα πόδια του. Ο ήλιος έπεφτε λοξά στο κτίριο, φωτίζοντας το μισό και αφήνοντας το υπόλοιπο σε μια ανησυχητική σκιά.
Η φωνή της Κάρολ ήρθε στα αυτιά του από πολύ μακριά. Ο τσουχτερός αέρας τον συνέφερε.
“Τι;” έκρωξε βραχνά.
“Λέω, πάμε;”
Έγνεψε καταφατικά και την ακολούθησε. Λίγο πριν μπει στην σκοτεινή είσοδο (“Λίγο πριν με καταπιεί”, σκέφτηκε το μουδιασμένο του μυαλό) έπιασε τον εαυτό του να προσεύχεται μετά από πολλά χρόνια σε έναν Θεό για την ύπαρξη του οποίου αμφέβαλλε.
Ήταν σαν να είχε ξαναγίνει παιδί – οι βαριές μυρωδιές, το μισοσκόταδο, οι ψαλμοί. Χαιρέτησε ευγενικά τους γονείς της Κάρολ, που είχε να τους δει από το καλοκαίρι, κι έπειτα στάθηκε προσοχή δίπλα της, ακίνητος κι άκαμπτος, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά του και το βλέμμα κολλημένο στην Αγία Τράπεζα. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε τα αγάλματα που δέσποζαν αριστερά και δεξιά από τα στασίδια, αλλά αρνήθηκε να τα κοιτάξει.
“Δεν είμαι παιδί”, είπε από μέσα του πεισματικά – αλλά, παρόλα αυτά, δεν κοίταξε ούτε τώρα.
Τα λεπτά περνούσαν κι αντί να αισθάνεται πιο άνετα (αν μη τι άλλο, κανένα άγαλμα δεν είχε ζωντανέψει μέχρι στιγμής) ένιωθε ένα βάρος να πλακώνει το στήθος του. Η μυρωδιά του λιβανιού τον ζάλισε και μισόκλεισε τα μάτια του.
“Είσαι εντάξει;” ψιθύρισε η Κάρολ κι εκείνος ένευσε και ίσιωσε την πλάτη του που είχε καμπουριάσει χωρίς να το καταλάβει.
“Μια χαρά”.
Της χαμογέλασε χωρίς ίχνος ευδιαθεσίας.
Κάτι κινήθηκε στα δεξιά του, όχι στο επίπεδο όπου βρίσκονταν οι πιστοί και άκουγαν ευλαβικά την λειτουργία, αλλά λίγο πιο ψηλά, κοντά στο πολύχρωμο παράθυρο που έδειχνε τον Άγιο Γεώργιο να σκοτώνει τον δράκο.
“Παιχνίδισμα του φωτός”, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του. “Δεν χρειάζεται να κοιτάξεις, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Μόνο το φως. Μόνο το φως”.
Κοίταξε. Ένα μεγαλοπρεπές άγαλμα βρισκόταν στημένο πάνω στο βάθρο του, ένας από τους Αρχαγγέλους. Τα φτερά του ήταν ανοιγμένα και στα χέρια του κρατούσε ένα δόρυ. Ήταν ένα πραγματικό έργο τέχνης, αλλά ο Ντομινίκ δεν είχε καμία διάθεση να ανακαλύψει την ομορφιά που είχε αποδώσει ο γλύπτης στην δημιουργία του. Το βλέμμα του παρέμεινε καρφωμένο στο σκυμμένο πρόσωπο του Αρχάγγελου, στα κενά του μάτια, τα σμιλεμένα χείλη του· μια ανησυχητική σκέψη πέρασε από το μυαλό του (“Τι να σκέφτεται άραγε;”) κι εξαφανίστηκε.
Και μετά δεν ένιωθε ότι φερόταν παιδιάστικα – είχε ξαναγίνει παιδί και ο τρόμος τον άρπαξε από τον λαιμό και τον έσφιξε. Η καρδιά του άρχισε να βροντοχτυπάει και τα πόδια του να τρέμουν. Άπλωσε το χέρι του κι άρπαξε το χέρι της μάνας του (μόνο που δεν ήταν η μάνα του δίπλα του, ήταν η Κάρολ η οποία γύρισε και τον κοίταξε απορημένη) κι άκουσε ένα κλαψούρισμα να βγαίνει από το λαρύγγι του.
Το άγαλμα είχε ανασηκώσει το κεφάλι του και του είχε αντιγυρίσει το βλέμμα. Στα λευκά του μάτια μπορούσε να ξεχωρίσει μια λάμψη, ένα δείγμα διαβολικής ευφυΐας θαμμένης βαθιά μέσα στις γύψινες κόγχες.
“Γεια σου, Ντομινίκ”, έλεγαν εκείνα τα μάτια, “βλέπω ότι επέστρεψες. Αυτό είναι καλό – μάλλον θες να γίνεις μέλος της οικογένειάς μας”.
Ο Αρχάγγελος χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας τα κοφτερά του δόντια. Μικροσκοπικά κομματάκια γύψου αποκολλήθηκαν από το άνοιγμα του στόματός του και σκόνη αιωρήθηκε για λίγο, αστράφτοντας στις πολύχρωμες ακτίνες του ήλιου που περνούσαν μέσα από την υαλογραφία του Αγίου Γεωργίου. Τα φτερά μαζεύτηκαν για μια στιγμή κι έπειτα απλώθηκαν ξανά. Το αριστερό χέρι του Αρχάγγελου ανασηκώθηκε και το τρίξιμο του έσπασε την κατανυκτική σιωπή του ναού – έδειξε προς το μέρος του με τα μαύρα του νύχια, νύχια σαρκοφάγου θηρίου.
Ο Ντομινίκ έκανε ένα βήμα πίσω και πάτησε έναν κύριο, ο οποίος μούγκρισε απειλητικά. Ο Μάλκολμ και η Τζουντ τού έριξαν ένα απορημένο βλέμμα. Η Κάρολ στράφηκε προς το μέρος του και προσπάθησε να ελευθερωθεί από την αρπάγη του.
“Ντομινίκ, για όνομα του Θεού, τι έγινε;” του είπε χαμηλόφωνα. Το μόνο που πήρε ως απάντηση ήταν ένα τρομαγμένο κλαψούρισμα.
Ψίθυροι άρχισαν να ακούγονται γύρω του, καθώς ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι γυρνούσαν προς το μέρος του. Δεν έδωσε σε κανέναν τους σημασία – η προσοχή του ήταν στραμμένη στον Αρχάγγελο, που τώρα έτεινε το δόρυ του προς το μέρος του, σαν να τον σημάδευε, σαν να του υποσχόταν πως θα ερχόταν να τον βρει.
“Είναι ζωντανό”, είπε θρηνητικά στην Κάρολ και, όταν το πρόσωπό της πήρε μια μπερδεμένη, αλαφιασμένη έκφραση, ο Ντομινίκ βρήκε το σθένος να σηκώσει το χέρι του και να δείξει το άγαλμα. Η Κάρολ κοίταξε προς το μέρος που της έδειχνε και δεν είδε τίποτα παράξενο.
“Πάμε έξω”, του είπε κι έπειτα, αφού μουρμούρισε κάποια δικαιολογία στους γονείς της, τον πήρε από το χέρι και βγήκαν στο προαύλιο του ναού.
Στο φως της μέρας και με τον παγωμένο αέρα να τον χτυπάει στο πρόσωπο, ο Ντομινίκ ξαναβρήκε σιγά-σιγά την ψυχραιμία του. Είχε σταθεί δίπλα στην είσοδο, με τα μάτια του κλειστά και προσπαθούσε να καταπνίξει τον τρόμο που είχε σκαλώσει στην καρδιά του. Η Κάρολ στεκόταν δίπλα του και κάτι του έλεγε με ανήσυχο ύφος, αλλά τα λόγια της δεν έφταναν στ' αυτιά του.
“Είμαι καλά”, της είπε χαμηλόφωνα, αλλά η κοπέλα δεν φάνηκε να πείθεται.
“Τι συνέβη εκεί μέσα, Ντομ; Ζαλίστηκες;”
Ο Ντομινίκ το σκέφτηκε για λίγο. Η Κάρολ του είχε δώσει μια καλή απάντηση.
“Ναι”, της είπε. “Η ζέστη, το λιβάνι... ένιωσα το στομάχι μου να γυρίζει”.
Ένιωσε ότι πατούσε πάλι σε σταθερή γη. Η Κάρολ δεν χρειαζόταν να μάθει για τα παιχνίδια που του έπαιζε το μυαλό του (“γιατί προφανώς ήταν παιχνίδια του μυαλού – τα αγάλματα δεν ζωντανεύουν, ούτε τέρατα κρύβονται από κάτω τους”, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του) ούτε τον τρόμο που ένιωθε όταν έμπαινε σε ναό. Της χαμογέλασε κουρασμένα, αλλά εκείνη συνέχισε να τον κοιτάζει με ένα βλέμμα γεμάτο δυσπιστία.
“Και τότε τι εννοούσες όταν είπες ότι 'είναι ζωντανό';” τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον κατάματα. “Και γιατί μου έδειξες εκείνο το άγαλμα;”
“Ωχ. Τώρα;” αναρωτήθηκε από μέσα του ο Ντομινίκ.
Ανασήκωσε τους ώμους του αργά, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν πολύ γρήγορα.
“Ίσως από την ζαλάδα μου να το είδα να κινείται”, δικαιολογήθηκε, ξέροντας ότι η εξήγηση του έμπαζε από παντού. “Με πονάει το στομάχι μου. Μάλλον θα γυρίσω σπίτι. Ζήτα συγγνώμη από τους γονείς σου”.
Την φίλησε, αλλά η Κάρολ δεν του ανταπέδωσε το φιλί. Τον κοίταζε με μισόκλειστα μάτια, σαν να ζύγιζε μέσα της αν της έλεγε την αλήθεια ή όχι – και κάτι την προειδοποιούσε ότι τα όσα της είχε πει ήταν αγνές, γνήσιες μαλακίες.
Μέσα στην επόμενη εβδομάδα, ο Ντομινίκ κατέληξε στην λύση του προβλήματός του: ακόμα κι αν τα αγάλματα ήταν ζωντανά (και όχι μια παράξενη παραίσθηση που του συνέβαινε, ένας συνδυασμός από την μυρωδιά του λιβανιού και κάποιου πιθανού παρελθοντικού γεγονότος που είχε σχέση με τους ναούς και είχε πια ξεχάσει – ίσως τα τρομερά οράματα που έβλεπε να είχαν να κάνουν με την πολύχρονη άρνησή του για οτιδήποτε Θείο ή Διαβολικό) το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να αποφεύγει τις εκκλησίες. Ήξερε ότι η Κάρολ προερχόταν από θρησκευόμενη οικογένεια κι ότι ο Μάλκολμ και η Τζουντ την είχαν αναθρέψει με όλες τις καθολικές αξίες και αρχές, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν αναγκασμένος να την ακολουθεί όπου πήγαινε. Θα έκρυβε το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Έτσι κι αλλιώς, στο σημείο όπου είχε φτάσει, και οι δύο εναλλακτικές εξηγήσεις που είχε αποτελούσαν αφετηρίες για ακόμα περισσότερους προβληματισμούς: είτε έβλεπε πράγματα που δεν υπήρχαν, κάτι που θα τον έστελνε πακέτο σε εκείνο τον ψυχολόγο που επισκεπτόταν η Κάρολ που και που (κι εκείνος με τη σειρά του θα τον παρέπεμπε σε κάποιον ψυχίατρο και μετά ποιος ξέρει που αλλού – άλλωστε η κάθοδος δεν έχει τέλος), είτε αυτά που έβλεπε ήταν αληθινά και τότε, γαμώτο, όλη του η αντίληψη για την πραγματικότητα που τον περιέβαλλε έπρεπε να αλλάξει.
“Ή είσαι τρελός ή τα αγάλματα είναι ζωντανά”, ούρλιαζε το μυαλό του σε ανύποπτες φάσεις.
“Ε, όχι. Άντε γαμήσου”, του απαντούσε ψιθυριστά, κάνοντας όσους τύχαινε να είναι κοντά του εκείνη τη στιγμή να τον κοιτάζουν με απορημένο βλέμμα.
Έτσι λοιπόν η λύση που βρήκε κατόρθωσε να είναι ταυτόχρονα προφανής, ηλίθια και δειλή: θα αγνοούσε το πρόβλημα. Ίσως έτσι να εξαφανιζόταν. Και, την ίδια στιγμή, αγνόησε και την σκέψη που του φώναζε πως τριάντα έξι χρόνια δεν είχαν σταθεί αρκετά ώστε να το κάνουν.
Στις 29 Δεκεμβρίου, ο Ντομινίκ και η Κάρολ έστησαν έναν τρικούβερτο καβγά. Η κοπέλα είχε επικοινωνήσει ελάχιστα μαζί του τις τέσσερις μέρες που είχαν περάσει από τον κοινό εκκλησιασμό τους και ήταν φανερό πως οι δικαιολογίες του Ντομινίκ δεν είχαν βρει πρόσφορο έδαφος. Του ζήτησε να την συνοδεύσει ξανά στην εκκλησία ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, αφήνοντας να εννοηθεί πως, αν δεν το έκανε, τότε θα μπορούσε να ξεκινήσει την νέα χρονιά ως μπακούρης. Έκπληκτος, ο Ντομινίκ διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να βρει καμία πρόφαση για να της αρνηθεί, μιας και η λύση που είχε επιλέξει δεν συμπεριελάμβανε πιθανές απαιτήσεις της Κάρολ. Δεν μπορούσε να της πει ότι δεν ήθελε να πάει επειδή φοβόταν. Για λίγο σκέφτηκε να της απαντήσει ότι δεν ήθελε να δει τους δικούς της, αλλά με τους Κέρτις είχε πάντα άψογες σχέσεις. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου του ήρθε η επιθυμία να ουρλιάξει στο ακουστικό
(“Ωραία! Αφού το θες έτσι, ας χωρίσουμε! Τις απειλές σου αλλού!”) αλλά δεν το έκανε. Διαπίστωνε ότι, αν φοβόταν κάτι περισσότερο από τα αγάλματα που ζωντάνευαν και τον κοιτούσαν, αυτό ήταν η μοναξιά – και, έχοντας περάσει επτά χρόνια με την Κάρολ, του ήταν ακατόρθωτο να δει τον εαυτό του μόνο.
Είχαν κλείσει το τηλέφωνο με εκείνον να της υπόσχεται μουτρωμένος ότι θα το σκεφτόταν κι εκείνη ακόμα πιο θυμωμένη από πριν. Ο Ντομινίκ έπεσε στον καναπέ εξαντλημένος και βυθίστηκε σε έναν ανήσυχο ύπνο, γεμάτο όνειρα με εκκλησίες και αγάλματα που τον παραμόνευαν.
Την παραμονή του νέου έτους, ο Ντομινίκ είχε καταλήξει στην Πρωτοχρονιάτικη απόφασή του. Δεν ήξερε αν ήταν σωστή, ούτε αν θα ήταν εφικτή, αλλά είχε προσπαθήσει πολύ να πείσει τον εαυτό του γι' αυτήν. Αυτό που είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην λήψη της ήταν οι σχεδόν τρεις δεκαετίες που είχε περάσει κοιτάζοντας τα πάντα ορθολογικά: δεν υπάρχουν φαντάσματα, μπορεί να υπάρχει μια ανώτερη δύναμη, αλλά μπορεί και όχι, όσοι λένε ότι έχουν δει εξωγήινους είναι για δέσιμο, τα αγάλματα δεν είναι ζωντανά. Αυτά που είχε δει, τόσο όταν ήταν επτά χρονών, όσο και πριν λίγες μέρες, ήταν παιχνιδίσματα του νου του. Κι ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που ο Αρχάγγελος είχε όντως στραφεί προς το μέρος του, τι θα μπορούσε να του κάνει; Ήταν καθηλωμένος στο βάθρο του.
Ο Ντομινίκ γνώριζε ότι στην σκέψη του υπήρχαν λογικά σφάλματα (εκείνη η γαμημένη πιθανότητα το άγαλμα να ήταν ζωντανό δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στο μυαλό ενός ορθολογιστή), αλλά είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Είχε αποφασίσει ότι ήθελε να είναι με την Κάρολ και στο μυαλό του ακόμα και η επιθυμία της να μείνουν μαζί είχε μετατραπεί σε καλοδεχούμενο ενδεχόμενο – έπρεπε λοιπόν να ξεπεράσει την δειλία του, να σταματήσει να φοβάται, να αντιμετωπίσει τους εφιάλτες του.
Την πήρε τηλέφωνο και της ανακοίνωσε την απόφασή του να την ακολουθήσει στην εκκλησία την επόμενη μέρα. Η φωνή της ήταν ακόμα απότομη, αλλά είχε γλυκάνει πολύ – γι' αυτόν ήταν αρκετό.
Η αλλαγή του χρόνου τους βρήκε μαζί, ανάμεσα σε ένα τεράστιο πλήθος στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Παρακολούθησαν τα πυροτεχνήματα, αντάλλαξαν φιλιά κι ευχές κι έπειτα πήραν τον δρόμο του γυρισμού για να κοιμηθούν νωρίς και να μπορέσουν να ξυπνήσουν την επόμενη μέρα. Ο Ντομινίκ την άφησε στο σπίτι της κι έπειτα, αφού ευχήθηκε στον Μάλκολμ και την Τζουντ, αποφάσισε να επιστρέψει στο διαμέρισμά του περπατώντας.
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο που επέστρεφε στα σπίτια του ή πήγαινε σε διάφορα πάρτι. Ο Ντομινίκ προσπέρασε κάνα-δυο παρέες που ήταν ήδη μεθυσμένες, έχοντας αρχίσει το ποτό από πολύ νωρίς, και άπειρους καλοντυμένους ανθρώπους που κατευθύνονταν στους προορισμούς τους με δώρα στα χέρια. Έκανε κρύο αλλά όχι πολύ – ο αέρας ήταν καθαρός κι ο Ντομινίκ ένιωσε την διάθεσή του να φτιάχνει ακόμα περισσότερο όταν τα λίγα σύννεφα που κάλυπταν τον λονδρέζικο ουρανό διαλύθηκαν και το φεγγάρι έκανε την εμφάνισή του.
Τα πλήθη είχαν αρχίσει να αραιώνουν και ο ίδιος επέλεξε να απομακρυνθεί από τους μεγάλους δρόμους και να ακολουθήσει τα στενά για το σπίτι του. Σιγά-σιγά οι δρόμοι άδειασαν. Τα περισσότερα σπίτια ήταν ολόφωτα και ο ήχος χαρούμενων φωνών από το εσωτερικό τους έφτανε στ' αυτιά του, κάνοντάς τον για μια στιγμή να νιώσει μια ελαφριά μελαγχολία να τον τυλίγει.
Τα βήματά του τον έφεραν σε μια μικρή πλατεία, κάπου μεταξύ της οδού Φλιτ και του Τάμεση. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή καθώς το βλέμμα του συναντούσε την εκκλησία του Τεμπλ, ένα κυκλικό κτίσμα που στεκόταν αγέρωχο μέσα στο ημίφως. Ο Ντομινίκ έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του και διαπίστωσε ότι ήταν μόνος του. Ο παλιός του τρόμος όρμησε να τον κατασπαράξει – ήταν εύκολο γι' αυτόν να σκέφτεται ορθολογικά όταν ήταν μέρα και ο ίδιος βρισκόταν στην ασφάλεια του διαμερίσματός του, αλλά εδώ, μέσα στο σκοτάδι, κάθε του σιγουριά πήγαινε περίπατο. Πήρε μια βαθιά ανάσα
(“Τίποτα δεν θα συμβεί”)και συνέχισε τον δρόμο του.
Για να βγει στην άλλη άκρη της πλατείας έπρεπε να περάσει μπροστά από τον ναό. Τάχυνε το βήμα του, κρατώντας ασυναίσθητα την ανάσα του, και διέσχισε τον λιθοστρωμένο δρόμο. Με την άκρη του ματιού του είδε κάτι να κινείται στα αριστερά του και το αγνόησε με αρκετή επιτυχία. Τα φώτα του δρόμου στο βάθος έλουζαν με το έντονο, πορτοκαλί τους φως τα κτίρια κι ο Ντομινίκ επικεντρώθηκε στον προορισμό του.
Το θρόισμα που ακούστηκε λίγα μέτρα πίσω του τον έκανε να χάσει την αυτοσυγκέντρωσή του. Παραπάτησε και έχασε την ισορροπία του, αλλά τελευταία στιγμή κατάφερε να κρατηθεί όρθιος. Για λίγα δευτερόλεπτα ζύγισε μέσα του το αν θα έπρεπε να ρισκάρει να ρίξει μια ματιά πίσω του ή να συνεχίσει τον δρόμο του και τελικά, πάνω που είχε σφίξει τα δόντια του αποφασισμένος να αγνοήσει το θρόισμα, στράφηκε να κοιτάξει.
Ο Αρχάγγελος στεκόταν δύο μέτρα μακριά του και τον παρακολουθούσε, με τα φτερά του να κινούνται αργά, σαν φύκια που τα παρασέρνει το ρεύμα. Το θρόισμα ακούστηκε ξανά κι ο Ντομινίκ αντιλήφθηκε ότι ο ήχος προερχόταν από τα γύψινα φτερά.
“Παράλογο!” ούρλιαξε το μυαλό του, αλλά αυτό δεν ήταν το μοναδικό εκτός λογικής πράγμα εκείνη τη βραδιά.
Ο Αρχάγγελος κρατούσε ένα μεγάλο ξίφος κι ο Ντομινίκ, ο οποίος είχε παγώσει στην θέση του, ανήμπορος να ουρλιάξει ή να αντιδράσει, διαπίστωσε με αδικαιολόγητη ανακούφιση ότι δεν ήταν το ίδιο άγαλμα που είχε δει μια βδομάδα πριν.
Τα φτερά τεντώθηκαν κι ο Αρχάγγελος έγειρε το κεφάλι του, παρακολουθώντας τον άντρα με ανυπόκριτο ενδιαφέρον. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και οι αρθρώσεις των ποδιών του έτριξαν. Τα δόντια του γυμνώθηκαν στο ίδιο φρικιαστικό χαμόγελο που ο Ντομινίκ γνώριζε τόσο καλά.
“Τι θες από μένα;” κλαψούρισε ο άντρας. “Δεν είσαι αληθινός”.
Το άγαλμα βρέθηκε δίπλα στον Ντομινίκ κι έσκυψε από πάνω του. Ήταν ψηλό, πάνω από δύο μέτρα, και το σώμα του ανέδιδε μια ανεπαίσθητη οσμή λιβανιού. Λιβάνι και κάτι άλλο, μια άσχημη μυρωδιά, σαν να το εσωτερικό του να ήταν κούφιο και να υπήρχε κάτι σάπιο μέσα στο γύψινο περίβλημα. Τα μάτια του έλαμψαν κίτρινα και τα δόντια του έμοιαζαν πιο κοφτερά από ποτέ.
“Θα διαπιστώσεις ότι είμαι πιο αληθινός απ' ό,τι ελπίζεις”, είπε ο Αρχάγγελος απειλητικά.
“Τι θες από μένα;” επανέλαβε ο Ντομινίκ.
Ο Ντομινίκ έκανε ένα βήμα πίσω και πάτησε έναν κύριο, ο οποίος μούγκρισε απειλητικά. Ο Μάλκολμ και η Τζουντ τού έριξαν ένα απορημένο βλέμμα. Η Κάρολ στράφηκε προς το μέρος του και προσπάθησε να ελευθερωθεί από την αρπάγη του.
“Ντομινίκ, για όνομα του Θεού, τι έγινε;” του είπε χαμηλόφωνα. Το μόνο που πήρε ως απάντηση ήταν ένα τρομαγμένο κλαψούρισμα.
Ψίθυροι άρχισαν να ακούγονται γύρω του, καθώς ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι γυρνούσαν προς το μέρος του. Δεν έδωσε σε κανέναν τους σημασία – η προσοχή του ήταν στραμμένη στον Αρχάγγελο, που τώρα έτεινε το δόρυ του προς το μέρος του, σαν να τον σημάδευε, σαν να του υποσχόταν πως θα ερχόταν να τον βρει.
“Είναι ζωντανό”, είπε θρηνητικά στην Κάρολ και, όταν το πρόσωπό της πήρε μια μπερδεμένη, αλαφιασμένη έκφραση, ο Ντομινίκ βρήκε το σθένος να σηκώσει το χέρι του και να δείξει το άγαλμα. Η Κάρολ κοίταξε προς το μέρος που της έδειχνε και δεν είδε τίποτα παράξενο.
“Πάμε έξω”, του είπε κι έπειτα, αφού μουρμούρισε κάποια δικαιολογία στους γονείς της, τον πήρε από το χέρι και βγήκαν στο προαύλιο του ναού.
Στο φως της μέρας και με τον παγωμένο αέρα να τον χτυπάει στο πρόσωπο, ο Ντομινίκ ξαναβρήκε σιγά-σιγά την ψυχραιμία του. Είχε σταθεί δίπλα στην είσοδο, με τα μάτια του κλειστά και προσπαθούσε να καταπνίξει τον τρόμο που είχε σκαλώσει στην καρδιά του. Η Κάρολ στεκόταν δίπλα του και κάτι του έλεγε με ανήσυχο ύφος, αλλά τα λόγια της δεν έφταναν στ' αυτιά του.
“Είμαι καλά”, της είπε χαμηλόφωνα, αλλά η κοπέλα δεν φάνηκε να πείθεται.
“Τι συνέβη εκεί μέσα, Ντομ; Ζαλίστηκες;”
Ο Ντομινίκ το σκέφτηκε για λίγο. Η Κάρολ του είχε δώσει μια καλή απάντηση.
“Ναι”, της είπε. “Η ζέστη, το λιβάνι... ένιωσα το στομάχι μου να γυρίζει”.
Ένιωσε ότι πατούσε πάλι σε σταθερή γη. Η Κάρολ δεν χρειαζόταν να μάθει για τα παιχνίδια που του έπαιζε το μυαλό του (“γιατί προφανώς ήταν παιχνίδια του μυαλού – τα αγάλματα δεν ζωντανεύουν, ούτε τέρατα κρύβονται από κάτω τους”, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του) ούτε τον τρόμο που ένιωθε όταν έμπαινε σε ναό. Της χαμογέλασε κουρασμένα, αλλά εκείνη συνέχισε να τον κοιτάζει με ένα βλέμμα γεμάτο δυσπιστία.
“Και τότε τι εννοούσες όταν είπες ότι 'είναι ζωντανό';” τον ρώτησε κοιτάζοντάς τον κατάματα. “Και γιατί μου έδειξες εκείνο το άγαλμα;”
“Ωχ. Τώρα;” αναρωτήθηκε από μέσα του ο Ντομινίκ.
Ανασήκωσε τους ώμους του αργά, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόταν πολύ γρήγορα.
“Ίσως από την ζαλάδα μου να το είδα να κινείται”, δικαιολογήθηκε, ξέροντας ότι η εξήγηση του έμπαζε από παντού. “Με πονάει το στομάχι μου. Μάλλον θα γυρίσω σπίτι. Ζήτα συγγνώμη από τους γονείς σου”.
Την φίλησε, αλλά η Κάρολ δεν του ανταπέδωσε το φιλί. Τον κοίταζε με μισόκλειστα μάτια, σαν να ζύγιζε μέσα της αν της έλεγε την αλήθεια ή όχι – και κάτι την προειδοποιούσε ότι τα όσα της είχε πει ήταν αγνές, γνήσιες μαλακίες.
***
Μέσα στην επόμενη εβδομάδα, ο Ντομινίκ κατέληξε στην λύση του προβλήματός του: ακόμα κι αν τα αγάλματα ήταν ζωντανά (και όχι μια παράξενη παραίσθηση που του συνέβαινε, ένας συνδυασμός από την μυρωδιά του λιβανιού και κάποιου πιθανού παρελθοντικού γεγονότος που είχε σχέση με τους ναούς και είχε πια ξεχάσει – ίσως τα τρομερά οράματα που έβλεπε να είχαν να κάνουν με την πολύχρονη άρνησή του για οτιδήποτε Θείο ή Διαβολικό) το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να αποφεύγει τις εκκλησίες. Ήξερε ότι η Κάρολ προερχόταν από θρησκευόμενη οικογένεια κι ότι ο Μάλκολμ και η Τζουντ την είχαν αναθρέψει με όλες τις καθολικές αξίες και αρχές, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν αναγκασμένος να την ακολουθεί όπου πήγαινε. Θα έκρυβε το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Έτσι κι αλλιώς, στο σημείο όπου είχε φτάσει, και οι δύο εναλλακτικές εξηγήσεις που είχε αποτελούσαν αφετηρίες για ακόμα περισσότερους προβληματισμούς: είτε έβλεπε πράγματα που δεν υπήρχαν, κάτι που θα τον έστελνε πακέτο σε εκείνο τον ψυχολόγο που επισκεπτόταν η Κάρολ που και που (κι εκείνος με τη σειρά του θα τον παρέπεμπε σε κάποιον ψυχίατρο και μετά ποιος ξέρει που αλλού – άλλωστε η κάθοδος δεν έχει τέλος), είτε αυτά που έβλεπε ήταν αληθινά και τότε, γαμώτο, όλη του η αντίληψη για την πραγματικότητα που τον περιέβαλλε έπρεπε να αλλάξει.
“Ή είσαι τρελός ή τα αγάλματα είναι ζωντανά”, ούρλιαζε το μυαλό του σε ανύποπτες φάσεις.
“Ε, όχι. Άντε γαμήσου”, του απαντούσε ψιθυριστά, κάνοντας όσους τύχαινε να είναι κοντά του εκείνη τη στιγμή να τον κοιτάζουν με απορημένο βλέμμα.
Έτσι λοιπόν η λύση που βρήκε κατόρθωσε να είναι ταυτόχρονα προφανής, ηλίθια και δειλή: θα αγνοούσε το πρόβλημα. Ίσως έτσι να εξαφανιζόταν. Και, την ίδια στιγμή, αγνόησε και την σκέψη που του φώναζε πως τριάντα έξι χρόνια δεν είχαν σταθεί αρκετά ώστε να το κάνουν.
Στις 29 Δεκεμβρίου, ο Ντομινίκ και η Κάρολ έστησαν έναν τρικούβερτο καβγά. Η κοπέλα είχε επικοινωνήσει ελάχιστα μαζί του τις τέσσερις μέρες που είχαν περάσει από τον κοινό εκκλησιασμό τους και ήταν φανερό πως οι δικαιολογίες του Ντομινίκ δεν είχαν βρει πρόσφορο έδαφος. Του ζήτησε να την συνοδεύσει ξανά στην εκκλησία ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, αφήνοντας να εννοηθεί πως, αν δεν το έκανε, τότε θα μπορούσε να ξεκινήσει την νέα χρονιά ως μπακούρης. Έκπληκτος, ο Ντομινίκ διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να βρει καμία πρόφαση για να της αρνηθεί, μιας και η λύση που είχε επιλέξει δεν συμπεριελάμβανε πιθανές απαιτήσεις της Κάρολ. Δεν μπορούσε να της πει ότι δεν ήθελε να πάει επειδή φοβόταν. Για λίγο σκέφτηκε να της απαντήσει ότι δεν ήθελε να δει τους δικούς της, αλλά με τους Κέρτις είχε πάντα άψογες σχέσεις. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου του ήρθε η επιθυμία να ουρλιάξει στο ακουστικό
(“Ωραία! Αφού το θες έτσι, ας χωρίσουμε! Τις απειλές σου αλλού!”) αλλά δεν το έκανε. Διαπίστωνε ότι, αν φοβόταν κάτι περισσότερο από τα αγάλματα που ζωντάνευαν και τον κοιτούσαν, αυτό ήταν η μοναξιά – και, έχοντας περάσει επτά χρόνια με την Κάρολ, του ήταν ακατόρθωτο να δει τον εαυτό του μόνο.
Είχαν κλείσει το τηλέφωνο με εκείνον να της υπόσχεται μουτρωμένος ότι θα το σκεφτόταν κι εκείνη ακόμα πιο θυμωμένη από πριν. Ο Ντομινίκ έπεσε στον καναπέ εξαντλημένος και βυθίστηκε σε έναν ανήσυχο ύπνο, γεμάτο όνειρα με εκκλησίες και αγάλματα που τον παραμόνευαν.
Την παραμονή του νέου έτους, ο Ντομινίκ είχε καταλήξει στην Πρωτοχρονιάτικη απόφασή του. Δεν ήξερε αν ήταν σωστή, ούτε αν θα ήταν εφικτή, αλλά είχε προσπαθήσει πολύ να πείσει τον εαυτό του γι' αυτήν. Αυτό που είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην λήψη της ήταν οι σχεδόν τρεις δεκαετίες που είχε περάσει κοιτάζοντας τα πάντα ορθολογικά: δεν υπάρχουν φαντάσματα, μπορεί να υπάρχει μια ανώτερη δύναμη, αλλά μπορεί και όχι, όσοι λένε ότι έχουν δει εξωγήινους είναι για δέσιμο, τα αγάλματα δεν είναι ζωντανά. Αυτά που είχε δει, τόσο όταν ήταν επτά χρονών, όσο και πριν λίγες μέρες, ήταν παιχνιδίσματα του νου του. Κι ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που ο Αρχάγγελος είχε όντως στραφεί προς το μέρος του, τι θα μπορούσε να του κάνει; Ήταν καθηλωμένος στο βάθρο του.
Ο Ντομινίκ γνώριζε ότι στην σκέψη του υπήρχαν λογικά σφάλματα (εκείνη η γαμημένη πιθανότητα το άγαλμα να ήταν ζωντανό δεν θα έπρεπε να βρίσκεται στο μυαλό ενός ορθολογιστή), αλλά είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Είχε αποφασίσει ότι ήθελε να είναι με την Κάρολ και στο μυαλό του ακόμα και η επιθυμία της να μείνουν μαζί είχε μετατραπεί σε καλοδεχούμενο ενδεχόμενο – έπρεπε λοιπόν να ξεπεράσει την δειλία του, να σταματήσει να φοβάται, να αντιμετωπίσει τους εφιάλτες του.
Την πήρε τηλέφωνο και της ανακοίνωσε την απόφασή του να την ακολουθήσει στην εκκλησία την επόμενη μέρα. Η φωνή της ήταν ακόμα απότομη, αλλά είχε γλυκάνει πολύ – γι' αυτόν ήταν αρκετό.
Η αλλαγή του χρόνου τους βρήκε μαζί, ανάμεσα σε ένα τεράστιο πλήθος στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Παρακολούθησαν τα πυροτεχνήματα, αντάλλαξαν φιλιά κι ευχές κι έπειτα πήραν τον δρόμο του γυρισμού για να κοιμηθούν νωρίς και να μπορέσουν να ξυπνήσουν την επόμενη μέρα. Ο Ντομινίκ την άφησε στο σπίτι της κι έπειτα, αφού ευχήθηκε στον Μάλκολμ και την Τζουντ, αποφάσισε να επιστρέψει στο διαμέρισμά του περπατώντας.
Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο που επέστρεφε στα σπίτια του ή πήγαινε σε διάφορα πάρτι. Ο Ντομινίκ προσπέρασε κάνα-δυο παρέες που ήταν ήδη μεθυσμένες, έχοντας αρχίσει το ποτό από πολύ νωρίς, και άπειρους καλοντυμένους ανθρώπους που κατευθύνονταν στους προορισμούς τους με δώρα στα χέρια. Έκανε κρύο αλλά όχι πολύ – ο αέρας ήταν καθαρός κι ο Ντομινίκ ένιωσε την διάθεσή του να φτιάχνει ακόμα περισσότερο όταν τα λίγα σύννεφα που κάλυπταν τον λονδρέζικο ουρανό διαλύθηκαν και το φεγγάρι έκανε την εμφάνισή του.
Τα πλήθη είχαν αρχίσει να αραιώνουν και ο ίδιος επέλεξε να απομακρυνθεί από τους μεγάλους δρόμους και να ακολουθήσει τα στενά για το σπίτι του. Σιγά-σιγά οι δρόμοι άδειασαν. Τα περισσότερα σπίτια ήταν ολόφωτα και ο ήχος χαρούμενων φωνών από το εσωτερικό τους έφτανε στ' αυτιά του, κάνοντάς τον για μια στιγμή να νιώσει μια ελαφριά μελαγχολία να τον τυλίγει.
Τα βήματά του τον έφεραν σε μια μικρή πλατεία, κάπου μεταξύ της οδού Φλιτ και του Τάμεση. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή καθώς το βλέμμα του συναντούσε την εκκλησία του Τεμπλ, ένα κυκλικό κτίσμα που στεκόταν αγέρωχο μέσα στο ημίφως. Ο Ντομινίκ έριξε μια γρήγορη ματιά γύρω του και διαπίστωσε ότι ήταν μόνος του. Ο παλιός του τρόμος όρμησε να τον κατασπαράξει – ήταν εύκολο γι' αυτόν να σκέφτεται ορθολογικά όταν ήταν μέρα και ο ίδιος βρισκόταν στην ασφάλεια του διαμερίσματός του, αλλά εδώ, μέσα στο σκοτάδι, κάθε του σιγουριά πήγαινε περίπατο. Πήρε μια βαθιά ανάσα
(“Τίποτα δεν θα συμβεί”)και συνέχισε τον δρόμο του.
Για να βγει στην άλλη άκρη της πλατείας έπρεπε να περάσει μπροστά από τον ναό. Τάχυνε το βήμα του, κρατώντας ασυναίσθητα την ανάσα του, και διέσχισε τον λιθοστρωμένο δρόμο. Με την άκρη του ματιού του είδε κάτι να κινείται στα αριστερά του και το αγνόησε με αρκετή επιτυχία. Τα φώτα του δρόμου στο βάθος έλουζαν με το έντονο, πορτοκαλί τους φως τα κτίρια κι ο Ντομινίκ επικεντρώθηκε στον προορισμό του.
Το θρόισμα που ακούστηκε λίγα μέτρα πίσω του τον έκανε να χάσει την αυτοσυγκέντρωσή του. Παραπάτησε και έχασε την ισορροπία του, αλλά τελευταία στιγμή κατάφερε να κρατηθεί όρθιος. Για λίγα δευτερόλεπτα ζύγισε μέσα του το αν θα έπρεπε να ρισκάρει να ρίξει μια ματιά πίσω του ή να συνεχίσει τον δρόμο του και τελικά, πάνω που είχε σφίξει τα δόντια του αποφασισμένος να αγνοήσει το θρόισμα, στράφηκε να κοιτάξει.
Ο Αρχάγγελος στεκόταν δύο μέτρα μακριά του και τον παρακολουθούσε, με τα φτερά του να κινούνται αργά, σαν φύκια που τα παρασέρνει το ρεύμα. Το θρόισμα ακούστηκε ξανά κι ο Ντομινίκ αντιλήφθηκε ότι ο ήχος προερχόταν από τα γύψινα φτερά.
“Παράλογο!” ούρλιαξε το μυαλό του, αλλά αυτό δεν ήταν το μοναδικό εκτός λογικής πράγμα εκείνη τη βραδιά.
Ο Αρχάγγελος κρατούσε ένα μεγάλο ξίφος κι ο Ντομινίκ, ο οποίος είχε παγώσει στην θέση του, ανήμπορος να ουρλιάξει ή να αντιδράσει, διαπίστωσε με αδικαιολόγητη ανακούφιση ότι δεν ήταν το ίδιο άγαλμα που είχε δει μια βδομάδα πριν.
Τα φτερά τεντώθηκαν κι ο Αρχάγγελος έγειρε το κεφάλι του, παρακολουθώντας τον άντρα με ανυπόκριτο ενδιαφέρον. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος του και οι αρθρώσεις των ποδιών του έτριξαν. Τα δόντια του γυμνώθηκαν στο ίδιο φρικιαστικό χαμόγελο που ο Ντομινίκ γνώριζε τόσο καλά.
“Τι θες από μένα;” κλαψούρισε ο άντρας. “Δεν είσαι αληθινός”.
Το άγαλμα βρέθηκε δίπλα στον Ντομινίκ κι έσκυψε από πάνω του. Ήταν ψηλό, πάνω από δύο μέτρα, και το σώμα του ανέδιδε μια ανεπαίσθητη οσμή λιβανιού. Λιβάνι και κάτι άλλο, μια άσχημη μυρωδιά, σαν να το εσωτερικό του να ήταν κούφιο και να υπήρχε κάτι σάπιο μέσα στο γύψινο περίβλημα. Τα μάτια του έλαμψαν κίτρινα και τα δόντια του έμοιαζαν πιο κοφτερά από ποτέ.
“Θα διαπιστώσεις ότι είμαι πιο αληθινός απ' ό,τι ελπίζεις”, είπε ο Αρχάγγελος απειλητικά.
“Τι θες από μένα;” επανέλαβε ο Ντομινίκ.
Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στην τερατωδία μπροστά του, το μυαλό του είχε πλέον συντριφτεί από το βάρος του ανεξήγητου. Κάθε λογική σκέψη είχε κάνει φτερά, η πραγματικότητα του κόσμου του είχε εξαφανιστεί και το μόνο που είχε απομείνει ήταν αυτό το πράγμα που στεκόταν δίπλα του, σχεδόν το άγγιζε, το μύριζε, το έβλεπε. Ήταν κάτι τόσο κοινό, κάτι που οι άνθρωποι έβλεπαν καθημερινά και το προσπερνούσαν ως ένα μέρος του περιβάλλοντος χώρου, ένα αντικείμενο τόσο συνηθισμένο που κατέληγε αόρατο – κι όμως, για πρώτη φορά στην ζωή του, ο Ντομινίκ έβλεπε πέρα από την ύλη που αποτελούσε το σώμα του αγάλματος· έβλεπε την αληθινή του φύση, την σκοτεινή ψυχή που βρισκόταν εγκιβωτισμένη μέσα του, καταδικασμένη σε μια αιωνιότητα ακινησίας και σιωπής, δημιουργημένη από τις αμέτρητες προσευχές των πιστών, μια αυτογεννημένη οντότητα τροφοδοτημένη από πίστη, που ανακάλυπτε ξαφνικά ότι δεν είχε καμία δύναμη, ότι ήταν φυλακισμένη μέσα σε ένα γύψινο κορμί. Η συνείδησή της είχε μετατραπεί σε μίσος και φθόνο και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά της την είχαν οδηγήσει στο να ξεπεράσει τους περιορισμούς του υλικού της σώματος – είχε κάνει το άγαλμα να ζωντανέψει.
“Κατανοείς”, είπε το άγαλμα και η γλώσσα του, μαύρη και δυσώδης, βγήκε από το οδοντωτό στόμα του και τον άγγιξε στο μέτωπο. “Δεν είσαι ο μόνος, όλο και περισσότεροι θα μας βλέπουν όπως πραγματικά είμαστε. Πιστοί και άπιστοι – σας έχουμε καταδικάσει στην ίδια ζωή που μας καταδικάσατε κι εσείς”.
Τα νύχια του καρφώθηκαν στον ώμο του και ο Ντομινίκ ούρλιαξε με όλη του την δύναμη· η ορμή της κραυγής του θρυμμάτισε τον εγκέφαλό του, έσπασε τα αιμοφόρα αγγεία και τον έκανε να σωριαστεί στο έδαφος, με αίμα να κυλάει από τα μάτια, τα αυτιά και την μύτη του. Το χαμόγελο του Αρχάγγελου πλάτυνε κι άλλο και κάτι κινήθηκε στα βάθη του στόματός του – ένα άμορφο έρεβος που τρεφόταν από την απελπισία του άντρα που το είχε δει όπως πραγματικά ήταν. Η πίστη είχε πάψει να ταΐζει την οντότητα πια· ο τρόμος ήταν πιο εύγευστος και χορταστικός, έδινε πολύ περισσότερη δύναμη ώστε να καταφέρει κάποια στιγμή να σπάσει τα δεσμά του κορμιού του.
Ο Ντομινίκ μεταφέρθηκε λίγη ώρα μετά στο Νοσοκομείο Ναϊτινγκέιλ σε κατάσταση βαριάς κατατονίας – οι περαστικοί που είχαν ακούσει τις κραυγές του και τον είχαν βρει ημιλιπόθυμο στο προαύλιο της εκκλησίας του Τεμπλ είχαν ειδοποιήσει τις αρχές, οι οποίες έστειλαν αμέσως ασθενοφόρο στο σημείο. Όπως αποδείχτηκε τις επόμενες μέρες, ο Ντομινίκ δεν ήταν ο μόνος που παρουσίαζε τα ίδια συμπτώματα: τουλάχιστον άλλοι επτά άνθρωποι είχαν βρεθεί σε θρησκευτικούς χώρους του Λονδίνου, λιπόθυμοι και σε κατάσταση κατατονίας. Κανένας τους δεν επανήλθε ποτέ. Δύο ακόμα είχαν βρεθεί νεκροί από εγκεφαλικό επεισόδιο, περιπτώσεις που δεν συνδέθηκαν ποτέ με τις υπόλοιπες επτά.
Και, μερικές φορές, σε κάποια από τις χιλιάδες εκκλησίες του Λονδίνου μερικοί πιστοί έβαζαν τις φωνές κι έφευγαν τρέχοντας, αρνούμενοι να ξαναμπούν μέσα.
“Κατανοείς”, είπε το άγαλμα και η γλώσσα του, μαύρη και δυσώδης, βγήκε από το οδοντωτό στόμα του και τον άγγιξε στο μέτωπο. “Δεν είσαι ο μόνος, όλο και περισσότεροι θα μας βλέπουν όπως πραγματικά είμαστε. Πιστοί και άπιστοι – σας έχουμε καταδικάσει στην ίδια ζωή που μας καταδικάσατε κι εσείς”.
Τα νύχια του καρφώθηκαν στον ώμο του και ο Ντομινίκ ούρλιαξε με όλη του την δύναμη· η ορμή της κραυγής του θρυμμάτισε τον εγκέφαλό του, έσπασε τα αιμοφόρα αγγεία και τον έκανε να σωριαστεί στο έδαφος, με αίμα να κυλάει από τα μάτια, τα αυτιά και την μύτη του. Το χαμόγελο του Αρχάγγελου πλάτυνε κι άλλο και κάτι κινήθηκε στα βάθη του στόματός του – ένα άμορφο έρεβος που τρεφόταν από την απελπισία του άντρα που το είχε δει όπως πραγματικά ήταν. Η πίστη είχε πάψει να ταΐζει την οντότητα πια· ο τρόμος ήταν πιο εύγευστος και χορταστικός, έδινε πολύ περισσότερη δύναμη ώστε να καταφέρει κάποια στιγμή να σπάσει τα δεσμά του κορμιού του.
***
Ο Ντομινίκ μεταφέρθηκε λίγη ώρα μετά στο Νοσοκομείο Ναϊτινγκέιλ σε κατάσταση βαριάς κατατονίας – οι περαστικοί που είχαν ακούσει τις κραυγές του και τον είχαν βρει ημιλιπόθυμο στο προαύλιο της εκκλησίας του Τεμπλ είχαν ειδοποιήσει τις αρχές, οι οποίες έστειλαν αμέσως ασθενοφόρο στο σημείο. Όπως αποδείχτηκε τις επόμενες μέρες, ο Ντομινίκ δεν ήταν ο μόνος που παρουσίαζε τα ίδια συμπτώματα: τουλάχιστον άλλοι επτά άνθρωποι είχαν βρεθεί σε θρησκευτικούς χώρους του Λονδίνου, λιπόθυμοι και σε κατάσταση κατατονίας. Κανένας τους δεν επανήλθε ποτέ. Δύο ακόμα είχαν βρεθεί νεκροί από εγκεφαλικό επεισόδιο, περιπτώσεις που δεν συνδέθηκαν ποτέ με τις υπόλοιπες επτά.
Και, μερικές φορές, σε κάποια από τις χιλιάδες εκκλησίες του Λονδίνου μερικοί πιστοί έβαζαν τις φωνές κι έφευγαν τρέχοντας, αρνούμενοι να ξαναμπούν μέσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου