Απώλεια



  Όταν έφυγε και ο τελευταίος συγγενής, ο Σαμ έπεσε ξεθεωμένος στο κρεβάτι. Απέμεινε ακίνητος, φορώντας ακόμα το κοστούμι του και παρακολουθώντας τις κηλίδες που είχε δημιουργήσει η υγρασία στις γωνίες του ταβανιού της κρεβατοκάμαρας, με το μυαλό του να σκέφτεται τα πάντα και τίποτα.

  Έξω υπήρχε απόλυτη ησυχία – μόνο το χουχούτισμα μιας μοναχικής κουκουβάγιας έσπαγε την παγωμένη σιωπή της νοεμβριάτικης νύχτας. Ακόμα και ο άνεμος, που όλη την περασμένη εβδομάδα ούρλιαζε μανιασμένος, τώρα έμοιαζε να κρατάει την ανάσα του, σαν ένδειξη σεβασμού στην απώλειά του.


  Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο δωμάτιο. Τα μάτια του κατέγραψαν τον ιστό μιας αράχνης πάνω από την πόρτα, το θαμπό ημίφως των λαμπών του δρόμου που σχημάτιζε πορτοκαλί λωρίδες στον τοίχο απέναντι από το παράθυρο, την μεγάλη ντουλάπα που η πόρτα της έτριζε και που ο ίδιος έλεγε συνέχεια ότι θα έφτιαχνε. Το μυαλό του σταμάτησε για μια στιγμή. Δεν το είχε κάνει. Της είχε δώσει μια υπόσχεση αλλά δεν την είχε κρατήσει.

  Ήταν αυτά τα μικρά πραγματάκια που τον έκαναν να νιώθει τόσο σκατά, που τον ξυπνούσαν από την αποχαύνωση στην οποία είχε βυθιστεί τις τελευταίες τρεις ημέρες και τον χαστούκιζαν σαν να ήθελαν να τον επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Για λίγο τα κατάφερναν – κι έπειτα ο Σαμ βούλιαζε ξανά στην προσωπική του άβυσσο, επιθυμώντας μόνο την λήθη και την ανακούφιση ενός ύπνου δίχως όνειρα.

  Είχε κοιμηθεί ελάχιστα από την στιγμή που δέχτηκε το τηλεφώνημα που του άλλαξε την ζωή μέχρι και την κηδεία. Κάποιες φορές που κατάφερνε να ξεκλέψει λίγα λεπτά ύπνου τιναζόταν και ανακάλυπτε πως το μαξιλάρι του ήταν μουσκεμένο, κάποιες άλλες έπιανε τον εαυτό του να θρηνεί άηχα. Τις υπόλοιπες ώρες που ήταν ξύπνιος ένιωθε σαν να ζούσε μέσα σε όνειρο.
  Θρηνούσε όταν κοιμόταν και ονειρευόταν όταν ήταν ξύπνιος. Έτσι ήταν για όλους;

Το μυαλό του επέστρεψε στην ντουλάπα και την θορυβώδη πόρτα της – και μαζί επέστρεψε η θύμηση της ανεκπλήρωτης υπόσχεσής του.
“Θα λαδώσεις επιτέλους την ντουλάπα;”
“Είπα ότι θα το κάνω και θα το κάνω, δεν είναι ανάγκη να μου το θυμίζεις κάθε δυο μήνες”.
  Κι όμως δεν το είχε κάνει, έτσι δεν είναι; Και τώρα ήταν αργά. Ήταν αστείο, πάντα νομίζεις πως έχεις χρόνο κι όμως, στην πραγματικότητα, πάντα είναι λιγότερος απ' όσο πιστεύεις.

  Ήταν μικρά πράγματα σαν αυτό, στιγμές της καθημερινότητας που σιγά-σιγά αντιλαμβανόταν πως πλέον ανήκαν στο παρελθόν – όπως το απόγευμα της πρώτης μέρας που επέστρεψε από το νεκροτομείο και την άχαρη υποχρέωσή του, νιώθοντας ένα αδηφάγο τίποτα να κατοικεί μέσα του. Είχε ανοίξει μηχανικά το ψυγείο, χωρίς να ξέρει γιατί, μόνο και μόνο για να δει ένα τάπερ με ότι είχε περισσέψει από το χθεσινοβραδινό τους δείπνο. Μακαρόνια φούρνου με τυρί και μπέικον, μαγειρεμένα με τον δικό της τρόπο. Πρόσθετε κάποιο μπαχαρικό μέσα (ποτέ δεν του είχε πει ποιο κι ο ίδιος είχε μαύρα μεσάνυχτα από μαγειρική για να μπορέσει να το καταλάβει μόνος του) που τον έκανε να τρώει τουλάχιστον δύο πιάτα. Αν περίσσευε κάτι το έβαζε στο ψυγείο, σε ένα από τα δεκάδες τάπερ για τα οποία ήταν αδικαιολόγητα περήφανη.

  Ο Σαμ είχε κάτσει στο τραπέζι, με το φαγητό μπροστά του. Δεν πεινούσε, παρ' όλα αυτά έβαλε μια μπουκιά στο στόμα του και η παγωμένη γεύση τους τον παρέσυρε. Η σφραγίδα της υπήρχε παντού, ήταν γεμάτη αναμνήσεις των δεκαέξι χρόνων που είχαν ζήσει μαζί, απέπνεε την φροντίδα που έβαζε σε καθετί που έφτιαχνε. Δεν θα γευόταν ποτέ ξανά κάτι τέτοιο. Η συνειδητοποίηση τον είχε συνταράξει, είχε εισβάλλει μέσα του, είχε γεμίσει το τίποτά του με απελπισία – και είχε θρηνήσει με κοφτούς λυγμούς, προσπαθώντας με κάθε του βαθύ αναστεναγμό να βγάλει από μέσα του το σκοτάδι που του έσφιγγε τα σωθικά.

  Μικρά πράγματα· το σπίτι ήταν γεμάτο από αυτά. Όπως η φωτογραφία τους που είχε στο κομοδίνο του, εκείνη που τους έδειχνε χαμογελαστούς μπροστά από τους καταρράκτες του Νιαγάρα που είχαν επισκεφθεί το 2005. Όπως οι κρέμες προσώπου της και το άρωμά της στην τουαλέτα της, όπως η οδοντόβουρτσα δίπλα στην δική του, όπως το σαμπουάν της που έκανε τα μαλλιά της να μυρίζουν φρούτα του δάσους και που έμοιαζε να έχει ποτίσει κάθε ίντσα του μπάνιου τους. Η παρουσία της υπήρχε σε κάθε δωμάτιο, σε κάθε διάδρομο, στον κήπο και στο γκαράζ, στην μικρή αποθηκούλα κάτω από την σκάλα και στην σοφίτα, τον καλούσε να την βρει σε ένα ατέρμονο παιχνίδι κρυφτού. Βρισκόταν ανάμεσα στα κρυστάλλινα μπιμπελό που είχε στην μικρή βιτρίνα δίπλα στο σύνθετο της τηλεόρασης· βρισκόταν στα, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, τακτοποιημένα μαχαιροπίρουνα στα συρτάρια της κουζίνας· βρισκόταν στα περιοδικά με τα μισολυμένα σουντόκου που αναπαύονταν κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού.

  Έγειρε στο πλάι κι έκλεισε τα μάτια του, προσπαθώντας να αδειάσει το μυαλό του και καταφέρνοντας το ακριβώς αντίθετο. Το μυαλό του επέστρεφε συνεχώς στα χρόνια που είχαν περάσει μαζί – σε καλές και σε άσχημες στιγμές, σε όσα της είχε πει και θα ήθελε να πάρει πίσω και σε όσα δεν είχε προλάβει να της εκμυστηρευτεί, σε πράγματα που είχαν κάνει και σε όσα σχεδίαζαν να κάνουν. Κι έπειτα η μορφή της εμφανίστηκε μπροστά του, ξαπλωμένη σε ένα παγωμένο, μεταλλικό κρεβάτι, με το δεξί της μάτι κλειστό και την αριστερή πλευρά του προσώπου της να λείπει. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα και η μορφή του χαμογέλασε λυπητερά.

*** 

  Δεν θυμόταν καν πόσους ανθρώπους είχε συναντήσει τις τελευταίες τρεις ημέρες. Ήταν ο αστυνομικός που τον είχε σταματήσει όταν έφτασε στο σημείο όπου είχε γίνει το ατύχημα και του είχε πει (το θυμόταν σαν να ήταν κάποιο όνειρο που είχε δει πολύ παλιά, η ανάμνηση ήδη ξεθώριαζε) πως η Μαριάν ήταν ζωντανή μέχρι και την στιγμή που την έβαλαν στο ασθενοφόρο. Του είχε πει πως προσπαθούσε να φωνάξει το όνομά του. Του είχε πει πως λυπόταν πολύ. Του είχε πει πράγματα που ο Σαμ δεν ήθελε να σκέφτεται – πως το κορίτσι του έψαχνε να τον βρει ανάμεσα στο πλήθος που είχε μαζευτεί, με την ζωή του να φεύγει από το διαλυμένο της κορμί.
  Ήταν ο υπεύθυνος του γραφείου τελετών, που είχε προβληματιστεί αρκετά με την όψη της και είχε προτείνει δειλά πως ίσως η κηδεία να έπρεπε να γίνει με κλειστό φέρετρο. Ο Σαμ είχε συμφωνήσει· δεν ήθελε να θυμάται την Μαριάν του έτσι, ένα ερείπιο που κάποιος μεθυσμένος οδηγός είχε αφήσει στο διάβα του.
  Και ήταν ο ιατροδικαστής που είχε συναντήσει στο νεκροτομείο, ένας χλωμός πενηντάρης που, όταν σήκωσε το σεντόνι, ο Σαμ παρατήρησε πως κράτησε το βλέμμα του μακριά. Δεν τον αδικούσε – ένιωσε την καρδιά του να βροντοχτυπά από τον τρόμο, σαν να υπήρχε ένα πουλί παγιδευμένο στο στήθος του. Αυτό που κειτόταν μπροστά του δεν ήταν η γυναίκα του, ήταν ένα φριχτό ομοίωμα που κάποιος είχε τοποθετήσει εκεί για να του κάνει μια άσπλαχνη πλάκα. Πάνω από την αριστερή μεριά του προσώπου της υπήρχε μια πετσέτα που έκανε ένα ανατριχιαστικό βαθούλωμα.
“Γιατί υπάρχει η πετσέτα;” είχε ρωτήσει ξεψυχισμένα.
“Τα τραύματά της...” απάντησε ο ιατροδικαστής κομπάζοντας.
“Βγάλ' την”.
Ο γιατρός τον κοίταξε συνοφρυωμένος.
“Βγάλ' την. Τώρα. Θέλω να την δω”.
  Έκανε όπως του είπε. Και η τελευταία ανάμνηση από την Μαριάν του, από το όμορφο κορίτσι του, ήταν αυτή που έβλεπε πλέον κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια του: ένα συνονθύλευμα από κόκκινη σάρκα, λευκά θραύσματα οστών και γκρίζα, σπογγώδη μάζα.

*** 

  Δεν ήξερε για πόση ώρα κοιμόταν, ούτε πότε είχε βυθιστεί σε έναν ύπνο που έμοιαζε με θάνατο. Αναδεύτηκε και βολεύτηκε καλύτερα στο κρεβάτι, νιώθοντας τον καθησυχαστικό όγκο του κορμιού της πάνω του. Το χέρι της τον αγκάλιασε κι εκείνος γουργούρισε σαν γάτα. Χαμογέλασε μέσα στον ύπνο του. Πάντα του έλεγε πόσο της άρεσε να τον ακούει να γουργουρίζει. Ήταν κάτι αποκλειστικά προσωπικό τους – ο Σαμ θα πέθαινε από ντροπή αν μάθαινε κάποιος συνάδελφος ή φίλος του πως του άρεσε να παιδιαρίζει με την Μαρ- 
  Ένιωσε μια ανατριχίλα να διατρέχει την σπονδυλική του στήλη ξαφνικά, καθώς ο εγκέφαλός του ξυπνούσε απότομα και συνειδητοποιούσε τον χώρο και τον χρόνο στον οποίο βρισκόταν. Για μια στιγμή προσπάθησε να εντοπίσει τα ερεθίσματα του περιβάλλοντός του και να εκλογικεύσει τα συμπεράσματα που είχε βγάλει. Το χέρι της ήταν ακόμα τυλιγμένο γύρω του. Μπορούσε να νιώσει την ρυθμική της ανάσα στον σβέρκο του, τα στήθη της να ακουμπάνε στην πλάτη του.
  Δεν τόλμησε να ανοίξει τα μάτια του· απέμεινε ακίνητος για πολλή ώρα, να μετράει τους χτύπους της καρδιάς του, μέχρις ότου άκουσε το απορριμματοφόρο του δήμου να σταματάει στην γωνία κοντά στο σπίτι του, σημάδι πως ήταν γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα. Έπειτα το χέρι της Μαριάν αποτραβήχτηκε κι ένιωσε το κορμί της να σηκώνεται. Κράτησε σφιχτά κλεισμένα τα μάτια του, με όλες τις υπόλοιπες αισθήσεις του τεταμένες. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε κι έκλεισε ελαφρά – παρ' όλα αυτά, μόνο όταν το πρώτο φως του ήλιου έκανε την εμφάνισή του μέσα από τα στόρια του παραθύρου του αποφάσισε να ανοίξει τα μάτια του και να ανακαθίσει στο κρεβάτι.
Δίπλα του τα σκεπάσματα ήταν ανακατωμένα.

*** 
  Η μέρα πέρασε όπως και οι προηγούμενες: ο Σαμ έβρισκε τον εαυτό του να μετακινείται από το σαλόνι στην κουζίνα κι από κει στο υπνοδωμάτιο, χωρίς να έχει κάποιον λόγο. Έβγαλε το τηλέφωνο από την πρίζα κι έκλεισε το κινητό του – ήταν σίγουρος πως διάφοροι συγγενείς και φίλοι θα τον καλούσαν για να δουν αν είναι καλά και να εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους και να του πουν πόσο πολύ τον σκέφτονταν και πως η Μαριάν ήταν μια εξαιρετική γυναίκα... ο Σαμ δεν είχε όρεξη να μιλήσει με κανέναν τους. Ο κόσμος είχε τελειώσει γι' αυτόν, οπότε γιατί δεν τον άφηναν στην ησυχία του;
  Το μεσημέρι βγήκε για λίγο στον κήπο κι ατένισε τα τακτοποιημένα παρτέρια της Μαριάν με τα τριαντάφυλλα, τα κρινάκια και τις γαρδένιες. Στάλες δροσιάς κρέμονταν από τα πέταλά τους και, που και που, κάποιες από αυτές έσκαγαν στο έδαφος σαν δάκρυα. Ο κήπος θρηνούσε την χαμένη μητέρα του. Επέστρεψε γρήγορα στο σπίτι και χύθηκε στον καναπέ, παρέα με ένα μπουκάλι κρασί.

  Ξύπνησε κατά τις δέκα το βράδυ, με το κορμί του μουδιασμένο από το κρύο και την κύστη του έτοιμη να σκάσει. Πήγε στην τουαλέτα παραπατώντας για να ανακουφιστεί κι έπειτα κοντοστάθηκε στην είσοδο του μπάνιου, χωρίς να ξέρει τι να κάνει.
Δεν είχε φάει τίποτα όλη την μέρα και είχε ξεχάσει να ανάψει το καλοριφέρ, αλλά δεν τον ένοιαζε. Όλα ήταν μάταια, αυτή ήταν η μοναδική αλήθεια της ζωής – κι αυτός το καταλάβαινε μόλις τώρα, καθώς περιπλανιόταν μονάχος σε ένα άδειο, παγωμένο σπίτι.
  Έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας και πήρε λίγο ζαμπόν από το ψυγείο, το οποίο μασούλησε άκεφα. Ένιωθε αποκομμένος από το σώμα του, σαν κάποιος άλλος να έλεγχε τις κινήσεις του. Ακόμα και το μυαλό του έμοιαζε να έχει πάρει άδεια. Αποφάσισε να πάει ξανά για ύπνο και μόνο τότε ο εγκέφαλός του αποφάσισε να ξυπνήσει.
  Τι ήταν αυτό που είχε νιώσει το προηγούμενο βράδυ; Θα ορκιζόταν πως είχε αισθανθεί την παρουσία της Μαριάν – όχι το πνεύμα της ή το φάντασμά της ή όπως αλλιώς το αποκαλούσαν οι ταινίες και τα βιβλία τρόμου που της άρεσε να βλέπει και να διαβάζει, αλλά μια φυσική υπόσταση. Η λογική του επικράτησε μετά από πολλή προσπάθεια. Η θλίψη – αυτό πρέπει να ήταν. Η θλίψη τον έκανε να βλέπει πράγματα. Χωρίς να είναι απόλυτα πεπεισμένος, επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο και ξάπλωσε.

  Όπως και την προηγούμενη νύχτα, έτσι και απόψε αποκοιμήθηκε χωρίς να το καταλάβει, νανουρισμένος από τον ελαφρύ ήχο της βροχής. Έμοιαζε σαν ο ύπνος να ήταν πλέον η προκαθορισμένη λειτουργία του σώματός του και οι ώρες που ήταν ξύπνιος ήταν η εξαίρεση στον κανόνα. Από κάπου μακριά άκουσε βροντές και κουλουριάστηκε μέσα στα ζεστά σκεπάσματά του.

*** 
  Αυτή την φορά τον ξύπνησε η ανάσα της στον σβέρκο του και μια αμυδρή μυρωδιά υγρής αποσύνθεσης. Μισάνοιξε τα μάτια του και είδε τις γνώριμες πορτοκαλί και μαύρες λωρίδες στον τοίχο, ζωγραφισμένες από το φως του δρόμου που περνούσε ανάμεσα από τα μισόκλειστα στόρια του παραθύρου του. Συγκράτησε με δυσκολία το ρίγος που τάραξε το κορμί του. Το ξύπνημά του δεν ήταν όπως την προηγούμενη νύχτα – αυτή την φορά είχε αναδυθεί απότομα από τα σκοτεινά βάθη του βασιλείου του Μορφέα. Δεν ονειρευόταν, δεν φανταζόταν πράγματα· υπήρχε όντως ένα χέρι που τον αγκάλιαζε από την μέση. Μπορούσε να νιώσει κρύο δέρμα πάνω στο δικό του, μπορούσε να μυρίσει την ανεπαίσθητη δυσωδία από την άλλη πλευρά του κρεβατιού.
  Ο πανικός τον τύλιξε και η ανάσα του έγινε κοφτή, δύσκολη. Άπλωσε τα πόδια του κι ένιωσε στο κάτω μέρος του κρεβατιού κάτι υγρό και μαλακό.
“Μαριάν;” ψέλλισε τρομαγμένος.
  Το χέρι τον έσφιξε και η ανάσα της σταμάτησε. Έπειτα ένιωσε το κρεβάτι να ελαφραίνει, καθώς το κορμί της το άφηνε. Περίμενε λίγο ακόμη, μέχρι να ακούσει την πόρτα του υπνοδωματίου να ανοίγει και να κλείνει ξανά, κι έπειτα πετάχτηκε, με τις τρίχες όλου του κορμιού του ολόρθες. Άναψε το φως και έπεσε με όλο του το βάρος πάνω στην πόρτα. Άκουσε ελαφρά βήματα να απομακρύνονται στον διάδρομο, αλλά δεν είχε την δύναμη να κοιτάξει.
“Χριστέ μου”, μουρμούρισε, “Χριστέ μου”.
Κοίταξε το κρεβάτι του, το σημείο όπου είχε απλώσει τα πόδια του. Είδε νοτισμένα φύλλα και χώμα και, στο σημείο όπου κοιμόταν πάντα η Μαριάν, το σεντόνι ήταν λερωμένο. Στο μαξιλάρι της απλωνόταν μια καφετιά γλίτσα.

  Με την καρδιά του να βροντοχτυπά πήγε στο σαλόνι, ανάβοντας όλα τα φώτα στην διαδρομή. Μπορούσε να διακρίνει αχνά, υγρά αποτυπώματα ποδιών που κατευθύνονταν προς την εξώπορτα. Τρεκλίζοντας από τον τρόμο του, έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι και το κατέβασε μονοκοπανιά, ενώ το μυαλό του ούρλιαζε ακατανόητες σκέψεις. Έκατσε στο τραπέζι της κουζίνας με το κεφάλι του στηριγμένο στα χέρια του, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τα όσα είχαν συμβεί.

  Του φάνηκε πως είδε κίνηση έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Συγκέντρωσε όσο θάρρος του είχε απομείνει (δεν ήταν και πολύ) κι έριξε μια γρήγορη ματιά.
  Στεκόταν εκεί· η Μαριάν του στεκόταν έξω από το παράθυρο και κοιτούσε προς το μέρος του. Ήταν όπως την μέρα που την είχε δει για τελευταία φορά, στο νεκροτομείο – τυλιγμένη με ένα σεντόνι, με το μισό της κεφάλι να λείπει. Του χαμογελούσε.
“Τρελαίνομαι”, σκέφτηκε, μια στιγμή προτού ουρλιάξει. Η οπτασία εξαφανίστηκε.

 Τσέκαρε ότι όλες οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν κλειδωμένα κι έπειτα επέστρεψε στο υπνοδωμάτιο. Κοντοστάθηκε για λίγο στην είσοδο, παρατηρώντας τα βρόμικα σκεπάσματα και προσπαθώντας να συγκεντρωθεί.
“Ένα βήμα τη φορά”, μουρμούρισε. 
Ήταν το αγαπημένο ρητό της Μαριάν όλο το σύντομο διάστημα που εκείνος είχε προσπαθήσει να κάνει δίαιτα. Ο τρόμος στην καρδιά του υποχώρησε σιγά-σιγά και αντικαταστάθηκε από μια παράξενη αίσθηση, ένα μείγμα νοσταλγίας, θλίψης και αγάπης. Του έλειπε και ήξερε ότι θα του έλειπε όλο και περισσότερο καθώς θα περνούσε ο καιρός, καθώς θα ανακάλυπτε ίχνη της παρουσίας της παντού στο σπίτι και στις αναμνήσεις του, πράξεις και λόγια της, σημάδια της που είχαν αποτυπωθεί στην ζωή του. Όπως τα ρητά της. Όπως το 'ένα βήμα τη φορά'.
  Μάζεψε τα σκεπάσματα και τα πέταξε στο καλάθι των άπλυτων, αρνούμενος να εξετάσει προσεκτικά την γλίτσα ή τα βρεγμένα φύλλα. Έστρωσε καινούργια σεντόνια, πήρε μια καινούργια κουβέρτα από το ντουλάπι κι έπειτα επέστρεψε στο σαλόνι, όπου και άνοιξε την τηλεόραση, βάζοντας ένα τυχαίο κανάλι που έπαιζε διαφημίσεις άχρηστων προϊόντων όλο το βράδυ. Κάπου ανάμεσα στον εκπληκτικό αποχυμωτή φρούτων και τον υπερχρήσιμο πολυκόφτη ('Κάθε σπίτι πρέπει να έχει τουλάχιστον έναν!') αποκοιμήθηκε.

*** 
  Ήταν μεσημέρι πια όταν ξύπνησε. Ο ύπνος του ήταν βαθύς, δίχως όνειρα, δίχως ανεπιθύμητες επισκέψεις – είτε αληθινές είτε της φαντασίας του. Ήπιε λίγο νερό, έφαγε ένα τοστ κι έπειτα έκατσε ξανά στον καναπέ, αναλογιζόμενος τα γεγονότα της χτεσινής νύχτας. Έβλεπε οράματα εξαιτίας κάποιας παράξενης βιοχημικής αντίδρασης του εγκεφάλου του λόγω της θλίψης του; Ή απλώς είχε τρελαθεί;
  Έψαξε στο κινητό του τον αριθμό του Τζάρεντ και για λίγο απέμεινε με το δάχτυλό του πάνω από το πλήκτρο της κλήσης. Ήθελε να του μιλήσει αλλά και πάλι, τι μπορούσε να του πει; Ότι η νεκρή αδελφή του τον επισκεπτόταν κάθε βράδυ;
  Το πρόσωπό της... Χριστέ μου, το πρόσωπό της! Κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια έβλεπε μπροστά του την διαλυμένη μορφή της. Πανικόβλητος διαπίστωσε πως είχε ήδη αρχίσει να ξεχνάει την πραγματική της όψη. Πως ήταν δυνατόν; Είχαν περάσει μόνο πέντε γαμημένες μέρες!
  Έψαξε ξανά στο κινητό του και βρήκε κάποιες από τις φωτογραφίες της – εδώ ήταν στην τέταρτη επέτειο του γάμου τους, σε ένα από τα πιο ακριβά εστιατόρια της πόλης, η Μαριάν χαμογελούσε καθώς σήκωνε το ποτήρι της· εδώ είχε μόλις βγει από το μπάνιο, τυλιγμένη σε ένα αστείο, ροζ μπουρνούζι και (σχεδόν μπορούσε να το νιώσει στα ρουθούνια του) μυρίζοντας ολόκληρη φρούτα του δάσους· εδώ ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ, έχοντας παστώσει τα μούτρα της με κρέμες και με δυο φέτες από αγγούρι απλωμένες στα μάτια της· εδώ ήταν μαζί, κάνοντας γκριμάτσες· εδώ ήταν ημίγυμνη, έχοντας πάρει μια πολλά υποσχόμενη έκφραση.
  Έμεινε περισσότερο σε αυτή την φωτογραφία, καθώς μια γλυκιά ανάμνηση τού ερχόταν στο μυαλό: του την είχε στείλει μια Παρασκευή, όσο εκείνος ήταν στο γραφείο και περίμενε να τελειώσει μια πολύ δύσκολη εβδομάδα. Η εταιρεία του περνούσε από κάποιον έλεγχο κι ο ίδιος ήταν αγχωμένος, σχεδόν στα όρια του πανικού. Όμως, όταν χτύπησε το κινητό του και είδε την φωτογραφία της, ένιωσε την ψυχή του να ξαλαφρώνει.
'Σε περιμένω', έγραφε το μήνυμά της κι αυτές οι λίγες λέξεις ζωγράφισαν ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Δεν είχε σημασία πόσο δύσκολη ήταν η βδομάδα του ή πόσο στρες του δημιουργούσε η δουλειά του – στο σπίτι τον περίμενε αυτή.

  Τα μάτια του έτσουξαν από τα δάκρυα. Έτσι ήθελε να την θυμάται, όμορφη και γεμάτη ζωντάνια. Αυτό ήταν το κορίτσι του, όχι το αγνώριστο κουφάρι που του είχε δείξει ένας χλωμός ιατροδικαστής που βρομούσαν τα χνώτα του. Φίλησε την εικόνα της στο κινητό του ξανά και ξανά, καθώς το κορμί του τρανταζόταν από λυγμούς.

*** 

  Το τρίτο βράδυ από την ταφή της επέστρεψε ξανά, για τελευταία φορά. Την ένιωσε να ανασηκώνει τα σκεπάσματα και να ξαπλώνει δίπλα του, μύρισε την οσμή της σήψης που ανέδιδε το νεκρό κορμί της. Το χέρι της, παγωμένο και υγρό, τον αγκάλιασε από την μέση.
  Δεν κοιμόταν. Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς όλη την μέρα, προσπαθώντας να αντικαταστήσει μέσα του την τελευταία της εικόνα. Δεν τα κατάφερνε πάντα, όμως τις περισσότερες φορές έβλεπε μπροστά του το πρόσωπό της, με εκείνη την πολλά υποσχόμενη έκφραση αποτυπωμένη πάνω του.
  Είχαν κάνει έρωτα τρεις φορές εκείνη τη νύχτα – το μεσημέρι ένιωθε όλο το βάρος του κόσμου να έχει φορτωθεί στις πλάτες του και το βράδυ είχε ξαναγεννηθεί. Έφτανε μόνο ένα χαμόγελό της, ένα άγγιγμά της, ένας ψίθυρος στο αυτί του. Εκείνη ήταν η πραγματική Μαριάν, όχι το πράγμα που αναπαυόταν στο φέρετρο όταν το κατέβασαν στο χώμα.
“Μαριάν;” ψιθύρισε. Η φωνή του ήταν σταθερή, δεν έτρεμε πια, δεν φοβόταν. “Γλυκιά μου;”
  Του φάνηκε πως άκουσε έναν λυγμό, αλλά ίσως και να ήταν ο αέρας που λυσσομανούσε έξω, σαν η περίοδος του σεβασμού προς την θλίψη του να είχε τελειώσει.
“Μου λείπεις”, της είπε.


  Το άγγιγμά της γίνεται πιο σφιχτό για μια στιγμή. Ύστερα ένας βραχνός ψίθυρος ακούγεται από πίσω του, υγρός και κουρασμένος.
“Θα με θυμάσαι;” τον ρωτά.
“Πάντα”, της απαντάει, τα μάτια του βουρκώνουν ξανά.
“Θα με θυμάσαι όπως ήμουν;”
“Μόνο έτσι”.
Μια αχνή μυρωδιά από φρούτα του δάσους χαϊδεύει τα ρουθούνια του. Το άγγιγμά της είναι πιο ζεστό.
“Σ' αγαπώ”, του λέει κι εκείνος γυρνάει προς το μέρος της, ξέροντας τι θα αντικρίσει.
  Η Μαριάν, το κορίτσι του, βρίσκεται δίπλα του, τού χαμογελάει και τα μάτια της έχουν αυτό το πονηρό βλέμμα που τόσο λατρεύει – αυτό το βλέμμα που κάνει την ψυχή του ανάλαφρη, που παίρνει μακριά όλο το βάρος του κόσμου και της θλίψης και του σκότους που τον έχει τυλίξει.
“Κι εγώ σ' αγαπώ”, της απαντάει. “Τώρα και για πάντα”.
Η Μαριάν τον φιλάει στα υγρά του μάτια και σηκώνεται από το κρεβάτι.
“Θα φύγεις;” την ρωτάει γεμάτος παράπονο.
Εκείνη γνέφει κι ανοίγει την πόρτα του υπνοδωματίου.
“Θα σε ξαναδώ;”
“Μόνο στα όνειρά σου”, του απαντάει κι ο Σαμ ξέρει πως του λέει αλήθεια.
  Έπειτα η πόρτα κλείνει πίσω της και το μόνο που ακούγεται, στο μοναχικό πια δωμάτιό του, είναι ο παγωμένος άνεμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου