Οι Δρόμοι Που Ανασαίνουν, Οι Δρόμοι Που Διψούν


Έχεις μπει ποτέ σου στο Google Earth για να δεις την γη από ψηλά;
 Έχεις παρατηρήσει τους αυτοκινητόδρομους, τις λεωφόρους, τα μονοπάτια που διασχίζουν τις αχανείς εκτάσεις του πλανήτη;
Στο κορμί της γης μοιάζουν με αιμοφόρα αγγεία· αν χρησιμοποιούσες ένα drone και έβλεπες την κυκλοφορία σε πραγματικό χρόνο θα διέκρινες την αέναη κίνηση των τροχοφόρων αιμοσφαιρίων καθώς ταξιδεύουν από το ένα αστικό ζωτικό όργανο στο άλλο. Σε κάποιες αρτηρίες η ροή είναι πυκνή, συνεχής, γρήγορη· σε άλλες είναι νωχελική, διασπαρμένη. Και σε κάποιες άλλες είναι ανύπαρκτη. Νεκρή. Τα αιμοφόρα αγγεία έχουν αδειάσει από το ζωοποιό τους υγρό και στέκουν ακίνητα και σκονισμένα, ξεχασμένα από θεούς κι ανθρώπους.

  Οι δρόμοι είναι ζωντανοί. Οι δρόμοι αναπνέουν. Αφουγκράζονται το τρίξιμο των τροχών στην άσφαλτο, στο χώμα και στο χαλίκι· δέχονται την πίεση φορτηγών και νταλικών και τραυματίζονται, κομμάτια από τον ιστό τους κονιορτοποιούνται και διασκορπίζονται· πνίγονται στο νερό, θάβονται σε χιόνι και άμμο, διαμελίζονται από ρίζες, τρυπιούνται και σκάβονται από άλλα πλάσματα που αναπνέουν· αποσυντίθενται, υποταγμένοι στην συντριπτική εξουσία της εντροπίας.

  Και, όπως όλα τα ζωντανά πλάσματα, οι δρόμοι είναι πεινασμένοι. Οι δρόμοι διψούν. Αγκαλιάζουν τα κουφάρια των μικρών ζώων που διαμελίζονται από τα τροχοφόρα και ξεχνιούνται, παρατημένα πάνω στην τραχιά, παγωμένη επιφάνειά τους· ρουφάνε την νεκρή, σηπόμενη σάρκα και ροκανίζουν τα εύθραυστα οστά τους. Η άσφαλτος και το χώμα ρουφάνε το αίμα που έχει χυθεί και αρπάζουν όσα κομμάτια προλαβαίνουν, τα χωνεύουν στην πίσσα και τα αφομοιώνουν, τα μετατρέπουν σε ανόργανη ύλη που θα αναπληρώσει όσα κομμάτια τους έχουν χαθεί από την κακοποίηση που έχουν υποστεί. Και φυσικά, όταν δεν τους προσφέρεται τροφή, την αναζητούν μόνοι τους.

***

  Ήμουν επαγγελματίας οδηγός για είκοσι δύο χρόνια. Έχω διασχίσει όλες τις Πολιτείες, καθώς επίσης και το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Ευρώπης – κι έχω δει διάφορες μαλακίες που θα έκαναν τις τρίχες κάποιου να σηκωθούν. Τα περισσότερα δρομολόγιά μου τα έκανα βράδυ· και λόγω της απαγόρευσης κυκλοφορίας για τις νταλίκες κατά την διάρκεια της ημέρας που υπάρχει σε πολλές χώρες, αλλά κυρίως επειδή μου αρέσει η νύχτα. Περισσότερη ησυχία, λιγότερη κίνηση. Και περισσότερος κίνδυνος, ασφαλώς – οι νυχτερινοί ταξιδιώτες είναι πάντα βιαστικοί να διασχίσουν τις αρτηρίες, σαν να διαισθάνονται έναν κίνδυνο που δεν είναι φανερός, αλλά κρύβεται κάπου μέσα στο σκοτάδι.

  Έχω δει αυτοκίνητα να χάνουν τον έλεγχο μπροστά μου και να πέφτουν σε προστατευτικές μπάρες, σε δέντρα, σε άλλα οχήματα· έχω υπάρξει μάρτυρας σε δυστυχήματα στα οποία η αστυνομία και τα ασθενοφόρα δεν είχαν φτάσει ακόμα κι έχω κατεβεί για να βοηθήσω τους εγκλωβισμένους επιβάτες που ουρλιάζουν· έχω γλιστρήσει σε κομμάτια σάρκας που έχουν απλωθεί στο οδόστρωμα κι έχω κρατήσει στην αγκαλιά μου μια κοπέλα που ξεψυχούσε θρηνώντας· κι έχω παρατηρήσει, με την άκρη του ματιού μου, την άσφαλτο να κυματίζει φευγαλέα σαν να ανατριχιάζει, σαν η έξαψη για τα θύματα που βρίσκονταν σπαρμένα στην επιφάνειά της να την είχε ξυπνήσει από την νάρκη της.

  Το μυαλό μας δεν είναι φτιαγμένο για να κατανοεί οτιδήποτε εκτός της πραγματικότητας για την οποία έχουμε πείσει τον εαυτό μας – έτσι κι εγώ, την πρώτη φορά που είδα τον δρόμο να ορμάει για να αρπάξει το γεύμα του, προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου πως το σοκ των γεγονότων μου είχε προκαλέσει παραισθήσεις.

***

  Ήταν ένα χάος: ένα φορτηγό είχε μπει στο αντίθετο ρεύμα και είχε πάρει παραμάζωμα τρία αυτοκίνητα, προτού τελικά καταλήξει σε ένα χαντάκι στην άκρη του δρόμου. Όπως αποδείχτηκε μετά ο οδηγός της νταλίκας είχε αποκοιμηθεί στο τιμόνι. Τον είδα στιγμιαία, καθώς οι αστυνόμοι τον έβαζαν στο περιπολικό, ζαλισμένο αλλά ζωντανό: ήταν ένας μικροσκοπικός ανθρωπάκος, μεταξύ 55 κι 60, με φαλάκρα και γυαλιά. Το μόνο του τραύμα ήταν ένα σκίσιμο στο μέτωπο, που είχε μετατρέψει το πρόσωπό του σε αιμάτινη μάσκα. Τα μάτια του ήταν γουρλωμένα από το σοκ, καθώς το βλέμμα του προσπαθούσε να αγκαλιάσει την ολότητα του μακελειού που είχε δημιουργήσει.

  Ο δρόμος (ένας μικρός επαρχιακός με δύο λωρίδες και χωρίς διαχωριστική νησίδα) ήταν γεμάτος συντρίμμια και διαλυμένα σώματα. Έτυχε να περνάω από το σημείο κατά τις δύο τη νύχτα, όταν η αστυνομία και τα ασθενοφόρα είχαν ήδη φτάσει – σταμάτησα πίσω από άλλα τέσσερα αυτοκίνητα που περίμεναν να ανοίξει ο δρόμος, έσβησα την μηχανή και κατέβηκα να ξεμουδιάσω. Ήξερα πως ήταν μάταιο να ανακατευτώ, ειδικά τώρα που οι απαραίτητες υπηρεσίες έκτακτης βοήθειας ήταν παρούσες, και πως η ανάμειξή μου θα έκανε περισσότερο κακό παρά καλό· έτσι άναψα τσιγάρο και κοντοστάθηκα στην άκρη του δρόμου παρακολουθώντας τις σκηνές τρόμου που εκτυλίσσονταν μπροστά μου. Ο οδηγός του αυτοκινήτου μπροστά μου γύρισε και με κοίταξε, κάτασπρος και με θολά μάτια. Ένευσα για χαιρετισμό και το κεφάλι του στράφηκε ξανά μπροστά, στους τραυματιοφορείς που μετέφεραν στο ασθενοφόρο έναν άντρα κομμένο στα δύο.

  Οι φάροι των περιπολικών έλουζαν την περιοχή με μπλε και κόκκινα φώτα, αποκαλύπτοντας φευγαλέα μαύρες, αιμάτινες λίμνες στην άσφαλτο και νησιά από σάρκα. Μια γυναίκα είχε εκτιναχτεί από το παρμπρίζ ενός ασημένιου Honda και είχε συρθεί μέχρι το χαντάκι στην άκρη του δρόμου, αφήνοντας στο διάβα της κόκκινες, γυαλιστερές σερπαντίνες. Ένας νεαρός βρισκόταν μέσα σε ένα σκούρο Volvo που είχε μετατραπεί σε άμορφη μάζα σιδερικών, με το χέρι του κρεμασμένο από το παράθυρο και το κεφάλι του στραμμένο σε αφύσικη γωνία προς την πλάτη του. Το τρίτο αυτοκίνητο βρισκόταν σφηνωμένο κάτω από την καρότσα της νταλίκας και μόνο το πορτμπαγκάζ του φαινόταν άθικτο. Οι τραυματιοφορείς είχαν μαζέψει τα περισσότερα πτώματα, ενώ έξι αστυνομικοί είχαν κλείσει τον δρόμο και ατένιζαν το σφαγείο, συζητώντας χαμηλόφωνα.

  Όπως έμαθα αργότερα, έξι άτομα σκοτώθηκαν στο δυστύχημα και άλλα τρία τραυματίστηκαν βαριά – η παρουσία τόσων αυτοκινήτων τέτοια ώρα σε έναν κατά τ' άλλα έρημο δρόμο ήταν παράξενη, μέχρις ότου γνωστοποιήθηκε πως και τα τρία οχήματα επέστρεφαν από έναν γάμο. Πολύ αργότερα, όταν είδα με τα ίδια μου τα μάτια την αλλόκοτη φύση των οδικών αρτηριών, συνειδητοποίησα πως όλα τα θύματα είχαν παρασυρθεί. Δεν γνωρίζω πως όλο αυτό οδήγησε στο λουτρό αίματος που είχα παρακολουθήσει, δεν ξέρω αν με κάποιο τρόπο η άψυχη ύλη που αποτελεί τα ασφαλτικά σώματά τους κατάφερε και νάρκωσε τον οδηγό της νταλίκας ή τον έκανε να χάσει τον έλεγχο· αυτό που ξέρω όμως, έχοντας παρατηρήσει διάφορα περιστατικά, είναι πως οι δρόμοι είναι ύπουλοι, ακίνητοι μα επικίνδυνοι, σαν σαρκοφάγα φυτά που έλκουν την λεία τους και μετά την απομυζούν.

  Καθώς στεκόμουν στην άκρη του δρόμου είδα με την περιφερειακή μου όραση κάτι να κινείται στα δεξιά μου. Στράφηκα γρήγορα προς το μέρος του, περιμένοντας ότι θα ήταν καμιά αλεπού ή κανένα αδέσποτο σκυλί που είχε μυρίσει το αίμα και είχε πλησιάσει, και για λίγα δευτερόλεπτα πάγωσα, καθώς το μυαλό μου προσπαθούσε να διαχειριστεί αυτό που έβλεπε.
  Στην άκρη του δρόμου, εκεί που η άσφαλτος συναντούσε το χώμα, το έδαφος είχε ραγίσει. Στην επαναλαμβανόμενη λάμψη των φάρων παρατήρησα ότι η ρωγμή μεγάλωνε σιγά-σιγά. Ένα κομμένο χέρι βρισκόταν στην άκρη του ρήγματος, το οποίο είχε αρχίσει να ταλαντεύεται από την αργή μετατόπιση του εδάφους. Μου φάνηκε πως άκουσα έναν αχνό, υπόκωφο βόμβο καθώς πετραδάκια και χώμα έπεφταν μέσα στο άνοιγμα, ακολουθούμενο από ένα τρίξιμο σαν βότσαλα που τρίβονται μεταξύ τους. Απέμεινα μαγεμένος να παρακολουθώ την ραγισμένη άσφαλτο και το ματωμένο χέρι που πλέον χόρευε στα χείλη του ανοίγματος· μετά από λίγο, με έναν ανεπαίσθητο ήχο, το κομμένο μέλος κατρακύλησε στο άνοιγμα και χάθηκε από τα μάτια μου.

  Η πρώτη μου σκέψη, φυσικά, ήταν ότι είχε συμβεί κάποιος μικρός σεισμός – ή ότι ο δρόμος, που δεν βρισκόταν και στην καλύτερη κατάσταση έτσι κι αλλιώς, είχε ξεπεράσει τα όρια αντοχής του και η σφοδρότητα της σύγκρουσης είχε δημιουργήσει μια αλληλουχία υπόγειων καταρρεύσεων που, με την σειρά τους, είχαν οδηγήσει στην ρωγμή.
  Μαλακίες. Ό,τι και να προσπαθούσε να σκεφτεί ο ζαλισμένος νους μου (δεν ήξερα καν αν υπήρχε λογική βάση στο δεύτερο σενάριό μου) διαγράφηκε, από αυτό που είδα μετά.
  Το άνοιγμα έκλεισε, με το χέρι ακόμα μέσα του. Ήταν σαν να το έβλεπα σε βίντεο παιγμένο ανάποδα – οι άκρες της ρωγμής άρχισαν να ενώνονται μεταξύ τους, μέχρις ότου η άσφαλτος ξαναπήρε την παλιά, ανέπαφη μορφή της.

  Άναψα δεύτερο τσιγάρο και, προσπαθώντας ακόμα να δικαιολογήσω αυτό που είχα δει, πλησίασα, με φαινομενικά ανέμελο βήμα, προς το σημείο εκείνο. Από το άνοιγμα είχε απομείνει μόνο μια μικρή χαρακιά που διέσχιζε κάθετα την λευκή διαγράμμιση. Μια λιμνούλα αίματος βρισκόταν λίγα εκατοστά μακριά. Έσκυψα και επιθεώρησα τον δρόμο – μικροσκοπικές σταγόνες οδηγούσαν από την λιμνούλα προς το αμελητέο ράγισμα κι ένα κομμάτι ροζ ιστού εξείχε από την γρατζουνιά στην άσφαλτο. Το δέρμα τραβήχτηκε απότομα μέσα στο άνοιγμα κι εξαφανίστηκε, σαν κάτι να το είχε ρουφήξει. Τινάχτηκα και άφησα μια τρομαγμένη κραυγή· οι αστυνόμοι στράφηκαν να με κοιτάξουν. Οπισθοχώρησα, νιώθοντας τα βλέμματά τους καρφωμένα πάνω μου, και είδα την λίμνη να έχει μειωθεί, καθώς ο δρόμος απορροφούσε το αίμα.

  Επέστρεψα στο φορτηγό μου και δεν βγήκα από κει για τις επόμενες δύο ώρες, μέχρις ότου δηλαδή να καθαριστεί όλο το μπάχαλο και ο δρόμος να δοθεί ξανά στην κυκλοφορία.

  Προσπάθησα να κοιμηθώ αλλά, κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου, έβλεπα να επαναλαμβάνεται η ίδια σκηνή ξανά και ξανά: το μικροσκοπικό κομμάτι δέρματος που εξαφανιζόταν μέσα στο άνοιγμα της ασφάλτου.
***

  Εκείνη ήταν η πρώτη φορά που ήρθα σε επαφή με τους πεινασμένους δρόμους. Σιγά-σιγά οι αναμνήσεις μου από εκείνο το βράδυ μετατράπηκαν σε εμμονή και πλέον, με κάθε δρομολόγιο που έκανα, έψαχνα να βρω σημάδια πως αυτά που είχα δει δεν ήταν παραισθήσεις ή προβολές ενός κουρασμένου μυαλού, ότι είχαν συμβεί πραγματικά.

  Σε ένα ποσοστό τα κατάφερα – είδα μπροστά μου νεκρά ζώα (λαγούς, γάτες και, σε μια περίπτωση, ένα ελάφι) να καταβροχθίζονται από την άσφαλτο, την πέτρα και το χώμα· είδα αιμάτινα ποτάμια και λίμνες να στερεύουν χωρίς να αφήνουν ίχνη· είδα δρόμους να χωρίζονται στα δύο μπροστά μου απότομα και, αφού τους απέφευγα τελευταία στιγμή, να ξανακλείνουν πίσω μου· είδα λακκούβες και βαθιά χαντάκια στο οδόστρωμα να αναπλάθονται μέσα σε μια νύχτα.

  Μπόρεσα να συνεχίσω να κάνω αυτή την δουλειά για επτά χρόνια ακόμα. Ήταν προφανές, καθώς περνούσαν ο καιρός, πως οι δρόμοι είχαν αντιληφθεί το ενδιαφέρον μου γι' αυτούς και πως δεν τους άρεσε. Τις νύχτες που έπεφτα να κοιμηθώ στο φορτηγό μου στριφογύριζα, σκεπτόμενος τους δρόμους ως έναν τιτάνιο ζωντανό οργανισμό, μια συλλογική νοημοσύνη που μάθαινε από τα λάθη της και οργάνωνε καλύτερα τις ενέδρες της, που παρακολουθούσε την κυκλοφορία και ξεχώριζε τα θηράματα, αλλά και τους κυνηγούς. Η γνώση μου για την απόκοσμη αυτή οντότητα αποτελούσε κίνδυνο για την ύπαρξή της – και, ως εκ τούτου, δεν θα με άφηνε να αποκαλύψω τα όσα ήξερα.
  Κάθε φορά που πεταγόταν μπροστά μου ένα ελάφι, κάθε φορά που οι δρόμοι μετασχηματίζονταν δημιουργώντας εμπόδια, κάθε φορά που απέφευγα κάποιον που είχε μπει στο αντίθετο ρεύμα και κατευθυνόταν πάνω μου – ήξερα πως όλα αυτά ήταν σταλμένα από την συνείδηση που εκτεινόταν σε κάθε σπιθαμή των ηπείρων μας. Αυτοκινητόδρομοι, λεωφόροι, στενά, χωματόδρομοι, μονοπάτια, όλοι είχαν βαλθεί να με εξοντώσουν.

  Το 2014 παρέδωσα το δίπλωμά μου και συνταξιοδοτήθηκα. Τους τελευταίους μήνες πριν την απόσυρσή μου είχα χάσει τον ύπνο μου: ονειρευόμουν πως το έδαφος του εκάστοτε πάρκινγκ στο οποίο είχα σταματήσει για ξεκούραση άνοιγε κάτω από το φορτηγό και με εγκλώβιζε στα σωθικά του, σαν μύγα παγιδευμένη σε διωναία.
  Μετακόμισα σε μια μικρή πόλη στην Νεβάδα, το Κάρλιν, και αγόρασα ποδήλατο για τις πιο μακρινές αποστάσεις, αν και πλέον προτιμώ να πηγαίνω οπουδήποτε με τα πόδια. Αποφεύγω τους δρόμους και στους συμπολίτες μου έχω γίνει γνωστός ως “ο παράξενος μεσήλικας που διασχίζει τα πεζοδρόμια κολλημένος στους φράχτες τους”.
  Δεν με νοιάζει· οι δρόμοι είναι παντού γύρω μας, περικυκλώνουν τα σπίτια και τις δουλειές μας, κυκλοφορούμε στα λαβυρινθώδη δίκτυά τους, τους χρησιμοποιούμε καθημερινά χωρίς να δίνουμε σημασία στην ύπαρξή τους, όπως δεν παρατηρούμε τα δέντρα ή τις κολώνες του ηλεκτρικού, θεωρούμε πως πάντα βρίσκονταν εκεί και πάντα θα βρίσκονται. Μπορούν να μας βοηθήσουν να φτάσουμε στον προορισμό μας ή να μας οδηγήσουν σε αδιέξοδο, μπορούν να μας υπηρετήσουν ή να γίνουμε τροφή τους. Οι δρόμοι μάς παρακολουθούν μέσα στην ατέρμονη σιωπή τους, υπολογίζοντας, δημιουργώντας παγίδες. Οι δρόμοι είναι παντού.
  Και, τελευταία, οι δρόμοι είναι ολοένα και πιο πεινασμένοι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου