Κύκλος 1 – Το Ρόδινο Του Ξυπνήματος
Ήταν χλωμή η πρώτη ακτίνα του ήλιου, που δειλά χάιδεψε τους Αγρούς.
Ήταν μικροσκοπικό το φυλλαράκι, το οποίο είχε ξετρυπώσει θαρραλέα από το παχύ χιόνι της Μεγάλης Νύχτας, που έστρεψε το βλέμμα του προς το αμυδρό λυκαυγές.
Η φύση αναθάρρησε και η Ζωή άνοιξε τα μάτια της, καθώς το στέμμα του ήλιου εμφανιζόταν πίσω από τα γκρίζα νέφη, βάφοντάς τα ρόδινα. Τα θηρία της Μεγάλης Νύχτας, αποκαμωμένα πια, έγειραν κάτω από τα χιονοστολισμένα δέντρα και ξεψύχησαν, έγιναν βορά των δασών και των λόγγων. Ρίζες και μίσχοι χόρεψαν στο πρώτο φως του Ξυπνήματος, λουλούδια άνοιξαν τα μάτια τους επιφυλακτικά και ατένισαν το λευκό που έδινε την θέση του σε έναν πολύχρωμο καμβά, δέντρα έψαλλαν με τα νεογέννητα φύλλα τους τον ερχομό μιας νέας εποχής· τα χιόνια έλιωσαν, δημιουργώντας ρυάκια, ποτάμια και λίμνες, και το κελαρυστό τραγούδι του κρυστάλλινου νερού αντήχησε στην Πλάση.
Η γη έτεκε τα παιδιά της, που τα κυοφορούσε στα σωθικά της όσο το σκοτάδι είχε σκεπάσει με το πέπλο του τα πάντα· πλάσματα της γης και του αέρα και του νερού ξεχύθηκαν στα δάση υμνώντας το Φως και την Ζωή και το Ξύπνημα.
Και τελευταία ήρθαν τα Παιδιά του Ξυπνήματος· αναδύθηκαν από το χώμα, στάθηκαν στους Αγρούς και θαύμασαν τα χρώματα και τις εικόνες που ξεδιπλώνονταν μπροστά τους, τον κόσμο που ήταν δικός τους να τον κατοικήσουν και να τον δουλέψουν και να τον χαρούν. Τα μάτια τους είχαν το χρώμα του πρώτου φωτός της αυγής και των χλωμών φύλλων των ρόδων, τα μαλλιά τους ήταν χρυσαφιά σαν τα στάχυα που έμελλαν να έρθουν, οι καρδιές τους ήταν λευκές σαν το χιόνι που έλιωνε και καθαρές σαν το κρυσταλλένιο νερό στο οποίο μετατρεπόταν. Πιάστηκαν χέρι-χέρι και κατευθύνθηκαν με τάξη προς τους Αγρούς· έφτιαξαν καταλύματα και καλύβες και καλλιέργησαν τα χωράφια, φυτεύοντας σπόρους και ποτίζοντας τα χώματά της.
Και οι Γιοι του Ερέβους ήταν μια σκιά ανάμνησης, ένα όνειρο κακό.
Κύκλος 2 – Το Σμαραγδί Του Θερισμού
Ο ήλιος δυνάμωσε και στάθηκε στα ουράνια, παρατηρώντας χαμογελαστός τους ιριδωτούς αγρούς, την χρωματική πανδαισία που απλωνόταν σε αυτή την γωνιά της Δημιουργίας. Ο ζωοδότης των Αγρών δεν είχε δει κανέναν άλλον κόσμο από τους άπειρους που κρέμονταν στα κλαδιά του Κοσμικού Δέντρου, αν και γνώριζε από τα όνειρά του πως υπήρχαν κι άλλες πλάσεις – η Γαία των Ανθρώπων στον Κορμό, η Κόλαση των Δαιμόνων στις Ρίζες, ο Παράδεισος των Αγγέλων στα Φύλλα. Και μυριάδες άλλοι, αμέτρητοι κόσμοι, ο καθένας τους με τους δικούς του φυσικούς νόμους και όλοι τους αναδυθέντες από το λίπασμα των πρωταρχικών άστρων, μονάδες που απάρτιζαν το σύνολο του Δέντρου. Δεν τον ένοιαζε – οι Αγροί ήταν ο πιο όμορφος κόσμος. Έριξε ξανά τις ακτίνες του με δύναμη στο χώμα και τα φυτά και τα νερά κι έπειτα στάθηκε και παρατήρησε την Ζωή που μυρμήγκιαζε από κάτω του.
Τα ζώα έτρεχαν στα δάση και τις κοιλάδες, τα πετούμενα άγγιζαν τα ουράνια κι έπεφταν με χάρη ξανά, τα ψάρια αναπηδούσαν από το υγρό βασίλειό τους για να μαζέψουν ηλιοστάλες. Τα δέντρα είχαν θεριέψει κι έστεκαν αγέρωχα και καταπράσινα, προστάτες για τα μικρά πλάσματα που κούρνιαζαν από κάτω τους. Πολύχρωμα λουλούδια μουρμούριζαν τραγούδια προς τον Πλάστη, τα πέταλά τους υψωμένα σαν χέρια ικετευτικά προς τον ήλιο.
Τα Παιδιά δούλευαν σκληρά στα χωράφια, ποτίζοντας με ιδρώτα και χαμόγελα το χώμα. Τα στάχυα που φρόντιζαν στέκονταν πιο ψηλά από τα ίδια, πράσινα και χρυσά, γεμάτα με τον λαχταριστό καρπό τους. Τα Παιδιά τα μεγάλωναν, τα θέριζαν και γεύονταν τον κόπο τους και μετά δημιουργούσαν τους δικούς τους Σπόρους, την γενιά που θα ερχόταν μετά από αυτούς. Η εποχή του Θερισμού ήρθε και πέρασε και τα χωράφια απέμειναν άδεια, με τα σωθικά τους έτοιμα να δεχτούν τους νέους τους κατοίκους με τον ερχομό του επόμενου Κύκλου.
Τα πρώτα σύννεφα φάνηκαν στον ορίζοντα – και οι Γιοι του Ερέβους αναδεύτηκαν μέσα στον μακρύ ύπνο τους.
Κύκλος 3 – Το Χρυσό Της Πτώσης
Η εποχή του Θερισμού πέρασε και ο ήλιος άρχισε να παίζει παιχνίδια με τα σύννεφα – κρυβόταν κι εμφανιζόταν ξανά, έραινε με τις θερμές του ακτίνες τους Αγρούς όλο και λιγότερο. Νέφη εμφανίστηκαν και άρχισαν να χορεύουν στον ουρανό, με επιδέξιους στροβιλισμούς και κινήσεις που τα πλάσματα της γης δεν είχαν ξαναδεί.
Τα δέντρα κουράστηκαν και δεν τραγουδούσαν πια – τα πράσινα φύλλα τους ωρίμασαν και χρύσισαν, μετατρέποντας την Πλάση σε ένα απαστράπτον κόσμημα που έλαμπε όταν ο ήλιος ξεμύτιζε ανάμεσα από τα σύννεφα. Τα πλάσματα της γης και του αέρα και του νερού κρύφτηκαν στις φωλιές τους, φοβισμένα από τον αέναο χορό των νεφών και τον βαρύ αέρα. Οι άνεμοι μετέφεραν ψιθύρους και υποσχέσεις της Μεγάλης Νύχτας και τα όνειρα της Ζωής ήταν όλο και πιο ταραγμένα, πιο λειψά, σαν κάτι να τρεφόταν από αυτά.
Τα Παιδιά του Ξυπνήματος έθαψαν τους Σπόρους τους στα άδεια χωράφια, προσευχήθηκαν να καρποφορήσουν και περίμεναν την ευλογία του ουρανού.
Και η ευλογία ήρθε· και οι Αγροί ευωδίασαν από την μυρωδιά του νοτισμένου χώματος. Η γη αναστέναξε ανακουφισμένη και ξεδίψασε, τα πλάσματα βγήκαν για μια τελευταία φορά από τις κρυψώνες τους για να δουν τα ποτάμια πλημμυρισμένα, την γη βαριά από την υγρασία, την ομίχλη να έχει τυλίξει τα πάντα. Η Μεγάλη Νύχτα και ο Ύπνος ήταν κοντά τους πια, μπορούσαν να το νιώσουν σε κάθε κύτταρο του κορμιού τους, σε κάθε θραύσμα ονείρου τους.
Και οι Γιοι του Ερέβους τανύστηκαν και άνοιξαν τα μάτια τους.
Και, όταν το πράσινο του τελευταίου φύλλου μετατράπηκε σε χρυσό και ασήμι, εκείνοι ήταν σχεδόν δίπλα τους, έτοιμοι να περπατήσουν για άλλη μια φορά στους Αγρούς.
Κύκλος 4 – Το Λευκό Του Ύπνου
Ήρθαν όταν το τελευταίο χρώμα του λυκόφωτος έδωσε την θέση του στο μουντό έρεβος της Μεγάλης Νύχτας.
Ήρθαν όταν το τελευταίο άλικο πέταλο των τριαντάφυλλων έπεσε στο νοτισμένο έδαφος.
Ήρθαν όταν οι λύκοι ξυπνούσαν από τον, δίχως όνειρα, ύπνο τους και όταν αλυχτούσαν προς τον άναστρο ουρανό.
Με κοφτερά δόντια και μάτια από αίμα, με γούνες λευκές και ρύγχη που έσταζαν, ήρθαν. Οι Νυχτοβάτες, οι Ονειροβόροι, οι Γιοι του Ερέβους – έπεσαν στα χωριά και τα χωράφια καταβροχθίζοντας, ξεριζώνοντας, φέρνοντας το τέλος των Εποχών στον Αγρό. Οι υλακές τους διαπερνούσαν τα δάση και τους λόγγους, ταξιδεύοντας καβάλα στον παγωμένο άνεμο. Τα στρεβλά τους πέλματα τσαλαπατούσαν τα μισοπεθαμένα φυτά που πάλευαν να πάρουν μια τελευταία ανάσα, τα μυτερά νύχια τους έγδερναν το κορμί της γης, ανασκάλευαν το έδαφος, ξερίζωναν βολβούς και ρίζες, κομμάτιαζαν τα πλάσματα του δάσους που έτρεχαν να ξεφύγουν από την μανία τους. Μπροστά στην λύσσα τους, η Ζωή λούφαξε βαθιά μέσα στο χώμα τρέμοντας.
Τα Παιδιά του Ξυπνήματος είχαν προετοιμαστεί για αυτή την στιγμή· τους περίμεναν στωικά, μπροστά στις καλύβες και στα καταλύματά τους, αγκαλιάζοντας το ένα το άλλο. Τους είδαν να ορμάνε μέσα από τα ρουμάνια κραυγάζοντας και γρυλίζοντας και γελώντας παρανοϊκά, με μυαλά τρελαμένα από την έξαψη του κυνηγιού, με ρύγχη που τρεμούλιαζαν από την προσμονή του χυμένου αίματος. Οι Νυχτοβάτες στάθηκαν στα δυο τους πόδια και ούρλιαξαν προς τον άδειο ουρανό, καθώς οι πρώτες νιφάδες χιονιού έστρωναν λευκό χαλί για να υποδεχτούν τον ερχομό τους. Ο αρχηγός τους, ένας μεγάλος αρσενικός με μάτια στο χρώμα της κόλασης, γέλασε στην θέα των ανυπεράσπιστων Παιδιών – κι αμέσως μετά έδωσε το έναυσμα για την επίθεση, για το τσιμπούσι, για τον εορτασμό της έλευσης της Νύχτας.
Και τα Παιδιά του Ξυπνήματος παρέμειναν ακίνητα, με τα μάτια κλειστά, με τις καρδιές τους γεμάτες φόβο και ανομολόγητη ελπίδα, προσευχόμενα στον Πλάστη τους οι Σπόροι τους να καρποφορούσαν όταν η Μεγάλη Νύχτα θα έφτανε στο τέλος της – διότι όλα είναι κύκλος, έναρξη και τέλος και έναρξη ξανά· διότι ακόμα και οι Γιοι του Ερέβους είναι πλάσματα που υπηρετούν τις Εποχές και το σχέδιο του Πλάστη του Αγρού· διότι για να επέλθει ξανά το Ρόδινο του Ξυπνήματος έπρεπε τα πάντα να καλυφθούν από το Λευκό του Ύπνου, η Ζωή να παραμείνει θαμμένη στο παγωμένο έδαφος και να αναπληρώσει τις δυνάμεις της, να βάψει με έντονα χρώματα τα πλάσματά της που κοιμούνταν και να ξεφυτρώσει πάλι κραυγάζοντας από χαρά όταν το πρώτο φως της αυγής θα χάιδευε τον Αγρό, να βλαστήσει διώχνοντας τα θηρία της Νύχτας που (κουρασμένα πια από την μεγάλη γιορτή) βαριανάσαιναν μισοαναίσθητα.
Και οι Κύκλοι θα ξεκινούσαν ξανά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου