στην τουαλέτα σκρολάροντας στο κινητό
της και διαβάζοντας οτιδήποτε
της τραβούσε το μάτι. Η ανάγνωση ποστ και σχολίων στο Facebook ήταν η αδυναμία της.
Εκείνο το απόγευμα είχε συμπληρώσει ήδη μισή ώρα στον πορσελάνινο θρόνο της και το δεξί της πόδι είχε αρχίσει να μουδιάζει.
Από το σαλόνι ακούγονταν σποραδικά βρισίδια και το ασταμάτητο κλικ κλικ του χειριστηρίου που βασάνιζε ο Πίτερ, καθώς πάλευε να περάσει την γαμωπίστα στο καινούργιο Assassin’s Creed.
«Ουφ», ξεφύσηξε μπαφιασμένη από τον χείμαρρο επίδειξης και δήθεν καλοπέρασης που είχε κατακλύσει τα social media.
Τράβηξε το καζανάκι και ένας κυριολεκτικός χείμαρρος παρέσυρε τους καρπούς του κόπου της. Από την αποχέτευση ακούστηκε ένας ήχος σαν ρέψιμο και από το σιφόνι του δαπέδου ξεπήδησε μια ανησυχητική ποσότητα νερού.
«Έι, Πιτ», είπε η Έμιλυ βλέποντας ανήσυχη το νερό να σχηματίζει μια μικρή λιμνούλα.
Καντήλια από το σαλόνι. Κάποιος μόλις είχε χάσει.
«Πιτ!» ξελαρυγγιάστηκε η κοπέλα.
«Τι θες, μωρέ;»
Τα βαριά βήματα του Πίτερ αντήχησαν σε όλο το διαμέρισμα.
«Έλα να δεις».
«Δεν παίζει. Τι κάνεις τόση ώρα εκεί μέσα;»
«Τι λες να κάνω; Χέζω. Έλα μέσα, βούλωσε το σιφόνι».
«Γαμώ το σπίτι μου», μουρμούρισε εκεινος.
Μπήκε στο μπάνιο διστακτικά, βέβαιος ότι η Έμιλυ του είχε σκαρώσει κάποια κακόγουστη φάρσα, παρόμοια με αυτές που συνήθιζε να της κάνει εκείνος.
«Μην ανησυχείς, δεν είμαι κάφρος σαν εσένα», τον καθησύχασε εκείνη – ο αξιολάτρευτος σύντροφός της φρόντιζε να της δίνει καθημερινές αναφορές κενώσεων δίχως να του το ζητάει.
Ο νεαρός έριξε μια αδιάφορη ματιά στο σιφόνι κι έβγαλε το πόρισμα του ειδικού:
«Ε, θα έχει γεμίσει τρίχες πάλι. Αφού μαδάς».
«Ναι, κι εσένα σου πέφτουν τα δόντια στον νιπτήρα», αντέδρασε η Έμιλυ.
«Μια φορά έγινε αυτό!» διαμαρτυρήθηκε ο Πίτερ με την σειρά του. «Το λες σαν να χάνω ένα δόντι κάθε δυο μέρες».
«Τέλος πάντων, δεν μπορούμε να το αφήσουμε έτσι. Να το καθαρίσουμε».
«Αποκλείεται», είπε με σιχασιά εκεινος. «Δεν έχω καμία όρεξη να μαζεύω τις τρίχες σου. Θα καλέσουμε υδραυλικό».
«Και να πετάξουμε έτσι πενήντα δολάρια;»
«Αν θες χώσε εσύ το χέρι σου στην αποχέτευση. Πρόσεχε μην βρεις κάνα δόντι μου όμως».
Η Έμιλυ το ξανασκέφτηκε.
«Καλά, ας καλέσουμε υδραυλικό», είπε παραιτημένα.
Ο υδραυλικός, ένας κεφάτος παχουλός τύπος με πλατιά γυαλιά μυωπίας και ακόμα πλατύτερο χαμόγελο, πήγε γραμμή προς την βιβλιοθήκη του Πίτερ όπου υπήρχαν αραδιασμένες καμιά τριανταριά Funko Pop φιγούρες από χαρακτήρες της Marvel. Ο Πίτερ και η Έμιλυ αντάλλαξαν ένα βλέμμα που περιείχε ίσες ποσότητες απορίας κι ευθυμίας.
«Πω, έχεις πολύ ωραία συλλογή, μάγκα μου», σφύριξε με θαυμασμό ο τύπος.
«Καλή είναι», μουρμούρισε στα χαμένα ο Πίτερ και, μετά απ' αυτό, τα χείλη του σφάλισαν.
Η Έμιλυ ανέλαβε τα ηνία, αφού ήταν φανερό ότι το έτερόν της ήμισυ είχε ήδη χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Αφού συστήθηκαν (ο άνδρας ονομαζόταν Μπομπ και ο αναπόφευκτος συνειρμός έκανε την κοπέλα να συγκρατήσει με δυσκολία το γέλιο της) το ζευγάρι οδήγησε τον μάστορα στο μπάνιο.
Η πετσέτα που είχαν τοποθετήσει πάνω από το σιφόνι ήταν μούσκεμα. Ο Μπομπ την μάζεψε, άνοιξε την βρύση του νιπτήρα και άφησε ένα μακρόσυρτο ‘χμμμ’ όταν μια νέα λιμνούλα σχηματίστηκε στο πάτωμα.
«Έχει βουλώσει το σιφόνι», πιστοποίησε.
«Ποιος να το έλεγε», σχολίασε ο Πίτερ.
Η ειρωνεία του πέρασε ξυστά από τον Μπομπ.
«Ναι, βέβαια. Κοιτάτε: το σιφόνι ουσιαστικά ενώνει τις τρεις σωλήνες του μπάνιου (του ντους, του νιπτήρα και του πλυντηρίου) και στέλνει τα νερά στην κεντρική αποχέτευση. Είναι πολύ σύνηθες το να βουλώνει, κυρίως από τρίχες, χνούδια, σαπούνια και τα ρέστα. Αν κι έχω πετύχει κι άλλα πράγματα εκεί μέσα».
«Δηλαδή;» ρώτησε η Έμιλυ.
«Τσιμπιδάκια, σκουλαρίκια, βέρες, διάφορες τέτοιες μαλακίες. Κολλάνε όλα πάνω στις τρίχες και σχηματίζουν έναν όγκο που εμποδίζει το νερό να κυλήσει. Γι’ αυτό και υπερχειλίζει το σιφόνι».
«Δόντια;» εξέφρασε την απορία του ο Πίτερ.
«Αμέ, κι από δαύτα. Κυρίως νεογιλά, αλλά μου έχει τύχει να βρω και μισή μασέλα. Μάλλον κάποιος κακομοίρης φτερνίστηκε την χειρότερη στιγμή στο χειρότερο σημείο. Μπρρρ», αποκρίθηκε ριγώντας.
Έσκυψε αφήνοντας ένα αγκομαχητό και μισή κωλοχαράδρα να φανεί από το τζιν του.
«Το λοιπόν, η δουλειά δεν θα γίνει μόνη της».
Άνοιξε το καπάκι και η μπόχα της αποχέτευσης τούς τρύπησε τα ρουθούνια.
«Πάω να πλύνω τα πιάτα», είπε ξεψυχισμένα ο Πίτερ ο οποίος δεν είχε πλησιάσει ποτέ του τον νεροχύτη και γενικά ήταν θαύμα το ότι θυμόταν κατά που πέφτει η κουζίνα.
Ο υδραυλικός χάρισε ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο στην Έμιλυ.
«Αυτή η δουλειά είναι για γερά στομάχια», σχολίασε. «Και μύτες, βέβαια».
Η Έμιλυ δεν διαφώνησε· από το ανοιχτό σιφόνι ερχόταν μια βαριά οσμή υγρασίας, μούχλας και σκατού.
«Κοίτα, κοπελιά, δεν είσαι υποχρεωμένη να βρίσκεσαι εδώ. Δεν είναι ότι με βοηθάς κιόλας, περισσότερο εμπόδιο μού είσαι».
«Δόξα τω Θεώ», είπε ανακουφισμένη η Έμιλυ και πήγε να βρει τον Πιτ, ο οποίος είχε θρονιαστεί στον καναπέ και μάλλον χάζευε κώλους στο Instagram.
«Και τώρα οι δυο μας», είπε ο Μπομπ, με κέφι αταίριαστο με την φύση της δουλειάς του, και φόρεσε τα γάντια του.
Έχωσε το χέρι του στην τρύπα του σιφονιού σιγοσφυρίζοντας και ψαχούλεψε. Τα ακροδάχτυλά του ακούμπησαν το αναμενόμενο εμπόδιο: την μάζα από τρίχες και χνούδια που ο φίλος του ο Μπιλ (που είχε είκοσι χρόνια εμπειρίας στην πλάτη του) αποκαλούσε ‘τεράτωμα του βόθρου’. Το όνομα και μόνο ήταν ικανό να κάνει τα πιο ευαίσθητα στομάχια να ανακατευτούν, όμως και η εμφάνιση συνήθως ήταν εφάμιλλη του χαρακτηρισμού – συμπαγείς αηδιαστικές μάζες από ανθρώπινα απόβλητα που έζεχναν.
Άρπαξε γερά το εμπόδιο και το τράβηξε έξω με δύναμη· ένα παχύ συνονθύλευμα από μακριές τρίχες έκανε την εμφάνισή του από την αποχέτευση αργά κι εμφατικά, σαν διασημότητα που ανεβαίνει στην σκηνή μέσα από κρυφή καταπακτή. Ο υδραυλικός τραγουδούσε το ‘You Can Leave Your Hat On’ του Τζο Κόκερ, μια μουσική επιλογή που θα προξενούσε εύλογο σάστισμα σε όποιον το άκουγε, ειδικά σε μια τέτοια περίσταση.
Συνοφρυώθηκε καθώς το ξένο αντικείμενο δεν έμοιαζε να έχει τελειωμό. Τραβούσε και τραβούσε και πλέον το μήκος του θύμιζε πλεξούδα.
«Μωρή Ραπουνζέλ», είπε φουρκισμένος και έβαλε ακόμα περισσότερη δύναμη. Κάτι γκρίζο αχνοφάνηκε μέσα στο μαύρο των τριχών.
Δόντια. Ο υδραυλικός ανατρίχιασε ξανά· αν υπήρχε κάτι που του προξενούσε αδικαιολόγητο τρέμουλο αυτό ήταν τα δόντια.
Μέσα στην υγρή μάζα ξεχώριζαν δύο γομφίοι, ο ένας δίπλα στον άλλον. Ο άντρας μισόκλεισε τα μάτια του καθώς διέκρινε και κάτι άλλο, κάτι που δεν του είχε ξανατύχει: ένα κομμάτι σάρκας, σαν ούλο, που πάνω του ήταν καρφωμένα τα δόντια.
«Τι σκατά», μονολόγησε και η καλή του διάθεση εξανεμίστηκε· παρόλα αυτά συνέχισε να βγάζει το παράλογα μακρύ τεράτωμα από τον βόθρο.
Επιτέλους, μετά από λίγο, η πλεξούδα έφτασε στο τέλος της, αν και αυτό που αντίκρισε δεν τον χαροποίησε ιδιαίτερα – οι ρίζες των τριχών κατέληγαν σε έναν κρεάτινο σβώλο στο μέγεθος καρυδιού. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ο υδραυλικός αναγούλιασε. Απίθωσε το σιχαμερό πράγμα στο πάτωμα και ορκίστηκε να κάψει τα γάντια του όταν ξεμπέρδευε με αυτό το χάλι.
Στην αρχή δεν κατάλαβε τι συνέβη· έπειτα είδε τις τρίχες να τυλίγονται σφιχτά γύρω από τα δάχτυλά του και να τον γραπώνουν. Παρόλα αυτά το μυαλό του αρνήθηκε να δεχτεί τα όσα έβλεπαν τα μάτια του, τουλάχιστον έως ότου τα δόντια του τερατώματος βυθίστηκαν στην παλάμη του.
«Έι!» διαμαρτυρήθηκε, μιας και ο εγκέφαλός του δεν είχε βρει ακόμα την κατάλληλη αντίδραση για μια τέτοια συνθήκη.
Οι τρίχες σφίχτηκαν ακόμα περισσότερο στα δάχτυλά του, μειώνοντας την ροή του αίματος· η μάζα μετακινήθηκε προς τον καρπό του, με το σάρκινο καρύδι να σέρνεται πάνω στο δέρμα του. Κι άλλα δόντια αποκαλύφθηκαν, σχηματίζοντας μια υποτυπώδη αλλά φρικαλέα οδοντοστοιχία. Με την καρδιά του να βροντοχτυπά, ο Μπομπ άφησε μια κραυγή καθώς οι κυνόδοντες έσκιζαν το δέρμα του και το τεράτωμα του βόθρου (γαμημένε Μπιλ που είχες επινοήσει ένα τέτοιο όνομα!) ανέβηκε στο μπράτσο του. Ο υδραυλικός έκανε ένα βήμα προς τα πίσω, γλίστρησε από την ταραχή του κι έπεσε στο πάτωμα παρασέρνοντας μαζί του ένα στοματικό διάλυμα και την κεραμική θήκη με τις οδοντόβουρτσες. Βήματα αντήχησαν από το σαλόνι, συνοδευόμενα από μερικά χαμηλόφωνα βρισίδια του Πίτερ.
«Πάρτε το από πάνω μου!» τσίριξε όσο η σαρκο-τριχο-οδοντόμαζα τυλιγόταν γύρω από τον λαιμό του. Στα ρουθούνια του ήρθε ακόμα πιο έντονη η μυρωδιά κοπράνων και μούχλας, η αποφορά του υπονόμου μέσα στον οποίο είχε γεννηθεί αυτό το έκτρωμα.
Η στριγκλιά της Έμιλυ ακούστηκε από χίλια μίλια μακριά, παρόλο που στεκόταν στην είσοδο του μικρού μπάνιου. Πίσω της ο Πίτερ παρατηρούσε με γουρλωμένα μάτια τον Μπομπ που ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο πάτωμα και πάλευε με... μα τι στον διάολο ήταν αυτό;
Ο υδραυλικός προσπάθησε να ψελλίσει κάτι, οτιδήποτε, αλλά το τεράτωμα τον έπνιγε· τα δόντια είχαν γαντζωθεί από το σαγόνι του, οι τρίχες πίεζαν τον λαιμό του.
«Τι είναι αυτό, ρε; Μας κάνει πλάκα;» άκουσε την αγχωμένη φωνή του Πίτερ κι έκανε άλλη μια απέλπιδα προσπάθεια να ζητήσει βοήθεια, να εξηγήσει ότι όλο αυτό δεν ήταν αστείο, όχι βέβαια, αλλά αυτ-
Το σάρκινο καρύδι χώθηκε στο στόμα του και κατέβηκε στο λαρύγγι του φράζοντάς το· ο άντρας τινάχτηκε απεγνωσμένα όσο το νεαρό ζευγάρι παρακολουθούσε παγωμένο.
«Βοήθησέ τον!» φώναξε η κοπέλα στα πρόθυρα της υστερίας, όμως ο Πίτερ δεν είχε καμία διάθεση να πλησιάσει τον άτυχο υδραυλικό που χτυπιόταν με την μούρη του μελανιασμένη.
Η Έμιλυ άρπαξε την σκούπα και σκούντησε ελαφρά τον Μπομπ στον ώμο· εκείνος της έριξε ένα θολό βλέμμα όλο παραίτηση. Το στήθος του τρανταζόταν από τον επιθανάτιο ρόγχο του.
Όταν το κορμί του υδραυλικού σταμάτησε να κινείται, το σίχαμα βγήκε με την ησυχία του από τον λαιμό του θύματός του και στάθηκε απέναντι από την Έμιλυ και τον Πίτερ (που είχαν κοκαλώσει από την φρίκη), σαν να τους ζύγιζε. Τρεμούλιαζε και παλλόταν, ένας όγκος από τρίχες, σάρκα και δόντια που είχε έρθει στον κόσμο από το σιφόνι μιας αποχέτευσης, σε μια παρωδία γέννησης που έμοιαζε να βγάζει την γλώσσα στην πραγματικότητα και την λογική. Όπως όλα τα νεογέννητα αναζητούσε τους γονείς του, αυτούς από τους οποίους είχαν προέλθει τα δομικά συστατικά της ύπαρξής του.
Και μόλις τους είχε βρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου