«Το ξέρεις πως το μέτωπό σου είναι κατακόκκινο;»
Η Παμ σήκωσε το βλέμμα της και είδε το γνώριμο πρόσωπο του Ρόμπι να της χαμογελάει.
Η Παμ σήκωσε το βλέμμα της και είδε το γνώριμο πρόσωπο του Ρόμπι να της χαμογελάει.
«Φαγούρα», του εξήγησε και, σαν να ήθελε να αποδείξει τα λόγια της, έτριψε το δέρμα κοντά στις ρίζες των μαλλιών της.
«Χμ, ελπίζω να μην κόλλησες καμιά δερματική ασθένεια στις εξωτικές διακοπές σου», συνέχισε να την πειράζει ο συνάδελφός της.
«Έλα ρε, άσε με», παραπονέθηκε παιχνιδιάρικα η Παμ και έξυσε πάλι το κεφάλι της.
«Δεν μου είπες, πώς ήταν η Νέα Ζηλανδία;» άλλαξε θέμα ο Ρόμπι, αν και το βλέμμα του συνέχισε να πηγαινοέρχεται στο ερεθισμένο δέρμα της κοπέλας.
«Πολύ ωραία! Θυμάσαι όλα αυτά τα τοπία που έβλεπες στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών;»
«Εννοείται.»
«Χμ, ελπίζω να μην κόλλησες καμιά δερματική ασθένεια στις εξωτικές διακοπές σου», συνέχισε να την πειράζει ο συνάδελφός της.
«Έλα ρε, άσε με», παραπονέθηκε παιχνιδιάρικα η Παμ και έξυσε πάλι το κεφάλι της.
«Δεν μου είπες, πώς ήταν η Νέα Ζηλανδία;» άλλαξε θέμα ο Ρόμπι, αν και το βλέμμα του συνέχισε να πηγαινοέρχεται στο ερεθισμένο δέρμα της κοπέλας.
«Πολύ ωραία! Θυμάσαι όλα αυτά τα τοπία που έβλεπες στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών;»
«Εννοείται.»
«Ε, δεν τα είδα όλα αυτά γιατί, κατά κύριο λόγο, έμενα στο Χάμιλτον. Πήγα όμως στο Χόμπιτον. Θα σου δείξω φωτογραφίες στο διάλειμμα. Α, και σε ένα ωραίο δασικό πάρκο που λεγόταν Πιρόνγκια ή κάπως έτσι.»
«Καλή φάση. Βέβαια, αυτό που θα ήθελα να μάθω είναι ποιος πάει διακοπές τον Οκτώβριο.»
«Εκεί είναι άνοιξη, ξέρεις.»
«Αμέ, αμέ», είπε χαμογελαστός ο Ρόμπι και μετά έριξε ένα ανήσυχο βλέμμα πίσω του. «Πάω να συνεχίσω τη δουλειά μου γιατί ο Άντερσον έχει έρθει με πολύ κακή διάθεση σήμερα. Τα λέμε μετά.»
Ο νεαρός άντρας έριξε μια τελευταία ματιά στο μέτωπο της κοπέλας – από το ξύσιμο το κοκκίνισμα είχε γίνει πιο έντονο. Του φάνηκε πως άρχιζε να μοιάζει με εξάνθημα.
***
Η καταραμένη φαγούρα δεν την άφησε σε ησυχία όλη την μέρα. Μέχρι να της το αναφέρει ο Ρόμπι, η Παμ δεν το είχε καν παρατηρήσει· έξυνε ασυναίσθητα το σημείο όσο προσπαθούσε να βάλει τάξη στο χάος που την περίμενε κατά την επιστροφή της στο γραφείο. Μόνο μετά τον σύντομο διάλογό τους συνειδητοποίησε ότι το κεφάλι της την έκαιγε. Πήγε στο μπάνιο κι έριξε λίγο νερό όμως δεν είδε καμία διαφορά· μετά από λίγο δοκίμασε να καθαρίσει το σημείο με λίγο σαπούνι και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Έβαλε ακόμα και αντισηπτικό για την περίπτωση που την είχε τσιμπήσει κάποιο κουνούπι, όμως η φαγούρα δεν έλεγε να σταματήσει. Όσο οι λεπτοδείκτες αργοσέρνονταν προς τις πέντε το απόγευμα, η Παμ ένιωθε το δέρμα της να ερεθίζεται όλο και πιο πολύ. Στον χαιρετισμό του Ρόμπι κατά το σχόλασμα, η κοπέλα απάντησε με μισόλογα.
Έφτασε σπίτι της, γδύθηκε και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη για να παρατηρήσει με την ησυχία της το μέτωπό της· ένιωσε ένα τσίμπημα ανησυχίας καθώς είδε ένα μεγάλο κοκκινωπό εξάνθημα να έχει δημιουργηθεί σχεδόν στο κέντρο του μετώπου της, στις ρίζες των μαλλιών της. Το ακούμπησε προσεκτικά όμως, πέρα από το ασταμάτητο αίσθημα κνησμού, δεν αντιλήφθηκε τίποτα άλλο. Έπλυνε καλά το σημείο με σαπουνάδα και μπόλικο νερό, έβαλε λίγη Μπεπανθόλ που είχε στο ψυγείο για τα εγκαύματα (κάθε φορά που έκανε ηλιοθεραπεία είχε την τάση να ξεχνιέται και να ξεροψήνεται) κι έπειτα ξάπλωσε στον καναπέ της εξουθενωμένη. Η φαγούρα ελαττώθηκε κάπως κι έτσι κατάφερε να αποκοιμηθεί.
***
Ξύπνησε μέσα σε απόλυτο σκοτάδι και με μια ανυπόφορη αίσθηση καψίματος στο κεφάλι της. Έτριψε με μανία το μέτωπό της κι ένιωσε το δέρμα της να ξεφλουδίζει. Όσο ήταν στη Νέα Ζηλανδία δεν είχε κάνει καθόλου μπάνια ή ηλιοθεραπεία, όμως δεν μπορούσε να απορρίψει την πιθανότητα να είχε καεί – άλλωστε όλη την μέρα έκοβε βόλτες στα διάφορα αξιοθέατα κι ο ήλιος δεν αστειευόταν. Τα λόγια του Ρόμπι
(“ελπίζω να μην κόλλησες καμιά δερματική ασθένεια ”)
πέρασαν από το μυαλό της για να πουν ένα γεια αλλά τελικά εγκαταστάθηκαν για τα καλά.
Κατευθύνθηκε προς το μπάνιο παραπατώντας ζαλισμένη κι έριξε μια ακόμα ματιά στο είδωλό της. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά καθώς διαπίστωνε ότι το εξάνθημα είχε μεγαλώσει ακόμα περισσότερο – τώρα κάλυπτε σχεδόν όλο το μέτωπο, ένα κατακόκκινο έκζεμα γεμάτο μικροσκοπικές φουσκάλες. Το έξυσε απελπισμένη κι ένιωσε στιγμιαία ανακούφιση, αν και η ανησυχία της δεν καταλάγιασε.
Επέστρεψε στο σαλόνι με το θερμόμετρο και ένα κουτί Τιλενόλ αγκαλιά· ένιωθε το κορμί της να καίει και τις αρθρώσεις της να πονάνε. Σκατά, μάλλον είχε κολλήσει κάτι στις διακοπές της και αυτό το κάτι είχε αποφασίσει να εμφανιστεί τώρα που είχε επιστρέψει σπίτι. Ήδη ο κύριος Άντερσον, ο προϊστάμενός της, την έβλεπε με μισό μάτι – τώρα η Παμ θα του έδινε έναν ακόμα λόγο να προσθέσει μερικά ακόμα τσουχτερά σχόλια στην ετήσια αξιολόγησή της. Ήλπιζε τουλάχιστον να μην έβγαινε αληθινός ο Ρόμπι.
Το θερμόμετρο σταμάτησε στο 38.4º κι η Παμ πήρε ένα αντιπυρετικό ελπίζοντας ότι θα έκανε δουλειά· έπειτα άνοιξε την τηλεόραση και προσπάθησε να ξεχαστεί κάνοντας ζάπινγκ και ξύνοντας το δέρμα της ακατάπαυστα. Για αρκετή ώρα κατάφερε να αγνοήσει την παρόρμηση να ψάξει στο ίντερνετ για τα συμπτώματά της και τις πιθανές αιτίες τους, όμως τελικά δεν το απέφυγε. Πληκτρολόγησε ‘Νέα Ζηλανδία ασθένειες’ και το Google της επέστρεψε 202 εκατομμύρια αποτελέσματα.
Μετά από αρκετό σερφάρισμα, το μάτι της έπεσε σε ένα άρθρο για κάποιον μύκητα που ονομαζόταν Ophiocordyceps unilateralis, ένα παράσιτο που αναπτυσσόταν μέσα στα μυρμήγκια των δασών της Βραζιλίας και αποκτούσε τον πλήρη ελέγχό τους μετατρέποντάς τα σε αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούσαν (με ελαφρώς σπασικλίδικη διάθεση) ‘μυρμήγκια-ζόμπι’. Η Παμ διάβασε τις πρώτες δύο γραμμές και έκλεισε την σελίδα.
«Ούτε καν», μονολόγησε.
Δεν θα περνούσε το βράδυ της διερωτώμενη αν είχε προσβληθεί από το unila-τέτοιο. Εξάλλου αυτός ο μύκητας ευδοκιμούσε στην Νότια Αμερική.
Ο Ρόμπι τής έστειλε μήνυμα κατά τις εννέα το βράδυ ρωτώντας την πώς ήταν· η Παμ, που δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη για κοινωνικοποίηση, του απάντησε ότι είχε λίγα δέκατα και πως ίσως να μην πήγαινε στην δουλειά αύριο. Το τελευταίο μήνυμα του Ρόμπι, που της ευχόταν περαστικά, το άφησε αναπάντητο. Πήρε άλλο ένα αναλγητικό και μετά βυθίστηκε σε έναν ανήσυχο ύπνο γεμάτο εφιάλτες.
Ο ήχος που έκαναν τα νύχια της καθώς έξυναν το μέτωπό της την επανέφερε από το βασίλειο του Μορφέα. Μονολόγησε κάτι ακατάληπτο και, παρόλο που ψηνόταν στον πυρετό και ζαλιζόταν, σηκώθηκε μουγκρίζοντας και κατευθύνθηκε ξανά προς το μπάνιο με βαριά, θυμωμένα βήματα. Αυτή την φορά δεν στάθηκε στο χάλι που αντίκριζε στον καθρέφτη, ούτε ασχολήθηκε με το σκασμένο δέρμα που είχε δημιουργήσει μια οριζόντια τομή στο σημείο που ξεκινούσε το τριχωτό της κεφαλής της. Η Παμ άνοιξε το φαρμακείο απελπισμένη και, μέσα στην πυρετώδη παραζάλη της, έψαξε να βρει οτιδήποτε (έστω ένα γυαλόχαρτο) που θα την βοηθούσε να ανακουφιστεί από την γαμημένη φαγούρα. Τίποτα. Άφησε μια κραυγή απόγνωσης και άρπαξε με τα ακροδάχτυλά της ένα κομμάτι σάρκας που είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει. Το τράβηξε αργά και ο κνησμός της επιτέλους καταπραΰνθηκε· το ξαλάφρωμα που ένιωσε ήταν σχεδόν ηδονικό. Συνέχισε να αφαιρεί την λωρίδα δέρματος ανέκφραστη, σαν κάποιος άλλος να είχε αναλάβει τα ηνία του κορμιού της, αδιαφορώντας για την σκίσιμο που σχηματιζόταν στο πρόσωπό της, έως ότου αυτή κατέληξε στο σαγόνι της. Τώρα, μια κάθετη ουλή, σαν βαθιά χαρακιά, διέτρεχε το πρόσωπό της αποκαλύπτοντας το κρέας που κρυβόταν κάτω από το δέρμα – παρόλα αυτά δεν ένιωθε καθόλου πόνο, μόνο γλυκιά ανακούφιση. Αναρωτήθηκε αμυδρά αν έπρεπε να βάλει κάτι στην πληγή της όμως το μουδιασμένο της μυαλό αρνήθηκε να συνεργαστεί. Παρέμεινε ακίνητη μπροστά στον καθρέφτη, με τον νου της απόντα, για σχεδόν μισή ώρα· έπειτα επέστρεψε στο σαλόνι κι έκατσε μπροστά στην τηλεόραση, παρακολουθώντας με κενό βλέμμα διαφημίσεις για τάπερ και αποχυμωτές.
Προς μεγάλη δυστυχία της Παμ, η φαγούρα δεν την άφησε. Ο πυρετός ανέβαινε συνέχεια, σαν το σώμα της να προσπαθούσε να πολεμήσει έναν άγνωστο, αόρατο εχθρό που παραμόνευε μέσα της. Την τελευταία φορά που έβαλε θερμόμετρο η ψηφιακή ένδειξη σταμάτησε στο παράλογο 43.6º – μετά από αυτό το γεγονός η ζωή της κοπέλας μετατράπηκε σε έναν ονειρικό, απόκοσμο παροξυσμό. Ο μόνος τρόπος να απαλύνει το φρικτό αίσθημα κνησμού ήταν να σκίζει το φαγωμένο δέρμα της σε λωρίδες και να τις αφαιρεί με λυγμούς. Ο νιπτήρας της γέμισε με μακρόστενα κομμάτια πέτσας, καλώντας μύγες από το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στον φωταγωγό, και η αποφορά της χαλασμένης σάρκας πλημμύρισε το μικρό διαμέρισμα.
Τα μηνύματα του Ρόμπι παρέμειναν δίχως απάντηση για τις επόμενες δύο ημέρες· το ίδιο και τα τηλεφωνήματα του προϊσταμένου της, ο οποίος την έψαχνε εξοργισμένος. Τελικά, ο νεαρός συνάδελφός της (που ήταν τσιμπημένος μαζί της εδώ και έξι μήνες) αποφάσισε να την επισκεφτεί στο σπίτι της για να δει αν ήταν καλά και αν χρειαζόταν κάτι. Πέρασαν τρία λεπτά αφότου χτύπησε το κουδούνι της μέχρι να ακούσει τα σερνάμενα βήματά της να πλησιάζουν την πόρτα.
«Παμ; Εγώ είμαι, ο Ρόμπι.»
Η φωνή της ήταν αγνώριστη· ήταν αλλοιωμένη και βραχνή.
«Τι θες;»
«Ήρθα να δω αν είσαι καλά. Δεν ήξερα αν ήθελες κάτι, έτσι σου έφερα μερικές σοκολάτες. Άντερσον είναι έξαλλος, να ξέρεις.»
Σιωπή. Ο Ρόμπι άρχισε να νιώθει αμήχανα.
«Παμ;»
«Καλά είμαι.»
«Το εξάνθημα σού πέρασε;»
«Ναι. Είμαι καλύτερα τώρα.»
«Θες να μου ανοίξεις να σου αφήσω τα γλυκά;»
Η πόρτα μισάνοιξε και μια γλυκερή, αναγουλιαστική μυρωδιά τρύπωσε στην μύτη του νεαρού, ενώ ένα απόμακρο βουητό αντήχησε από τα βάθη του θεοσκότεινου διαμερίσματος. Πλημμυρισμένος ξαφνικά από αμφιβολίες για την απόφασή του να την επισκεφτεί, ο Ρόμπι δίστασε· έπειτα η πόρτα άνοιξε λίγο ακόμα και το πράγμα που ήταν κάποτε η Παμ στάθηκε μπροστά του. Ο άντρας πισωπάτησε φρικιασμένος, η σακούλα που κρατούσε έπεσε στο πάτωμα και τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν.
«Τι...» κλαψούρισε, ανήμπορος να συνειδητοποιήσει τι έβλεπε.
Όλη η επιδερμίδα από το κεφάλι της Παμ έλειπε, αφήνοντας σε κοινή θέα την υγρή κόκκινη μάζα των μυών της· οι κόγχες των ματιών της ήταν άδειες, στην θέση της μύτης της υπήρχαν δύο σκουρόχρωμα αυλάκια, τα δόντια της είχαν πέσει – τίποτα πάνω της δεν θύμιζε την κοπέλα με την οποία αστειευόταν στα διαλείμματά τους.
Το πράγμα έσυρε τα πόδια του προς το μέρος του Ρόμπι και, στο χαμηλό φως του διαδρόμου, ο νεαρός παρατήρησε ότι από το γυμνό κορμί του έλειπαν μακρόστενα κομμάτια δέρματος κάνοντας το να μοιάζει με φρικιαστική παρωδία ζέβρας.
Τα βήματα του πλάσματος ήταν ασταθή, τα χέρια του αργοσάλευαν· οι κινήσεις του ήταν σπασμωδικές, αβέβαιες, σαν να προσπαθούσε να μάθει να τα ελέγχει από την αρχή. Ο άντρας άφησε μια κραυγή τρόμου καθώς το αόμματο πρόσωπο στράφηκε προς το μέρος του.
«Σε βλέπω», του είπε με βαθιά λαρυγγώδη φωνή. «Ψάχνεις άδικα. Το θηλυκό δεν είναι πια εδώ.»
Ο ήχος του ραγίσματος από το κρανίο της Παμ ήταν ικανός να οδηγήσει τον Ρόμπι στην τρέλα – έκανε μεταβολή και το έβαλε στα πόδια ουρλιάζοντας. Το τελευταίο που θυμόταν από εκείνο το βδέλυγμα ήταν κάτι να αναδεύεται πίσω από τις άδειες κόγχες του, σαν αυτό που είχε ενδυθεί την σάρκα της κοπέλας να πάλευε να γεννηθεί – και, ευτυχώς για εκείνον, δεν πρόλαβε να δει το φαιό ασκοκάρπιο που αναδύθηκε από το άνοιγμα του κεφαλιού της.
Επέστρεψε στο σαλόνι με το θερμόμετρο και ένα κουτί Τιλενόλ αγκαλιά· ένιωθε το κορμί της να καίει και τις αρθρώσεις της να πονάνε. Σκατά, μάλλον είχε κολλήσει κάτι στις διακοπές της και αυτό το κάτι είχε αποφασίσει να εμφανιστεί τώρα που είχε επιστρέψει σπίτι. Ήδη ο κύριος Άντερσον, ο προϊστάμενός της, την έβλεπε με μισό μάτι – τώρα η Παμ θα του έδινε έναν ακόμα λόγο να προσθέσει μερικά ακόμα τσουχτερά σχόλια στην ετήσια αξιολόγησή της. Ήλπιζε τουλάχιστον να μην έβγαινε αληθινός ο Ρόμπι.
Το θερμόμετρο σταμάτησε στο 38.4º κι η Παμ πήρε ένα αντιπυρετικό ελπίζοντας ότι θα έκανε δουλειά· έπειτα άνοιξε την τηλεόραση και προσπάθησε να ξεχαστεί κάνοντας ζάπινγκ και ξύνοντας το δέρμα της ακατάπαυστα. Για αρκετή ώρα κατάφερε να αγνοήσει την παρόρμηση να ψάξει στο ίντερνετ για τα συμπτώματά της και τις πιθανές αιτίες τους, όμως τελικά δεν το απέφυγε. Πληκτρολόγησε ‘Νέα Ζηλανδία ασθένειες’ και το Google της επέστρεψε 202 εκατομμύρια αποτελέσματα.
Μετά από αρκετό σερφάρισμα, το μάτι της έπεσε σε ένα άρθρο για κάποιον μύκητα που ονομαζόταν Ophiocordyceps unilateralis, ένα παράσιτο που αναπτυσσόταν μέσα στα μυρμήγκια των δασών της Βραζιλίας και αποκτούσε τον πλήρη ελέγχό τους μετατρέποντάς τα σε αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούσαν (με ελαφρώς σπασικλίδικη διάθεση) ‘μυρμήγκια-ζόμπι’. Η Παμ διάβασε τις πρώτες δύο γραμμές και έκλεισε την σελίδα.
«Ούτε καν», μονολόγησε.
Δεν θα περνούσε το βράδυ της διερωτώμενη αν είχε προσβληθεί από το unila-τέτοιο. Εξάλλου αυτός ο μύκητας ευδοκιμούσε στην Νότια Αμερική.
Ο Ρόμπι τής έστειλε μήνυμα κατά τις εννέα το βράδυ ρωτώντας την πώς ήταν· η Παμ, που δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη για κοινωνικοποίηση, του απάντησε ότι είχε λίγα δέκατα και πως ίσως να μην πήγαινε στην δουλειά αύριο. Το τελευταίο μήνυμα του Ρόμπι, που της ευχόταν περαστικά, το άφησε αναπάντητο. Πήρε άλλο ένα αναλγητικό και μετά βυθίστηκε σε έναν ανήσυχο ύπνο γεμάτο εφιάλτες.
Ο ήχος που έκαναν τα νύχια της καθώς έξυναν το μέτωπό της την επανέφερε από το βασίλειο του Μορφέα. Μονολόγησε κάτι ακατάληπτο και, παρόλο που ψηνόταν στον πυρετό και ζαλιζόταν, σηκώθηκε μουγκρίζοντας και κατευθύνθηκε ξανά προς το μπάνιο με βαριά, θυμωμένα βήματα. Αυτή την φορά δεν στάθηκε στο χάλι που αντίκριζε στον καθρέφτη, ούτε ασχολήθηκε με το σκασμένο δέρμα που είχε δημιουργήσει μια οριζόντια τομή στο σημείο που ξεκινούσε το τριχωτό της κεφαλής της. Η Παμ άνοιξε το φαρμακείο απελπισμένη και, μέσα στην πυρετώδη παραζάλη της, έψαξε να βρει οτιδήποτε (έστω ένα γυαλόχαρτο) που θα την βοηθούσε να ανακουφιστεί από την γαμημένη φαγούρα. Τίποτα. Άφησε μια κραυγή απόγνωσης και άρπαξε με τα ακροδάχτυλά της ένα κομμάτι σάρκας που είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει. Το τράβηξε αργά και ο κνησμός της επιτέλους καταπραΰνθηκε· το ξαλάφρωμα που ένιωσε ήταν σχεδόν ηδονικό. Συνέχισε να αφαιρεί την λωρίδα δέρματος ανέκφραστη, σαν κάποιος άλλος να είχε αναλάβει τα ηνία του κορμιού της, αδιαφορώντας για την σκίσιμο που σχηματιζόταν στο πρόσωπό της, έως ότου αυτή κατέληξε στο σαγόνι της. Τώρα, μια κάθετη ουλή, σαν βαθιά χαρακιά, διέτρεχε το πρόσωπό της αποκαλύπτοντας το κρέας που κρυβόταν κάτω από το δέρμα – παρόλα αυτά δεν ένιωθε καθόλου πόνο, μόνο γλυκιά ανακούφιση. Αναρωτήθηκε αμυδρά αν έπρεπε να βάλει κάτι στην πληγή της όμως το μουδιασμένο της μυαλό αρνήθηκε να συνεργαστεί. Παρέμεινε ακίνητη μπροστά στον καθρέφτη, με τον νου της απόντα, για σχεδόν μισή ώρα· έπειτα επέστρεψε στο σαλόνι κι έκατσε μπροστά στην τηλεόραση, παρακολουθώντας με κενό βλέμμα διαφημίσεις για τάπερ και αποχυμωτές.
Προς μεγάλη δυστυχία της Παμ, η φαγούρα δεν την άφησε. Ο πυρετός ανέβαινε συνέχεια, σαν το σώμα της να προσπαθούσε να πολεμήσει έναν άγνωστο, αόρατο εχθρό που παραμόνευε μέσα της. Την τελευταία φορά που έβαλε θερμόμετρο η ψηφιακή ένδειξη σταμάτησε στο παράλογο 43.6º – μετά από αυτό το γεγονός η ζωή της κοπέλας μετατράπηκε σε έναν ονειρικό, απόκοσμο παροξυσμό. Ο μόνος τρόπος να απαλύνει το φρικτό αίσθημα κνησμού ήταν να σκίζει το φαγωμένο δέρμα της σε λωρίδες και να τις αφαιρεί με λυγμούς. Ο νιπτήρας της γέμισε με μακρόστενα κομμάτια πέτσας, καλώντας μύγες από το ανοιχτό παράθυρο που έβλεπε στον φωταγωγό, και η αποφορά της χαλασμένης σάρκας πλημμύρισε το μικρό διαμέρισμα.
***
Τα μηνύματα του Ρόμπι παρέμειναν δίχως απάντηση για τις επόμενες δύο ημέρες· το ίδιο και τα τηλεφωνήματα του προϊσταμένου της, ο οποίος την έψαχνε εξοργισμένος. Τελικά, ο νεαρός συνάδελφός της (που ήταν τσιμπημένος μαζί της εδώ και έξι μήνες) αποφάσισε να την επισκεφτεί στο σπίτι της για να δει αν ήταν καλά και αν χρειαζόταν κάτι. Πέρασαν τρία λεπτά αφότου χτύπησε το κουδούνι της μέχρι να ακούσει τα σερνάμενα βήματά της να πλησιάζουν την πόρτα.
«Παμ; Εγώ είμαι, ο Ρόμπι.»
Η φωνή της ήταν αγνώριστη· ήταν αλλοιωμένη και βραχνή.
«Τι θες;»
«Ήρθα να δω αν είσαι καλά. Δεν ήξερα αν ήθελες κάτι, έτσι σου έφερα μερικές σοκολάτες. Άντερσον είναι έξαλλος, να ξέρεις.»
Σιωπή. Ο Ρόμπι άρχισε να νιώθει αμήχανα.
«Παμ;»
«Καλά είμαι.»
«Το εξάνθημα σού πέρασε;»
«Ναι. Είμαι καλύτερα τώρα.»
«Θες να μου ανοίξεις να σου αφήσω τα γλυκά;»
Η πόρτα μισάνοιξε και μια γλυκερή, αναγουλιαστική μυρωδιά τρύπωσε στην μύτη του νεαρού, ενώ ένα απόμακρο βουητό αντήχησε από τα βάθη του θεοσκότεινου διαμερίσματος. Πλημμυρισμένος ξαφνικά από αμφιβολίες για την απόφασή του να την επισκεφτεί, ο Ρόμπι δίστασε· έπειτα η πόρτα άνοιξε λίγο ακόμα και το πράγμα που ήταν κάποτε η Παμ στάθηκε μπροστά του. Ο άντρας πισωπάτησε φρικιασμένος, η σακούλα που κρατούσε έπεσε στο πάτωμα και τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν.
«Τι...» κλαψούρισε, ανήμπορος να συνειδητοποιήσει τι έβλεπε.
Όλη η επιδερμίδα από το κεφάλι της Παμ έλειπε, αφήνοντας σε κοινή θέα την υγρή κόκκινη μάζα των μυών της· οι κόγχες των ματιών της ήταν άδειες, στην θέση της μύτης της υπήρχαν δύο σκουρόχρωμα αυλάκια, τα δόντια της είχαν πέσει – τίποτα πάνω της δεν θύμιζε την κοπέλα με την οποία αστειευόταν στα διαλείμματά τους.
Το πράγμα έσυρε τα πόδια του προς το μέρος του Ρόμπι και, στο χαμηλό φως του διαδρόμου, ο νεαρός παρατήρησε ότι από το γυμνό κορμί του έλειπαν μακρόστενα κομμάτια δέρματος κάνοντας το να μοιάζει με φρικιαστική παρωδία ζέβρας.
Τα βήματα του πλάσματος ήταν ασταθή, τα χέρια του αργοσάλευαν· οι κινήσεις του ήταν σπασμωδικές, αβέβαιες, σαν να προσπαθούσε να μάθει να τα ελέγχει από την αρχή. Ο άντρας άφησε μια κραυγή τρόμου καθώς το αόμματο πρόσωπο στράφηκε προς το μέρος του.
«Σε βλέπω», του είπε με βαθιά λαρυγγώδη φωνή. «Ψάχνεις άδικα. Το θηλυκό δεν είναι πια εδώ.»
Ο ήχος του ραγίσματος από το κρανίο της Παμ ήταν ικανός να οδηγήσει τον Ρόμπι στην τρέλα – έκανε μεταβολή και το έβαλε στα πόδια ουρλιάζοντας. Το τελευταίο που θυμόταν από εκείνο το βδέλυγμα ήταν κάτι να αναδεύεται πίσω από τις άδειες κόγχες του, σαν αυτό που είχε ενδυθεί την σάρκα της κοπέλας να πάλευε να γεννηθεί – και, ευτυχώς για εκείνον, δεν πρόλαβε να δει το φαιό ασκοκάρπιο που αναδύθηκε από το άνοιγμα του κεφαλιού της.
*********************************************************************************************************************************************************************************************************
Τον Οκτώβριο του 2023 η Αναστασία Γαρδά (μια συγγραφέας που πολύ εκτιμώ λόγω της ανεπιτήδευτης και ζωντανής γραφής της) με ρώτησε αν ήθελα να συμμετάσχω στο Halloween Project της: επτά ιστορίες από διαφορετικούς συγγραφείς που η κεντρική τους ιδέα θα βασιζόταν σε ένα από τα απόκοσμα σχέδιά της. Εννοείται πως δέχτηκα γιατί το format του διηγήματος είναι κάτι που αγαπώ - κι έτσι προέκυψαν η 'Φαγούρα' και το 'Νυχτοχώρι', δύο κείμενα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους.
Η συνοδευτική εικόνα είναι το σκίτσο της Αναστασίας απ' όπου προήλθε η ιδέα του συγκεκριμένου διηγήματος.
Μπορείτε να διαβάσετε κείμενά της (κάτι που προτείνω ανεπιφύλακτα) στο druidandcrow.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου