Πρώτος Όροφος



«Το ξέρεις ότι ο πρώτος είναι στοιχειωμένος;» μου είπε ο μικρός.
«Χμ», απάντησα και συνέχισα να σκρολάρω στο Facebook.
«Αλήθεια σου λέω!» επέμεινε ο γιος μου πετώντας την τσάντα του στο πάτωμα. «Κάθε φορά που το ασανσέρ περνάει από εκεί τρέμει και τα φώτα αναβοσβήνουν!»
«Τόμι, μάζεψε την τσάντα σου», είπα τελεσίδικα σηκώνοντας το βλέμμα μου από το κινητό και μορφάζοντας από τον πόνο στον αυχένα μου.
Ο μικρός στραβομουτσούνιασε αλλά έκανε ό,τι του είπα.
«Ποτέ δεν με ακούς», παραπονέθηκε.
«Σε άκουσα. Στον πρώτο υπάρχουν φαντάσματα που παίζουν με το ασανσέρ».
«Καλά, την επόμενη φορά που θα μπεις θα το δεις», είπε στραβωμένος και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιό του.
    Σηκώθηκα από τον καναπέ, νιώθοντας όλο το κορμί μου πιασμένο, και έβαλα καφέ. Μετά στάθηκα μπροστά στην μπαλκονόπορτα με την αχνιστή κούπα στα χέρια μου και το βλέμμα μου περιπλανήθηκε στη γκρίζα γειτονιά. Από τον τρίτο όροφο που βρισκόμουν, η μοναδική μου θέα ήταν βρόμικα μπαλκόνια γεμάτα πλαστικές καρέκλες και φτηνά τραπεζάκια από το τοπικό Walmart, γλάστρες με μίζερα φυτά, μπουγάδες και γριές με γαλάζια μαλλιά και αδιάκριτο βλέμμα – τα δύο τελευταία απουσίαζαν σήμερα, μιας κι έβρεχε από το πρωί. Ακόμα κι αν σήκωνα τη ματιά μου ψηλά, θα έβλεπα μόνο τις κεραίες στις ταράτσες κι ένα πολύ μικρό κομμάτι ουρανού.
    Αναρωτήθηκα τι σκατά θέα είχε ο τύπος που έμενε στον πρώτο και, αναπόφευκτα, η σκέψη μου ξεστράτισε στα λόγια του Τόμι. Ήξερα ότι η φαντασία του κάλπαζε (το δωμάτιό του ήταν γεμάτο φιγούρες της Marvel, το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν το Fortnite και τώρα τελευταία μαζευόταν με τους φίλους του κι έπαιζαν Dungeons & Dragons, κάτι που πίστευα ότι η γενιά του αγνοούσε), όμως δεν είχε αναφερθεί ποτέ ξανά σε κάτι παρόμοιο. Βασικά, μου έκανε εντύπωση που είχε παρατηρήσει τα φώτα του ασανσέρ, καθώς η προσοχή του ήταν πάντα στραμμένη σε οτιδήποτε άλλο πέραν της βαρετής καθημερινότητας – συμπεριφορά συνηθισμένη για κάθε δωδεκάχρονο αγόρι.
    Απ’ όσο ήξερα, στον πρώτο όροφο δεν έμενε κανείς. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του κυρίου Τζέιμσον, που έμενε στην πολυκατοικία από το 1953 (απ’ όταν γεννήθηκε δηλαδή), τον είχε αγοράσει κάποιος Κινέζος με σκοπό να τον εκμεταλλευτεί – ίσως με βραχυχρόνια μίσθωση, ίσως με υπενοικίαση. Όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις του, ο ίδιος ήταν άφαντος, ενώ το διαμέρισμα του πρώτου παρέμενε σφραγισμένο· και ίσως αυτή η συνθήκη να είχε πυροδοτήσει τη φαντασία του γιου μου.
    Επέστρεψα στην άνεση του καναπέ και χάθηκα ξανά στους ψηφιακούς μου περισπασμούς.

***

    Πέρασε μια ολόκληρη βδομάδα, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν ξανασκέφτηκα το θέμα, ενώ ούτε κι ο Τόμι το ανέφερε. Έπειτα, ένα απόγευμα Τετάρτης που έπρεπε να επισκεφτούμε τον γιατρό, παρατήρησα ότι ο μικρός μπήκε στο ασανσέρ με σφιγμένα χείλη. Στην αρχή νόμισα ότι είχε να κάνει με την εγγενή του φοβία απέναντι στον δόκτορα Πίτερς, όμως, καθώς περνούσαμε από τον πρώτο όροφο, συνειδητοποίησα ότι ήταν κάθιδρος.
    Τα φώτα τρεμόπαιξαν για λίγο κι ο θάλαμος τραντάχτηκε. Ο Τόμι ανέβλεψε και του χαμογέλασα καθησυχαστικά. Στην τελική ο ανελκυστήρας ήταν παλιός· ήταν λογικό να τραβούσε τα ζόρια του πού και πού. Όταν φτάσαμε στο ισόγειο, ο μικρός πετάχτηκε έξω σαν σφαίρα.
    Όταν επιστρέψαμε από το ραντεβού μας, τον ρώτησα αν ήθελε να πάμε από τις σκάλες, όμως ο Τόμι φάνηκε να πανικοβάλλεται ακόμα και στη σκέψη. Σε όλη τη διαδρομή μας μέχρι τον τρίτο κρατούσε το χέρι μου, κάτι που είχε να κάνει από την πρώτη δημοτικού.
    Δεν θα πω ψέματα, προβληματίστηκα. Ο γιος μου έβλεπε θρίλερ από τα εννιά του, στα κόμικς του πρωταγωνιστούσαν ζόμπι, φαντάσματα και τέρατα, ενώ περίμενε πώς και πώς τα θεματικά πάρτι που οργάνωναν οι συμμαθητές του κάθε Χάλογουιν· το να αγχώνεται και να ιδρώνει επειδή η τάση του ρεύματος μειωνόταν όταν το ασανσέρ περνούσε από τον πρώτο, ήταν υπερβολική αντίδραση. Εκτός κι αν πίστευε πραγματικά ότι ο άδειος όροφος ήταν στοιχειωμένος – πράγμα που σήμαινε ότι κάποια στιγμή έπρεπε να κάνω μια βόλτα από 'κει προκειμένου να τον καθησυχάσω.

***

    Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα δεν σταμάτησα να παρατηρώ τη δυσλειτουργία του ανελκυστήρα κάθε φορά που περνούσε από τον πρώτο: πρώτα ο θάλαμος τρανταζόταν (κάποιες φορές ελαφρά, κάποιες άλλες σειόταν ολόκληρος), έπειτα τα φώτα χαμήλωναν ή έσβηναν τελείως για κάνα-δυο δευτερόλεπτα. Αν και δεν ήμουν κλειστοφοβικός, εντούτοις ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι κάθε φορά που συνέβαινε αυτό.
    Η ευκαιρία να εξερευνήσω το “μυστήριο” του άδειου ορόφου μου δόθηκε το μεσημέρι του Σαββάτου. Ο μικρός θα περνούσε όλο το απόγευμα σε έναν φίλο του, εγώ είχα τελειώσει με τις υποχρεώσεις της εβδομάδας και, όσο κι αν το μόνο που ήθελα ήταν να περάσω μερικές ώρες ανέξοδης (και ελαφρόμυαλης) διασκέδασης στο κινητό, ήμουν αποφασισμένος να κατέβω μέχρι τον πρώτο.
    Όπως το περίμενα, το ασανσέρ έκανε τα συνηθισμένα του κόλπα – ο φωτισμός μειώθηκε σε επίπεδα ρομαντικού ραντεβού, ο θάλαμος κλυδωνίστηκε σαν να βρισκόταν σε φουρτούνα και, αυτή τη φορά, το διαολεμένο μηχάνημα μού επεφύλασσε μια νέα έκπληξη: τα κόκκινα ψηφία της οθόνης έδωσαν τη θέση τους σε ένα ακατανόητο σύμβολο. Διαολόστειλα τον κύριο Τζέιμσον που, αν και διαχειριστής της πολυκατοικίας από την περίοδο που οι δεινόσαυροι περπατούσαν στη Γη, δεν είχε προνοήσει να συντηρήσει τον γαμημένο ανελκυστήρα. Όταν τελείωνα από εδώ, ίσως να έκανα μια επίσκεψη και σε εκείνον.
    Η διπλή πόρτα άνοιξε με ένα δυσοίωνο τρίξιμο, προσθέτοντας το δικό της κλισέ στην κάκιστη απομίμηση ταινίας τρόμου που προσπαθούσε απεγνωσμένα να μετατραπεί το σαββατιάτικο απόγευμά μου. Δεν μάσησα από τέτοιες φτηνές απόπειρες· βγήκα αεράτος από τον θάλαμο και βρέθηκα σε έναν σκοτεινό διάδρομο, στον οποίο αχνοφαινόταν μόνο η σήμανση της εξόδου κινδύνου. Αφού δοκίμασα τον διακόπτη χωρίς αποτέλεσμα, στάθηκα στην άκρη του κλιμακοστάσιου, αναζητώντας μάταια το αμυδρό φως που θα έπρεπε να έρχεται είτε από το ισόγειο είτε από τον δεύτερο. Το μόνο που διέκρινα ήταν σκοτάδι, τόσο πυκνό που έμοιαζε συμπαγές – στη θέα του ένιωσα μια ανεξήγητη αναστάτωση.
«Διάολε», μουρμούρισα και, στο άκουσμα της φωνής μου, η ψυχραιμία μου επανήλθε.
    Το διαμέρισμα βρισκόταν στην άκρη του μικρού διαδρόμου, οπότε κατευθύνθηκα προς τα εκεί με προσεκτικά βήματα, χωρίς να έχω κάποιο ξεκάθαρο πλάνο για το τι θα έκανα. Σκέφτηκα πρώτα να χτυπήσω, για την απίθανη περίπτωση που κάποιος θα ήταν μέσα, κι έπειτα να προσπαθήσω να μπω. Όπως τελικά αποδείχτηκε, το σχέδιο ήταν αχρείαστο, καθώς η εξώπορτα του διαμερίσματος ήταν μισάνοιχτη. Την έσπρωξα επιφυλακτικά και έριξα μια ματιά μέσα.
    Τα πάντα στο καθιστικό ήταν βυθισμένα σε γκρίζες σκιές· τα παντζούρια ήταν κλειστά, επιτρέποντας ελάχιστο από το φως της βροχερής μέρας να εισέλθει στον χώρο. Παρ’ όλα αυτά, μπορούσα να διακρίνω το περίγραμμα των επίπλων και να επιβεβαιώσω ότι δεν υπήρχε κανείς εκεί.
«Καλησπέρα», είπα φιλικά, προσμένοντας κάποια απάντηση. «Είμαι ο Νέιθαν, από τον τρίτο. Είναι κανείς εδώ;»
    Σιωπή με υποδέχτηκε. Πήρα θάρρος και μπήκα στο διαμέρισμα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω μου. Το καθιστικό ήταν λιτά επιπλωμένο – πέρα από έναν φτηνιάρικο διπλό καναπέ, ένα τραπεζάκι κι ένα έπιπλο τηλεόρασης (χωρίς την τηλεόραση), το σαλόνι ήταν άδειο. Ούτε βιβλιοθήκες, ούτε γλάστρες, ούτε πίνακες στους τοίχους, ούτε χαλιά στο πάτωμα. Πέρα από αυτό, η διαρρύθμιση ήταν ίδια με του δικού μου σπιτιού: το σαλόνι ήταν ο κεντρικός χώρος, με την κουζίνα στα αριστερά και έναν διάδρομο στα δεξιά, ο οποίος οδηγούσε στα δύο υπνοδωμάτια και το μπάνιο.
    Χμ, και τώρα; Είχα βρεθεί μέσα στο άδειο διαμέρισμα. Τι υποτίθεται πως έπρεπε να κάνω προκειμένου να αποδείξω ότι δεν ήταν στοιχειωμένο;
    Ξαφνικά συνειδητοποίησα το πόσο ανόητα φερόμουν· είχα αφήσει να με παρασύρουν τα λόγια του γιου μου με την καλπάζουσα φαντασία και είχα εισβάλει σε ένα ξένο σπίτι – εντάξει, ίσως η λέξη ‘εισβολή’ να ήταν υπερβολική, όμως δεν είχα μυαλό για να βρω κάποιο καταλληλότερο συνώνυμο. Θύμωσα με τον εαυτό μου και στράφηκα να φύγω· και τότε, με την άκρη του ματιού μου, είδα μια φιγούρα να στέκεται στον διάδρομο που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.

***

«Καλησπέρα», χαιρέτησα νιώθοντας υπερβολικά ηλίθιος που βρισκόμουν χωρίς άδεια σε ένα ξένο διαμέρισμα.
    Πέρα από το σουλούπι της, η φιγούρα δεν είχε κανένα άλλο χαρακτηριστικό – δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια σκιά με ανθρώπινο σχήμα. Στεκόταν στην είσοδο του διαδρόμου και με παρατηρούσε ακίνητη, σαν να μην ήξερε ούτε εκείνη τι έπρεπε να κάνει. Συνέχισα κάθιδρος:
«Είμαι γείτονας, ήθελα απλώς να–»
    Η φιγούρα έκανε ένα βήμα μπροστά και, στο ημίφως του καθιστικού, είδα πιο καθαρά τη μορφή της – στη θέα της πανικοβλήθηκα και κόλλησα πάνω στην πόρτα με έναν γδούπο, ενώ το χέρι μου πάλευε να βρει το πόμολο.
    Με τρεμάμενα πόδια κατάφερα να ανοίξω την πόρτα κι άφησα μια κραυγή τρόμου να ξεφύγει από τα χείλη μου προτού ξεχυθώ έξω από το διαμέρισμα. Κοπάνησα πάνω στο ασανσέρ και πάτησα το πλήκτρο μανιασμένα, με το βλέμμα μου στραμμένο στην ανοιχτή εξώπορτα, σίγουρος πως, ό,τι κι αν ήταν αυτό που παραμόνευε στο διαμέρισμα του πρώτου, θα με κυνηγούσε.
    Ο ανελκυστήρας δεν ανταποκρινόταν, αυξάνοντας τον πανικό μου· το σκοτάδι που αγκάλιαζε τον πρώτο όροφο αναθάρρησε και βάλθηκε να με καταπιεί. Το ένιωθα να πυκνώνει και να εξαπλώνεται σαν αναπνέων ζόφος, προσπαθώντας να καταλάβει κάθε εκατοστό του διαδρόμου.
    Ο θάλαμος του ασανσέρ κατέβηκε αργά και, στη μαρμαρυγή του, διέκρινα τολύπες σκοταδιού να στριμώχνονται στη μεταλλική πόρτα για να τον αρπάξουν. Ο ανελκυστήρας τραντάχτηκε και το εσωτερικό του τρεμόπαιξε, καθώς το σερνάμενο έρεβος προσπαθούσε να το κυριεύσει. Τράβηξα την πόρτα με δύναμη που πολλαπλασιαζόταν από τον τρόμο μου, όμως μάταια· ο θάλαμος με προσπέρασε και συνέχισε την κάθοδό του προς το ισόγειο.
    Η ιδέα άστραψε στο μυαλό μου, εκπλήσσοντάς με με την απλότητά της: το ισόγειο. Ήμουν μόλις στον πρώτο όροφο. Θα μπορούσα να κατέβω από τις σκάλες, αν κατάφερνα να πείσω τα πόδια μου να κινηθούν. Η φιγούρα που με ακολουθούσε εμφανίστηκε στην είσοδο του διαμερίσματος και αποδείχτηκε το κατάλληλο κίνητρο – έτρεξα προς το κλιμακοστάσιο και, με έναν στιγμιαίο δισταγμό, βούτηξα στο σκοτάδι.

    Όταν ήμουν εργένης, κατέβαζα τουλάχιστον δέκα μπύρες με τους κολλητούς μου κάθε Σάββατο βράδυ· αυτό είχε ως αποτέλεσμα, μιας και οι μπύρες είναι δανεικές (κάπου είχα διαβάσει αυτή την ατάκα και μου είχε κολλήσει σαν να ήταν μια θεμελιώδης, κοσμική αλήθεια), να σηκώνομαι τρεις–τέσσερις φορές για κατούρημα αργότερα μέσα στη νύχτα. Είχα μάθει να προσανατολίζομαι μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, ψηλαφώντας τοίχους και πόρτες, τις περισσότερες φορές μισοκοιμισμένος και με τα μάτια κλειστά· έκανα την ανάγκη μου κι επέστρεφα στο κρεβάτι και στον ξέγνοιαστο ύπνο μου, μέχρι την επόμενη φορά που θα ένιωθα την κύστη μου έτοιμη να σκάσει.
    Νόμιζα πως θα ήταν το ίδιο, όμως η προσπάθειά μου να φτάσω στο ισόγειο δεν είχε καμία σχέση με τις νυχτερινές βόλτες μου στην τουαλέτα. Πέρα από τη σχετική σταθερότητα των σκαλοπατιών, δεν υπήρχε κανένα άλλο αίσθημα οικειότητας σχετικά με τον χώρο: δεν μπορούσα να βρω τους τοίχους ή την κουπαστή, το σκότος ήταν πυκνό και γεμάτο υγρασία, σαν ομίχλη και, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήμουν σίγουρος πως ακατανόητοι ψίθυροι με συνόδευαν καθώς πάσχιζα να μην φάω τα μούτρα μου. Ήταν σαν να προσπαθούσα να προσανατολιστώ μέσα σε ένα αρχέγονο χάος, όπου τίποτα δεν είχε μορφή και κάθε φρικαλεότητα ήταν πιθανό να παραμονεύει στο επόμενο βήμα.
    Κάποια στιγμή έφτασα στο τελευταίο σκαλί, αν και γρήγορα κατέληξα στο ότι η εικασία μου ήταν αυθαίρετη – το ισόγειο ήταν στην ίδια ακριβώς κατάσταση με τον όροφο από πάνω του. Η επιτόπια έρευνά μου με οδήγησε σε ένα άκρως ανησυχητικό και παράλογο συμπέρασμα: είχα βρεθεί ξανά στον πρώτο. Η πόρτα του διαμερίσματος ήταν ανοιχτή και η σκιά με παρατηρούσε ακίνητη, ο θάλαμος κατέβηκε ξανά, φωτίζοντας φευγαλέα τον χώρο, το σκοτάδι σερνόταν με επιμονή προς το μέρος μου. Ούρλιαξα και έτρεξα πάλι προς τη σκάλα, με την αβάσιμη ελπίδα ότι αυτή τη φορά θα τα κατάφερνα.

    Δεν ξέρω πόσες φορές κατέβηκα το κλιμακοστάσιο, αλλά δεν έφτασα ποτέ στο ισόγειο· παγιδευμένος σε έναν παράξενο βρόχο, επέστρεφα ξανά και ξανά και ξανά στον πρώτο, όπου συναντούσα το ίδιο διαμέρισμα, την ίδια φιγούρα, το ίδιο έρεβος που με διεκδικούσε. Θυμάμαι να ουρλιάζω, θυμάμαι να γελάω υστερικά, θυμάμαι να ικετεύω – όμως τίποτα δεν έσπαγε τον κύκλο της επανάληψης. Κάποια στιγμή, καθώς έτρεχα στη σκάλα, παραπάτησα και γκρεμοτσακίστηκα· και, σαν να ήταν αυτή η ευκαιρία που περίμενε, το σκότος που με καταδίωκε με κέρδισε.

***

    Η πρώτη μου εντύπωση, όταν άνοιξα τα μάτια μου, ήταν πως είχα αποκοιμηθεί στον καναπέ· η δεύτερη ότι επέπλεα σε μια μαύρη λίμνη. Το ταβάνι ήταν ορατό, όμως μου φαινόταν πολύ μακρινό, σαν να το παρατηρούσα από ένα πηγάδι. Το σώμα μου ήταν μουδιασμένο και μια ξαφνική σκέψη μού χάρισε μια πολύ τρομακτική προοπτική: αν είχα μείνει ανάπηρος από την πτώση στο κλιμακοστάσιο;
    Προσπάθησα να κουνηθώ και ανακουφίστηκα όταν διαπίστωσα ότι είχα ακόμα τον έλεγχο των άκρων μου, παρ’ όλα αυτά ένιωθα το κορμί μου ξένο με έναν ανεξήγητο, πρωτόγνωρο τρόπο. Ψηλάφισα τους πήχεις, τα μπράτσα, την κοιλιά, το στήθος μου· τίποτα από αυτά δεν μου ήταν οικείο.
    Με το που αποπειράθηκα να αναγνωρίσω τον χώρο, συνειδητοποίησα αμέσως πως βρισκόμουν στο διαμέρισμα του πρώτου. Το μυαλό μου, αναζητώντας πάντα την πιο λογική εξήγηση, υπέθεσε ότι ίσως ο παράξενος κάτοικος του σκοτεινού ορόφου με είχε περιμαζέψει. Το σενάριο δεν με καθησύχαζε καθόλου – άλλωστε τον είχα παρατηρήσει στο ημίφως. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που έμενε στο διαμέρισμα, δεν ήταν άνθρωπος.
    Διστακτικά, έφερα τα χέρια μου στο πρόσωπο· τα δάχτυλά μου ακούμπησαν ζεστή σάρκα, όμως, όπως και με το υπόλοιπο σώμα μου, έτσι και αυτή την ένιωθα διαφορετική. Ταράχτηκα καθώς διαπίστωσα πως δεν είχα αγγίξει ούτε χείλη, ούτε μύτη. Σηκώθηκα παραπατώντας και κατευθύνθηκα προς το μπάνιο με κεφάλι βαρύ και νου μπερδεμένο.
    Ο χώρος ήταν σε μαύρα χάλια – τα μισά πλακάκια στον τοίχο ήταν σπασμένα, αποκαλύπτοντας το γκριζωπό τσιμέντο από πίσω τους, η μπανιέρα ήταν κατάστικτη από μαύρα σημάδια, η κουρτίνα της ήταν μουχλιασμένη και λερή. Ακόμα και το φως πάνω από τον νιπτήρα ήταν αμυδρό κι έβαφε με μια αρρωστημένη απόχρωση τον χώρο.
    Στάθηκα μπροστά στον ραγισμένο καθρέφτη, θέλοντας να δω το είδωλό μου, κι ένιωσα την καρδιά μου να βροντοχτυπά καθώς διαπίστωνα ότι δεν αναγνώριζα το πλάσμα που με αντίκριζε.
    Το πρόσωπό μου ήταν επίπεδο: η μύτη μου είχε εξαφανιστεί, στη θέση του στόματος υπήρχε μόνο δέρμα, το κρανίο μου ήταν γυμνό από κάθε τρίχα. Το μόνο χαρακτηριστικό μου ήταν δύο τρύπες στη σάρκα, στο σημείο των ματιών, απ’ όπου μπορούσα να παρατηρώ το περιβάλλον. Το πρόσωπό μου έμοιαζε με ανατριχιαστική, λιωμένη μάσκα, παρόλο που ένιωθα τα δάχτυλά μου κάθε φορά που το άγγιζαν.
    Πλησίασα το γυαλί, προσπαθώντας να διακρίνω τι υπήρχε πίσω από τις τρύπες, αλλά με υποδέχτηκε ένας ζόφος βαθύτερος από ό,τι είχα συναντήσει ποτέ μου. Τρόμαξα και τραβήχτηκα μακριά· κάτω από τη σάρκα φώλιαζε το κενό. Το σκοτάδι είχε ενδυθεί το σώμα μου, εξορίζοντάς με στα βάθη του – και, κάπου μέσα στο άπειρο έρεβός του, έπλεε η συνείδησή μου. Αυτή ήταν και η απάντηση στο γιατί ένιωθα τόσο αποκομμένος με το σώμα μου.
    Διότι πλέον δεν μου ανήκε.

***

    Προτού προλάβω να εμπεδώσω την νέα μου κατάσταση, άκουσα την εξώπορτα του διαμερίσματος να ανοίγει με ένα ελαφρύ τρίξιμο. Η πρώτη μου σκέψη ήταν να τρέξω προς το υπνοδωμάτιο και να κρυφτώ στην ντουλάπα, όμως η απελπιστική μου κατάσταση απαιτούσε βοήθεια. Στον νου μου ήρθε ο Τόμι – πώς θα τα κατάφερνε δίχως εμένα;
Το σκοτάδι γύρω μου αναδεύτηκε, με χλεύασε και με έπνιξε.
«Όπως τα καταφέρνει και τώρα», μου αποκρίθηκε. «Έτσι κι αλλιώς είσαι μονίμως απών».
«Ψέματα!» ούρλιαξα, αλλά φυσικά δεν βγήκε καμία κραυγή από το καινούργιο μου στόμα. Κάθε στιγμή που περνούσε ένιωθα να βυθίζομαι ολοένα και περισσότερο, η ύπαρξή μου εξαχνωνόταν σε αυτό το απύθμενο χάος.

    Βγήκα από το μπάνιο και έσυρα τα πόδια μου μέχρι το τέλος του διαδρόμου – κι εκεί, σοκαρισμένος, είδα τον εαυτό μου να στέκεται στο σαλόνι και να περιεργάζεται τον χώρο.
    Τον είδα να γυρίζει για να φύγει και να με εντοπίζει· τον είδα να προσπαθεί να επικοινωνήσει μαζί μου, να καταλαμβάνεται από τρόμο και να στριμώχνεται στην εξώπορτα. Δεν με είχε αναγνωρίσει και ήξερα πλέον τον λόγο – διότι το δέρμα που φορούσα δεν ήταν το δικό μου, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια ολόσωμη σάρκινη στολή που περιέβαλλε το ζωντανό σκοτάδι στο οποίο μετεωριζόταν η ύπαρξή μου. Η όψη μου ήταν ένα κακέκτυπο του αληθινού προσώπου μου, ένα ασαφές εκμαγείο δημιουργημένο από έναν τυφλό γλύπτη· και πίσω από τις τρύπες των ματιών στριμωχνόταν το σκοτάδι που ανάσαινε.
    Ακολούθησα την προγενέστερη εκδοχή μου και την είδα πρώτα να πασχίζει να μπει στο ασανσέρ κι έπειτα να τρέχει προς τις σκάλες. Ό,τι είχε απομείνει από μένα κραύγαζε προειδοποιητικά, όμως όλος ο πρώτος όροφος ήταν σιωπηλός· ακόμα και τα βαριά βήματα του άλλου Νέιθαν πνίγονταν μέσα στο πυκνό σκοτάδι του κλιμακοστάσιου.
    
    Περίμενα ώρες ολόκληρες αλλά δεν τον είδα να επιστρέφει. Αντί γι’ αυτό παρατηρούσα το ασανσέρ να ανεβοκατεβαίνει, από το ισόγειο στους πάνω ορόφους, από τους πάνω ορόφους στο ισόγειο. Ούτε μία φορά δεν σταμάτησε στον πρώτο, παρ’ όλο που βροντοχτυπούσα την πόρτα όποτε έβλεπα το θαμπό φως του να περνάει και να χάνεται. Το σκοτάδι αγαλλίαζε όταν πάλευα να απελευθερωθώ και με έσφιγγε ακόμα πιο δυνατά.
Τελικά ο Τόμι είχε δίκιο – ο πρώτος όροφος είναι στοιχειωμένος.
Από εμένα.

***

    Την δεύτερη φορά ο ντελιβεράς πέτυχε το σωστό κουδούνι· ανέβηκε στον έκτο και παρέδωσε την παραγγελία σε μια στρουμπουλή, όμορφη κοπελίτσα. Λίγο προτού μπει στο ασανσέρ στράφηκε προς το μέρος της σαν να ήθελε να της πει κάτι.
«Ναι;» τον παρότρυνε αυτή χαμογελαστή.
Ο νεαρός ήταν προβληματισμένος.
«Συγγνώμη αν γίνομαι αδιάκριτος», είπε διστακτικά, «αλλά μένει κάποιος στον πρώτο όροφο;»
Το μειδίαμα της κοπέλας έσβησε.
«Δεν έχω ιδέα», απάντησε ειλικρινά. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ της το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. «Γιατί ρωτάς;»
Ο ντελιβεράς κόμπιασε.
«Γιατί χτύπησα λάθος κουδούνι την πρώτη φορά», είπε σαν να απολογούνταν, «και μου απάντησε μια μηχανική φωνή».
«Είναι το αυτόματο σύστημα του θυροτηλεφώνου», τον καθησύχασε η νεαρή γυναίκα. «Το εγκαταστήσαμε πρόσφατα – κι εγώ δεν το έχω συνηθίσει ακόμα».
«Ναι, μου έχει ξανατύχει κάτι παρόμοιο. Απλώς… τέλος πάντων, ευχαριστώ πολύ».
    Καληνυχτίστηκαν κι ο διανομέας έφυγε. Καθώς ο θάλαμος περνούσε από τον πρώτο όροφο και τα φώτα τρεμόπαιξαν (το ίδιο είχε συμβεί και κατά την άνοδο) ένιωσε ένα ρίγος στη σπονδυλική του στήλη καθώς θυμόταν την απάντηση της αυτοματοποιημένης φωνής του θυροτηλέφωνου:
«Ανύπαρκτο διαμέρισμα».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου