Σούπα Για Την Ψυχή


Η αγορά του Έκο Παρκ ήταν γεμάτη από μυρωδιές – ο Τζακ περπατούσε αργά, με μια πλαστική σακούλα με ντομάτες να χτυπάει στους γοφούς του σε κάθε του ράθυμο βήμα, απολαμβάνοντας τις οσμές των φρέσκων λαχανικών και των ψησταριών που σκόρπιζαν την ευωδιαστή τσίκνα τους παντού. Κοντοστάθηκε σε έναν πάγκο με κρεμμύδια και πράσα, έσκυψε και τα μύρισε· έπειτα ζήτησε από τον παχουλό, χαμογελαστό εξηντάρη που βρισκόταν πίσω από την πραμάτεια του να του βάλει δύο και δύο, πήρε την σακούλα του, τον πλήρωσε και συνέχισε την βόλτα του.


Πράσινα και μοβ λάχανα, πράσινες, κόκκινες και κίτρινες πιπεριές, κατακόκκινες και πρασινωπές ντομάτες, μαύρες μελιτζάνες, λεμόνια, χόρτα, μπρόκολα, γύρω του απλωνόταν μια πανδαισία χρωμάτων και μυρωδιών που του άνοιξε την όρεξη. Ως ερασιτέχνης μάγειρας, μια από τις μεγαλύτερες χαρές του ήταν η καθιερωμένη εβδομαδιαία βόλτα του στο Έκο Παρκ, όπου και ψώνιζε τις προμήθειες των επόμενων ημερών, υλικά τα οποία χρησιμοποιούσε σε διάφορες συνταγές που έβρισκε είτε στο ίντερνετ είτε σε κάποια από τις δεκάδες εκπομπές μαγειρικής της τηλεόρασης. Είχε ορκιστεί στον εαυτό του πως, αν ποτέ του κατάφερνε να γίνει πραγματικά καλός σε αυτό που αγαπούσε, θα δοκίμαζε να λάβει μέρος σε κάποιον διαγωνισμό μαγειρικής – ακόμα και στο Hell's Kitchen ή στο Master Chef.

Μέρος της εβδομαδιαίας αυτής τελετουργίας ήταν και το να σταματάει σε κάποιους πάγκους με φαγητό και να δοκιμάζει. Την περασμένη εβδομάδα είχε δοκιμάσει χέλι στα κάρβουνα και είχε ενθουσιαστεί· ένα μήνα νωρίτερα είχε φάει ένα καταπληκτικό μυδοπίλαφο που τον έκανε να ψάχνει για την συνταγή στο ίντερνετ για δέκα ολόκληρες μέρες. Είχε ταξιδέψει σε πολλές χώρες, πάντα με στόχο την ικανοποίηση της γαστριμαργικής του περιέργειας, και είχε δοκιμάσει μερικά από τα πιο σιχαμένα (παρόλα αυτά ενδιαφέροντα) εξωτικά πιάτα: χάγκις στην Σκωτία, century eggs στην Κίνα, μπαλούτ στις Φιλιππίνες, κάσου μάρζου στην Σικελία, τηγανητές ταραντούλες πάλι στην Κίνα. Το μόνο που δεν είχε καταφέρει να φάει ήταν ψητά σκαθάρια, λόγω της εγγενούς απέχθειάς του απέναντι στις κατσαρίδες και σε ό,τι τους έμοιαζε.

Σήμερα όμως ένιωθε ότι οι γευστικοί του κάλυκες ήθελαν κάτι πιο απλό. Σαν υπνωτισμένος ακολούθησε την μυρωδιά που ερχόταν από ένα μεγάλο τσουκάλι σε έναν πάγκο χωμένο κάπου στην κρεαταγορά. Στάθηκε μπροστά στον θηριώδη, μυστακοφόρο μάγειρα που ανακάτευε την σούπα και απόλαυσε την οσμή βραστού κρέατος και λιωμένων λαχανικών που αναδυόταν από την κατσαρόλα.
“Κρεατόσουπα;” ρώτησε.
Ο μάγειρας έγνεψε.
“Μοσχάρι, πατάτες, καρότο, κρεμμύδι”.
“Απλό και πεντανόστιμο”.
Ο άντρας χαμογέλασε πλατιά, αποκαλύπτοντας κίτρινα δόντια κάτω από το μουστάκι του.
“Ξέρεις να τρως”.
Ο Τζακ ανασήκωσε τους ώμους του.
“Βάλε μου μια μερίδα”.
Ο μάγειρας έπιασε ένα χάρτινο μπολ και το ξεχείλισε με τρεις μεγάλες κουταλιές.
“Δοκίμασε και βάλε όσο αλάτι και πιπέρι θες”, του είπε και του έδειξε τα μικρά δοχεία με τα καρυκεύματα που είχε δίπλα στον πάγκο του.
Ο Τζακ τον πλήρωσε και δοκίμασε μια γουλιά – η γεύση ήταν όπως ακριβώς την φανταζόταν, πιπεράτη και πεντανόστιμη. Δεν χρειαζόταν να προσθέσει τίποτα.

Μια κραυγή από πίσω του τον τρόμαξε και τον έκανε να χύσει την μισή σούπα του. Βλαστήμησε και στράφηκε να δει τον λόγο της αναστάτωσης, ενώ ο μάγειρας παρατούσε την κουτάλα του, σκούπιζε τα χέρια του και έτρεχε προς το μέρος απ' όπου είχε ακουστεί η φωνή.
Ένας άντρας είχε πέσει στο έδαφος και ούρλιαζε, με δάκρυα στα γουρλωμένα, τρομαγμένα μάτια του. Κάποιοι είχαν σχηματίσει έναν κύκλο γύρω του, παρατηρώντας τον με συγκρατημένο ενδιαφέρον αλλά χωρίς να τον πλησιάζουν. Ο άντρας έκλαιγε και τσίριζε, φώναζε κι έφτυνε, με το βλέμμα του καρφωμένο στον Τζακ. Ο μάγειρας έκανε να τον πλησιάσει και τότε ο άντρας έβγαλε μια κραυγή σαν πληγωμένο θηρίο, ενώ ταυτόχρονα σερνόταν μακριά του.
“Μην τρως!” φώναξε στον Τζακ. “Όχι σούπα! Όχι σούπα!”
Ο μάγειρας είχε σταθεί παγωμένος λίγα βήματα μακριά του, χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Ο άντρας σταμάτησε να ουρλιάζει, ανασηκώθηκε και απομακρύνθηκε τρεκλίζοντας, ενώ το μικρό πλήθος τού άνοιγε τρομοκρατημένο έναν διάδρομο.
“Τι σκατά;” ψέλλισε ο Τζακ πανικόβλητος στον μάγειρα που επέστρεφε στην θέση του.
Ήταν η σειρά του γιγαντόσωμου άντρα να ανασηκώσει τους ώμους του.
“Ξέρω 'γω; Έχουμε γεμίσει τρελούς”.


***


Η τηλεόραση δεν του έλεγε τίποτα. Αν και υπήρχε μία (50 ιντσών μάλιστα) στο σαλόνι του, ο Ντάνιελ πάντοτε την θεωρούσε ως μια ακόμα αναγκαιότητα, όπως το τραπεζάκι που ακουμπούσε τον καφέ του ή το σύνθετο που τοποθετούσε τα CD και τα περιοδικά του. Είχε μόνιμα συνδεδεμένο το λάπτοπ στην οθόνη και η χρήση της περιοριζόταν στις λίγες περιπτώσεις που ήθελε να παίξει κάποιο παιχνίδι. Τα κανάλια τον άφηναν παγερά αδιάφορο, οι εκπομπές και οι σειρές τον έκαναν να χασμουριέται. Πού και πού μπορεί να έβαζε να δει καμιά ταινία, αλλά αυτό γινόταν σπάνια. Δεν είχε ιδέα ποιος μπορεί να λογιζόταν για σταρ στην εποχή μας και ήταν σίγουρος ότι, στατιστικά, κάποτε είχε έρθει σίγουρα πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιον διάσημο τηλεπαρουσιαστή ή ηθοποιό, μόνο που δεν τον είχε αναγνωρίσει.
Ίσως αυτός να ήταν ο λόγος που, όταν συνάντησε για πρώτη φορά τους νέους του γείτονες, σε μια επιστροφή του από το σούπερ μάρκετ, είπε ένα ξερό 'καλησπέρα' και χώθηκε στο διαμέρισμά του χωρίς να δώσει περαιτέρω σημασία. Άκουσε πνιχτά γέλια πίσω του, καθώς έκλεινε την πόρτα, αλλά αδιαφόρησε και συνέχισε την ρουτίνα του όπως πάντα.

Την επόμενη μέρα, κατά τις έντεκα το πρωί, κι ενώ ο Ντάνιελ είχε ήδη περάσει ένα τρίωρο στον υπολογιστή του παλεύοντας με έναν κώδικα που θα έπρεπε να παραδώσει μέχρι τα μεσάνυχτα, χτύπησε το κουδούνι. Κανονικά δεν θα άνοιγε, τηρώντας στο ακέραιο τις επιταγές της αντικοινωνικής φύσης του, όμως το μυαλό του είχε μετατραπεί σε πουρέ κι ένα διάλειμμα ήταν καλοδεχούμενο. Άνοιξε την πόρτα κι ο ήλιος τον τύφλωσε – όταν η όρασή του επανήλθε είδε τους νέους του γείτονες να στέκονται λίγα βήματα μακριά του. Ο ένας ήταν γύρω στα τριάντα πέντε, ψηλός, ξανθός και με μια ουλή στο σαγόνι που κάποιοι θα έβρισκαν σέξι. Ο άλλος ήταν πιο κοντός, λεπτός και νευρώδης, με περιποιημένο γενάκι, καλοφτιαγμένα φρύδια και μούτρα μέχρι το πάτωμα. Ο ξανθός κρατούσε ένα πεσκέσι τυλιγμένο με αλουμινόχαρτο και χαμογελούσε.
“Καλημέρα!” είπε χαρούμενα.
Ο Ντάνιελ μουρμούρισε κάτι που έμοιαζε με χαιρετισμό.
“Είμαστε οι νέοι σου γείτονες”, συνέχισε ο άντρας με το δώρο και ο πουρές του Ντάνιελ άρχισε να στροφάρει σε κανονικούς ρυθμούς.
“Α, ναι... καλώς ήλθατε”, ευχήθηκε, προσπαθώντας να βρει τις κοινωνικές του δεξιότητες, που δεν ήταν και πολλές.
“Είμαι ο Στιβ”, συστήθηκε ο ξανθός, “κι από δω είναι ο Μάικλ. Θεωρήσαμε σωστό να σου φέρουμε ένα δώρο, ξέρεις... για το καλωσόρισμα”.
Ο Ντάνιελ σούφρωσε τα φρύδια του.
“Είχα την εντύπωση πως εγώ έπρεπε να φέρω κάποιο δώρο”, είπε αποβλακωμένα. Έτσι είχε δει να κάνουν στις ταινίες.
“Τυπικότητες”, απάντησε γελώντας ο Στιβ κι έτεινε το τυλιγμένο πακέτο προς το μέρος του. “Είναι κερασόπιτα, ελπίζω να σου αρέσει”.
Χαιρέτησε κι έκανε να φύγει – μόνο τότε ο Ντάνιελ συνήλθε τελείως από την αποχαύνωσή του και διαπίστωσε πόσο κακή εντύπωση πρέπει να είχε κάνει στους νεοφερμένους.
“Συγγνώμη, είμαι ακόμα ζαλισμένος από την δουλειά”, είπε. “Με λένε Ντάνιελ. Ντάνι. Θα θέλατε έναν καφέ; Και ίσως να δοκιμάσουμε και την κερασόπιτα;”
Ο Στιβ έριξε μια ματιά στον Μάικλ κι εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα.
“Ακούγεται υπέροχη ιδέα”, απάντησε ο Στιβ με ένα χαμόγελο που θα ταίριαζε άψογα σε διαφήμιση οδοντόκρεμας.


Η κερασόπιτα ήταν πραγματικά καλή – ο Ντάνιελ δεν θυμόταν να έχει φάει άλλο γλυκό που να είχε τόσο έντονη και μεστή γεύση τα τελευταία χρόνια. Ήταν τόσο διαφορετικό από τα τυποποιημένα προϊόντα που μπορούσες να αγοράσεις σε κάποιο από τα χιλιάδες ζαχαροπλαστεία του Λος Άντζελες. Η πρώτη μπουκιά τού γέμισε το μυαλό με θολές εικόνες, η δεύτερη τις μετέτρεψε σε αναμνήσεις. Έφαγε δύο κομμάτια και μετά έγειρε στην πολυθρόνα του, όσο οι καλεσμένοι του έπιναν τον καφέ τους.
“Ήταν φοβερή”, ανακοίνωσε. “Μου θύμισε τις πίτες που έφτιαχνε η γιαγιά μου”.
“Καλό αυτό”, απάντησε ο Στιβ, πίνοντας μια γουλιά καφέ. “Ήμουν πάντοτε της άποψης ότι το φαγητό πρέπει να ξυπνάει όλες μας τις αισθήσεις”.
“Από πού την αγόρασες;” ρώτησε ο Ντάνιελ, κοιτάζοντας το κουτί. Ήταν ένα απλό πλαστικό δοχείο, χωρίς κανένα λογότυπο πάνω του.
“Υπάρχει ο 'Φούρνος της Μελ' λίγο παρακάτω στον δρόμο, αλλά δεν νομίζω ότι είναι από κει”.
“Ο Στιβ την έφτιαξε”, απάντησε ο Μάικλ με το ένα φρύδι του ανασηκωμένο.
Ακουγόταν ελαφρά προσβεβλημένος, κάτι που ο Ντάνιελ δεν μπορούσε να εξηγήσει. Ο νεαρός προγραμματιστής είχε βρει την συμπεριφορά του λίγο εριστική και, μετά από δέκα λεπτά κουβέντας (στην οποία ο Μάικλ συμμετείχε με μονολεκτικές απαντήσεις και ξινισμένη έκφραση), είχε αποφασίσει ότι δεν τον πολυγούσταρε. Όσο περνούσε η ώρα καθετί πάνω του (από το λεπτό μούσι του και τα τατουάζ στα χέρια του μέχρι τα γεμάτα ειρωνεία κατάμαυρα μάτια του) τον εκνεύριζε – σε αντίθεση με τον Στιβ που ήταν πιο φιλικός και άνετος.
“Αλήθεια; Θα έπρεπε να γίνεις μάγειρας”, είπε εντυπωσιασμένος ο Ντάνιελ.
Είναι μάγειρας”, αναστέναξε απηυδισμένος ο Μάικλ. “Σεφ συγκεκριμένα”.
“Α”, απάντησε ο Ντάνιελ και μια αμήχανη σιωπή πλανήθηκε για λίγο στο σαλόνι. “Δουλεύεις σε κάποιο ρεστοράν;”
Ο Μάικλ ανασήκωσε το βλέμμα του προς το ταβάνι, σαν να παρακαλούσε σιωπηλά τον Θεό να του δώσει δύναμη. Ο Στιβ, από την άλλη, έσκασε στα γέλια.
“Όχι, όχι”, απάντησε, “δημιουργώ συνταγές. Έχω χρόνια να δουλέψω σε κουζίνα”.
“Α”, επανέλαβε ο Ντάνιελ, ολότελα μπερδεμένος τώρα.
Ο Μάικλ έδειξε την τηλεόραση.
“Δεν παρακολουθείς;”
“Μπα... δεν μου αρέσει ιδιαίτερα”.
Ο Στιβ στράφηκε προς το μέρος του συγκατοίκου του.
“Στο είπα ότι δεν μας αναγνώρισε”.
Ο Μάικλ αναστέναξε ξανά κι ο Ντάνιελ ένιωσε μια ακατανίκητη επιθυμία να τον χτυπήσει.
“Ο Στιβ παρουσιάζει μια εκπομπή μαγειρικής στο KCBS κάθε Δευτέρα. Έχει δώδεκα εκατομμύρια θεατές ανά επεισόδιο κατά μέσο όρο. Δεν έχεις ακουστά το 'Μαγειρεύοντας με τον Ντάντε';”
Ο Ντάνιελ παραδέχτηκε ότι δεν ήξερε την εκπομπή, κάτι που ο Μάικλ φάνηκε να παίρνει προσωπικά, ενώ ο Στιβ έμοιαζε να το διασκεδάζει.
“Γενικά, η εκπομπή μού έχει προσφέρει υπερβολικά μεγάλη αναγνωρισιμότητα”, είπε ο ξανθός σεφ, “και, ξέρεις, μετά από λίγο όλο αυτό καταντάει κουραστικό. Δεν τολμάμε να πάμε μια βόλτα με τον Μάικλ κι όλο και κάποιος θα μας σταματήσει για να μας ζητήσει αυτόγραφο ή να βγάλουμε μια selfie. Και η δουλικότητα! Δεν την μπορώ, δεν αντέχω τους ανθρώπους που θα αρχίσουν να με γλείφουν επειδή στην άκρη του μυαλού τους έχουν κάποια χάρη να μου ζητήσουν. Χαίρομαι πολύ που δεν μας έχεις ακουστά. Τουλάχιστον τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος ότι δεν θα πάρεις τηλέφωνο σε κάποια εφημερίδα ή κάποιο ενημερωτικό site για να τους πουλήσεις φωτογραφίες από τις ιδιωτικές μας στιγμές”.
Ο Ντάνιελ γούρλωσε τα μάτια του εντυπωσιασμένος.
“Σου έχει τύχει κάτι τέτοιο;”
“Βέβαια, ήταν ο λόγος που φύγαμε από το προηγούμενο διαμέρισμα. Η σπιτονοικοκυρά ήταν μεγάλη θαυμάστριά μας, συνέχεια ζητούσε να βγούμε φωτογραφία-”
“Σ' εσένα ζητούσε”, τον διέκοψε ο Μάικλ και στην φωνή του διακρινόταν μια πίκρα.
“Χαζομάρες”, απάντησε αμέσως ο Στιβ. “Το ξέρεις ότι ο Μάικλ από δω κέρδισε στον διαγωνισμό ερασιτεχνών του δεύτερου κύκλου της εκπομπής; Είναι το ίδιο διάσημος μ' εμένα, όσο κι αν δεν το παραδέχεται”.
Ο Ντάνιελ απάντησε κάτι απροσδιόριστο. Ο Μάικλ δεν έμοιαζε να έχει πειστεί από τα λόγια του συντρόφου του.
“Το θέμα είναι ότι η πρώην σπιτονοικοκυρά μας μου έλεγε συνέχεια πόσο καλός σεφ είμαι και πόσο χαρούμενη είναι που επέλεξα το διαμέρισμά της για να μείνω και άλλες τέτοιες μαλακίες, αλλά στην πραγματικότητα γινόταν έξαλλη κάθε φορά που έβλεπε εμένα και τον Μάικλ να πηγαίνουμε βόλτα πιασμένοι χεράκι-χεράκι. Αν δεν είναι υποκριτικό αυτό, τότε δεν ξέρω τι είναι. Και κάποια μέρα είδα μια φωτογραφία μας στo site των Λος Άντζελες Τάιμς. Την είχε τραβήξει εκείνη. Δεν με πείραξε τόσο για την φωτογραφία, ούτε για το άθλιο άρθρο που την συνόδευε. Ήταν περισσότερο επειδή η τύπισσα παραβίασε την προσωπική μας ζωή, καταλαβαίνεις; Ε, ήταν τότε που είπαμε πως ήταν καιρός να μετακομίσουμε. Και – γιατί όχι; – να αγοράσουμε ένα δικό μας διαμέρισμα”.
“Η γυναίκα ήταν μαλακισμένη”, συμφώνησε ο Μάικλ. “Μας παρακολουθούσε κανονικά. Έστηνε αυτί στον τοίχο για να δει τι λέγαμε, αν κάναμε σεξ, τέτοια πράγματα”.
“Έμενε δίπλα σας;”
“Ναι, το διαμέρισμά της ήταν μεσοτοιχία. Όπως αυτό εδώ”, είπε με εμφανή κακεντρέχεια ο Μάικλ.
“Μάικλ!” τον προειδοποίησε ο Στίβεν, όμως ο Ντάνιελ σήκωσε καθησυχαστικά τα χέρια του.
“Δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε για τίποτα. Η αλήθεια είναι πως βρίσκομαι στο σπίτι όλη τη μέρα (είμαι προγραμματιστής και δουλεύω από δω) αλλά συνήθως είμαι χαμένος στον κόσμο μου. Α, και οι τοίχοι είναι αρκετά χοντροί ώστε να μην ακούγεται τίποτα”, τους είπε χαμογελώντας, αν και το υπονοούμενο του Μάικλ τον είχε πειράξει.
Συζήτησαν για λίγο ακόμα περί ανέμων και υδάτων, μέχρις ότου ο Στίβεν είπε πως ήταν ώρα να φεύγουν. Ο Ντάνιελ τους αποχαιρέτησε κι έπειτα επέστρεψε στην δουλειά του, παρόλο που ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί – οι νέοι του γείτονες είχαν ξεκινήσει έναν άγριο τσακωμό αμέσως μόλις επέστρεψαν στο διαμέρισμά τους, τόσο έντονο που καμία ηχομόνωση δεν μπορούσε να πνίξει τις φωνές τους. Αυτό που κατάλαβε από τα λόγια τους ήταν ότι ο Στίβεν κατηγορούσε τον Μάικλ πως ήταν αγενής, ενώ ο ερασιτέχνης μάγειρας απαντούσε πως ο σεφ προσπαθούσε να γοητεύσει τον νέο γείτονά τους και ίσως να τον γούσταρε και πως, αν ήθελε να του αδειάσει την γωνιά, εκείνος (ο Μάικλ δηλαδή) θα το έκανε με ευχαρίστηση και...
Ο Ντάνιελ φόρεσε τα ακουστικά του, έβαλε Deftones να παίζουν στο τέρμα και προσπάθησε να συνεχίσει την δουλειά του.


***


Τις επόμενες δύο βδομάδες υπήρξε μια αναστάτωση στο γειτονικό διαμέρισμα, πράγμα που εκνεύρισε αφάνταστα τον Ντάνιελ. Το κακό ξεκίνησε με ένα συνεργείο υδραυλικών που, με σταθερό ρυθμό από τις οκτώ το πρωί έως τις τρεις το μεσημέρι, έσπαγαν πλακάκια και τοίχους. Μετά από δυο μέρες ιώβειας υπομονής (τουλάχιστον για τα δεδομένα του) κατά την οποία ο Ντάνιελ προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του να μην αρχίσει να βρίζει τους πάντες, ο νεαρός προγραμματιστής το πήρε απόφαση ότι δεν θα κατάφερνε να δουλέψει μέχρι να τελειώσουν οι επισκευές των γειτόνων του. Έφτιαξε καφέ και βγήκε στον κοινόχρηστο κήπο, αποφασισμένος να εκμεταλλευτεί την λιακάδα και να προσθέσει στον οργανισμό του λίγη βιταμίνη D.

Ο Στίβεν στεκόταν στην κουζίνα του, με την γυάλινη μπαλκονόπορτα ανοιχτή ώστε να μπαίνει φρέσκος αέρας στο σπίτι. Ήταν απασχολημένος κόβοντας πολύχρωμα λαχανικά που ο Ντάνιελ δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει, μιας και οι διατροφικές του συνήθειες περιορίζονταν σε ετοιματζίδικα γεύματα που πέταγε στον φούρνο μικροκυμάτων και σε φαγητό απ' έξω. Ο Μάικλ και η περιφερόμενη μιζέρια του δεν φαινόταν πουθενά.
Ο Ντάνιελ χαιρέτησε τον Στίβεν σηκώνοντας το χέρι του, όμως ο σεφ ήταν απορροφημένος. Ο νεαρός ήπιε μια γουλιά καφέ και απλώθηκε στην σεζλόνγκ του, κλείνοντας τα μάτια του και απολαμβάνοντας το ζεστό χάδι του ήλιου. Μια ανεπαίσθητη ευωδιά από τα τριαντάφυλλα του κήπου τού γαργάλισε την μύτη.
Ξύπνησε από τον ελαφρύ ήχο πιάτων που ακούμπαγαν στο τραπέζι του – άνοιξε τα μάτια του με κόπο και προσπάθησε να ανασηκωθεί, νιώθοντας όλη την πλάτη του πιασμένη. Ο Στίβεν είχε κάτσει σε μια ξύλινη καρέκλα δίπλα του κι έπινε ένα ποτήρι χυμό. Στο τραπεζάκι μπροστά του είχε αφήσει τρία πιάτα που μοσχομύριζαν.
“Πω, με πήρε ο ύπνος”, μουρμούρισε ο Ντάνιελ.
“Τότε φαίνεται πως ήρθα την κατάλληλη στιγμή για να σου φέρω πρωινό”, απάντησε ο σεφ κι ο Ντάνιελ αναρωτήθηκε αν το νάζι στην φωνή του ήταν ιδέα του ή όχι.
“Μυρίζει υπέροχα”, αποκρίθηκε. “Τι είναι;”
“Ομελέτα με πιπεριά, κρεμμύδι, ντομάτα, ρίγανη, θυμάρι, πεκορίνο και προσούτο, με ελάχιστο ελαιόλαδο, λίγο αλάτι και αρκετό πιπέρι”, είπε ο Στίβεν δείχνοντας το ένα πιάτο. “Μια σαλάτα με κόκκινο λάχανο, iceberg, λιαστές ντομάτες, κρουτόν και σως από μουστάρδα και μέλι. Και τέλος, φιλέτο κοτόπουλου μαζί με ανάμεικτα σοταρισμένα λαχανικά (πιπεριές, μελιτζάνες, ντομάτα, κολοκύθια, μανιτάρια και πατάτες) και όλα αυτά σβησμένα με κόκκινο κρασί”.
Ο Ντάνιελ κοίταξε τα όμορφα στημένα πιάτα με το πολύχρωμο περιεχόμενό τους εντυπωσιασμένος. Ένιωθε σαν η Μέρα των Ευχαριστιών να είχε έρθει νωρίτερα.
“Πότε τα έφτιαξες όλα αυτά;”
“Σηκώθηκα νωρίς”, απάντησε ο Στίβεν, μοιράζοντας τα πιρούνια και τα πιάτα. “Τώρα με τους εργάτες δεν έχω την πολυτέλεια του ύπνου μέχρι αργά. Φαντάζομαι κι εσύ το ίδιο”.
Έβαλε λίγη σαλάτα, μοίρασε την ομελέτα στα πιάτα τους κι άρχισαν να τρώνε.
“Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη για την φασαρία”, είπε ο Στίβεν, όσο ο Ντάνιελ καταβρόχθιζε το φαγητό του. Ήταν πραγματικά πολύ καλό.
“Ο Μάικλ ήθελε πάντα ένα τζακούζι”, συνέχισε ο σεφ. “Ήταν ευκαιρία τώρα, μιας και το διαμέρισμα είναι αρκετά μεγάλο κι εμείς δεν έχουμε τακτοποιηθεί ακόμα”.
Ο Ντάνιελ κατάπιε και τσίμπησε λίγη σαλάτα ακόμα.
“Είναι πολύ νόστιμο”, είπε μπουκωμένος κι ο Στίβεν χαμογέλασε. “Φαίνεται πως τον αγαπάς πολύ”.
Ο σεφ ανασήκωσε τους ώμους του.
“Είναι δύσκολος άνθρωπος αλλά ναι – τον αγαπώ. Ή τουλάχιστον νιώθω αυτό που κάποιος στην ηλικία μου θα μπορούσε να ονομάσει αγάπη”.
“Είναι λίγο ζηλιάρης ή μου φαίνεται;”
Ο Στίβεν γέλασε.
“Αρκετά, θα έλεγα. Δεν το κάνει επίτηδες, έτσι είναι η φύση του. Από την αρχή τσακωνόμασταν γι' αυτό τον λόγο”.
“Είστε καιρό μαζί;”
“Δύο χρόνια. Ακόμα και τώρα του είναι πολύ δύσκολο να ελέγξει τη ζήλια του, παρόλο που δεν του έχω δώσει κανένα δικαίωμα. Νομίζω ότι πάσχει από φόβο εγκατάλειψης. Οι γονείς του δεν αποδέχτηκαν ποτέ την ομοφυλοφιλία του. Ο Μάικλ έχει να τους μιλήσει πάνω από πέντε χρόνια. Θέλησε να πετύχει στην ζωή του μόνο και μόνο για να τους το τρίψει στη μούρη – όμως το μόνο που έχει καταφέρει είναι να παλεύει με τον εαυτό του συνέχεια. Δεν χαίρεται με όσα έχει, ζητάει όλο και περισσότερα, ενώ παράλληλα φοβάται μήπως χάσει και αυτά που έχει. Είναι πολύ μπερδεμένος και, να σου πω την αλήθεια, πολλές φορές μου σπάει τα νεύρα με την συμπεριφορά και την ζήλια του αλλά τι να κάνω... τον αγαπάω. Στ' αλήθεια τον αγαπάω. Και ξέρω ότι μ' αγαπάει κι αυτός, όσο κι αν ο τρόπος του με βγάζει από τα ρούχα μου κάποιες φορές. Κοτόπουλο;”
“Φυσικά”.
Έφαγαν για λίγο σιωπηλοί, απολαμβάνοντας το τρυφερό κοτόπουλο και τα πεντανόστιμα λαχανικά.
“Είναι το καλύτερο γεύμα που έχω φάει... μπορεί και σε όλη τη ζωή μου”, είπε ο Ντάνιελ.
“Σ' ευχαριστώ”, απάντησε με ταπεινότητα ο Στίβεν. “Όταν πρέπει να μαγειρέψω για μένα ή για φίλους μου προτιμώ τα απλά πιάτα. Στην εκπομπή εμφανίζω πιο γκουρμέ επιλογές, αν και όλες είναι δοσμένες έτσι ώστε να μπορούν να τις φτιάξουν και οι τηλεθεατές”.
Ένα τρυπάνι διέκοψε την συζήτησή τους για κάνα δεκάλεπτο, μιας και ο εργάτης έμοιαζε να το χειρίζεται με πολύ μεράκι κι ενθουσιασμό. Όταν σταμάτησε, ο Ντάνιελ συνειδητοποίησε πόσο υποτιμημένη ήταν η σιωπή στον σύγχρονο κόσμο.
“Μέχρι το Σάββατο θα έχουν τελειώσει με τα σπασίματα και τους σωλήνες”, υποσχέθηκε ο Στίβεν.
“Δε βαριέσαι, νομίζω ότι το συνήθισα τώρα πια. Αλήθεια, πού είναι ο Μάικλ;”
“Έχει πάει στην αγορά, ήθελε να πάρει καθαριστικά για το σπίτι. Του έχω πει τόσες φορές να φέρουμε μια καθαρίστρια αλλά επιμένει να το κάνει μόνος του”.
“Δουλεύει κάπου;”
Ο Στίβεν δάγκωσε τα χείλη του και, για μια στιγμή, φάνηκε να διστάζει.
“Τώρα όχι”, είπε. “Ήταν μαζί μου στην εκπομπή, ως βοηθός μου. Ήταν η καλύτερή του – όχι τόσο για την αναγνωρισιμότητα που κέρδιζε, όσο για το ότι ήταν πάντα μαζί μου, καταλαβαίνεις... δεν με άφηνε από τα μάτια του”.
Ο σεφ ήπιε μια γουλιά από τον χυμό του και βολεύτηκε καλύτερα στην καρέκλα του.
“Κάποια στιγμή του καρφώθηκε στο μυαλό ότι ένας εικονολήπτης μου την έπεφτε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που νόμιζε κάτι τέτοιο – κι αν του μπει μια ιδέα δεν την εγκαταλείπει με τίποτα”.
“Τσακωθήκατε;”
“Ναι, αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Ο Μάικλ έστειλε τον άλλον στο νοσοκομείο. Του την είχε στήσει και τον περίμενε να σχολάσει – και τον χτύπησε στο κεφάλι με έναν λοστό. Ο τύπος έπαθε κάταγμα στο κρανίο κι έχασε το ένα του μάτι. Μετά έπαιξαν μηνύσεις, συλλήψεις κι άλλα τέτοια ωραία. Ο καμεραμάν πήρε μια φουσκωμένη επιταγή με αρκετά μηδενικά, ο Μάικλ καταδικάστηκε σε έναν χρόνο για επίθεση (πλήρωσα την εγγύηση και βγήκε) κι εγώ αναγκάστηκα να τον διώξω από το σόου”.
Ο Ντάνιελ είχε μείνει άφωνος. Ο Μάικλ φαινόταν ιδιαίτερα νευρικός αλλά δεν περίμενε ποτέ ότι θα ήταν ικανός να επιτεθεί σε κάποιον μόνο και μόνο επειδή φανταζόταν πως φλέρταρε με τον σύντροφό του.
“Όπως σου είπα, δεν ήταν η πρώτη φορά. Πριν μερικούς μήνες πλάκωσε στο ξύλο κάποιον σε ένα μπαρ γιατί θεώρησε ότι ήταν πολύ διαχυτικός απέναντί μου. Και, γενικά, έχω παρατηρήσει ότι κοιτάζει με μισό μάτι όσους θεωρεί αντίζηλούς του”.
Ο προγραμματιστής άρχισε να νιώθει άβολα – τον είχε θεωρήσει ο Μάικλ ως τέτοιο την πρώτη φορά που συναντήθηκαν; Αυτό θα δικαιολογούσε τόσο τις μπηχτές του όσο και τον τσακωμό των γειτόνων του όταν επέστρεψαν στο διαμέρισμά τους.
“Τον φοβάσαι;” ρώτησε βιαστικά τον Στίβεν.
Εκείνος γέλασε.
“Όχι βέβαια! Εντάξει, είναι ζηλιάρης, ίσως λίγο παραπάνω από τον μέσο όρο – όμως θεωρώ ότι το περιστατικό με τον καμεραμάν ήταν μια εξαίρεση. Έχασε τον έλεγχο, όλοι το έχουμε πάθει αυτό. Και πιστεύω ειλικρινά ότι το έχει μετανιώσει. Ζήτησε δημόσια συγγνώμη, παραδέχτηκε την ενοχή του και παίρνει τηλέφωνο τον τύπο συχνά για να μάθει πως είναι – παρόλο που εκείνος δεν έχει δεχτεί να του μιλήσει ποτέ”.
“Ναι, αλλά...”, άρχισε να λέει ο Ντάνιελ, όμως ξαφνικά βουβάθηκε. Ο Στίβεν τον είδε να κοιτάζει πίσω του, προς την μεριά της κουζίνας, και στράφηκε προς τα εκεί. Ο Μάικλ στεκόταν όρθιος μπροστά στην μπαλκονόπορτα, με τις σακούλες με τα καθαριστικά στα χέρια του.
“Τα λέτε;” ρώτησε πνιχτά. Το πρόσωπό του ήταν αναψοκοκκινισμένο και τα χείλη του σφιγμένα, σαν να έτριζε τα δόντια του προσπαθώντας να διατηρήσει την ψυχραιμία του.
“Καλώς τον!” αναφώνησε ο Στίβεν και σηκώθηκε να τον βοηθήσει. “Έχω φαγητό στον φούρνο, να σου βάλω;”
“Δεν πεινάω”, απάντησε ξερά ο Μάικλ, μην αφήνοντας από το βλέμμα του τον Ντάνιελ. Δεν άφησε τον Στίβεν να τον βοηθήσει με τις σακούλες, παρά μόνο έφυγε από την κουζίνα προς τα ενδότερα του σπιτιού, με βλέμμα σκοτεινό και ανταριασμένο.


***


Το τζακούζι ολοκληρώθηκε τρεις εβδομάδες μετά και η ζωή όλων επανήλθε στους φυσιολογικούς της ρυθμούς. Κάποιες φορές ο Στίβεν και ο Μάικλ επισκέπτονταν τον Ντάνιελ, κάποιες άλλες τους επισκεπτόταν εκείνος και τον περισσότερο καιρό κάθονταν όλοι μαζί στον κοινόχρηστο κήπο. Καθώς το καλοκαίρι έδινε την θέση του στο φθινόπωρο ο Στίβεν έλειπε όλο και περισσότερο, μιας και είχαν ξεκινήσει τα γυρίσματα για την νέα σεζόν του 'Μαγειρεύοντας με τον Ντάντε'. Οι συναντήσεις τους μειώθηκαν, αφού ο Μάικλ ήταν φανερό ότι έτρεφε έντονη αντιπάθεια για τον Ντάνιελ και τον ανεχόταν μόνο για χάρη του Στίβεν.

Ο σεφ από την άλλη, αν και πιεσμένος από τα εξαντλητικά ωράρια των γυρισμάτων, δεν ξεχνούσε τον γείτονά τους· σχεδόν κάθε βράδυ του έφερνε ένα τάπερ με ό,τι είχε περισσέψει από τα φαγητά που έφτιαχνε – ο Στίβεν έμοιαζε να έχει βάλει σκοπό της ζωής του να μάθει στον Ντάνιελ να τρώει. Τέρμα τα ετοιματζίδικα και τα ντελίβερι, είχε έρθει ο καιρός για κανονικό φαγητό.


Το φθινόπωρο πέρασε και ήρθε ο χειμώνας – τα ταπεράκια συνεχίζονταν, αν και τώρα σε πιο σπάνιο ρυθμό. Ο Ντάνιελ είχε γίνει αυτήκοος μάρτυρας αρκετών τσακωμών και, μια-δυο φορές, είχε αναφερθεί και το όνομά του. Ο Μάικλ κατηγορούσε τον Στίβεν ότι την έπεφτε ξεδιάντροπα στον γείτονά τους, όσο κι αν ο σεφ το αρνιόταν πεισματικά. Μετά από εκείνο τον καυγά, ο Στίβεν έκοψε τις συχνές επισκέψεις στον Ντάνιελ και, κάθε φορά που τύχαινε να συναντηθούν στα κατώφλια των διαμερισμάτων τους, έπαιρνε ένα απολογητικό βλέμμα, σαν να ήθελε να του πει πως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Στις αρχές του Φλεβάρη, ο Ντάνιελ αρρώστησε. Ένιωθε ρίγη, ο λαιμός του ήταν ξερός και ανέβασε πυρετό. Ο γιατρός που τον επισκέφθηκε του είπε ότι είχε κολλήσει την εποχιακή γρίπη και πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Του έγραψε μερικά αντιπυρετικά, του συνέστησε ξεκούραση και καλή διατροφή (κατά προτίμηση ζεστές κοτόσουπες), πήρε την αμοιβή του κι έφυγε. Τα αντιπυρετικά και η ξεκούραση ήταν οι εύκολοι στόχοι – όμως, όσον αφορούσε την διατροφή, ο Ντάνιελ δεν είχε και πολλές επιλογές. Μιας και οι μαγειρικές του ικανότητες ήταν ανύπαρκτες, η μόνη λύση που βρήκε ήταν να ζητήσει βοήθεια από τους γείτονές του.
Δεν ρίσκαρε να χτυπήσει το κουδούνι τους, έτσι πήρε τηλέφωνο. Το σήκωσε ο Μάικλ και η ευγενική του φωνή πήρε γρήγορα μια παγωμένη χροιά όταν κατάλαβε σε ποιον μιλούσε. Ο Ντάνιελ τού εξήγησε το πρόβλημα και τον παρακάλεσε να ειδοποιήσει τον Στίβεν. Ο Μάικλ το έκανε απρόθυμα.
“Έλα Ντάνι, αγόρι μου”, είπε ο Στίβεν. “Τι συμβαίνει;”
“Χίλια συγγνώμη, Στιβ”, απάντησε ο Ντάνιελ, μέσα σε έναν ορυμαγδό βήχα, “αλλά έχω ανεβάσει πυρετό. Ο γιατρός μού είπε ότι πρέπει να ξεκουραστώ και να τρώω σούπες, οπότε έλεγα να σε παρακαλ-”
“Μην πεις τίποτα άλλο, Ντάνι. Θα σου φτιάξω και θα σου φέρω την καλύτερη κοτόσουπα που έχεις φάει ποτέ”.
Ο Μάικλ είπε κάτι, αλλά ο Ντάνιελ δεν κατάφερε να ξεχωρίσει τα λόγια του. Ακουγόταν θυμωμένος.
“Δεν θέλω να γίνομαι βάρος, απλώς-”, δικαιολογήθηκε ο νεαρός προγραμματιστής.
“Κανένα βάρος”, απάντησε αυστηρά ο Στίβεν. “Κλείσε, θα σου φέρω το φαγητό όταν είναι έτοιμο. Και κοίτα να ξεκουραστείς”.
“Ευχαριστώ πολύ”, είπε ξεψυχισμένα ο Ντάνιελ κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Ξάπλωσε στον καναπέ του και αποκοιμήθηκε, χωρίς να ενοχληθεί από τον τρικούβερτο καυγά που ξέσπασε στο γειτονικό διαμέρισμα.


Ο Ντάνιελ ξύπνησε με βαρύ κεφάλι και, για λίγα δευτερόλεπτα, απέμεινε ξαπλωμένος και ζαλισμένος στον καναπέ να αναρωτιέται για ποιον λόγο είχε βγει από τον βαθύ του ύπνο. Έπειτα το κουδούνι χτύπησε ξανά και η απορία του λύθηκε. Φόρεσε την κουβέρτα σαν ράσο και έσυρε τα βήματά του μέχρι την πόρτα.
Ο Στίβεν στεκόταν μουτρωμένος, με μια σακούλα στα χέρια. Έκανε μια προσπάθεια να χαμογελάσει όταν είδε τον άρρωστο νεαρό, αλλά ήταν φανερό ότι είχε τα νεύρα του.
“Σαν άρχοντας των Σιθ είσαι με την κουβέρτα”, αστειεύτηκε.
“Ξέρω. 'Έλα στην σκοτεινή πλευρά, έχουμε κουλουράκια'”, είπε ο Ντάνιελ και τον έπιασε μια μακρόσυρτη κρίση βήχα. Ο Στίβεν περίμενε μέχρι να ηρεμήσει.
“Θα κάνεις στην άκρη να μπω επιτέλους;”
Ο Ντάνιελ παραμέρισε υπάκουα κι ο σεφ κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Άφησε τη σακούλα στον πάγκο κι άρχισε να την αδειάζει, απαριθμώντας παράλληλα τα περιεχόμενά της.
“Λοιπόν, έχουμε και λέμε: ένα τάπερ με καυτή κοτόσουπα, ένα τάπερ με μπούτι και στήθος κοτόπουλου ξεψαχνισμένα, αλάτι και πιπέρι (να βάλεις μπόλικο από το δεύτερο), ζυμωτό ψωμί που μου είχε περισσέψει. Το είχα φτιάξει σε ξυλόφουρνο, είμαι σίγουρος ότι δεν έχεις ξαναφάει τέτοιο πράγμα. Κι ενα μπουκαλακι κοκκινο κρασι. Το έχω ζεστάνει και έχω προσθέσει κανέλα και μπαχαρικά. Κάτσε να φας τώρα που καίνε όλα”.
“Σ' ευχαριστώ”, είπε με ευγνωμοσύνη ο Ντάνιελ.
“Σιγά, δεν έκανα τίποτα”.
Ο Στίβεν έκανε να φύγει, όμως ο Ντάνιελ τον σταμάτησε στην εξώπορτα.
“Είναι όλα καλά;”
Ο ξανθός σεφ αμφιταλαντεύτηκε για λίγο.
“Ο Μάικλ, ξέρεις τώρα. Φτιάχνει ιστορίες”.
“Θες να του μιλήσω; Πρέπει να καταλάβει ότι έχει καταντήσει παρανοϊκός”.
“Δεν χρειάζεται. Έχω συνηθίσει τα ξεσπάσματά του, αν και ομολογώ ότι με σένα έχει λυσσάξει. Δεν μπορώ να τον καταλάβω και είμαι πολύ κουρασμένος ακόμα και για να προσπαθήσω”, απάντησε ο Στίβεν δυστυχισμένα. “Τέλος πάντων, περαστικά και μην ανησυχείς. Θα σε ταράξω στις σούπες μέχρι να γίνεις καλά”.
Ο Ντάνιελ τον ευχαρίστησε ξανά και τον ξεπροβόδισε. Έκατσε να φάει την κοτόσουπα (“Θεέ μου, είναι τόσο νόστιμη!”, σκεφτόταν συνεχώς μέχρι να αδειάσει το τάπερ) κι έπειτα έπεσε ξανά σε έναν ανήσυχο ύπνο.

**

Βρισκόταν στο διαμέρισμά του, μόνο που τα πάντα ήταν σκοτεινά και παγωμένα. Ένας βόμβος ακουγόταν πίσω από τους τοίχους, σαν πνιχτές φωνές από στόματα φιμωμένα. Κοντοστάθηκε στο σαλόνι του και προσπάθησε να στήσει αυτί, όμως οι φωνές ήταν ακαταλαβίστικες. Κοίταξε το ταβάνι του και ξαφνικά βρισκόταν έξω, στον κήπο – ένας μαύρος ήλιος σκόρπιζε το ερεβώδες φως του στο μισοσκόταδο που είχε τυλίξει την πλάση, ενώ ο Στίβεν στεκόταν μπροστά στις τριανταφυλλιές κι έκοβε μερικά λουλούδια. Στράφηκε και τον κοίταξε χαμογελαστός, η ουλή στο σαγόνι του έτρεχε αίμα.
“Πάντα βάζω μερικά τριαντάφυλλα στην σούπα”, του είπε, “προσθέτουν ένα χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα. Δοκίμασε λίγο”.
Έτεινε τα χέρια του προς το μέρος του κι ο Ντάνιελ διέκρινε ωμά λαχανικά. Πήρε ένα και τον ευχαρίστησε, μόνο που αυτή την φορά ο Στίβεν είχε εξαφανιστεί και στην θέση του στεκόταν ο Μάικλ, χαμογελώντας σαν μανιακός.
“Δοκίμασε λίγο”, επανέλαβε, “δοκίμασε, δοκίμασε, ΔΟΚΙΜΑΣΕ”.


**

Η πτώση από τον καναπέ του ήταν αυτή που τον ξύπνησε. Ήταν κάθιδρος κι έτρεμε. Το διαμέρισμα ήταν βυθισμένο στην σιωπή και μόνο ο απόμακρος, αχνός ήχος των περαστικών αυτοκινήτων τον έκανε να νιώσει μια αίσθηση πραγματικότητας, μια σιγουριά ότι δεν βρισκόταν ακόμα παγιδευμένος στο μπερδεμένο του όνειρο.
Είχε την εντύπωση ότι είχε ακούσει φευγαλέες φωνές και, για μια στιγμή, αναρωτήθηκε αν υπήρχαν μόνο στο όνειρό του ή προέρχονταν από το διπλανό διαμέρισμα. Κοίταξε την ώρα – ήταν τρεις τα ξημερώματα. Οι γείτονές του θα είχαν πέσει για ύπνο εδώ και αρκετές ώρες. Προσπάθησε να κοιμηθεί ξανά χωρίς επιτυχία, έτσι άνοιξε το YouTube κι έψαξε να βρει παλιά επεισόδια από το 'Μαγειρεύοντας με τον Ντάντε'.


***


Το επόμενο μεσημέρι χτύπησε ξανά το κουδούνι. Ο Ντάνιελ βρισκόταν στην τουαλέτα με το τάμπλετ του, γεμίζοντας τον εγκέφαλό του με παντελώς άχρηστες πληροφορίες που κυκλοφορούσαν στο Facebook και στο Ιnstagram, οπότε σκουπίστηκε όπως-όπως κι έτρεξε να ανοίξει. Στο χαλάκι της εξώπορτας υπήρχε ένα χάρτινο δοχείο με ένα σημείωμα που έγραφε με καλλιγραφικά 'Η σούπα γιατρεύει το σώμα και την ψυχή. Ελπίζω να την απολαύσεις. Περαστικά'.
Ο Ντάνιελ πήρε το δοχείο, το μετέφερε στην κουζίνα και το άνοιξε: μια απολαυστική μυρωδιά του τρύπησε τα ρουθούνια κι έκανε το στομάχι του να συσπαστεί από την προσμονή.
Η σούπα ήταν καλύτερη κι από την χτεσινή: ήταν πηχτή (ο Στιβ του είχε πει κάποτε ότι τις σούπες αυτού του είδους τις ονόμαζαν 'βελουτέ') και πεντανόστιμη. Είχε διάφορα μυρωδικά και καρυκεύματα που της έδιναν πικάντικη γεύση, τα κομμάτια κρέατος που επέπλεαν μέσα ήταν τρυφερά και με όσο αλάτι χρειαζόταν, και ο Ντάνι ξεχώρισε μια υποψία πατάτας και καρότου που κρυβόταν με διακριτικότητα σε κάθε κουταλιά. Ο νεαρός την καταβρόχθισε τόσο γρήγορα που κατάφερε κι έκαψε τον ουρανίσκο και το λαρύγγι του. Σημείωσε νοερά ότι έπρεπε, όταν γινόταν καλά, να κάνει το τραπέζι στους γείτονές του σε ένα από τα καλύτερα ρεστοράν του Λος Άντζελες. Ίσως να προσπαθούσε να λύσει και την παρεξήγηση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σε αυτό το ιδιότυπο τρίο – ένιωθε αρκετά καλά ώστε να δώσει τόπο στην οργή για την συμπεριφορά του Μάικλ και να τον διαβεβαιώσει πως δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσα σε αυτόν και τον Στίβεν. Με ανεβασμένη διάθεση, έβαλε να δει μερικά ακόμα επεισόδια από την εκπομπή του ξανθού σεφ.


Τρεις μέρες μετά, ο πυρετός του είχε πέσει κι ο ίδιος ένιωθε αρκετά δυνατός ώστε να βγει για λίγο στον κήπο. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και η θερμοκρασία αρκετά υψηλή για την εποχή, ακόμα και για τα δεδομένα της Καλιφόρνια. Οι σούπες εξακολουθούσαν να έρχονται δυο φορές την μέρα, αν και ο Ντάνι δεν είχε δει καθόλου τον Στίβεν όλο αυτό το διάστημα.
Την προηγούμενη μέρα είχε τηλεφωνήσει στο γειτονικό διαμέρισμα και το είχε σηκώσει ένας ευδιάθετος Μάικλ, ο οποίος του είπε πως ο Στιβ έλειπε για γύρισμα αλλά, όταν επέστρεφε, θα του έλεγε πως είχε καλέσει. Έπειτα έκανε κάτι που εξέπληξε τον Ντάνιελ: του ζήτησε συγγνώμη για την συμπεριφορά του όλο αυτό το διάστημα. Του εκμυστηρεύθηκε πως είχε τσακωθεί ξανά με τον Στίβεν όμως ο σύντροφός του του εξήγησε τι ένιωθε για εκείνον και τα είχαν βρει. Ο Ντάνιελ τον διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα και πως χαιρόταν που ήταν καλά. Ο Μάικλ του ευχήθηκε περαστικά και πως θα ήθελε να συναντιόντουσαν και οι τρεις τους όταν ο νεαρός γινόταν καλά. Όταν ολοκληρώθηκε η στιχομυθία τους ο Ντάνιελ ένιωσε την ψυχή του πιο ανάλαφρη – μάλιστα, του δημιουργήθηκαν και κάποιες τύψεις πως ίσως να είχε αδικήσει τον Μάικλ.
Έκανε μια μικρή βόλτα στον κήπο, μύρισε τα τριαντάφυλλα και κίνησε να επιστρέψει στο διαμέρισμά του. Κοντοστάθηκε για λίγο μπροστά από την κλειστή μπαλκονόπορτα που έβλεπε στην κουζίνα του Στίβεν και του Μάικλ και έριξε μια ματιά μέσα. Είδε στοίβες πιάτων και κατσαρολών στον νεροχύτη – δεν θυμόταν ποτέ άλλοτε τον Στίβεν να έχει παρατήσει τα κουζινικά του έτσι. Όσες φορές τους είχε επισκεφθεί τα πάντα έλαμπαν από καθαριότητα.
Ανατρίχιασε καθώς είδε μια μεγάλη κατσαρίδα να αναδύεται από την στοίβα των άπλυτων και να σουλατσάρει πάνω σε ένα μαχαίρι. Τις σιχαινόταν τις κατσαρίδες. Έτρεξε στο διαμέρισμά του και κλειδώθηκε μέσα, προσπαθώντας να βγάλει από το μυαλό του την εικόνα του αηδιαστικού εντόμου.


***


Άλλες δυο μέρες πέρασαν, κατά την διάρκεια των οποίων ο Ντάνιελ δεν άγγιξε καθόλου τα δοχεία με την σούπα που άφηνε ο Στίβεν στο χαλάκι. Από την μέρα που είχε δει την βρόμικη κουζίνα είχε χάσει κάθε όρεξη να φάει οτιδήποτε έφτιαχναν τα χέρια του σεφ και την περνούσε με τοστ και πατατάκια. Στις εκπομπές του επέμενε ότι ήταν πολύ σημαντικό ο πάγκος και ο νεροχύτης να είναι πεντακάθαροι – κάθε φορά που τέλειωνε μια παρασκευή έπλενε εκείνη την στιγμή το σκεύος που είχε χρησιμοποιήσει. Τώρα, έχοντας δει την κατάσταση της κουζίνας του Στιβ, ο Ντάνιελ θεωρούσε τα λόγια του τελείως υποκριτικά. Και, πάνω απ' όλα, φοβόταν μήπως έβρισκε κάνα πνιγμένο έντομο στην σούπα του.
Όπως και την προηγούμενη μέρα, έτσι και το βραδινό δοχείο με την σούπα πετάχτηκε αυτούσιο – ο Ντάνιελ έφαγε γαριδάκια συνοδεύοντάς τα με μια κονσέρβα ζαμπόν που ανακάλυψε σε ένα ντουλάπι κι έπειτα πήγε για ύπνο.


Ξύπνησε το επόμενο πρωί από τον οξύ ήχο σειρήνων. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του κι έτρεξε προς την εξώπορτα. Στον δρόμο μπροστά από το σύμπλεγμα των διαμερισμάτων τους υπήρχαν παρκαρισμένα τρία περιπολικά κι ένα ασθενοφόρο. Καμιά δεκαριά αστυνόμοι είχαν κατακλύσει τα μπροστινά παρτέρια, ενώ αρκετοί γείτονες είχαν βγει στα μπαλκόνια τους και παρακολουθούσαν με περιέργεια.
Ο Ντάνιελ βγήκε στο κατώφλι του κι ήρθε αντιμέτωπος με έναν πανύψηλο, σωματώδη αστυνόμο, με ένα μουστάκι που θα έκανε ακόμα και τον Σαμ Έλιοτ να ζαρώσει σε μια γωνιά από την ντροπή του. Πίσω του ένας άντρας με στολή νοσοκόμου είχε σκύψει και ξερνούσε πάνω στα παρτέρια.
“Ποιος είσαι εσύ;” απαίτησε να μάθει ο αστυνομικός.
Ο Ντάνιελ του απάντησε και ρώτησε τι είχε συμβεί. Ο αστυνόμος δεν πρόλαβε να του απαντήσει γιατί, εκείνη την στιγμή, ακούστηκαν κραυγές μέσα από το διαμέρισμα του Στίβεν και του Μάικλ.
“Φέρτε τον έξω!” γάβγισε ο μεγαλόσωμος αστυνόμος που έμοιαζε να είναι επικεφαλής.
Δυο μπάτσοι κουβάλησαν τον Μάικλ με το ζόρι – ο μαυρομάλλης μάγειρας πάλευε σαν λυσσασμένο σκυλί και ούρλιαζε καθώς προσπαθούσε να σπάσει τις χειροπέδες. Οι δύο αστυνόμοι ήταν κάθιδροι και χλωμοί, σαν να είχαν δει φάντασμα, παρόλα αυτά κρατούσαν γερά τον νεαρό με τα τατουάζ. Ο Μάικλ διέκρινε τον Ντάνιελ πίσω από τον γιγαντόσωμο επικεφαλής και άρχισε να γελάει.
“Σου άρεσε η σούπα, Ντάνι; Σου άρεσε; ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ;”
Ένας ακόμα άντρας βγήκε από το διαμέρισμα, καθώς οι αστυνόμοι έσερναν μακριά τον Μάικλ. Ήταν μεγάλος σε ηλικία και φορούσε ένα παλιό κοστούμι με φθαρμένους αγκώνες. Το πλαδαρό πρόσωπό του είχε πάρει ένα κιτρινωπό χρώμα. Σκούπισε το μέτωπό του με ένα λευκό μαντίλι κι έλυσε λίγο την γραβάτα του.
“Είσαι καλά, Ρόμπερτς;” ρώτησε αυστηρά ο ψηλός αστυνόμος.
“Ναι... λίγο αέρα μόνο...”, ψέλλισε ο άντρας. “Σαράντα χρόνια ιατροδικαστής, δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα...”
“Τι έγινε;” ρώτησε ο Ντάνιελ, με τα σωθικά του να αναδεύονται.
Οι δύο άντρες στράφηκαν και τον κοίταξαν.
“Ακόμα εδώ είσαι εσύ;” μούγκρισε ο αστυνόμος.
“Είστε γείτονας, σωστά;” ρώτησε ο γιατρός Ρόμπερτς.
Ο Ντάνιελ απάντησε καταφατικά. Ο γιατρός κοίταξε νευρικά τον αστυνόμο, εκείνος κατένευσε δίνοντάς του την άδεια – και μετά ο ηλικιωμένος άντρας είπε στον Ντάνιελ όσα ήξερε.
Όταν τέλειωσε, ο Ντάνι ούρλιαζε.


***


Τον έβαλαν σε μια ψυχιατρική κλινική υπό συνεχή παρακολούθηση – κι εκεί, ανάμεσα σε απανωτές κρίσεις πανικού, νυχτερινούς τρόμους και ψυχαναγκαστικούς εμετούς, ο Ντάνιελ πληροφορήθηκε τις λεπτομέρειες του πρωτοφανούς εγκλήματος του Μάικλ με πληροφορίες που μάζεψε από ψιθύρους νοσοκόμων και ειδήσεων στην τηλεόραση.
Έμαθε για την παθολογική ζήλια του Μάικλ και το πως έριξε μια γερή δόση υπνωτικών χαπιών στο ποτό του Στίβεν.
Έμαθε για το πως τον μετέφερε δεμένο χειροπόδαρα μέσα στο καινούργιο τζακούζι και τον απίθωσε σε μια γωνιά, με το κεφάλι έξω.
Έμαθε για το πως είχε τροποποιήσει στα κρυφά τον μηχανισμό θέρμανσης και για το πως ρύθμισε την θερμοκρασία στους 80 βαθμούς.
Έμαθε για το ότι ο Στίβεν είχε ξυπνήσει και προσπάθησε να λυθεί και για το πως έπαθε έμφραγμα από τον πανικό του και την υψηλή θερμοκρασία.
Κι έμαθε για το πως ο ξανθός, καλόκαρδος σεφ είχε βράσει μέσα στο τζακούζι, όσο ο Μάικλ πρόσθετε σε μια κατσαρόλα μυρωδικά, μπαχαρικά, λαχανικά και νερό από την μπανιέρα.
Για το ότι έλειπαν κομμάτια σάρκας από το κορμί του Στίβεν.
Για το ότι είχε βρεθεί μια μεγάλη σακούλα με χάρτινα δοχεία τροφής, από την οποία έλειπαν καμιά δεκαριά. Η αρχική υπόθεση ήταν ότι είχαν χρησιμοποιηθεί και μοιραστεί σε αγνώστους, γεμάτα από την ανατριχιαστική σούπα του Μάικλ – κάτι εν μέρει σωστό, μιας και ο μοναδικός άγνωστος που είχε γευτεί τον φρικτό ζωμό ήταν ο Ντάνιελ.
Έμαθε πως, όταν ανακαλύφθηκε το σώμα του Στίβεν, δυο αστυνομικοί κι ένας νοσοκόμος είχαν υποστεί νευρική κατάρρευση – και πως, όταν προσπάθησαν να το κουβαλήσουν, αφού άδειασαν το τζακούζι από το ταγκό, γεμάτο λίπος νερό, το βρασμένο κρέας του έπεσε από τα κόκαλά του.


Ο πλανήτης έμεινε άφωνος από την νοσηρότητα του εγκλήματος – η κηδεία του (η οποία έγινε με κλειστό φέρετρο, παρά την προσπάθεια ενός υπερβολικά υπομονετικού υπαλλήλου γραφείου κηδειών να συναρμολογήσει όσο μπορούσε καλύτερα τα υπολείμματα ώστε να θυμίζουν έστω και αμυδρά άνθρωπο) συγκέντρωσε χιλιάδες άτομα, οι ενημερωτικές εκπομπές έπαιζαν συνεχώς ρεπορτάζ για την ζωή του, πασπαλισμένα με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για τον θάνατό του, τα δικαιώματα της εκπομπής του πουλήθηκαν για δυόμιση εκατομμύρια δολάρια.
Κανένας δικηγόρος δεν θέλησε να υπερασπιστεί τον Μάικλ, μέχρις ότου το δικαστήριο αποφάσισε να διορίσει έναν πιτσιρικά, ο οποίος έμοιαζε να έχει αποφοιτήσει από την Νομική κάνα-δυο ώρες νωρίτερα. Η δίκη του κράτησε τρεις μέρες, κατά την διάρκεια των οποίων πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί έξω από τα δικαστήρια, απαιτώντας την θανατική ποινή. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Μάικλ καταδικάστηκε σε θάνατο και φυλακίστηκε στο Σαν Κουέντιν· δεν είχε προσπαθήσει καν να υπερασπιστεί τον εαυτό του, ούτε είχε ζητήσει να δικαστεί ως παράφρονας – το μόνο που έκανε ήταν να χαμογελάει στους γύρω του, ενώ έκανε μία και μοναδική δήλωση στο δικαστήριο.


***


Ο Ντάνιελ χρειάστηκε εκατοντάδες ώρες ψυχοθεραπείας για να καταφέρει να ξεπεράσει, εν μέρει φυσικά, το σοκ – κάθε μέρα μπουκωνόταν με επτά διαφορετικά χάπια κι έκανε δύο δίωρες συνεδρίες με διαφορετικούς ψυχοθεραπευτές. Με την πάροδο έξι μηνών κρίθηκε ικανός να επανέλθει στην κοινωνία, αν και το να επιστρέψει στο παλιό του διαμέρισμα ήταν μια επιλογή που απέκλεισε κατευθείαν. Μετακόμισε στο Έκο Παρκ, σε μια παλιά πολυκατοικία κοντά στο γήπεδο των Ντότζερς και περνούσε τις μέρες του φυτοζωώντας· παρακολουθούσε σειρές στην τηλεόραση και η διατροφή του αποτελούνταν αποκλειστικά από πατατάκια και σνακ – τίποτα μαγειρευτό. Σπάνια πήγαινε καμιά βόλτα, αν και προσπαθούσε να αποφεύγει τα πολυπληθή μέρη.

Βέβαια, όπως ήταν φυσικό, υπήρχαν περιπτώσεις όπου ένα συγκεκριμένο γεγονός μπορεί να πυροδοτούσε κάποιο ξέσπασμά του· ίσως να άκουγε το όνομα Μάικλ ή Στίβεν, ίσως να έπεφτε σε κάποια εκπομπή μαγειρικής καθώς έκανε ζάπινγκ, ίσως να έβλεπε κάποιον πλανόδιο μάγειρα στην αγορά του Έκο Παρκ να σερβίρει μια μερίδα ζεστή σούπα σε έναν πελάτη του – και πάντα, πάντα, κάπου χαμένη μέσα στα ουρλιαχτά του λαρυγγιού και του μυαλού του, επαναλαμβανόταν η ανάμνηση της μοναδικής δήλωσης του Μάικλ στο δικαστήριο:
“Η σούπα γιατρεύει το σώμα και την ψυχή. Ελπίζω να ήταν νόστιμη”.


2 σχόλια:

  1. Όμορφη και νοσηρή ιστορία! Μου άνοιξε την όρεξη για σούπα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Την σηκώνει κι ο καιρός πλέον! Ευχαριστώ για τα καλά λόγια :)

      Διαγραφή