Σμαραγδένια Ομίχλη



    Ξύπνησα από την απόλυτη ησυχία που επικρατούσε στο μικρό διαμέρισμα που περνούσα τις μακρόσυρτες ημέρες της σύνταξής μου, πράγμα παράδοξο καθώς η τηλεόρασή μου ήταν πάντα συντονισμένη στο Weather Channel. Απ’ όσο ήξερα δεν ήμουν ο μοναδικός που παρακολουθούσε το συγκεκριμένο κανάλι: όλοι οι συνταξιούχοι φίλοι που είχα κάνει στο Merville Bungalows του Κι Λάργκο τα τελευταία χρόνια ενημερώνονταν ανελλιπώς για τον καιρό σε κάθε μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών, παρ’ όλο που δεν ήταν άμεσα ενδιαφερόμενοι. Ίσως να υπήρχε κάποια ρύθμιση στον οργανισμό μας που ενεργοποιούνταν όταν αφήναμε τις εργασίες μας και ερχόμασταν αντιμέτωποι με τον συντριπτικό ελεύθερο χρόνο που συνόδευε το τελευταίο στάδιο της ζωής μας, μια ρύθμιση που μας επέβαλλε να είμαστε ενήμεροι με τις περιβαλλοντικές εξελίξεις.
    Εντάξει, ίσως είμαι λίγο άδικος, τόσο για μένα όσο και για τους φίλους μου· εδώ, στη Φλόριντα, κάποιες φορές το να ξέρεις τι καιρό θα έκανε τις επόμενες μέρες ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Οι τυφώνες ήταν πιο συχνοί απ’ ό,τι θα ήθελε το γερασμένο κορμί μου (που ήταν γέννημα-θρέμμα της Νότιας Ντακότα και η χειρότερη καταστροφή που είχε δει ήταν ο ανεμοστρόβιλος τον Μάιο του ’98 που σκότωσε έξι άτομα, κατέστρεψε σχεδόν διακόσια κτίρια και κόστισε δεκαοκτώ εκατομμύρια δολάρια), οπότε ήθελα να είμαι προετοιμασμένος για εκκένωση πριν καν με ειδοποιήσουν οι αρχές. Το αυτοκίνητό μου, ένα παλιό αλλά αξιόπιστο Ford Taurus του 1987, ήταν πάντα γεμάτο κατά τα τρία τέταρτα του ντεπόζιτου και στην ντουλάπα του προκατασκευασμένου μπανγκαλόου μου υπήρχε μια βαλίτσα με εσώρουχα, κοστούμια, κάλτσες, οδοντόβουρτσα, ξυριστικά και ένα επιπλέον ζευγάρι παπούτσια – ό,τι θα χρειαζόμουν στην περίπτωση μιας βιαστικής φυγής. Θυμάμαι πως, λίγο καιρό αφότου είχα πρωτοέρθει στο Κι Λάργκο, μια καθαρίστρια (ήταν από τις Φιλιππίνες ή την Ταϊλάνδη, δε θυμάμαι ακριβώς) αρνιόταν πεισματικά να φροντίσει το διαμέρισμά μου – όπως έμαθα αργότερα, είχε δει τη βαλίτσα έκτακτης ανάγκης μου και είχε υποθέσει ότι ήμουν κάποιος καταζητούμενος εγκληματίας. Δεν κατάλαβα ποτέ για ποιον λόγο είχε καταλήξει σε αυτό το τραβηγμένο συμπέρασμα που είχε γίνει πλέον ανέκδοτο μεταξύ των φίλων μου και μου είχε χαρίσει το παρατσούκλι Καπόνε.
    Ο νους μου ξεστρατίζει σε αλλόκοτους δρόμους, όμως ακριβώς αυτή ήταν η σειρά των σκέψεών μου όταν ξύπνησα από τον μεσημεριανό υπνάκο μου και διαπίστωσα ότι η τηλεόραση ήταν βουβή. Στην οθόνη δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο μαύρο ενώ απ’ έξω δεν ακουγόταν κανένας ήχος. Κοίταξα το ρολόι χειρός μου που πάντα άφηνα στο κομοδίνο δίπλα μου και διαπίστωσα ότι ήταν 17:12, δηλαδή δύο λεπτά μετά τη συνηθισμένη μου ώρα αφύπνισης. Η σιωπή μού φάνηκε παράταιρη. Συνήθως τέτοια ώρα οι ηλικιωμένοι κάτοικοι του συγκροτήματος των μπανγκαλόουζ ετοιμάζονταν για περίπατο, για μια παρτίδα γκολφ ή, οι πιο τολμηροί, για μπυροποσία και βελάκια – ένας συνδυασμός που μπορούσε να καταλήξει σε μικρές τραγωδίες, ειδικά αν συνυπολογίζονταν στην εξίσωση και τα τρεμάμενα χέρια των παικτών.

    Μια αίσθηση ανησυχίας με τύλιξε, προερχόμενη κυρίως από τη δίχως σήμα τηλεόραση· μήπως είχε σημάνει το Σύστημα Έκτακτης Ειδοποίησης και δεν το είχα πάρει χαμπάρι; Η συγχωρεμένη η γυναίκα μου πάντα έλεγε ότι κοιμόμουν σαν βόδι (τη συγκεκριμένη παρομοίωση τη χρησιμοποιούσε για να περιγράψει κι άλλες πτυχές της προσωπικότητάς μου), αλλά ήμουν βέβαιος πως θα αντιλαμβανόμουν το οξύηχο σήμα του συναγερμού. Στη μοναδική μου προσπάθεια να μιλήσω με τη ρεσεψιόν διαπίστωσα πως η γραμμή ήταν νεκρή. Αυτό με τσάντισε περισσότερο απ’ όσο περίμενα, έτσι σηκώθηκα νιώθοντας όλα μου τα κόκαλα να τρίζουν και άνοιξα τη λουλουδάτη κουρτίνα της μπαλκονόπορτας για να ρίξω μια γρήγορη ματιά έξω.


    Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ομίχλη στο Κι Λάργκο, αλλά σίγουρα δεν είχα ξαναδεί τίποτα παρόμοιο σε όλη μου τη ζωή: είχε βαθυπράσινη απόχρωση και ήταν τόσο πυκνή που το μόνο που μπορούσα να ξεχωρίσω μέσα από το τζάμι ήταν η μικρή μου βεράντα, με το τραπεζάκι και τις σεζλόνγκ, το μικρό τετράγωνο με το γκαζόν, τον φράχτη που χώριζε τους εξωτερικούς χώρους των διαμερισμάτων, καθώς και τους κορμούς των πιο κοντινών φοινίκων. 
Τα απέναντι μπανγκαλόουζ, όπου έμεναν ο Τόνι, η Μπεθ κι ο συνταγματάρχης Άνταμ, δεν φαίνονταν καθόλου· η καταχνιά τα είχε διεκδικήσει και τα είχε κερδίσει.

***

    Βγήκα στην βεράντα και αφουγκράστηκα το περιβάλλον σαν Ινδιάνος σε ταινία του Τζον Γουέιν, διαπιστώνοντας έκπληκτος ότι επικρατούσε νεκρική σιγή. Γενικά, το συγκρότημα δεν φημιζόταν για την οχλαγωγία και τα ξέφρενα πάρτι του, όμως αυτή η απόλυτη σιωπή ήταν απόκοσμη – έμοιαζε σαν ολόκληρη η περιοχή να ήταν σκεπασμένη από ένα βαρύ πέπλο από βαμβάκι που ελάττωνε την ορατότητα και φίμωνε κάθε ήχο.
    Στο σιδερένιο τραπεζάκι αναπαυόταν το πακέτο με τα τσιγάρα μου, η πιο πιστή μου σχέση που μετρούσε ήδη πέντε δεκαετίες δέσμευσης. Άναψα ένα και στάθηκα στη μέση της βεράντας, με το βλέμμα μου να πηγαινοέρχεται στο ομιχλιασμένο τοπίο. Οι φοίνικες έστεκαν ακίνητοι, θεόρατοι γίγαντες που ατένιζαν τον κόσμο από ψηλά και αδιαφορούσαν για το τι συνέβαινε στα πόδια τους. Η ομίχλη ταξίδευε αργά, σφιχταγκάλιαζε κτίρια και φυτά και μετά αποτραβιόταν ξανά, αποκαλύπτοντας τα περιγράμματά τους και δημιουργώντας ένα φασματικό αποτύπωμα του κόσμου που έως τότε μου ήταν γνώριμος. Παρά το ασυνήθιστο θέαμα, έπιασα τον εαυτό μου να απολαμβάνει σε κάποιο βαθμό την απόλυτη γαλήνη που επικρατούσε.

    
Όταν το τσιγάρο τελείωσε, αποφάσισα ότι ήταν ώρα να αναζητήσω μερικές απαντήσεις. Κατέβηκα το ένα και μοναδικό σκαλοπάτι (στο Merville Bungalows ήταν κανόνας να μην υπάρχουν περισσότερα σκαλιά, καθώς η πλειοψηφία των πελατών του ήταν ηλικιωμένοι σαν και του λόγου μου) και βάδισα στο καλοκουρεμένο γρασίδι, νιώθοντας τους νοτισμένους του βλαστούς να μου χαϊδεύουν τα δάχτυλα που ξεμυτούσαν από τη σαγιονάρα.
 
  Η ατμόσφαιρα τριγύρω μου ήταν ηλεκτρισμένη, σαν μια καταιγίδα να περίμενε να ξεσπάσει από στιγμή σε στιγμή· η σμαραγδένια ομίχλη χόρευε στις άκρες του οπτικού μου πεδίου αλλάζοντας το τοπίο.
    Με αργά βήματα πλησίασα στο απέναντι συγκρότημα, που αποτελούνταν από τέσσερα ξεχωριστά διαμερίσματα: στο αντικριστό από το δικό μου έμενε ο Άρνολντ Μπαρνς, ένας σφριγηλός εβδομηντάρης που είχε περάσει όλη του τη ζωή ως πλασιέ βιβλίων και τώρα είχε αποφασίσει να χωρέσει στα χρόνια που του απέμεναν όσες εβδομάδες διακοπών στερήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες. Ήταν ένας ψηλός, ευθυτενής άντρας που γελούσε δυνατά, έπαιζε γκολφ, μπιλιάρδο και βελάκια με πάθος (και σχετική επιτυχία), κολυμπούσε κι έκανε τζόκινγκ όσο πιο συχνά μπορούσε. Στο τελευταίο του τσεκάπ, ο γιατρός του τον είχε ενημερώσει πως ήταν δυνατός σαν ταύρος, απλώς έπρεπε να κάνει λίγο κράτει στο κόκκινο κρέας. Αν ήμουν δεκαπέντε ετών, θα δήλωνα πως ήταν ο καλύτερός μου φίλος, αλλά τώρα θα αρκεστώ να πω πως ήταν μια εξαίσια παρέα.
    Στο διπλανό διαμέρισμα βρισκόταν η Μπεθ Κόλινς, εξήντα οκτώ χρονών, πρόσφατα χηρεύσασα και καλοστεκούμενη. Είχε ξανθά μαλλιά και μια ξεχωριστή αίσθηση του χιούμορ που την έκανε αρκούντως θελκτική, ιδιαίτερα για τον Άρνολντ που, μετά τον χαμό της δικής του γυναίκας δεκατρία χρόνια πριν, φαινόταν αποφασισμένος να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Η Μπεθ ασχολούνταν με τα οικιακά από τα δεκαοκτώ μέχρι τα πενήντα της, οπότε και συνειδητοποίησε πως είχε χαραμίσει αρκετά από τα χρόνια της για να ικανοποιεί τις επιθυμίες του συζύγου της – έτσι πήρε δάνειο, άνοιξε ένα ανθοπωλείο και βρήκε ξανά τη χαμένη της ζωντάνια. Στο Κι Λάργκο είχε έρθει για διακοπές και, ενώ αρχικά θα έμενε για δύο εβδομάδες, εν τέλει είχε παρατείνει τη διαμονή της για έναν μήνα. Ο Άρνολντ δεν της ήταν αδιάφορος κι ας είχαν περάσει μόλις τέσσερις μήνες από τον χαμό του άντρα της.
    Στην πίσω πλευρά του συμπλέγματος των μπανγκαλόουζ βρισκόταν το διαμέρισμα του Άνταμ Νέλσον, απόστρατου συνταγματάρχη του Αμερικανικού Στρατού. Στρυφνός, αυστηρός και αγέλαστος, ο Άνταμ στα ογδόντα ένα του περπατούσε καθημερινά δέκα χιλιόμετρα, κάνοντάς με να κοκκινίζω σαν παιδαρέλι από το όνειδος για την καθιστική μου ζωή. Ήταν ο μόνος της παρέας που είχε εκφράσει τη δυσαρέσκειά του για το φλερτ μεταξύ της Μπεθ και του Άρνολντ. “Κάθε πράγμα στον καιρό του”, έλεγε και αρνιόταν να αποδεχτεί ότι μπορούσε να υπάρξει οτιδήποτε ερωτικό από τα πενήντα κι έπειτα. Σύμφωνα με τις φήμες (για τον Νέλσον κανείς δεν μπορούσε να είναι ποτέ σίγουρος, καθώς φύλαγε ως επτασφράγιστα μυστικά τις πληροφορίες της ζωής του), η σύζυγός του τον είχε εγκαταλείψει χρόνια πριν. Ήταν ο μόνος που βρισκόταν στο Merville Bungalows πριν από μένα.


    Αυτοί οι τρεις ήταν η παρέα μου στο Κι Λάργκο – τέσσερις άνθρωποι που είχαν έρθει κοντά γιατί η μοναξιά της τρίτης ηλικίας είναι δυσβάσταχτη. Αν και κανείς μας δεν θα το παραδεχόταν (ούτε καν ο συνταγματάρχης που, κατά δήλωσή του, δεν πίστευε στις χίπικες μαλακίες περί έκφρασης των συναισθημάτων), τα σπίτια μας τα νιώθαμε πλέον άδεια και μας έλειπε η ανθρώπινη επαφή. Τα παιδιά μας είχαν τις δικές τους ζωές, οι οποίες διασταυρώνονταν με τις δικές μας όλο και πιο σπάνια· ακόμα και οι οικογενειακές γιορτές είχαν πλέον περάσει στην λήθη, τις είχαν πάρει οι χαμένοι μας σύζυγοι μαζί τους. Η απόλυτη σιγή που επικρατούσε στο θέρετρο μου προξενούσε θλίψη, μου ανάσταινε μνήμες από ένα παρελθόν που προσπαθούσα να αφήσω πίσω μου – τα πρωινά ξυπνήματα σε ένα κρύο κρεβάτι, το μεγάλο σπίτι που κάθε του δωμάτιο αντηχούσε από την απουσία της, το βουβό τηλέφωνο. Και, πάνω απ’ όλα, μου θύμιζε τις μέρες· τις μέρες που αργοσερνόταν, ίδιες κι απαράλλακτες, σιωπηλές και αδιάφορες, χωρίς παρέα και επικοινωνία με κανέναν. Τότε, τους μήνες μετά τον θάνατο της γυναίκας μου, είχα την εντύπωση ότι ήμουν ο τελευταίος επιζών ενός ολόκληρου κόσμου, ότι είχα απομείνει μόνος μου σε ένα παράλληλο επίπεδο ύπαρξης, σε μια ξεχασμένη πραγματικότητα που την χώριζε από την πολύβουη διπλανή της μόνο μια λεπτή μεμβράνη την οποία δεν μπορούσα να περάσω. Το ίδιο συναίσθημα με είχε καταλάβει και τώρα – το γνώριμο, ζωντανό μέρος είχε μετατραπεί σε έναν ανατριχιαστικό, κενό τόπο.

***

    Χτύπησα διακριτικά την πόρτα του Άρνολντ κι εκείνη υποχώρησε κάτω από το ελαφρύ μου άγγιγμα.
“Άρνι; Είσαι εδώ;” ρώτησα βάζοντας το κεφάλι μου μέσα.
Το διαμέρισμά του, ίδιο με το δικό μου και με κάθε άλλο στο συγκρότημα, ήταν άδειο. Δεν υπήρχαν έπιπλα, δεν υπήρχαν συσκευές και, φυσικά, δεν υπήρχε Άρνολντ. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα – μόλις το ίδιο πρωί είχα βρεθεί εκεί, είχαμε πιει μαζί τσάι και μετά είχα επισκεφτεί την τουαλέτα του για κατούρημα. Ακόμα κι αν είχε φύγει εσπευσμένα, η διεύθυνση του Merville δεν προλάβαινε να αδειάσει το διαμέρισμα.
    Με την ανησυχία μου στα ύψη επισκέφτηκα τα επόμενα δύο διαμερίσματα, όμως η κατάσταση ήταν η ίδια· με υποδέχτηκαν μόνο χώροι άδειοι από κάθε ένδειξη ζωής.
“Να πάρει”, μονολόγησα και στάθηκα στο παρτέρι μεταξύ των μπανγκαλόουζ. Το μυαλό μου λειτουργούσε πυρετωδώς.
 
   
Κάθε λογική εξήγηση έμοιαζε ανούσια· ακόμα και η πιθανότητα να είχε σημάνει συναγερμός και να είχαν εκκενώσει όλοι τους την περιοχή συγκρουόταν με το γεγονός ότι οι φίλοι μου δεν θα με άφηναν πίσω – και, ακόμα και στην ακραία εκδοχή που θα το έκαναν, οι υπάλληλοι του θέρετρου σίγουρα θα έλεγχαν μήπως είχε ξεμείνει κάποιος στο δωμάτιό του. Και, μέσα σε όλα, αυτή η καταραμένη ομίχλη δεν έλεγε να φύγει! 
Την ένιωθα να προσπαθεί να με φυλακίσει στην απαλή αγκαλιά της, να με βυθίσει μέσα στο πράσινο νέφος της.
 
   Ο παλιός μου φόβος, εκείνος που με κατέτρεχε όταν ζούσα στο άδειο μου σπίτι, επέστρεψε· το αίσθημα της μοναξιάς ήταν τόσο πνιγηρό που άρχισα να έχω δύσπνοια. Η όρασή μου θόλωσε και τα πόδια μου λύγισαν, όμως κατάφερα να επιστρέψω στο διαμέρισμά μου, κλείνοντας με δύναμη την μπαλκονόπορτα πίσω μου. Έριξα κρύο νερό στα μούτρα μου και, μετά από κάνα δεκάλεπτο, συνήλθα.
    Όση ώρα βρισκόμουν στο μπάνιο η σμαραγδένια αχλή είχε καταλάβει το γκαζόν και σερνόταν προς τη βεράντα. Τα φοινικόδεντρα, τα απέναντι διαμερίσματα, ο φράχτης, όλα είχαν χαθεί μέσα στο αμυδρό λυκόφως. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα αλλά δεν τόλμησα να βγω έξω· απλώς έστησα αυτί, πασχίζοντας να διακρίνω έναν ήχο, οποιονδήποτε, που θα υποδήλωνε την παρουσία κάποιου ζωντανού πλάσματος. Μάταια· ούτε μία φωνή, ούτε ένα τερέτισμα, ούτε καν μία πνοή ανέμου δεν αντηχούσε. Η σιωπή αποδεικνυόταν εκκωφαντική.

    Και καθώς στεκόμουν εκεί, ένας άνθρωπος στη δύση της ζωής του, με έναν και μοναδικό φόβο πλέον στην καρδιά του, διαπίστωσα πως η κόλαση δεν ήταν φωτιές και δαίμονες, κραυγές και μαρτύρια – η κόλαση ήταν σιωπηλή και στατική, έρημη και αιώνια. Στον νου μου ήρθαν οι φίλοι που είχα κάνει κατά την παραμονή μου στα μικρά, ολόιδια μπανγκαλόουζ της Φλόριντα: ο Άρνολντ με το δυνατό γέλιο, η Μπεθ με το γοητευτικό της χαμόγελο, ο Άνταμ με το συνοφρυωμένο του ύφος. Ήμουν βέβαιος πως δεν θα τους έβλεπα ποτέ ξανά· θα παρέμεναν μακριά από μένα, απρόσιτοι και με πλήρη άγνοια του τι είχα απογίνει.
Η απελπισία γραπώθηκε την ψυχή μου καθώς η πιο απίθανη εξήγηση στύλωνε πεισματικά τα πόδια της κι επέβαλλε την παρουσία της, χωρίς να μπορώ να την αρνηθώ. Διότι αυτή τη φορά δεν ήταν μια απλή εντύπωση που είχα, όπως τότε που είχα χάσει τη σύζυγό μου· πλέον γνώριζα πως δίπλα στο σύμπαν μας φωλιάζει μια παράλληλη πραγματικότητα, άδεια και σιωπηλή – και είναι εύκολο να διαβείς την λεπτή μεμβράνη ανάμεσα στους δύο κόσμους, τόσο εύκολο όσο το να περάσεις το κατώφλι του ύπνου.


1 σχόλιο: