Σούπα Για Την Ψυχή


Η αγορά του Έκο Παρκ ήταν γεμάτη από μυρωδιές – ο Τζακ περπατούσε αργά, με μια πλαστική σακούλα με ντομάτες να χτυπάει στους γοφούς του σε κάθε του ράθυμο βήμα, απολαμβάνοντας τις οσμές των φρέσκων λαχανικών και των ψησταριών που σκόρπιζαν την ευωδιαστή τσίκνα τους παντού. Κοντοστάθηκε σε έναν πάγκο με κρεμμύδια και πράσα, έσκυψε και τα μύρισε· έπειτα ζήτησε από τον παχουλό, χαμογελαστό εξηντάρη που βρισκόταν πίσω από την πραμάτεια του να του βάλει δύο και δύο, πήρε την σακούλα του, τον πλήρωσε και συνέχισε την βόλτα του.

Φαγούρα



«Το ξέρεις πως το μέτωπό σου είναι κατακόκκινο;»

Η Παμ σήκωσε το βλέμμα της και είδε το γνώριμο πρόσωπο του Ρόμπι να της χαμογελάει.

«Φαγούρα», του εξήγησε και, σαν να ήθελε να αποδείξει τα λόγια της, έτριψε το δέρμα κοντά στις ρίζες των μαλλιών της.
«Χμ, ελπίζω να μην κόλλησες καμιά δερματική ασθένεια στις εξωτικές διακοπές σου», συνέχισε να την πειράζει ο συνάδελφός της.
«Έλα ρε, άσε με», παραπονέθηκε παιχνιδιάρικα η Παμ και έξυσε πάλι το κεφάλι της.
«Δεν μου είπες, πώς ήταν η Νέα Ζηλανδία;» άλλαξε θέμα ο Ρόμπι, αν και το βλέμμα του συνέχισε να πηγαινοέρχεται στο ερεθισμένο δέρμα της κοπέλας.
«Πολύ ωραία! Θυμάσαι όλα αυτά τα τοπία που έβλεπες στον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών;»
«Εννοείται.»

Τεράτωμα


Η Έμιλυ γενικά συνήθιζε να ξεχνιέται

στην τουαλέτα σκρολάροντας στο κινητό 
της και διαβάζοντας οτιδήποτε 
της τραβούσε το μάτι. Η ανάγνωση ποστ και σχολίων στο Facebook ήταν η αδυναμία της. 
Εκείνο το απόγευμα είχε συμπληρώσει ήδη μισή ώρα στον πορσελάνινο θρόνο της και το δεξί της πόδι είχε αρχίσει να μουδιάζει.
Από το σαλόνι ακούγονταν σποραδικά βρισίδια και το ασταμάτητο κλικ κλικ του χειριστηρίου που βασάνιζε ο Πίτερ, καθώς πάλευε να περάσει την γαμωπίστα στο καινούργιο Assassin’s Creed. 
«Ουφ», ξεφύσηξε μπαφιασμένη από τον χείμαρρο επίδειξης και δήθεν καλοπέρασης που είχε κατακλύσει τα social media.