Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Πίτερ, αν και αρχικά σκόπευε να διηγηθεί τα όσα είχε συναντήσει στον χώρο στάθμευσης 188 (κυρίως για να προειδοποιήσει τους φορτηγατζήδες που ταξίδευαν συχνά στον Διαπολιτειακό 80), εντούτοις άλλαξε γνώμη όταν έγινε μάρτυρας της καζούρας που έφαγε ένας νεαρός που ισχυριζόταν ότι είχε δει τον Έλβις Πρίσλεϊ να κάνει οτοστόπ στη Νεβάδα και μάλιστα τον είχε μεταφέρει μέχρι το Λας Βέγκας· παρά τα λογικά επιχειρήματα των υπολοίπων ότι μάλλον είχε συναντήσει έναν από τους εκατοντάδες σωσίες του Βασιλιά, ο συνάδελφός τους (με την ξεροκεφαλιά των 24 χρόνων του) επέμενε πως ήταν ο ίδιος και μάλιστα του είχε αποκαλύψει ότι θα ήταν ο επόμενος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Χάρη σε αυτό το πείσμα του κέρδισε τη φήμη του αλαφροΐσκιωτου και μπόλικη χλεύη κάθε φορά που εμφανιζόταν σε κάποιο από τα στέκια τους. Όλο αυτό το γεγονός ήταν ο λόγος που ο Πίτερ προτιμούσε να βασανίζεται με εφιάλτες τα βράδια παρά να αποκαλύψει τι ήταν αυτό που είχε δει σε εκείνο το αποχωρητήριο του 188.
***
Όταν ήταν πιο νέος και ατίθασος, ο Πίτερ συνήθιζε να ακούει μέταλ στο τέρμα όταν ταξίδευε – συνόδευε με την αγριοφωνάρα του τον τραγουδιστή και κρατούσε τον ρυθμό παίζοντας ντραμς με τα χέρια του στο τιμόνι, γεγονός που συχνά τον οδηγούσε στο να παραβιάζει τα όρια ταχύτητας παρασυρμένος από τη μουσική. Μετά από ένα γερό πρόστιμο, έβαλε μυαλό και, αφού δεν μπορούσε να περιορίσει τον ενθουσιασμό του όταν άκουγε Black Sabbath και Slayer, αποφάσισε να αλλάξει ακούσματα· πλέον προτιμούσε τα podcast, από το κωμικό Wait, What? του Κρις Ντ’ Ελία έως το μεταφυσικό Welcome to Night Vale του Τζόζεφ Φινκ. Οι μειλίχιες φωνές δεν τον νύσταζαν, αντιθέτως ήταν μια ευχάριστη συντροφιά στα πολυήμερα ταξίδια του από την ανατολική προς τη δυτική ακτή, ειδικά τις νύχτες που η κίνηση ήταν ελάχιστη. Ενδιαφέρουσες συζητήσεις στο Spotify, δυνατός καφές στο θερμός του κι ένα πακέτο τσιγάρα στο οκτάωρο – κάπως έτσι ήταν ένα τυπικό δρομολόγιό του.
Βέβαια, η υπερβολική κατανάλωση καφέ προκαλεί και πολλές στάσεις για ξαλάφρωμα, κάποιες εκ των οποίων γίνονται αναγκαστικά και σε σημεία εκτός των Σταθμών Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών. Οι χώροι προσωρινής στάθμευσης που βρίσκονταν διασκορπισμένοι στον Διαπολιτειακό ήταν ιδανικοί για κάτι τέτοιο.
Αν κάποιος τον ρωτούσε αν θυμόταν σε ποια πάρκινγκ είχε κάνει στάση ο Πίτερ, θα γελούσε· κανείς δεν έδινε σημασία σε τέτοια πράγματα και, εκτός αυτού, ο νταλικέρης είχε κατουρήσει σχεδόν σε κάθε τουαλέτα του Διαπολιτειακού 80 από τη Νέα Υόρκη έως το Λος Άντζελες.
Εκτός από εκείνον. Εκτός από τον χώρο στάθμευσης 188· εκείνον θα τον θυμόταν για μια ζωή.
Ο χώρος στάθμευσης 188, καμιά σαρανταριά χιλιόμετρα δυτικά του Σολτ Λέικ Σίτι, ήταν ένας από τους δεκάδες που ο Πίτερ είχε επισκεφτεί στα αμέτρητα ταξίδια του και ολόιδιος με όλους τους άλλους: ένα αδιάφορο τσιμεντένιο κτίσμα στην άκρη ενός πλατώματος, μοιρασμένο μεταξύ των πορτοκαλί αποχρώσεων του δημόσιου φωτισμού και των μαύρων σκιών της νύχτας. Η απόλυτη σιωπή που επικρατούσε, η οποία έσπαγε μόνο από τα τερετίσματα των γρύλων, το απαλό θρόισμα των πεύκων και τους απόμακρους ήχους των ελάχιστων αυτοκινήτων που κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα, έκανε το μέρος να μοιάζει απόκοσμο, σαν να μην ανήκε απόλυτα σε αυτόν τον κόσμο. Βέβαια, με το που πατούσες το πόδι σου στην ραγισμένη άσφαλτο του πάρκινγκ, η αψιά μυρωδιά πολυκαιρισμένων ούρων σού τρύπαγε τα ρουθούνια και σε επανέφερε στην πραγματικότητα.
Πέρα από την περιοχή του χώρου στάθμευσης, που την οριοθετούσε ένα προστατευτικό κιγκλίδωμα, επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι, λες και το πάρκινγκ ήταν μια νησίδα που έπλεε στο κενό. Κάνα-δυο φορές ο Πίτερ είχε νιώσει την παρόρμηση να πάει μέχρι την άκρη της μπάρας και να προσπαθήσει να διακρίνει τι υπήρχε παραπέρα, όμως κώλωσε στη σκέψη ότι μπορεί να τον παραμόνευαν τίποτα κογιότ ή τσακάλια.
Την πρώτη φορά που είχε κάνει στάση εκεί, ένα ανοιξιάτικο βράδυ, δεν έδωσε σημασία στο περιβάλλον· άλλωστε είχε πιο επείγουσες ανάγκες να φροντίσει. Μπήκε φουριόζος στο αποχωρητήριο και κατευθύνθηκε αμέσως στην τέρμα δεξιά καμπίνα, αφήνοντας μερικές ηχηρές πορδές στην πορεία.
Του φάνηκε ότι κατούραγε δέκα λεπτά. Όσο έπλενε τα χέρια του, περιεργάστηκε τον χώρο, περισσότερο από συνήθεια παρά από αληθινό ενδιαφέρον. Ο προθάλαμος ήταν μικρός, μόλις δεκαπέντε τετραγωνικά. Είχε δύο ουρητήρες που έζεχναν και τρεις καμπίνες, εκ των οποίων η μεσαία είχε την πόρτα της κλειστή.
Στη θέα της, ένιωσε λίγο άσχημα για την ηχητική συμφωνία που είχε προσφέρει ο κώλος του και που πιθανόν να είχε τρομάξει τον κακομοίρη που βρισκόταν στην κλειστή τουαλέτα, παρόλο που ήξερε ότι η σκέψη του ήταν παράλογη – στην τελική, αυτός ήταν ένας χώρος που είχε φτιαχτεί ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις. Στάθηκε μπροστά στην πόρτα προσπαθώντας να εντοπίσει οποιονδήποτε ήχο που θα υποδείκνυε την παρουσία κάποιου μέσα· μια ανάσα, ένα σύντομο βήχα, ένα θρόισμα εφημερίδας. Το μόνο που άκουσε ήταν ένας μικρός βόμβος, σαν ένα σμάρι μέλισσες να είχε φτιάξει τη φωλιά του πίσω από το καζανάκι.
«Συγγνώμη γι’ αυτό», απολογήθηκε ο Πίτερ με όσο πιο ευχάριστη φωνή μπορούσε. Δεν είχε ιδέα γιατί το έκανε – ίσως να έφταιγε το ότι η ζωηρή φαντασία του είχε ήδη δημιουργήσει την εικόνα ενός λεπτού διοπτροφόρου άντρα που καθόταν στην λεκάνη με κατεβασμένα παντελόνια και έντρομο βλέμμα.
Ο νταλικέρης έκανε ένα βήμα προς τα πίσω κι έριξε μια ματιά στο άνοιγμα κάτω από την πόρτα, όμως το μόνο που είδε ήταν μια λιμνούλα από κάποιο γκριζωπό υγρό. Αηδίασε και βγήκε έξω.
Επέστρεψε στην νταλίκα κι άναψε τσιγάρο, αναποφάσιστος για το αν έπρεπε να συνεχίσει το ταξίδι του ή να κοιμηθεί για κάνα δίωρο. Η περιοχή ήταν ήσυχη κι απομονωμένη.
Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο κτίριο όσο το μυαλό του έτρεχε. Δεν παρατήρησε το φως που έσβησε στο αποχωρητήριο, όμως το είδε όταν άναψε ξανά. Αυτό τον παραξένεψε· συνήθως τα φώτα έμεναν πάντα αναμμένα σε τέτοια μέρη. Από την άλλη, μπορεί οι λάμπες να λειτουργούσαν με φωτοκύτταρο για οικονομία ή απλώς να ήταν χαλασμένες – ό,τι από τα δύο κι αν ίσχυε ήταν ανάξιο λόγου. Ο Πίτερ το ξέχασε αμέσως μόλις έβαλε μπροστά τη μηχανή· τελικά θα συνέχιζε το ταξίδι του. Ο χώρος στάθμευσης ήταν όντως απομονωμένος, τόσο που μπορούσε να αποδειχτεί επικίνδυνος.
Η επόμενη στάση του στο ίδιο σημείο ήταν έξι μήνες αργότερα και δεν το συνειδητοποίησε παρά μόνο όταν ένιωσε μια έντονη αίσθηση déjà vu καθώς κατούραγε. Η πόρτα της μεσαίας καμπίνας ήταν ακόμα κλειστή. Αυτή τη φορά παρατήρησε πως δεν υπήρχε πόμολο.
Άρχισε να κάνει διάφορα σενάρια – οι πόρτες αυτές ήταν φτιαγμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να παραμένουν κλειστές μόνο αν ήταν ασφαλισμένες από μέσα. Ακόμα και χαλασμένη να ήταν η τουαλέτα της μεσαίας καμπίνας όταν την είχε επισκεφτεί για πρώτη φορά, δεν θα την είχαν φτιάξει μετά από τόσους μήνες;
Δεν ήξερε γιατί αυτό το θέμα τον απασχολούσε τόσο πολύ, πέρα από το γεγονός ότι ολόκληρος ο χώρος στάθμευσης τού προκαλούσε ένα ανοίκειο συναίσθημα, σαν να ξεγλιστρούσε από τα όρια του πραγματικού κόσμου κάθε φορά που βρισκόταν εκεί.
«Μαλακίες», μάλωσε τον εαυτό του. Έπειτα χτύπησε την πόρτα της καμπίνας, αποφασισμένος να διασκεδάσει τους φόβους του.
«Συγγνώμη, είναι κανείς μέσα;» ρώτησε δυνατά. Δεν ήξερε τι θα έκανε αν κάποιος του απαντούσε· μάλλον θα το έβαζε στα πόδια για να μην γίνει ρεζίλι.
Ευτυχώς (ή δυστυχώς, ανάλογα με την οπτική του καθενός) κανείς δεν του απάντησε κι ο Πίτερ ξεφύσησε μπερδεμένος. Έγειρε το κεφάλι του για να κοιτάξει πάλι κάτω από την πόρτα, εντείνοντας το αίσθημα προμνησίας του. Η γκρίζα λίμνη είχε αυξηθεί σε μέγεθος – τώρα έπιανε σχεδόν όλη την επιφάνεια της καμπίνας. Η υφή της του θύμισε έλος όπως και η μυρωδιά της, την οποία παρατηρούσε πρώτη φορά. Ο βόμβος από το αόρατο μελίσσι ακουγόταν πιο έντονα· ήταν καταπραϋντικός, σχεδόν τον νανούριζε.
Ο ήχος ενός οχήματος που πάρκαρε τον έβγαλε από την αδράνεια. Ένας εξηντάρης με φαλάκρα μπήκε στον προθάλαμο και οι δύο άντρες, αφού αρχικά αντάλλαξαν ένα επιφυλακτικό βλέμμα, ένευσαν ο ένας στον άλλον.
Μέχρι να φτάσει στον προορισμό του το μυαλό του Πίτερ ήταν στην κλειστή πόρτα.
Το αποχωρητήριο του 188 τού έγινε ψύχωση· όταν υπήρχε δρομολόγιο μέσω του Διαπολιτειακού 80, ήταν ο πρώτος που το επέλεγε και πάντα έκανε στάση στο συγκεκριμένο σημείο. Κάθε φορά η πόρτα παρέμενε κλειστή, χωρίς καμία πινακίδα που να υποδεικνύει ότι ήταν εκτός λειτουργίας, ενώ και τα παρουσιολόγια των καθαριστριών ήταν πάντα υπογεγραμμένα και συμπληρωμένα. Καταπώς φαινόταν, εξαιτίας της απομονωμένης τοποθεσίας, το συνεργείο επισκεπτόταν το κτίριο δύο φορές τη βδομάδα, έτσι ήταν απίθανο ο φορτηγατζής να συναντούσε κάποιο από τα μέλη του ώστε να του λύσει την απορία. Κατά τα άλλα, ο χώρος δεν είχε αλλάξει και πολύ: η λιμνούλα παρέμενε στάσιμη, η μπόχα είχε γίνει πιο έντονη, το μελίσσι βούιζε ασταμάτητα. Κάθε φορά ο υπνωτιστικός του ήχος τον γράπωνε και κάθε φορά ο Πίτερ έπρεπε να επιστρατεύσει όλη του την θέληση για να απελευθερωθεί. Παρ' όλα αυτά, δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό να σταματήσει να ασχολείται.
Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο κτίριο όσο το μυαλό του έτρεχε. Δεν παρατήρησε το φως που έσβησε στο αποχωρητήριο, όμως το είδε όταν άναψε ξανά. Αυτό τον παραξένεψε· συνήθως τα φώτα έμεναν πάντα αναμμένα σε τέτοια μέρη. Από την άλλη, μπορεί οι λάμπες να λειτουργούσαν με φωτοκύτταρο για οικονομία ή απλώς να ήταν χαλασμένες – ό,τι από τα δύο κι αν ίσχυε ήταν ανάξιο λόγου. Ο Πίτερ το ξέχασε αμέσως μόλις έβαλε μπροστά τη μηχανή· τελικά θα συνέχιζε το ταξίδι του. Ο χώρος στάθμευσης ήταν όντως απομονωμένος, τόσο που μπορούσε να αποδειχτεί επικίνδυνος.
***
Η επόμενη στάση του στο ίδιο σημείο ήταν έξι μήνες αργότερα και δεν το συνειδητοποίησε παρά μόνο όταν ένιωσε μια έντονη αίσθηση déjà vu καθώς κατούραγε. Η πόρτα της μεσαίας καμπίνας ήταν ακόμα κλειστή. Αυτή τη φορά παρατήρησε πως δεν υπήρχε πόμολο.
Άρχισε να κάνει διάφορα σενάρια – οι πόρτες αυτές ήταν φτιαγμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να παραμένουν κλειστές μόνο αν ήταν ασφαλισμένες από μέσα. Ακόμα και χαλασμένη να ήταν η τουαλέτα της μεσαίας καμπίνας όταν την είχε επισκεφτεί για πρώτη φορά, δεν θα την είχαν φτιάξει μετά από τόσους μήνες;
Δεν ήξερε γιατί αυτό το θέμα τον απασχολούσε τόσο πολύ, πέρα από το γεγονός ότι ολόκληρος ο χώρος στάθμευσης τού προκαλούσε ένα ανοίκειο συναίσθημα, σαν να ξεγλιστρούσε από τα όρια του πραγματικού κόσμου κάθε φορά που βρισκόταν εκεί.
«Μαλακίες», μάλωσε τον εαυτό του. Έπειτα χτύπησε την πόρτα της καμπίνας, αποφασισμένος να διασκεδάσει τους φόβους του.
«Συγγνώμη, είναι κανείς μέσα;» ρώτησε δυνατά. Δεν ήξερε τι θα έκανε αν κάποιος του απαντούσε· μάλλον θα το έβαζε στα πόδια για να μην γίνει ρεζίλι.
Ευτυχώς (ή δυστυχώς, ανάλογα με την οπτική του καθενός) κανείς δεν του απάντησε κι ο Πίτερ ξεφύσησε μπερδεμένος. Έγειρε το κεφάλι του για να κοιτάξει πάλι κάτω από την πόρτα, εντείνοντας το αίσθημα προμνησίας του. Η γκρίζα λίμνη είχε αυξηθεί σε μέγεθος – τώρα έπιανε σχεδόν όλη την επιφάνεια της καμπίνας. Η υφή της του θύμισε έλος όπως και η μυρωδιά της, την οποία παρατηρούσε πρώτη φορά. Ο βόμβος από το αόρατο μελίσσι ακουγόταν πιο έντονα· ήταν καταπραϋντικός, σχεδόν τον νανούριζε.
Ο ήχος ενός οχήματος που πάρκαρε τον έβγαλε από την αδράνεια. Ένας εξηντάρης με φαλάκρα μπήκε στον προθάλαμο και οι δύο άντρες, αφού αρχικά αντάλλαξαν ένα επιφυλακτικό βλέμμα, ένευσαν ο ένας στον άλλον.
Μέχρι να φτάσει στον προορισμό του το μυαλό του Πίτερ ήταν στην κλειστή πόρτα.
***
Κατά τη διάρκεια της πέμπτης του επίσκεψης στον 188, ο Πίτερ άκουσε χτυπήματα από το εσωτερικό της μεσαίας καμπίνας. Τινάχτηκε τρομαγμένος και λίγο έλειψε να το βάλει στα πόδια, όμως τελικά η εμμονή του επικράτησε. Κόλλησε το αυτί του στο διαχωριστικό (άλλωστε είχε ξεπεράσει εδώ και καιρό τη σιχασιά του για τις δημόσιες τουαλέτες) και χρησιμοποίησε την πιο σταθερή του φωνή:
«Παρακαλώ; Είναι κανείς εκεί μέσα;»
Η μοναδική απάντηση ήταν τρία αργόσυρτα χτυπήματα, τα οποία ο Πίτερ μετέφρασε ως κάλεσμα σε βοήθεια. Κάποιος ήταν μέσα, ίσως να είχε χτυπήσει ή να είχε πάθει έμφραγμα.
«Θα προσπαθήσω να ανοίξω την πόρτα, εντάξει; Μην φοβηθείς».
Βέβαια, παρά την προθυμία του, δεν είχε ιδέα πώς θα το κατάφερνε αυτό με το πόμολο να λείπει. Τα χτυπήματα ακούστηκαν ξανά, τα φώτα τρεμόπαιξαν, ο βόμβος δυνάμωσε και χαμήλωσε σαν η κυψέλη να κοντανάσαινε – τίποτα από δαύτα δεν τον πονήρεψε ότι ίσως θα έπρεπε να φύγει και να μην επιστρέψει ποτέ. Αργότερα θα κλωθογύριζε τα γεγονότα εκείνης της νύχτας ξανά και ξανά στο μυαλό του, διερωτώμενος για ποιον λόγο το ένστικτο αυτοσυντήρησής του τον είχε εγκαταλείψει πλήρως· όμως τώρα το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να απελευθερώσει τον άμοιρο τύπο που είχε παγιδευτεί στην αμπαρωμένη καμπίνα.
Ήταν φανερό πως θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει ωμή δύναμη, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ανοίξει την αλουμινένια πόρτα· έτσι, αφού πρώτα την έσπρωξε με τον ώμο του χωρίς αποτέλεσμα, άρχισε να την κλοτσάει. Άλλα τρία χτυπήματα ακούστηκαν από μέσα, άνευρα και κουρασμένα, σαν να τον ικέτευαν να βιαστεί.
«Κρατήσου!» φώναξε ο Πίτερ δραματικά, πεπεισμένος πλέον ότι το πεπρωμένο του ήταν να σώσει έναν άνθρωπο από βέβαιο θάνατο, και πήρε φόρα για να πέσει στην πεισματικά σφαλιστή πόρτα με όλη του την ορμή.
Φρέναρε τελευταία στιγμή, όταν διαπίστωσε πως πλέον δεν χρειαζόταν· η πόρτα είχε ανοίξει, μια χαραμάδα μόνο. Ξεροκατάπιε κι έσπρωξε το κρύο αλουμίνιο, κυριευμένος από μια ξαφνική ανησυχία.
Όλο του το κορμί μούδιασε καθώς προσπαθούσε να κατανοήσει τι ήταν αυτό που έβλεπε μπροστά του. Στην λεκάνη καθόταν κάτι που είχε αμυδρά ανθρώπινο σχήμα, μόνο που έμοιαζε να έχει ανοίξει από μέσα προς τα έξω – μπλαβιασμένη σάρκα ξεχυνόταν από το πορσελάνινο κάθισμα και κάλυπτε τους τοίχους σαν πορφυρός κισσός, με κομμάτια τενόντων, μυών και οστών διάσπαρτα στην κρεάτινη μάζα. Το κεφάλι ήταν διχοτομημένο, με τα δύο μέρη του στραμμένα προς τα πλαϊνά τοιχώματα. Η σπονδυλική στήλη, το μοναδικό κομμάτι του πράγματος που παρέμενε ανέπαφο, υψωνόταν μέσα από το διαλυμένο σώμα μέχρι το διαχωρισμένο κρανίο, όπου και στήριζε τον εκτεθειμένο εγκέφαλο· γκρίζο υγρό έσταζε από τον νωτιαίο μυελό, κυλούσε στη λερωμένη πορσελάνη και κατέληγε στην περιβόητη λιμνούλα στο πάτωμα. Πίσω από αυτή την απερίγραπτη αηδία, στον τοίχο πάνω από το καζανάκι, υπήρχε μια σκοτεινή κάθετη σχισμή που παλλόταν· από το κατάμαυρο εσωτερικό της αναδύονταν νηματοειδείς απολήξεις που περιπλέκονταν μεταξύ τους σχηματίζοντας ιστούς και πλέγματα στα πλακάκια – ένα εφιαλτικό νευρικό σύστημα μιας ακατανόητης οντότητας. Ο βόμβος πήγαζε από το άνοιγμα, σαν μέσα στους τοίχους να φώλιαζαν χιλιάδες μέλισσες, και προσπαθούσε να εισχωρήσει στο μυαλό του Πίτερ που στεκόταν απολιθωμένος, με το βλέμμα του να περιφέρεται στη φρίκη που παραμόνευε στο αποχωρητήριο. Όσο το βουητό τον κρατούσε δέσμιο, οι ιστοί δονούνταν ελαφρά κι αναπτύσσονταν αργά προς το μέρος του, προσπαθώντας ύπουλα να τον αρπάξουν.
Και τότε, σαν όλα αυτά να μην ήταν αρκετά, η τερατωδία άνοιξε τα βλέφαρά της και τον κοίταξε με θολά μάτια, ενώ τα τεμαχισμένα στόματά της διεστάλησαν σε μια άηχη κραυγή. Για τον Πίτερ αυτό ήταν το τέρμα της αντοχής του· διότι μέσα στους άσπρους βολβούς, ο φορτηγατζής διέκρινε τρόμο και απελπισία. Το πράγμα που κάποτε ήταν άνθρωπος είχε ακόμα συναίσθηση του τι είχε συμβεί.
Τα φώτα έσβησαν απότομα κι ο Πίτερ βρέθηκε μέσα στο σκοτάδι· οι μαύρες απολήξεις τινάχτηκαν προς το μέρος του, όμως ο άντρας οπισθοχώρησε ενστικτωδώς. Ο υπόκωφος ήχος δυνάμωσε, έφτασε σε ένα οξύηχο κρεσέντο που τον ξεκούφανε, και πλέον μπορούσε να ξεχωρίσει σκόρπιες λέξεις μέσα στην οχλαγωγία:
Ο Πίτερ άφησε το δυνατό ουρλιαχτό που τόση ώρα κρατούσε μέσα του και το έβαλε στα πόδια. Η οντότητα, αυτό το πράγμα που απομυζούσε έναν συνάνθρωπό του με τόσο άσπλαχνο ρυθμό, τσίριξε λίγο ακόμα και προσπάθησε να τον εμποδίσει ανοιγοκλείνοντας μανιασμένα την πόρτα της εισόδου, όμως ο φορτηγατζής είχε χάσει κάθε αυτοέλεγχο· πετάχτηκε έξω από το καταραμένο κτίριο, τρέχοντας σαν να τον κυνηγούσε ο διάβολος, μπήκε στην νταλίκα του κι έφυγε γκαζωμένος.
Όταν πλέον είχε απομακρυνθεί αρκετά (αν και καμία απόσταση δεν θα τον έκανε να νιώθει ασφαλής από εδώ και πέρα), μετάνιωσε που δεν είχε γκρεμίσει το αποχωρητήριο με τους σαράντα τόνους του οχήματός του.
Κάποτε ένας επαγγελματίας οδηγός, που πλέον είχε βγει στη σύνταξη, του είχε εκμυστηρευτεί πάνω σε ένα μεθύσι του πως είχε δει ζωντανούς δρόμους στα ταξίδια του – σημεία όπου η άσφαλτος ξεδιψούσε με το αίμα των θυμάτων των τροχαίων. Τότε ο Πίτερ είχε κουνήσει συγκαταβατικά το κεφάλι, υποθέτοντας πως ο παππούς βρισκόταν στα πρόθυρα της άνοιας· τώρα, μετά από τα γεγονότα στον χώρο στάθμευσης 188, δεν ήταν σίγουρος για τίποτα. Η αρχική του παρόρμηση ήταν να απευθυνθεί στο πρώτο αστυνομικό τμήμα που θα έβρισκε στον δρόμο του, όμως, όταν το ξανασκέφτηκε καλύτερα, συνειδητοποίησε πως κανείς δεν θα πίστευε ότι μια τουαλέτα καταβρόχθιζε κόσμο. Γαμώτο, ακόμα και ο ίδιος δυσκολευόταν να το πιστέψει όταν το έλεγε φωναχτά!
Δεν ανέλαβε ποτέ ξανά δρομολόγιο στον Διαπολιτειακό 80, πασχίζοντας να ξεχάσει το περιστατικό· αλλά, όπως ήταν φυσικό, ό,τι αγνοούσε την ημέρα, ερχόταν το βράδυ με τη μορφή εφιαλτών. Ξεψάχνιζε το ίντερνετ αναζητώντας παρόμοιες ιστορίες ή εμπειρίες (μιας και ήταν αδύνατο να ανοίξει τέτοια κουβέντα με κάποιον συνάδελφό του) και το μόνο που βρήκε ήταν μια έκθεση προδιαγραφών για τις δημόσιες τουαλέτες στους χώρους στάθμευσης από την FHWA, την Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αυτοκινητοδρόμων που αναλάμβανε την υποδομή και την ασφάλεια του οδικού δικτύου – σε αυτήν αναφερόταν πως τα αποχωρητήρια μικρού μεγέθους (όπως αυτό στον 188) ήταν υποχρεωτικό να περιλαμβάνουν δύο ουρητήρια και δύο καμπίνες. Στον χώρο μεταξύ των δύο καμπινών προβλεπόταν η υποχρεωτική εγκατάσταση συστήματος εξαερισμού, γι’ αυτό και δεν υπήρχε ποτέ τρίτη πόρτα· κάτι που ο Πίτερ επιβεβαίωσε ενάμιση χρόνο αργότερα, όταν τόλμησε να επισκεφθεί ξανά δημόσια τουαλέτα. Τα αντρικά αποχωρητήρια του χώρου στάθμευσης 188, ίσως κι όλο το κτίριο, δεν ήταν αληθινά.
«Παρακαλώ; Είναι κανείς εκεί μέσα;»
Η μοναδική απάντηση ήταν τρία αργόσυρτα χτυπήματα, τα οποία ο Πίτερ μετέφρασε ως κάλεσμα σε βοήθεια. Κάποιος ήταν μέσα, ίσως να είχε χτυπήσει ή να είχε πάθει έμφραγμα.
«Θα προσπαθήσω να ανοίξω την πόρτα, εντάξει; Μην φοβηθείς».
Βέβαια, παρά την προθυμία του, δεν είχε ιδέα πώς θα το κατάφερνε αυτό με το πόμολο να λείπει. Τα χτυπήματα ακούστηκαν ξανά, τα φώτα τρεμόπαιξαν, ο βόμβος δυνάμωσε και χαμήλωσε σαν η κυψέλη να κοντανάσαινε – τίποτα από δαύτα δεν τον πονήρεψε ότι ίσως θα έπρεπε να φύγει και να μην επιστρέψει ποτέ. Αργότερα θα κλωθογύριζε τα γεγονότα εκείνης της νύχτας ξανά και ξανά στο μυαλό του, διερωτώμενος για ποιον λόγο το ένστικτο αυτοσυντήρησής του τον είχε εγκαταλείψει πλήρως· όμως τώρα το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να απελευθερώσει τον άμοιρο τύπο που είχε παγιδευτεί στην αμπαρωμένη καμπίνα.
Ήταν φανερό πως θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει ωμή δύναμη, αφού δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ανοίξει την αλουμινένια πόρτα· έτσι, αφού πρώτα την έσπρωξε με τον ώμο του χωρίς αποτέλεσμα, άρχισε να την κλοτσάει. Άλλα τρία χτυπήματα ακούστηκαν από μέσα, άνευρα και κουρασμένα, σαν να τον ικέτευαν να βιαστεί.
«Κρατήσου!» φώναξε ο Πίτερ δραματικά, πεπεισμένος πλέον ότι το πεπρωμένο του ήταν να σώσει έναν άνθρωπο από βέβαιο θάνατο, και πήρε φόρα για να πέσει στην πεισματικά σφαλιστή πόρτα με όλη του την ορμή.
Φρέναρε τελευταία στιγμή, όταν διαπίστωσε πως πλέον δεν χρειαζόταν· η πόρτα είχε ανοίξει, μια χαραμάδα μόνο. Ξεροκατάπιε κι έσπρωξε το κρύο αλουμίνιο, κυριευμένος από μια ξαφνική ανησυχία.
***
Όλο του το κορμί μούδιασε καθώς προσπαθούσε να κατανοήσει τι ήταν αυτό που έβλεπε μπροστά του. Στην λεκάνη καθόταν κάτι που είχε αμυδρά ανθρώπινο σχήμα, μόνο που έμοιαζε να έχει ανοίξει από μέσα προς τα έξω – μπλαβιασμένη σάρκα ξεχυνόταν από το πορσελάνινο κάθισμα και κάλυπτε τους τοίχους σαν πορφυρός κισσός, με κομμάτια τενόντων, μυών και οστών διάσπαρτα στην κρεάτινη μάζα. Το κεφάλι ήταν διχοτομημένο, με τα δύο μέρη του στραμμένα προς τα πλαϊνά τοιχώματα. Η σπονδυλική στήλη, το μοναδικό κομμάτι του πράγματος που παρέμενε ανέπαφο, υψωνόταν μέσα από το διαλυμένο σώμα μέχρι το διαχωρισμένο κρανίο, όπου και στήριζε τον εκτεθειμένο εγκέφαλο· γκρίζο υγρό έσταζε από τον νωτιαίο μυελό, κυλούσε στη λερωμένη πορσελάνη και κατέληγε στην περιβόητη λιμνούλα στο πάτωμα. Πίσω από αυτή την απερίγραπτη αηδία, στον τοίχο πάνω από το καζανάκι, υπήρχε μια σκοτεινή κάθετη σχισμή που παλλόταν· από το κατάμαυρο εσωτερικό της αναδύονταν νηματοειδείς απολήξεις που περιπλέκονταν μεταξύ τους σχηματίζοντας ιστούς και πλέγματα στα πλακάκια – ένα εφιαλτικό νευρικό σύστημα μιας ακατανόητης οντότητας. Ο βόμβος πήγαζε από το άνοιγμα, σαν μέσα στους τοίχους να φώλιαζαν χιλιάδες μέλισσες, και προσπαθούσε να εισχωρήσει στο μυαλό του Πίτερ που στεκόταν απολιθωμένος, με το βλέμμα του να περιφέρεται στη φρίκη που παραμόνευε στο αποχωρητήριο. Όσο το βουητό τον κρατούσε δέσμιο, οι ιστοί δονούνταν ελαφρά κι αναπτύσσονταν αργά προς το μέρος του, προσπαθώντας ύπουλα να τον αρπάξουν.
Και τότε, σαν όλα αυτά να μην ήταν αρκετά, η τερατωδία άνοιξε τα βλέφαρά της και τον κοίταξε με θολά μάτια, ενώ τα τεμαχισμένα στόματά της διεστάλησαν σε μια άηχη κραυγή. Για τον Πίτερ αυτό ήταν το τέρμα της αντοχής του· διότι μέσα στους άσπρους βολβούς, ο φορτηγατζής διέκρινε τρόμο και απελπισία. Το πράγμα που κάποτε ήταν άνθρωπος είχε ακόμα συναίσθηση του τι είχε συμβεί.
Τα φώτα έσβησαν απότομα κι ο Πίτερ βρέθηκε μέσα στο σκοτάδι· οι μαύρες απολήξεις τινάχτηκαν προς το μέρος του, όμως ο άντρας οπισθοχώρησε ενστικτωδώς. Ο υπόκωφος ήχος δυνάμωσε, έφτασε σε ένα οξύηχο κρεσέντο που τον ξεκούφανε, και πλέον μπορούσε να ξεχωρίσει σκόρπιες λέξεις μέσα στην οχλαγωγία:
“Μ̴̨̘̅̎̃͒̌̉͑̉̊̐͘͝ε̵̻͈̪̥͚̹̭̘͙̱͓̽̀̑̄͐̈́̅̚͜ͅι̷̯̪̻̗̗̑̀͘͝ͅν̶̧̧̛̪̣̺̋͑̊̂͗̚͘ͅέ̸̧̰̜̞̊̂̄̋̄̏̊̇͆̕…̴̫̤̩͈̱̜̙̗̎͌̓ͅ ̴̡͍̼̹̦̭̣͓̥̣̓̃̑͊̂́̋̊͐̈́͋́͠͝π̸̨̥̣̣͇̹͇̲̲͕̽͝͝λ̴̢͈͕̃́͐͗̾͋̒η̸͓͍̱͉̝̳̖̉̃̇σ̸͔͔̬̜̜̒̃́̃͂͛͌͊͊͑̄́ἱ̵͓̫̼̞̠̫̬͕͈͙̙̼̙̌̑̂ͅα̷̢̨̪͔̩͗̀̀̕͠͠σ̵̰͖̖͎̺͈̙̜̠̜̲̾̉̈̈́̍͑́̒̉͒̍̕͠ͅε̸̨̰̞̰̬͎͇̻̯̇̊̇͌̌͐̌̔͝…̸̢̩̣̥̍͐̽̇̕ ̶̧̣̝̦̫̙͓͚̐̄͐͑̿ͅα̶̗̗͍͉̮̯͕̗̰̒͋͗̄̕͝γ̵̣͇̠͍̠̽͊̌͊γ̸̢̤̼͙̲͕̞̞̹̮̅̂́̎̐͑̽̑̕͝ὶ̴̰̲̞̭̪͈̞̻̙͕̼͔̹́͛̊̽̐̆̈́̉͝ξ̵̬̺͊̃̇̊̒͐̉̾̈́̚͠͝ε̵̢̡͇̰̜̗̳̲̳̹̥͎̜̣̋.̵̫̝̥̺͓̝̮̠̺̝̘̼̖̻̔̓̇̿̓̃̓͛.̶̢̮̮̹̹̮̼͖̳̣̼̣̈́͌̽.̸̢̧̞̮̰̺̼͈̦͔̖̟͎́̍”
Ο Πίτερ άφησε το δυνατό ουρλιαχτό που τόση ώρα κρατούσε μέσα του και το έβαλε στα πόδια. Η οντότητα, αυτό το πράγμα που απομυζούσε έναν συνάνθρωπό του με τόσο άσπλαχνο ρυθμό, τσίριξε λίγο ακόμα και προσπάθησε να τον εμποδίσει ανοιγοκλείνοντας μανιασμένα την πόρτα της εισόδου, όμως ο φορτηγατζής είχε χάσει κάθε αυτοέλεγχο· πετάχτηκε έξω από το καταραμένο κτίριο, τρέχοντας σαν να τον κυνηγούσε ο διάβολος, μπήκε στην νταλίκα του κι έφυγε γκαζωμένος.
Όταν πλέον είχε απομακρυνθεί αρκετά (αν και καμία απόσταση δεν θα τον έκανε να νιώθει ασφαλής από εδώ και πέρα), μετάνιωσε που δεν είχε γκρεμίσει το αποχωρητήριο με τους σαράντα τόνους του οχήματός του.
***
Δεν ανέλαβε ποτέ ξανά δρομολόγιο στον Διαπολιτειακό 80, πασχίζοντας να ξεχάσει το περιστατικό· αλλά, όπως ήταν φυσικό, ό,τι αγνοούσε την ημέρα, ερχόταν το βράδυ με τη μορφή εφιαλτών. Ξεψάχνιζε το ίντερνετ αναζητώντας παρόμοιες ιστορίες ή εμπειρίες (μιας και ήταν αδύνατο να ανοίξει τέτοια κουβέντα με κάποιον συνάδελφό του) και το μόνο που βρήκε ήταν μια έκθεση προδιαγραφών για τις δημόσιες τουαλέτες στους χώρους στάθμευσης από την FHWA, την Ομοσπονδιακή Διοίκηση Αυτοκινητοδρόμων που αναλάμβανε την υποδομή και την ασφάλεια του οδικού δικτύου – σε αυτήν αναφερόταν πως τα αποχωρητήρια μικρού μεγέθους (όπως αυτό στον 188) ήταν υποχρεωτικό να περιλαμβάνουν δύο ουρητήρια και δύο καμπίνες. Στον χώρο μεταξύ των δύο καμπινών προβλεπόταν η υποχρεωτική εγκατάσταση συστήματος εξαερισμού, γι’ αυτό και δεν υπήρχε ποτέ τρίτη πόρτα· κάτι που ο Πίτερ επιβεβαίωσε ενάμιση χρόνο αργότερα, όταν τόλμησε να επισκεφθεί ξανά δημόσια τουαλέτα. Τα αντρικά αποχωρητήρια του χώρου στάθμευσης 188, ίσως κι όλο το κτίριο, δεν ήταν αληθινά.
Παρ’ όλες τις επίμονες έρευνές του, ο άντρας δεν ανακάλυψε ποτέ την ακριβή φύση του πράγματος που είχε την ατυχία να συναντήσει· αν και έφτασε πολύ κοντά στην αλήθεια σε ανύποπτο χρόνο, όταν διάβασε ένα λήμμα σχετικό με τη διωναία, το σαρκοφάγο φυτό που αιχμαλωτίζει και τρέφεται με έντομα και μικρά ζώα.
Photos: Γιώργος Κ.
👍👍👍
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπλά κορυφαίο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα μπορούσε να είναι τμήμα της διάσημης ραδιοφωνικής εκπομπής.
..