Μπήκε στο δωμάτιο την ίδια στιγμή που ο πατέρας της έφευγε για δουλειά.
Έριξε ένα βλέμμα επιβεβαίωσης από το παράθυρο, προσέχοντας να μην φανεί πίσω από την κουρτίνα, αλλά εκείνος, εκνευρισμένος μετά την λογομαχία τους, μπήκε στο καινούργιο Saturn Astra τους κι έφυγε χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω του.
Κοπάνησε θυμωμένα την πόρτα πίσω της, άνοιξε το συρτάρι της και ψαχούλεψε κάτω από δεκάδες μολύβια, κονσίλερ, πούδρες, κρέμες και λαστιχάκια για τα μαλλιά μέχρις ότου βρήκε αυτό που ήθελε: ένα μικροσκοπικό σακουλάκι με ελάχιστη άσπρη σκόνη, με το οποίο την είχε εφοδιάσει η φίλη της η Μάρσι.
Άπλωσε την σκόνη στην τουαλέτα της, χώρισε μια λεπτή γραμμή κι έπειτα, σαν επαγγελματίας κοκάκιας, την ρούφηξε μονομιάς. Η μύτη της έτσουξε κι ένιωσε το κεφάλι της να ανατινάζεται, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. Έγειρε πίσω και χάθηκε στο σκοτάδι για ένα δευτερόλεπτο, πριν πεταχτεί ξανά όρθια από το κάθισμά της και κοντοσταθεί, αναποφάσιστη για το τι ήθελε να κάνει.
Δεν άργησε να συνειδητοποιήσει τι – έτρεξε έξω από το δωμάτιο, άρπαξε τα κλειδιά της Porsche Carrera που ο πατέρας της είχε απαγορεύσει αυστηρά να χρησιμοποιήσει από την στιγμή που κράτησε το δίπλωμά της στα χέρια της (ήταν έναν χρόνο πριν, μόλις είχε κλείσει τα δεκάξι, γεια σου μπαμπά, πως σου φαίνεται που θα οδηγήσω το αμαξάκι σου; να εύχεσαι να μην το γρατζουνίσω γιατί το συνεργείο θα σου κοστίσει κανένα δεκαχίλιαρο μπαμπά, χα χα χα, δεν έχω ανάγκη την άδειά σου είμαι μεγάλο κορίτσι πια), βγήκε από την εξώπορτα ενώ η μάνα της έβγαινε στην είσοδο της κουζίνας και άκουσε την φωνή της να την καλεί ανήσυχη (“Νικόλ;”) αλλά δεν υπήρχε χρόνος, η Νικόλ έτρεχε να προλάβει την καρδιά της που παλλόταν ολοένα και πιο γρήγορα κι έπρεπε να μπορεί να ακολουθήσει τον τριποδισμό της, τα πάντα ήταν πιο έντονα έξω στον κήπο, ο λαμπερός ήλιος της Καλιφόρνια, τα λίγα λευκά σύννεφα ταξίδευαν διάσπαρτα στον μπλε ελεκτρίκ ουρανό, τα κόκκινα λουλούδια έμοιαζαν με σταγόνες αίματος, πράσινο, πράσινο και μωβ και κίτρινο φωτεινό ω Θεέ μου, μπήκε στο κατακόκκινο αμάξι που έμοιαζε με λουλούδι και αίμα ταυτόχρονα, έβαλε μπροστά κι εκείνο μάρσαρε παραπονεμένα πριν ξεκινήσει και άφησε ένα σύννεφο γκρίζου και απαστράπτοντος καυσαερίου, η μάνα της είχε βγει στον κήπο τώρα κι έτρεχε προς το μέρος της φωνάζοντας διάφορες απαγορεύσεις, δεν έχει σημασία τι, μόνο ο δρόμος που ξανοίγεται μπροστά της υπάρχει, μόνο ο δρόμος και ο απέραντος ουρανός και οι λόφοι που ετοιμάζονται να αφήσουν τα τελευταία φύλλα από τα δέντρα που τους καλύπτουν να παρασυρθούν από τον οκτωβριάτικο άνεμο, η πόρτα του γκαράζ ανοίγει κι η Νικόλ ξεχύνεται στον δρόμο ενώ ένα όχημα πατάει απότομα φρένο κι ο οδηγός του βρίζει, μόνο που ούτε αυτό έχει σημασία, ασ' τον να κουνάει την γροθιά του οργισμένα προσπαθώντας να καλύψει τον τρόμο του για το παρ' ολίγον ατύχημα, ο δρόμος είναι ανοιχτός και η Porsche τρέχει όλο και περισσότερο, παίρνει μια στροφή που οδηγεί έξω από το Ladera Ranch όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, βγαίνει στο Antonio Parkway και συνεχίζει βόρεια, έχει πιάσει ήδη 80 χιλιόμετρα την ώρα, η κίνηση όμως είναι λιγοστή και το μόνο που έχει να κάνει είναι ελιγμούς για να προσπερνάει τους σαστισμένους οδηγούς, βάζει στο CD player το τελευταίο άλμπουμ της Avril Lavigne και ανοίγει τα ηχεία στο τέρμα κι εκείνη τη στιγμή βλέπει μπροστά της ένα φορτηγό που έρχεται από την Oso Parkway και κόβει το τιμόνι αριστερά περνώντας ξυστά από δίπλα του ενώ ο οδηγός του κορνάρει με όλη του τη δύναμη και η Νικόλ γελάει, γελάει και αρχίζει να ουρλιάζει τους στίχους του Girlfriend και ο νους της πετάει στον Ματ με τον οποίο έβγαιναν για ένα τρίμηνο πριν έρθει το καυτό καλοκαίρι της Καλιφόρνια κι αναρωτιέται τι να γίνεται και γιατί δεν τον βλέπει πια στο σχολείο, κι ο δρόμος ανοίγεται ξανά μπροστά της, τώρα πηγαίνει παράλληλα στον Πολιτειακό 241 και θυμάται ξανά (οι αναμνήσεις έρχονται σαν θραύσματα μέσα στο θολωμένο της μυαλό, ένα κομμάτι από δω, ένα κομμάτι από κει, ασυντόνιστες και απρόσκλητες) τον μπαμπά της να λέει ότι είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια διαδρομής όταν οδηγεί την Porsche επειδή είναι σχεδόν σαράντα χιλιόμετρα ευθεία με τέσσερις λωρίδες συν μια βοηθητική κι η Νικόλ αποφασίζει να μπει στον 241, κόβει ταχύτητα καθώς πλησιάζει την διασταύρωση, στρίβει αριστερά και αρχίζει πάλι να πατάει το γκάζι αδιαφορώντας για τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά που μεταφέρουν εμπορεύματα, μπαίνει στον Πολιτειακό και πιάνει την αριστερή λωρίδα ενώ πίσω της ένα SUV πλακώνεται στα φρένα για να μην τρακάρουν κι η ίδια διακρίνει μοναχά μια μπλε φωτεινή θολούρα, και τρέχει, τρέχει προσπαθώντας ακόμα να προλάβει την καρδιά της, διανύοντας τα γκρίζα χιλιόμετρα της ασφάλτου μέσα σε μια ευφορία που δεν μπορεί να εξηγήσει, ανοίγει το παράθυρο κι ο αέρας ουρλιάζει στο αυτί της, της τραβάει τα μαλλιά και η Νικόλ γελάει ξανά και ξανά και ξανά, είναι ζωντανή κι ο χειμώνας έρχεται και μετά η άνοιξη και το καλοκαίρι και του χρόνου τέτοια εποχή θα βρίσκεται μακριά από το σπίτι της, μακριά από τον καταπιεστικό πατέρα και την άβουλη μητέρα της, σε ένα πανεπιστήμιο όπου θα μπορέσει να γνωρίσει την ζωή όπως πραγματικά είναι κι όχι τα ψήγματα, σαν τρέιλερ ταινίας, που της είχε δείξει η Μάρσι, κι άλλο φορτηγό μπροστά, κόβει δεξιά και το προσπερνάει σαν να είναι σταματημένο και κολλάει πίσω από μια δεύτερη νταλίκα που κουβαλάει κορμούς δέντρων και το μυαλό της, παρόν όταν το χρειάζεται λιγότερο, της ψιθυρίζει τις πρώτες σκηνές του Final Destination 2, οπότε ασυναίσθητα πατάει το φρένο ελαφρά και χώνεται πάλι μπροστά από το πρώτο φορτηγό, στην αριστερή λωρίδα και πάλι γκάζι κι άλλο, κι άλλο, μακριά από όλους κι απ' όλα και για πρώτη φορά εκείνο το τρελό δεκάλεπτο αναρωτιέται τι κάνει αλλά γρήγορα απομακρύνει την σκέψη της και συνεχίζει, έχει πιάσει τα 160 χιλιόμετρα και πλησιάζει το Lake Forest, λίγο πιο μπροστά της υπάρχει ένας σταθμός διοδίων υπό κατασκευή, οπότε δεν θα χρειαστεί να κόψει ταχύτητα και πατάει ξανά γκάζι και το μυαλό της τρέχει κι αυτή την φορά έχει πιάσει την ταχύτητα της καρδιάς της και ξαφνικά επανέρχεται στο τώρα και στο εδώ και βλέπει ακριβώς μπροστά της ένα Honda Civic κι ο τύπος πάει με το πάσο του γαμώτο, κόβει δεξιά το τιμόνι προσπαθώντας να τον προσπεράσει και το αριστερό πίσω μέρος της Porsche χτυπάει τον προφυλακτήρα του Civic και η Νικόλ χάνει τον έλεγχο, πατάει φρένο κι οι τροχοί αρχίζουν να σπινιάρουν, στρίβει το τιμόνι αλλά πλέον δεν μπορεί να κάνει τίποτα κι ακούει σαν μέσα σε όνειρο τα φρένα του Civic να στριγγλίζουν, περνάει πάνω από το διάζωμα που σε εκείνο το σημείο δεν έχει μπάρες ασφαλείας και βλέπει μπροστά της τον σταθμό διοδίων, ένα τσιμεντένιο, τετράγωνο κτήνος που στέκεται στη μέση του πουθενά και ουρλιάζει αντιλαμβανόμενη το τι θα συμβεί και το ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να το αποτρέψει και η κόκκινη Porsche πέφτει με όλη της την δύναμη πάνω στον σταθμό (μπαμπά, συγγνώμη που τράκαρα το αμάξι σου, σκέφτεται για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου), και το αμάξι ξάφνου μετατρέπεται σε ακορντεόν, η μηχανή σπρώχνεται προς την καμπίνα του οδηγού και το τιμόνι τής συνθλίβει αρχικά το στήθος κι έπειτα ανασηκώνεται συντρίβοντας το σαγόνι της και διαλύοντας το πρόσωπο και τα οστά του κεφαλιού της, ανοίγει το κρανίο της σε δύο μέρη και ένα κομμάτι δέρματος με μαλλιά ακόμα πάνω του εκτοξεύεται στο κάθισμα του συνοδηγού κι η Νικόλ έχει ήδη ξεψυχήσει και το τελευταίο που βλέπει είναι αίμα, κόκκινο αίμα που μοιάζει με λουλούδια και δεν ξέρει ότι ο πατέρας της έχει ειδοποιήσει ήδη την αστυνομία πως η κόρη του το έσκασε με το αμάξι του, ούτε ότι σε τρία λεπτά θα ενημερωθεί πως μια Porsche Carrera έχει κονιορτοποιηθεί στον 241, ούτε ότι ο ιατροδικαστής δεν θα επιτρέψει στους γονείς της να αναγνωρίσουν το φρικτά παραμορφωμένο σώμα της, το μόνο που ξέρει είναι ότι πλέον δεν τρέχει, πετάει, πετάει, πετάει προσπαθώντας να φτάσει την ξέφρενη καρδιά της.
Δεν άργησε να συνειδητοποιήσει τι – έτρεξε έξω από το δωμάτιο, άρπαξε τα κλειδιά της Porsche Carrera που ο πατέρας της είχε απαγορεύσει αυστηρά να χρησιμοποιήσει από την στιγμή που κράτησε το δίπλωμά της στα χέρια της (ήταν έναν χρόνο πριν, μόλις είχε κλείσει τα δεκάξι, γεια σου μπαμπά, πως σου φαίνεται που θα οδηγήσω το αμαξάκι σου; να εύχεσαι να μην το γρατζουνίσω γιατί το συνεργείο θα σου κοστίσει κανένα δεκαχίλιαρο μπαμπά, χα χα χα, δεν έχω ανάγκη την άδειά σου είμαι μεγάλο κορίτσι πια), βγήκε από την εξώπορτα ενώ η μάνα της έβγαινε στην είσοδο της κουζίνας και άκουσε την φωνή της να την καλεί ανήσυχη (“Νικόλ;”) αλλά δεν υπήρχε χρόνος, η Νικόλ έτρεχε να προλάβει την καρδιά της που παλλόταν ολοένα και πιο γρήγορα κι έπρεπε να μπορεί να ακολουθήσει τον τριποδισμό της, τα πάντα ήταν πιο έντονα έξω στον κήπο, ο λαμπερός ήλιος της Καλιφόρνια, τα λίγα λευκά σύννεφα ταξίδευαν διάσπαρτα στον μπλε ελεκτρίκ ουρανό, τα κόκκινα λουλούδια έμοιαζαν με σταγόνες αίματος, πράσινο, πράσινο και μωβ και κίτρινο φωτεινό ω Θεέ μου, μπήκε στο κατακόκκινο αμάξι που έμοιαζε με λουλούδι και αίμα ταυτόχρονα, έβαλε μπροστά κι εκείνο μάρσαρε παραπονεμένα πριν ξεκινήσει και άφησε ένα σύννεφο γκρίζου και απαστράπτοντος καυσαερίου, η μάνα της είχε βγει στον κήπο τώρα κι έτρεχε προς το μέρος της φωνάζοντας διάφορες απαγορεύσεις, δεν έχει σημασία τι, μόνο ο δρόμος που ξανοίγεται μπροστά της υπάρχει, μόνο ο δρόμος και ο απέραντος ουρανός και οι λόφοι που ετοιμάζονται να αφήσουν τα τελευταία φύλλα από τα δέντρα που τους καλύπτουν να παρασυρθούν από τον οκτωβριάτικο άνεμο, η πόρτα του γκαράζ ανοίγει κι η Νικόλ ξεχύνεται στον δρόμο ενώ ένα όχημα πατάει απότομα φρένο κι ο οδηγός του βρίζει, μόνο που ούτε αυτό έχει σημασία, ασ' τον να κουνάει την γροθιά του οργισμένα προσπαθώντας να καλύψει τον τρόμο του για το παρ' ολίγον ατύχημα, ο δρόμος είναι ανοιχτός και η Porsche τρέχει όλο και περισσότερο, παίρνει μια στροφή που οδηγεί έξω από το Ladera Ranch όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, βγαίνει στο Antonio Parkway και συνεχίζει βόρεια, έχει πιάσει ήδη 80 χιλιόμετρα την ώρα, η κίνηση όμως είναι λιγοστή και το μόνο που έχει να κάνει είναι ελιγμούς για να προσπερνάει τους σαστισμένους οδηγούς, βάζει στο CD player το τελευταίο άλμπουμ της Avril Lavigne και ανοίγει τα ηχεία στο τέρμα κι εκείνη τη στιγμή βλέπει μπροστά της ένα φορτηγό που έρχεται από την Oso Parkway και κόβει το τιμόνι αριστερά περνώντας ξυστά από δίπλα του ενώ ο οδηγός του κορνάρει με όλη του τη δύναμη και η Νικόλ γελάει, γελάει και αρχίζει να ουρλιάζει τους στίχους του Girlfriend και ο νους της πετάει στον Ματ με τον οποίο έβγαιναν για ένα τρίμηνο πριν έρθει το καυτό καλοκαίρι της Καλιφόρνια κι αναρωτιέται τι να γίνεται και γιατί δεν τον βλέπει πια στο σχολείο, κι ο δρόμος ανοίγεται ξανά μπροστά της, τώρα πηγαίνει παράλληλα στον Πολιτειακό 241 και θυμάται ξανά (οι αναμνήσεις έρχονται σαν θραύσματα μέσα στο θολωμένο της μυαλό, ένα κομμάτι από δω, ένα κομμάτι από κει, ασυντόνιστες και απρόσκλητες) τον μπαμπά της να λέει ότι είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια διαδρομής όταν οδηγεί την Porsche επειδή είναι σχεδόν σαράντα χιλιόμετρα ευθεία με τέσσερις λωρίδες συν μια βοηθητική κι η Νικόλ αποφασίζει να μπει στον 241, κόβει ταχύτητα καθώς πλησιάζει την διασταύρωση, στρίβει αριστερά και αρχίζει πάλι να πατάει το γκάζι αδιαφορώντας για τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά που μεταφέρουν εμπορεύματα, μπαίνει στον Πολιτειακό και πιάνει την αριστερή λωρίδα ενώ πίσω της ένα SUV πλακώνεται στα φρένα για να μην τρακάρουν κι η ίδια διακρίνει μοναχά μια μπλε φωτεινή θολούρα, και τρέχει, τρέχει προσπαθώντας ακόμα να προλάβει την καρδιά της, διανύοντας τα γκρίζα χιλιόμετρα της ασφάλτου μέσα σε μια ευφορία που δεν μπορεί να εξηγήσει, ανοίγει το παράθυρο κι ο αέρας ουρλιάζει στο αυτί της, της τραβάει τα μαλλιά και η Νικόλ γελάει ξανά και ξανά και ξανά, είναι ζωντανή κι ο χειμώνας έρχεται και μετά η άνοιξη και το καλοκαίρι και του χρόνου τέτοια εποχή θα βρίσκεται μακριά από το σπίτι της, μακριά από τον καταπιεστικό πατέρα και την άβουλη μητέρα της, σε ένα πανεπιστήμιο όπου θα μπορέσει να γνωρίσει την ζωή όπως πραγματικά είναι κι όχι τα ψήγματα, σαν τρέιλερ ταινίας, που της είχε δείξει η Μάρσι, κι άλλο φορτηγό μπροστά, κόβει δεξιά και το προσπερνάει σαν να είναι σταματημένο και κολλάει πίσω από μια δεύτερη νταλίκα που κουβαλάει κορμούς δέντρων και το μυαλό της, παρόν όταν το χρειάζεται λιγότερο, της ψιθυρίζει τις πρώτες σκηνές του Final Destination 2, οπότε ασυναίσθητα πατάει το φρένο ελαφρά και χώνεται πάλι μπροστά από το πρώτο φορτηγό, στην αριστερή λωρίδα και πάλι γκάζι κι άλλο, κι άλλο, μακριά από όλους κι απ' όλα και για πρώτη φορά εκείνο το τρελό δεκάλεπτο αναρωτιέται τι κάνει αλλά γρήγορα απομακρύνει την σκέψη της και συνεχίζει, έχει πιάσει τα 160 χιλιόμετρα και πλησιάζει το Lake Forest, λίγο πιο μπροστά της υπάρχει ένας σταθμός διοδίων υπό κατασκευή, οπότε δεν θα χρειαστεί να κόψει ταχύτητα και πατάει ξανά γκάζι και το μυαλό της τρέχει κι αυτή την φορά έχει πιάσει την ταχύτητα της καρδιάς της και ξαφνικά επανέρχεται στο τώρα και στο εδώ και βλέπει ακριβώς μπροστά της ένα Honda Civic κι ο τύπος πάει με το πάσο του γαμώτο, κόβει δεξιά το τιμόνι προσπαθώντας να τον προσπεράσει και το αριστερό πίσω μέρος της Porsche χτυπάει τον προφυλακτήρα του Civic και η Νικόλ χάνει τον έλεγχο, πατάει φρένο κι οι τροχοί αρχίζουν να σπινιάρουν, στρίβει το τιμόνι αλλά πλέον δεν μπορεί να κάνει τίποτα κι ακούει σαν μέσα σε όνειρο τα φρένα του Civic να στριγγλίζουν, περνάει πάνω από το διάζωμα που σε εκείνο το σημείο δεν έχει μπάρες ασφαλείας και βλέπει μπροστά της τον σταθμό διοδίων, ένα τσιμεντένιο, τετράγωνο κτήνος που στέκεται στη μέση του πουθενά και ουρλιάζει αντιλαμβανόμενη το τι θα συμβεί και το ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να το αποτρέψει και η κόκκινη Porsche πέφτει με όλη της την δύναμη πάνω στον σταθμό (μπαμπά, συγγνώμη που τράκαρα το αμάξι σου, σκέφτεται για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου), και το αμάξι ξάφνου μετατρέπεται σε ακορντεόν, η μηχανή σπρώχνεται προς την καμπίνα του οδηγού και το τιμόνι τής συνθλίβει αρχικά το στήθος κι έπειτα ανασηκώνεται συντρίβοντας το σαγόνι της και διαλύοντας το πρόσωπο και τα οστά του κεφαλιού της, ανοίγει το κρανίο της σε δύο μέρη και ένα κομμάτι δέρματος με μαλλιά ακόμα πάνω του εκτοξεύεται στο κάθισμα του συνοδηγού κι η Νικόλ έχει ήδη ξεψυχήσει και το τελευταίο που βλέπει είναι αίμα, κόκκινο αίμα που μοιάζει με λουλούδια και δεν ξέρει ότι ο πατέρας της έχει ειδοποιήσει ήδη την αστυνομία πως η κόρη του το έσκασε με το αμάξι του, ούτε ότι σε τρία λεπτά θα ενημερωθεί πως μια Porsche Carrera έχει κονιορτοποιηθεί στον 241, ούτε ότι ο ιατροδικαστής δεν θα επιτρέψει στους γονείς της να αναγνωρίσουν το φρικτά παραμορφωμένο σώμα της, το μόνο που ξέρει είναι ότι πλέον δεν τρέχει, πετάει, πετάει, πετάει προσπαθώντας να φτάσει την ξέφρενη καρδιά της.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Για κάποιον λόγο μ' αρέσει να σερφάρω στο ίντερνετ ψάχνοντας διάφορες τρομακτικές ιστορίες. Κάποιες φορές πέφτω πάνω σε μερικά αληθινά περιστατικά που με στοιχειώνουν. Σε ένα τέτοιο περιστατικό είναι βασισμένο και το '241' - αφορά τον θάνατο της 18χρονης Nikki Catsouras. Είναι ένα από τα ελάχιστα διηγήματα που έχω γράψει το οποίο δεν περιέχει κανένα ίχνος φανταστικού - είναι απλά μια μικρή, θλιμμένη ιστορία, γραμμένη σε δεκαπέντε λεπτά. Χρησιμοποίησα επίτηδες αυτόν τον τρόπο γραφής - και κάποια στιγμή ένιωσα σαν να ήμουν κι εγώ συνοδηγός της στην καταραμένη Porsche.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου