Καλοκαίρι

07.00.
  Το ξυπνητήρι χτυπάει και το κλείνω βρίζοντας. Σηκώνομαι παραπατώντας και πάω για κατούρημα. Το καζανάκι τρέχει. 
  Ο ήχος του μηνύματος στο κινητό με τινάζει. Μόνο ένας μπορεί να είναι τέτοια ώρα. Ακούω κι άλλους ήχους από το δωμάτιο, η Έλεν έχει ξυπνήσει. Ρίχνω λίγο νερό στα μούτρα μου κι επιστρέφω στο υπνοδωμάτιο για να ντυθώ.
  Μου λέει καλημέρα. Της απαντώ με ένα μούγκρισμα. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει. Ο εγκέφαλός μου λειτουργεί ακόμα σπασμωδικά. Κοιτάζω το κινητό – φυσικά και είναι ο Ματ. Το αφεντικό μου. “Μην ξεχάσεις την σημερινή συνάντηση σχετικά με την ασφάλεια του κυρίου Ρόμπερτς”. Μπορώ να την ξεχάσω; Το προηγούμενο βράδυ την δούλευα μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα.
  Η Έλεν λέει 
κάτι.
“Θα πας την μικρή στον παιδικό σταθμό;”
“Μμμ, ναι”, της απαντώ αφηρημένα.
  Σηκώνεται και πάει στην κουζίνα να φτιάξει πρωινό, όσο εγώ διαλέγω ρούχα. Δεν έχω χρόνο για ντους, ούτε καν για πρωινό.
07.15. Παω να ξυπνήσω την μικρή. Σηκώνεται γκρινιάζοντας. Το κινητό χτυπάει ξανά. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά – πάλι το ίδιο μήνυμα. Γαμώτο, δεν το έχω ξεχάσει!

  Κατεβαίνω στην κουζίνα και πίνω ένα ποτήρι χυμό στα γρήγορα. Το σπίτι είναι ζεστό και αποπνικτικό, γαμημένο καλιφορνέζικο καλοκαίρι. Ψάχνω τα χαρτιά μου, το καταραμένο συμβόλαιο του κυρίου-Μαλάκα-Ρόμπερτς.
Η Έλεν κάτι μου λέει πάλι.
“Τι;” ρωτάω εκνευρισμένος.
“Σήμερα θα έρθει ο υδραυλικός”, μου λέει, η φωνή της ακούγεται πληγωμένη. 
Δεν έχω χρόνο να νιώσω απαίσια, η ώρα περνάει. Με ξέρει δέκα χρόνια και δεν είναι η πρώτη φορά που με πρήζει με ασήμαντες μαλακίες την ώρα που ο κώλος μου καίγεται.
“Αποφάσισε να εμφανιστεί;” ρωτάω και δεν νοιάζομαι να ακούσω την απάντηση. 
Συμφωνώ λέγοντας ένα ξερό ‘εντάξει’ και δεν έχω ιδέα σε τι συμφώνησα. Απ’ όσο ξέρω μπορεί να δέχτηκα την πρότασή της να γίνω δωρητής οργάνων.
  Βρίσκω το κωλοσυμβόλαιο και τα πετάω όπως-όπως στον χαρτοφύλακα μου. Μήνυμα στο κινητό. Γαμήσου, Ματ. Δεν έχω ξεχάσει την συνάντηση.
  Η μικρή είναι έτοιμη, φοράει ένα ροζ φορμάκι και είναι ακόμα μισοκοιμισμένη. Παίζει με τα δημητριακά της κι έχει σκορπίσει τα μισά στο τραπέζι. Η μάνα της την προτρέπει να φάει.

07.38.

“Έλα, δεν έχουμε χρόνο, πρέπει να φύγω”, λέω στην Έλεν. Εκείνη αμίλητη, ετοιμάζει την μικρή, της σκάει ένα πεταχτό φιλί στην μύτη και μου την παραδίδει.
“Καλή τύχη”, μου εύχεται, αλλά είμαι ήδη έξω και τρέχω με γρήγορα βήματα στο αμάξι. 
  Η ζέστη της μέρας με χτυπάει κατακούτελα – πρέπει να έχει 28 ή 29 βαθμούς ήδη, πράγμα που σημαίνει ότι θα χτυπήσει ένα 38άρι το μεσημέρι. Νιώθω ήδη ιδρώτα να κυλάει στην βάση της σπονδυλικής μου στήλης.
  Βάζω την μικρή στο αμάξι, δένω το κάθισμά της και κάθομαι στην θέση του οδηγού. Μια αχνή μυρωδιά σαπίλας τρυπάει τα ρουθούνια μου – ένα μισοφαγωμένο χάμπουργκερ που δεν είχα προνοήσει να πετάξω κείτεται στην θέση του συνοδηγού.
  Βάζω κλιματιστικό και το μετανιώνω – η μικρή μπορεί να κρυώσει. Το ξανακλείνω. Το κινητό χτυπάει ξανά. 07.46. Χτυπάω το τιμόνι από τα νεύρα μου και βάζω μπροστά.
  Κίνηση. Θόρυβος. Ζέστη. Το κινητό χτυπάει ξανά, νέα μηνύματα, ο Ματ έχει φρικάρει που δεν του έχω απαντήσει. Ήχος κλήσης. Να πας να γαμηθείς, Ματ, στο είπα; Δεν απαντάω. Ας πάρει κι ο δικός του κώλος φωτιά μια φορά.
  Φτάνω στην δουλειά στις 08.26, καθυστερημένος ήδη. Αρπάζω τον χαρτοφύλακα και τρέχω. Το κινητό πλέον δεν έχει σταματήσει να χτυπάει, είμαι στα πρόθυρα να το πετάξω στο πυρωμένο τσιμέντο από τα νεύρα μου.

  Η συνάντηση είναι στις 10.00. Μια γουλιά καφέ στα γρήγορα, ο Ματ είναι πάνω από το κεφάλι μου και ουρλιάζει, υπενθυμίζοντάς μου πόσο σημαντικός πελάτης είναι ο Ρόμπερτς και πόσο τυχερή είναι η εταιρεία μας που την επέλεξε για να ασφαλίσει τις επιχειρήσεις του και ένα σωρό μαλακίες που έχω ακούσει ένα εκατομμύριο φορές. Ο πελάτης φτάνει τελικά στις 11.30, η παρουσίαση αρχίζει, συζητήσεις επί συζητήσεων, λόγια και κόντρα λόγια, νέο μήνυμα χτυπάει στο κινητό μου. Η Έλεν. Χέσε με τέτοια ώρα, δεν το ανοίγω. 
  Η συνάντηση πάει σκατά. Βγαίνουμε από το γραφείο στις 15.30, το στομάχι μου πάει να σπάσει. Πεινάω και ταυτόχρονα δεν μπορώ να βάλω τίποτα στο στόμα μου. Θέλω επειγόντως τσιγάρο κι ας το έχω κόψει εδώ και πέντε χρόνια, από τότε που γεννήθηκε η Άννυ. Προσπερνάω έναν καταϊδρωμένο νεαρό της UPS που μιλάει με την γραμματέα για το πόσο ζέστη έχει έξω και ότι εμείς εδώ μέσα είμαστε καλά, με τα κλιματιστικά μας κι όλα. 

  Ο Ματ με καλεί στο γραφείο του, είναι έξαλλος. Νιώθω την γραβάτα μου να με πνίγει, θέλω να την βγάλω και να την περάσω στον χοντρό λαιμό του και να την σφίγγω μέχρι να μελανιάσει. Παρόλα αυτά, τον ακούω με χαμηλωμένο το κεφάλι, βλαστημώντας από μέσα μου.

18.00
  Οι περισσότεροι έχουν φύγει, μαζεύω κι εγώ τα πράγματά μου. Η ζέστη έχει μειωθεί κάπως, αλλά ακόμα υπάρχει άπνοια. Γαμημένο καλοκαίρι. Ποτέ δεν το γούσταρα. Από το κρύο μπορείς να προστατευτείς, φοράς δυο μπουφάν, μια γούνα από αρκούδα, κάτι. Με το καλοκαίρι τι να κάνεις, να βγάλεις το δέρμα σου;

  Μπαίνω στο αμάξι που βράζει από το δεκάωρο που είναι αφημένο κάτω από τον καυτό ήλιο, η γλυκερή, αναγουλιαστική μυρωδιά του χάμπουργκερ είναι ακόμα πιο δυνατή, πιο βαριά. Ανοίγω το παράθυρο και το πετάω έξω. Το μόνο που θέλω είναι να πάω σπίτι και να μείνω κάτω από το ντους για μια ώρα. Ο Ματ μου είπε ότι σήμερα η εταιρεία έχασε μισό εκατομμύριο δολάρια κι εγώ ένα μπόνους είκοσι χιλιάδων. Δεν με νοιάζει. Το στομάχι μου ανακατεύεται.

  Παρκάρω μπροστά από το σπίτι και η εξώπορτα ανοίγει. Η Έλεν με υποδέχεται με το ίδιο δειλό χαμόγελο που με περιμένει πάντα, μην ξέροντας σε τι κατάσταση είμαι – θα είμαι ευδιάθετος ή θα αρχίσω να φωνάζω χωρίς λόγο; Νιώθω λίγο άσχημα που της είχα μιλήσει άσχημα το πρωί, αλλά τώρα είναι αργά για συγγνώμες.

“Δεν πήρες την μικρή;” με ρωτάει, κοιτάζοντας πίσω μου, το άδειο μονοπάτι που οδηγεί στο σπίτι.
Ο εγκέφαλος μου ακόμα λειτουργεί σπασμωδικά, πιεσμένος από τα γεγονότα της μέρας.
“Σου έστειλα μήνυμα”, μου λέει, “ο υδραυλικός άργησε και δεν μπορούσα να πεταχτώ να την πάρω”.
Παγώνω.
Η μικρή.
Χριστέ μου.

  Τρέχω προς το αμάξι, το στομάχι μου ουρλιάζει. Ψελλίζω κάτι που ούτε καν καταλαβαίνω. Στο πίσω κάθισμα βλέπω την μικρή, δεμένη ακόμα στο καθισματάκι της. Το πρόσωπό της είναι κατακόκκινο και αφυδατωμένο, σχεδόν αποξηραμένο. Η Έλεν στριγκλίζει κι εγώ ανοίγω την πόρτα και αρπάζω την μικρή, αλλά είναι αργά πια, η ώρα πέρασε, το μωρό μου έχει σιγοψηθεί μέσα στον φούρνο που είχε μετατραπεί το αμάξι.

Γαμημένο καλοκαίρι.

---------------------------------------------------------------------------------
Το μισώ το καλοκαίρι, για τους ίδιους λόγους που το μισεί και ο πρωταγωνιστής. Άλλο ένα διήγημα χωρίς ίχνος φανταστικού, που όμως αποδεικνύει πως συνήθως ο τρόμος κρύβεται στην καθημερινότητά μας.

3 σχόλια:

  1. Ωραία ιστορία, Γιώργο. Σε ευχαριστούμε πολύ! Όσο για το κακοκαίρι (δεν είναι ορθογραφικό λάθος), το μισώ όσο ο πρωταγωνιστής σου και εσύ! Μια ζωή λέω το ίδιο πράγμα: Από το κρύο μπορείς να προστατευτείς, φοράς δυο μπουφάν, διπλές κάλτσες, σκούφους, κάτι παραπάνω τέλος πάντων. Το καλοκαίρι τι μπορείς να κάνεις, να βγάλεις το δέρμα σου;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δημήτρη, ακριβώς τις ίδιες σκέψεις κάνω κι εγώ για το καλοκαίρι! Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία και σε ευχαριστώ που στηρίζεις το έργο μου! Να είσαι καλά.

      Διαγραφή
  2. Ξέχασα να γράψω το όνομά μου... Δημήτρης Βέκιος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή