Ο κυρ-Γιάννης έσυρε τα βήματά του στο βρόμικο πάτωμα του καφενείου, λεκιάζοντας με τις λασπωμένες γαλότσες του ακόμα περισσότερο το μωσαϊκό. Έκατσε δίπλα στον Λευτέρη, που ρούφαγε αμέριμνος τον αφρό που είχε απομείνει στο ποτήρι του φραπέ του. Έτσι ήταν ο Λευτέρης – φραπέ με έξι παγάκια (ακριβώς!) χειμώνα-καλοκαίρι, είτε έξω έβρεχε, είτε είχε λιοπύρι.
“Τι μούτρα ειν' αυτά ρε κυρ-Γιάννη;” ρώτησε καθώς τεντωνόταν και ισορροπούσε επικίνδυνα στα δύο πίσω πόδια της καρέκλας του, που βρισκόταν εκεί από τότε που ο Αρίστος, ο καφετζής, είχε ανοίξει το μαγαζί, κάπου πίσω στην δεκαετία του '80.
“Ασ' με, Λευτέρ', ειμ' να σκάσω”, απάντησε ο κυρ-Γιάννης, ένας κοκκινοπρόσωπος μεσήλικας με συμπαθητικά χαρακτηριστικά και μια αφύσικα χοντρή μύτη. “Ετσ' κι πιάσω τον θεομπαίχτ' που μ' κλεβ' τα ξ'υλα θα τονέ λιανίσω”.
Ήταν φυσικό η περιέργεια του Λευτέρη να φουντώσει – στο χωριό υπήρχαν μερικά κρούσματα ακραίας εγκληματικότητας, όπως ήταν η κλοπή κούτσουρων, αλλά ήταν σπάνια και πάντα ξεσήκωναν το ενδιαφέρον των κατοίκων. Ειδικά τον χειμώνα, που μπορούσες να βρεις χιόνια τόσο στους δρόμους, όσο και στην τηλεόραση.
Ο κυρ-Γιάννης του εκμυστηρεύτηκε τον πόνο του: τις τελευταίες δυο βδομάδες είχε παρατηρήσει την ξυλεία που είχε μαζέψει το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, και την οποία είχε αποθηκεύσει σε μια μικρή αποθηκούλα (ουσιαστικά δυο στημένες λαμαρίνες κάθετα στον τοίχο της κουζίνας του, με μια τρίτη αυλακωτή λαμαρίνα για σκέπαστρο), δίπλα σε μια στοίβα από ολοκαίνουργια τούβλα, να μειώνεται αργά αλλά σταθερά.
“Ασ' με, Λευτέρ', ειμ' να σκάσω”, απάντησε ο κυρ-Γιάννης, ένας κοκκινοπρόσωπος μεσήλικας με συμπαθητικά χαρακτηριστικά και μια αφύσικα χοντρή μύτη. “Ετσ' κι πιάσω τον θεομπαίχτ' που μ' κλεβ' τα ξ'υλα θα τονέ λιανίσω”.
Ήταν φυσικό η περιέργεια του Λευτέρη να φουντώσει – στο χωριό υπήρχαν μερικά κρούσματα ακραίας εγκληματικότητας, όπως ήταν η κλοπή κούτσουρων, αλλά ήταν σπάνια και πάντα ξεσήκωναν το ενδιαφέρον των κατοίκων. Ειδικά τον χειμώνα, που μπορούσες να βρεις χιόνια τόσο στους δρόμους, όσο και στην τηλεόραση.
Ο κυρ-Γιάννης του εκμυστηρεύτηκε τον πόνο του: τις τελευταίες δυο βδομάδες είχε παρατηρήσει την ξυλεία που είχε μαζέψει το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, και την οποία είχε αποθηκεύσει σε μια μικρή αποθηκούλα (ουσιαστικά δυο στημένες λαμαρίνες κάθετα στον τοίχο της κουζίνας του, με μια τρίτη αυλακωτή λαμαρίνα για σκέπαστρο), δίπλα σε μια στοίβα από ολοκαίνουργια τούβλα, να μειώνεται αργά αλλά σταθερά.
Δεν θα το είχε καταλάβει, αν δεν είχε βάλει σκοπό μια Πέμπτη να καθαρίσει ένα κούτσουρο που είχε ακόμα πάνω του μερικά κλαδάκια και τελικά την Παρασκευή δεν μπορούσε να το βρει πουθενά. Η υποψία του είχε μετατραπεί σε βεβαιότητα, όταν μέτρησε πρόχειρα την πρώτη σειρά κούτσουρων το ίδιο απόγευμα και το επόμενο πρωινό: έλειπαν έξι. Τα επόμενα βράδια είχε προσπαθήσει να παραμείνει ξύπνιος, αλλά μεγάλος άνθρωπος ήταν, οι δουλειές του σπιτιού ήταν αρκετές (η κυρά είχε αποδημήσει εις Κύριον πριν τέσσερα χρόνια), ε, δεν ήθελε και πολύ να αρχίσει να κουτουλάει από τη νύστα μπροστά στην τηλεόραση και τα χιόνια της όταν το ρολόι έδειχνε εννιά.
Εντωμεταξύ η στοίβα μειωνόταν.
Εντωμεταξύ η στοίβα μειωνόταν.
“Άκου τι θα κάνουμε”, είπε ο Λευτέρης με συνοφρυωμένο μέτωπο, δείγμα ότι είχε σκεφτεί καλά το σχέδιο δράσης τους – εξάλλου, ήταν ο τεχνίτης του χωριού, μπορούσε να επιδιορθώσει από αυτοκίνητο μέχρι καφετιέρα. Το μυαλό του έκοβε, δεν ήταν κάνα χαμένο κορμί, σαν τον ξυλοκλέφτη.
“Θα σου δώσω δυο κούτσουρα από το δικό μου απόθεμα. Θα τα βάλεις πάνω-πάνω και δεν θα τα χρησιμοποιήσεις. Μην ξεχαστείς! Δεν θα τα πετάξεις στη φωτιά, συνεννοηθήκαμε;”
“Καλά”, απάντησε μπερδεμένος ο κυρ-Γιάννης. “Και πως θα ξέρω ποιος τα κλεβ';”
“Θα το ακούσεις”, απάντησε ο μάστρο-Λευτέρης, με το χαμόγελο της Τζοκόντα ζωγραφισμένο στη μούρη του.
“Θα σου δώσω δυο κούτσουρα από το δικό μου απόθεμα. Θα τα βάλεις πάνω-πάνω και δεν θα τα χρησιμοποιήσεις. Μην ξεχαστείς! Δεν θα τα πετάξεις στη φωτιά, συνεννοηθήκαμε;”
“Καλά”, απάντησε μπερδεμένος ο κυρ-Γιάννης. “Και πως θα ξέρω ποιος τα κλεβ';”
“Θα το ακούσεις”, απάντησε ο μάστρο-Λευτέρης, με το χαμόγελο της Τζοκόντα ζωγραφισμένο στη μούρη του.
***
Ο κυρ-Γιάννης είχε αποκοιμηθεί στην προσφιλή του θέση, στην πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση, όταν μια έκρηξη τον ξύπνησε – κι αυτόν και όλο το χωριό. Πετάχτηκε όρθιος, ζαλισμένος ακόμα από τον ύπνο, και βγήκε έξω, στο παγωμένο ψιλόβροχο που δεν είχε σταματήσει να πέφτει εδώ κι έναν μήνα.
Τρία σπίτια παραπέρα, το κονάκι του μπάρμπα-Μανώλη κάπνιζε.
Τρία σπίτια παραπέρα, το κονάκι του μπάρμπα-Μανώλη κάπνιζε.
Πέρυσι, ο συνομήλικος του κυρ-Γιάννη είχε χτίσει δύο έξτρα υπνοδωμάτια, μια αυθαίρετη επέκταση που δεν ήταν ασυνήθιστη στο χωριό. Τώρα, τα δύο δωμάτια είχαν καταρρεύσει και είχαν μετατραπεί σε ένα βουνό θρυμματισμένων τούβλων και σκόνης. Ο ίδιος ο μπάρμπα-Μανώλης στεκόταν μπροστά στην καταστροφή κεραυνοβολημένος, με τα μούτρα και τα μπράτσα του λευκά από τους σοβάδες που είχαν εκτιναχτεί προς το μέρος του. Ο κυρ-Γιάννης δεν μπόρεσε να πνίξει το γέλιο του.
***
Την επόμενη μέρα συνάντησε ξανά τον Λευτέρη στο καφενείο. Η ατμόσφαιρα είχε καθαρίσει, κι ένας λαμπρός ήλιος έριχνε τις ακτίνες του στο φρεσκοπλυμένο χωριό. Ο κυρ-Γιάννης πήρε μια καρέκλα κι έκατσε δίπλα στον μάστορα, κι ο δεύτερος έγειρε συνωμοτικά προς το μέρος του:
“Είδες που σου 'πα ότι θα το ακούσεις;”
“Μα καλά, τι διαολιά έφκιαξες;” τον ρώτησε ο κυρ-Γιάννης.
Ο μάστρο-Λευτέρης γέλασε.
“Πήρα δυο κούτσουρα, τά 'σκαψα κι αφαίρεσα την ψίχα – όχι όλη, αλλά αρκετή. Μετά έβαλα μπαρούτι. Ε, ο μπάρμπα-Μανώλης έκανε την μπαγαμποντιά του, τα βούτηξε και τα πέταξε στον λέβητα. Πάλι καλά που μέχρι να καεί το κούτσουρο είχε βγει από το σπίτι. Μου έπεσε παραπάνω μπαρούτι απ' όσο έπρεπε”.
“Είδες που σου 'πα ότι θα το ακούσεις;”
“Μα καλά, τι διαολιά έφκιαξες;” τον ρώτησε ο κυρ-Γιάννης.
Ο μάστρο-Λευτέρης γέλασε.
“Πήρα δυο κούτσουρα, τά 'σκαψα κι αφαίρεσα την ψίχα – όχι όλη, αλλά αρκετή. Μετά έβαλα μπαρούτι. Ε, ο μπάρμπα-Μανώλης έκανε την μπαγαμποντιά του, τα βούτηξε και τα πέταξε στον λέβητα. Πάλι καλά που μέχρι να καεί το κούτσουρο είχε βγει από το σπίτι. Μου έπεσε παραπάνω μπαρούτι απ' όσο έπρεπε”.
Κι έπειτα από αυτό, η ζωή πήρε ξανά τον καθημερινό της δρόμο, και για κάποιο διάστημα τα ακραία εγκλήματα σταμάτησαν. Ο μπάρμπα-Μανώλης άλλαζε δρόμο κάθε φορά που έβλεπε τον κυρ-Γιάννη, αλλά και τι μπορούσε να κάνει; Τα ερείπια των δυο υπνοδωματίων παρέμειναν σωρός μέχρι τον Απρίλη.
Του πήρε μέρες, αλλά τελικά ο κυρ-Γιάννης παρατήρησε ότι έλειπαν μερικά τούβλα...
---------------------------------------------------------------------------------
Οκ, αυτή ΔΕΝ είναι φανταστική ιστορία. Τον Απρίλιο του 2018 επέστρεφα με τρένο από το Fantasmagoria (όπου είχα παρουσιάσει το John Smith: Αναπαυτής) μαζί με την Έφη, την Άρτεμη και τον Μιχάλη, όταν και συναντήσαμε ένα απίθανο τυπάκι από ένα μικρό χωριό της Μακεδονίας. Το τυπάκι μας διηγήθηκε την συγκεκριμένη ιστορία και, μόλις την άκουσα, ήξερα ότι έπρεπε να την γράψω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου