Μέσα Από Την Ομίχλη



“Μάικ! Κατέβα επιτέλους!”
  Ο μικρός εμφανίστηκε στην κορυφή της σκάλας, κρατώντας στα χέρια του το αγαπημένο του παιχνίδι – μια φιγούρα του Σπάιντερμαν που πετούσε ιστούς από τα χέρια του, αρκεί να γέμιζες την θήκη που είχε στην πλάτη του με ένα μείγμα από νερό και σαπούνι. 
  Ήταν το ιδανικό παιχνίδι για ένα παιδί έξι χρονών που άπλωνε τα παιχνίδια του στο σαλόνι (φυσικά πάντα χωρισμένα σε καλούς και κακούς από πριν) κι εγγυημένη πηγή πονοκεφάλου για την μητέρα
του η οποία θα έπρεπε να καθαρίσει το, γεμάτο σαπουνόνερα, πεδίο μάχης όταν θα τελείωνε ο πόλεμος – η παύση του πυρός συνήθως επιβαλλόταν από την ειρηνευτική αποστολή που ονομαζόταν Τζουντ.
“Δεν το έχεις γεμίσει με σαπουνάδες, έτσι;” ρώτησε η Τζουντ, κοιτάζοντας υποψιασμένη τον πιτσιρικά.
“Όχι, μαμά”, απάντησε εκείνος κατσούφικα. 

  Κατέβηκε τη σκάλα με προσεκτικά βήματα, κρατώντας με το ελεύθερο αριστερό του χέρι τα ξύλινα κιγκλιδώματα. Η μαμά ήταν πάντα επίμονη σε αυτό το θέμα: δεν τρέχουμε στην σκάλα, κατεβαίνουμε με προσοχή και πάντα κρατάμε σφιχτά τα κάγκελα.
  Έφτασε στο ισόγειο και στάθηκε προσοχή μπροστά στην Τζουντ, η οποία τον επιθεώρησε χαμογελαστή: ο μικρός είχε φορέσει ένα φαρδύ φούτερ σε έντονο πράσινο χρώμα με τον Ντόναλντ Ντακ, το πολύ μοδάτο τζιν που του είχε αγοράσει η μαμά του τα προηγούμενα Χριστούγεννα, το ζεστό, κόκκινο μπουφάν του που τον έκανε να μοιάζει διπλάσιος (και όταν ο Μάικ είχε κέφια το φορούσε και παρίστανε τον Απίθανο Χαλκ, αδιαφορώντας για το παράταιρο χρώμα του) και τα μοβ πλεχτά γαντάκια του που ήταν σετ με το σκουφί του. Η Τζουντ του έφτιαξε τον γιακά και τράβηξε το φερμουάρ του μέχρι πάνω.
“Μπράβο μωρό μου”, είπε και τον φίλησε στη μύτη. Ο μικρός χαμογέλασε, αφήνοντας να φανούν τα κενά στα δοντάκια του.
  Η Τζουντ φόρεσε το παλτό της, πήρε το κινητό και την τσάντα της, κι έπειτα έτεινε το χέρι της προς τον Μάικ. Ο πιτσιρικάς το έπιασε υπάκουα.


  Μπήκαν στο αυτοκίνητο, ένα Volvo S40 του 2006, που είχε διασχίσει τις 47 από τις 50 πολιτείες στα δέκα χρόνια που το οδηγούσε ο άντρας της. Ο Χάρολντ ήταν αντιπρόσωπος μιας μεσαίας επιχείρησης ηλεκτρικών συσκευών της οποίας το αφεντικό ('κύριος Χένρι Γουίλιαμς ο Τρίτος' συστηνόταν πάντα με πομπώδες ύφος ο ογδονταπεντάχρονος εργοδότης του, σαν να μην ήθελε να αφήσει καμιά υπόνοια για την σπουδαιότητα του οικογενειακού του δέντρου) πίστευε πάντα ότι οι νέες τεχνολογίες δεν ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε ο μέσος Αμερικανός – αυτό που ήθελε ήταν μια καλή, πατροπαράδοτη, πρόσωπο-με-πρόσωπο, παρουσίαση και πώληση. Ως αποτέλεσμα της άρνησής του να δεχτεί ότι το ίντερνετ μπορούσε να του αποφέρει περισσότερα κέρδη με λιγότερο κόστος, υπήρχαν περίπου είκοσι άτομα που όργωναν τις Ηνωμένες Πολιτείες (με όλα τα έξοδα διαμονής, διατροφής και μετακίνησης πληρωμένα εννοείται) πλασάροντας ηλεκτρικές σκούπες, μίξερ, αποχυμωτές και φούρνους μικροκυμάτων σε νοικοκυριά που είχαν την διάθεση να ανοίξουν την πόρτα τους σε πλανόδιους. 
  Ο Χάρολντ ήταν ένας από αυτούς και ήταν ένας από τους καλούς – τα ετήσια μπόνους του είχαν επιτρέψει σε εκείνον και την Τζουντ να αγοράσουν αυτό το σπίτι μερικά χιλιόμετρα μακριά από το Γκραντ Ράπιντς της Μινεσότα – μέχρι βέβαια το σημείο όπου η καρδιά του αποφάσισε να τον προδώσει και να σταματήσει να χτυπάει, ένα βράδυ του Ιανουαρίου σε κάποιο μοτέλ στο Άινταχο.

  Η Τζουντ ξεκλείδωσε το Volvo και έμπασε τον Μάικ στο πίσω κάθισμα. Του φόρεσε την ζώνη ασφαλείας και μπήκε στην θέση του οδηγού. Τα σωθικά της σφίχτηκαν στην ανάμνηση του άντρα της καθώς έβαζε μπροστά την μηχανή κι ο κινητήρας άρχιζε να μουγκρίζει. Το αμάξι μύριζε ακόμα με το άρωμά του και ήταν σίγουρη πως θα ήταν πάντα συνδεδεμένο με την παρουσία του – και κάπου μέσα της πίστευε ότι αυτός ήταν ο λόγος που, κάθε φορά που καθόταν πίσω από το τιμόνι, ο Χάρολντ εμφανιζόταν από τις σκιές του μυαλού της και στεκόταν ακίνητος, παρακολουθώντας την χαμογελαστός.
  Άναψε το καλοριφέρ στο τέρμα και χουχούτισε στα παγωμένα χέρια της. Ήταν τέλη Νοεμβρίου και η θερμοκρασία φλέρταρε ήδη με το μηδέν. Βαριά, λευκά σύννεφα κρέμονταν από πάνω τους, υποσχόμενα χιόνι και παγωνιά.
“Ζώνη, μαμά”, είπε ο μικρός κι η Τζουντ υπάκουσε.
“Κρυώνεις;”
“Λίγο μόνο. Αλλά θα ζεστάνει σε λίγο”.

  Ο Μάικ κοίταξε μελαγχολικά έξω από το παράθυρο κι η μητέρα του έπιασε το βλέμμα του από τον καθρέφτη. Ο μικρός ήταν μόλις τριών χρονών όταν χτύπησε το τηλέφωνο εκείνο το καταραμένο βράδυ και η Τζουντ το είχε σηκώσει πιστεύοντας ότι θα μιλούσε με τον Χάρολντ – αντί γι' αυτό, η σοβαρή φωνή στην άλλη γραμμή την ενημέρωσε πως η ζωή της είχε αλλάξει για πάντα. Δεν θυμόταν τι είχε πει στον αστυνομικό ή πως της είχε μεταφέρει εκείνος τα νέα του θανάτου του Χάρολντ, αλλά η ουσία ήταν αυτή: ξέχνα την ζωή σου όπως την ήξερες. Είχες τον άντρα σου, το παιδί σου, το σπίτι σου – θα χάσεις ένα από αυτά γιατί, έι, δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα στην ζωή.
  Τώρα, είκοσι δύο μήνες μετά, η Τζουντ ήταν σίγουρη ότι θα περνούσε πολύ περισσότερος χρόνος μέχρι η ίδια να το πάρει απόφαση – όμως πίστευε πως ο Μάικ θα είχε αρχίσει ήδη να το ξεπερνάει, με την μυστηριώδη δύναμη που έχουν τα πολύ μικρά παιδιά να δέχονται την ζωή με κάθε της έκπληξη, είτε δυσάρεστη είτε ευχάριστη. Γι' αυτά ο κόσμος είναι πάντα γεμάτος εκπλήξεις και οτιδήποτε καινούργιο συναντούν το θεωρούν φυσιολογικό και το αποδέχονται. 
  Πως θα μπορούσε να του εξηγήσει πως ο χαμός του πατέρα του δεν ήταν φυσιολογικό πράγμα, ήταν κάτι που θα έπρεπε να συμβεί μετά από τριάντα ή σαράντα χρόνια, όταν ο Μάικ θα είχε μεγαλώσει, θα είχε σπουδάσει, θα είχε κάνει την δική του οικογένεια και (πάνω απ' όλα) όταν θα είχε ζήσει πραγματικά με τον πατέρα του, θα είχαν περάσει χρόνο μαζί παίζοντας, φτιάχνοντας κατασκευές, πηγαίνοντας βόλτες και συζητώντας για σοβαρά και ανούσια θέματα;
  Κι όμως, τελικά, δεν είχε χρειαστεί να του εξηγήσει τίποτα τέτοιο. Ο μικρός έμοιαζε να τα ξέρει ήδη όλα αυτά και, ενώ θα έπρεπε να έχει ήδη ξεπεράσει τον θάνατο του Χάρολντ, παρόλα αυτά συχνά η μελαγχολία τον κατέβαλλε. Η Τζουντ δεν ήταν προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο: κάπου μέσα της, σε ένα κομμάτι του εαυτού της βαθιά θαμμένο, ωρίμαζε το συναίσθημα της ζήλειας που αναπόφευκτα θα ένιωθε όταν ο Μάικ θα συνέχιζε την ζωή του χωρίς κάποια ουσιαστική ανάμνηση από τον μπαμπά του· όταν θα προχωρούσε μπροστά πείθοντας τον εαυτό του ότι είναι φυσιολογικό να μην έχει πατέρα και η μόνη θύμηση από εκείνον θα ήταν μερικές φωτογραφίες, ίσως και κάποιο βίντεο από τα πρώτα του γενέθλια.
  Η Τζουντ ήταν έτοιμη για την πικρή ζήλεια και έτοιμη να κατηγορήσει τον εαυτό της που θα είχε τέτοια συναισθήματα για το ίδιο της το παιδί – κι όμως δεν είχε συμβεί τίποτα τέτοιο και τώρα η ίδια ήταν ακόμα πιο μπερδεμένη και δεν ήξερε τι να κάνει όταν ο πιτσιρικάς βυθιζόταν στις σκοτεινές του σκέψεις που συννέφιαζαν το προσωπάκι του.
“Είσαι χαρούμενος που θα πάμε να αγοράσουμε δέντρο;” τον ρώτησε, προσπαθώντας να δώσει χαρούμενη χροιά στην φωνή της.
“Ναι”, απάντησε ξεψυχισμένα ο Μάικ. “Μαμά, από ποιον δρόμο θα πάμε;”
Η Τζουντ παραξενεύτηκε. Τι σόι ερώτηση ήταν αυτή;
“Από αυτόν που πηγαίνουμε πάντα, αγάπη μου. Γιατί;”
“Α, έτσι”, είπε ο μικρός και έστρεψε το βλέμμα του πάλι έξω από το παράθυρο, στον ερημικό δρόμο και τα σιωπηλά, ακίνητα δέντρα.
  Βγήκαν στον 169 και ξεκίνησαν προς τα νοτιοδυτικά, προς το κέντρο του Γκραντ Ράπιντς. Ελάχιστα αυτοκίνητα υπήρχαν στον αυτοκινητόδρομο, οι περισσότεροι είχαν επιλέξει να παραμείνουν στα σπίτια τους βλέποντας τον ουρανό να μαυρίζει ολοένα και περισσότερο.
“Ο χειμώνας έρχεται”, είπε ο Μάικ με στοχαστικό ύφος. Ήταν το αγαπημένο του αστείο κάθε φορά που τα σύννεφα παρέλαυναν στον ουρανό και το είχε ξεσηκώσει από το Game of Thrones, που μερικές φορές έβλεπαν μαζί – φυσικά η μαμά του τού έκλεινε τα ματια στις σκηνές που είχαν γυμνό ή βία ή ήταν τρομακτικές, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα ο μικρός να ξέρει πως στην σειρά υπήρχαν μόνο κάποιοι άνθρωποι που μιλούσαν συνέχεια (βαρετό) και δράκοι (τέλειο!). 
  Η Τζουντ, πιάνοντας το υπονοούμενο, άρχισε να σιγοτραγουδά το τραγούδι από τους τίτλους αρχής κι ο Μάικ μετά από λίγο την συνόδευσε, ξεχνώντας την κακή του διάθεση, μέχρις ότου το Volvo αντηχούσε από τις, αντικειμενικά παράφωνες, κραυγές τους. Έβαλαν τα γέλια κι η Τζουντ άνοιξε το ραδιόφωνο.
“Να βάλω Μάιλι;”
“Ναι!”
Και, μετά την κακόφωνη εκτέλεση του Game of Thrones, η Μάιλι Σάιρους ήρθε να αποτελειώσει την τέχνη της μουσικής.

***

  Η ώρα ήταν επτάμιση όταν η Τζουντ διέκρινε τα πρώτα ίχνη ομίχλης να τυλίγουν τον αυτοκινητόδρομο. Έκοψε ταχύτητα και άναψε τη μεγάλη σκάλα. Είχαν αφήσει πίσω τους τα δάση και είχαν περάσει μόλις μπροστά από το Κοινοτικό Κολέγιο της Ιτάσκα.
“Μαμά, μπορείς να δυναμώσεις τη μουσική;” ρώτησε ο Μάικ.
“Σ' αρέσει το τραγούδι;” απάντησε χαμογελαστή η Τζουντ, ανεβάζοντας την ένταση του ραδιοφώνου. Η Μάιλυ έμπαινε στο ρεφρέν του Wrecking Ball.
“Δεν είναι αυτό”, απάντησε ο μικρός, με το βλέμμα του καρφωμένο στο μελαγχολικό, γεμάτο ομίχλη, τοπίο που διέσχιζαν.
“Απλά οι κραυγές τους είναι πιο δυνατές όταν είμαστε κοντά τους”, συνέχισε, δείχνοντας το νεκροταφείο της Ιτάσκα, μπροστά από το οποίο περνούσαν.

  Μια παγωνιά, η οποία δεν είχε σχέση με την θερμοκρασία της Μινεσότα τον Νοέμβρη, διέτρεξε την ραχοκοκαλιά της Τζουντ. Μείωσε ασυναίσθητα κι άλλο την ταχύτητα του Volvo, ενώ το βλέμμα της ταξίδευε από τον δρόμο στο πρόσωπο του Μάικ που φαινόταν από τον καθρέφτη.
“Τι εννοείς, αγάπη μου;”
  Ο μικρός τής έδειξε το νεκροταφείο στα αριστερά τους, τους πέτρινους τύμβους και τα μαρμάρινα μνημεία ανάμεσα στα πεύκα και τα έλατα. Η ομίχλη είχε τυλιχτεί γύρω από τις επιτύμβιες στήλες δίνοντας στον χώρο έναν ακόμα πιο μακάβριο τόνο. Κάπου εκεί, ανάμεσα στους εκατοντάδες τάφους, αναπαυόταν και το κορμί του Χάρολντ.
“Τώρα θα έχει σαπίσει ήδη τόσο πολύ που τίποτα δεν θα τον θυμίζει”, σκέφτηκε η Τζουντ κι ανατρίχιασε ακόμα περισσότερο.
“Ουρλιάζουν”, είπε ο μικρός απλά, σαν να ήταν κάτι συνηθισμένο, σαν να της έλεγε ότι είχε δει μια γάτα να διασχίζει τον αυτοκινητόδρομο.
  Η Τζουντ παρέμεινε αμίλητη, νιώθοντας το κενό στο στομάχι της να απλώνεται και να καλύπτει τα σωθικά της. Αμφιταλαντεύτηκε λίγο για το αν θα έπρεπε να του πει πως δεν είχε ακούσει τίποτα ή να το άφηνε να περάσει. Δεν μπορούσε όμως.
“Μπορεί να είναι τίποτα παιδιά... πιο μεγάλα από σένα. Μερικές φορές πηγαίνουν σε τέτοια... τέτοια μέρη”.
“Κοιμητήρια”, είπε ο Μάικ. “Ξέρεις τι σημαίνει αυτό; Είναι το μέρος όπου κοιμούνται οι άνθρωποι. Μου το είπε ο πάτερ Ο' Μπράιαν. Εκεί κοιμάται κι ο μπαμπάς. Αλλά η ψυχή του είναι με τον Θεούλη”.
  Ο μικρός έσφιξε τον Σπάιντερμαν στα χέρια του και σταμάτησε να μιλάει μπερδεμένος.
“Και είναι φυσικό να είναι μπερδεμένος”, σκέφτηκε η Τζουντ. “Πως μπορεί ένα παιδί τριών χρονών να καταλάβει πως ο μπαμπάς του κοιμάται στο χώμα και τι είναι η ψυχή που βρίσκεται με τον Θεό;”

“Τα μεγάλα παιδιά πολλές φορές συχνάζουν σε κοιμητήρια”, επέμεινε η Τζουντ, αρνούμενη να δεχτεί οποιαδήποτε άλλη εξήγηση διέφερε από αυτή που θεωρούσε ότι ήταν και η πιο πιθανή.
“Τι θα πει 'συχνάζουν';”
“Πηγαίνουν πολλές φορές”.
“Δεν είναι μεγάλα παιδιά”, απάντησε ήσυχα ο Μάικ. 
  Η φωνή του ακουγόταν πιο ανάλαφρη, είχαν αφήσει πίσω το μεγάλο νεκροταφείο και στο βάθος φαίνονταν τα φώτα του εμπορικού κέντρου, χλωμά μέσα στην ομίχλη που πύκνωνε ολοένα και περισσότερο.
“Τον μπαμπά δεν τον έχω ακούσει ποτέ”, συνέχισε έπειτα από λίγο ο Μάικ. “Αλλά δεν ξέρω αν τον έχω ακούσει ή όχι γιατί φωνάζουν όλοι ο ένας πάνω στον άλλον και δεν καταλαβαίνω τι λένε”.
Η Τζουντ έσφιξε το τιμόνι.
“Σταμάτα να μιλάς γι' αυτό, σε παρακαλώ, σταμάτα”, σκέφτηκε, ρίχνοντας του άλλη μια εξεταστική ματιά από τον καθρέφτη.
“Τους ακούς πολύ καιρό;” ρώτησε με βραχνή φωνή.
“Από τότε που πέθανε ο μπαμπάς. Αλλά μόνο όταν περνάμε από αυτόν τον δρόμο”.
“Και δεν καταλαβαίνεις τι λένε;”
“Τσου”.

  Έμειναν για λίγο αμίλητοι, ο Μάικ με τα μ;aτια του να φωτίζονται από χαρά καθώς έμπαιναν στο μεγάλο πάρκινγκ του εμπορικού κι η Τζουντ βυθισμένη σε ζοφερές σκέψεις σχετικά με την φαντασία του γιου της και το κατά πόσο χρειαζόταν βοήθεια ειδικού – προφανώς ο χαμός του Χάρολντ είχε αφήσει τα σημάδια του στην ψυχοσύνθεση του γιου της κι αυτή δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα.
***

  Πάρκαραν κοντά στην είσοδο κι έπειτα κατέβηκαν από το αμάξι – ο μικρός την έπιασε από το χέρι προτού εκείνη απλώσει το δικό της. Κι έτσι απλά ήταν πάλι ο γιος της, το μικρό παιδί που έπαιζε και λάτρευε τις ταινίες με τους σούπερ ήρωες κι όχι εκείνο το τρομακτικό πλάσμα που μιλούσε για τις φωνές των νεκρών.
  Χριστουγεννιάτικη μουσική τους υποδέχτηκε, παρόλο που τα Χριστούγεννα ήταν ακόμη ένα μήνα μακριά – οι εμπορικές ανάγκες δεν αναγνωρίζουν τα κανονικά ημερολόγια.
“Θυμάσαι τότε που ένα σκυλί είχε δαγκώσει τον Μπίλι;” ρώτησε ο Μάικ.
  Η Τζουντ έγνεψε. Ο Μπίλι ήταν ο εννιάχρονος γιος των Γουέστ, που έμεναν στο διπλανό σπίτι. Το καλοκαίρι ένα αδέσποτο σκυλί είχε πλησιάσει στον κήπο τους και ο Μπίλι (που γενικά ήταν πολύ ατίθασο παιδί – αν κάποιος ήθελε να το θέσει ευγενικά – και που η Τζουντ χαρακτήριζε 'κωλόπαιδο') άρχισε να το πειράζει, τραβώντας τα αυτιά και την ουρά του. Το παιχνίδι του σταμάτησε όταν το σκυλί, ένα υποσιτισμένο ασπρόμαυρο μπασταρδάκι, γύρισε και τον δάγκωσε στο πρόσωπο. 
  Τα ουρλιαχτά του μικρού ξεσήκωσαν όλη την γειτονιά στο πόδι. Ο πατέρας του τον είχε μεταφέρει στο νοσοκομείο πανικόβλητος, ενώ οι γείτονες κυνήγησαν το σκυλί πετώντας του πέτρες και ξύλα. Τελικά ο Μπίλι την είχε γλιτώσει φτηνά, με καμιά δεκαπενταριά ράμματα και μια άσχημη ουλή στη μύτη και τα μάγουλά του, ενώ το σκυλί το είχε σκάσει προς το δάσος.
“Έτσι φωνάζουν”, είπε ο Μάικ, “όπως όταν τον δάγκωσε το σκυλί”.
Η καρδιά της Τζουντ βούλιαξε ξανά στην άβυσσο.
“Σαν να πονάνε”, ψιθύρισε χωρίς να το καταλάβει.
“Ναι, σαν να πονάνε. Κοίτα, έχει μπάλες με τον Σπάιντερμαν!”

***

  Έφυγαν από το εμπορικό μετά από μια ώρα, έχοντας παραγγείλει ένα μεγάλο, δίμετρο δέντρο (το οποίο θα παραλάμβαναν την επόμενη μέρα στο σπίτι τους) και με τρεις σακούλες γεμάτες διακοσμητικά, μπάλες, στεφάνια και παιχνίδια. Ο Μάικ είχε φορτώσει την φιγούρα του Σπάιντερμαν στην μάνα του και κρατούσε στα χέρια του το κουτί με τις μπάλες που είχαν ζωγραφισμένη την μορφή του 'φιλικού υπερήρωα της γειτονιάς'.
  Μέχρι να έβγαινε η καινούργια ταινία της Μάρβελ ο Μάικ θα ήταν πορωμένος με τον ήρωα που είχε δει τελευταία στο σινεμά, έτσι έκανε πάντα. Είχε περάσει από το στάδιο του Άιρον Μαν, του Χαλκ, του Κάπτεν Αμέρικα (αν και η ταινία του τον είχε τρομάξει γιατί είχε έναν άντρα που αντί για κανονικό κεφάλι είχε μια νεκροκεφαλή) και του Θωρ και το τελευταίο τρίμηνο είχε καταλήξει στον Σπάιντερμαν. 
  Η Τζουντ είχε έναν μικρότερο αδελφό και, από την εφηβεία της ακόμα, ήξερε πέντε πράγματα για τις λατρείες των μικρών παιδιών. Υποψιαζόταν ότι ο Μάικ θα έκανε πολύ καιρό να ξεπεράσει την φάση του ανθρώπου-αράχνη – ήταν πάντα ο πιο αγαπητός ανάμεσα σε όλα τα αγοράκια του κόσμου.
  Η διάθεσή της χάλασε ξανά όταν είδε ότι το αυτοκίνητο της είχε απομείνει μονάχο του στο πάρκινγκ. Είχε αρχίσει να πέφτει χιονόνερο και η ομίχλη είχε πυκνώσει ακόμα περισσότερο. Ο 169 απλωνόταν στο σκοτάδι, ερημικός και άδειος.
“Πρέπει να επιστρέψουμε από τον ίδιο δρόμο”, συλλογίστηκε, “και να περάσουμε μπροστά από το νεκροταφείο ξανά”.
  Ο Μάικ έμοιαζε να συμμερίζεται τις σκέψεις της, γιατί σταμάτησε λίγο πριν το αυτοκίνητο και κοίταξε αγχωμένος τον αυτοκινητόδρομο.
“Δεν υπάρχει άλλος δρόμος;”
  Η Τζουντ το είχε ήδη σκεφτεί – μπορούσε να πάει από διάφορους παράδρομους, τουλάχιστον μέχρι να προσπεράσουν το νεκροταφείο, αλλά δεν τους είχε χρησιμοποιήσει ποτέ και η ομίχλη σίγουρα θα τους δυσκόλευε περισσότερο απ' ότι αν ακολουθούσαν τον αυτοκινητόδρομο.
“Θα βάλω δυνατά την μουσική”, του υποσχέθηκε. “Και σε μισή ωρίτσα θα είμαστε σπίτι μας, να ανοίξουμε τα παιχνίδια και να απλωθούμε στον καναπέ”.
“Να δούμε ταινία;” την ρώτησε ο Μάικ με προσμονή.
“Αμέ”.
“Θα φτιάξουμε και ποπ κορν;”
“Ό,τι θες”, του χαμογέλασε η Τζουντ και τον φίλησε στα κρύα μαγουλάκια του. “Μπες μέσα τώρα, θα ξυλιάσεις”.
  Έριξε μια τελευταία ματιά στην ομίχλη που προσπαθούσε να εξαφανίσει τον δρόμο κι έπειτα μπήκε μέσα κι έβαλε μπροστά.
  Δυνάμωσε την μουσική λίγο προτού φτάσουν στο ύψος που βρισκόταν το νεκροταφείο, αλλά αυτή την φορά ο Μάικ την εμπόδισε.
“Ασ' το”, της είπε και κάρφωσε το βλέμμα του έξω από το παράθυρό του.
  Η Τζουντ διαμαρτυρήθηκε για λίγο, αλλά έκανε όπως της είπε ο γιος της. Το αυτοκίνητο κινούταν με ταχύτητα μικρότερη των τριάντα χιλιομέτρων την ώρα και η ίδια δεν μπορούσε να δει παραπάνω από τρία μέτρα μπροστά της. Βλαστήμησε χαμηλόφωνα την ομίχλη.
“Τον ακούω”, είπε ψιθυριστά ο Μάικ. Η μητέρα του έκανε μια απότομη κίνηση, το πόδι της έφυγε από το γκάζι και το αμάξι έσβησε με ένα τράνταγμα.
“Ακούω τον μπαμπά”, είπε ο μικρός και κόλλησε την μούρη του στο τζάμι.
Η Τζουντ προσπάθησε να βάλει μπροστά ξανά αλλά τα χέρια της έτρεμαν.
“Με φωνάζει... φωνάζει το όνομά μου. Και το δικό σου”.
“Ουρλιάζει;” ρώτησε με δυστυχισμένη φωνή η Τζουντ.
“Όχι. Όχι σαν τους άλλους. Νομίζω ότι θέλει απλώς να τον ακούσουμε”.


  Η ομίχλη κάλυψε το αυτοκίνητό τους και η Τζουντ διέκρινε φιγούρες ανάμεσα στην λευκή αχλή της. Η καρδιά της αναπήδησε στο στήθος της. Έβαλε μπροστά το αμάξι και τα δυνατά φώτα του χαμήλωσαν για μια στιγμή. Της φάνηκε ότι είδε κάποιον να στέκεται δίπλα στην πόρτα της, αλλά όταν έστρεψε το βλέμμα της εκεί δεν υπήρχε κανένας. Ένιωσε ένα ρεύμα παγωμένου αέρα να χαϊδεύει τον σβέρκο της και, όταν γύρισε προς την μεριά του Μάικ, είδε πανικόβλητη ότι ο μικρός είχε ανοίξει το παράθυρό του.
“Μπαμπά!” φώναξε ο γιος της. 
  Η φωνή του ακούστηκε τρεμουλιαστή μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας.
“Μάικ! Τι κάνεις;” τον ρώτησε η Τζουντ, καθώς πάλευε να λύσει τη ζώνη της.
“Είναι εδώ μαμά! Μας ψάχνει!”
  Ο Μάικ ξεγλίστρησε από την ζώνη του, άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω.
“Μάικ! ΜΑΙΚ!” ούρλιαξε η μάνα του και τράνταξε την ζώνη της. 

Γαμημένο κωλόπραμα!
  Ο Μάικ έκανε μερικά βήματα μακριά από το αυτοκίνητο και η ομίχλη τον τύλιξε.
“Μπαμπά!” άκουσε την φωνή του μέσα από την λευκή θολούρα που είχε καλύψει τα πάντα. “Μπαμπά...”
  Η χροιά της φωνής του έκανε την Τζουντ να παγώσει στην θέση της – γιατί αυτή την φορά ο τρόπος που είχε φωνάξει τον πατέρα του δεν έμοιαζε με την φωνή κάποιου που έψαχνε, αλλά με την φωνή κάποιου που είχε βρει αυτό που ήθελε· ήταν χαμηλή και παραπονεμένη, σπασμένη από τους λυγμούς.
“ΜΑΙΚ!” κραύγασε ξανά η Τζουντ κι επιτέλους κατάφερε να λύσει τη ζώνη της. 

  Πετάχτηκε έξω από το αυτοκίνητο κι έτρεξε προς την μεριά του συνοδηγού. Άρχισε να φωνάζει το όνομα του γιου της, ψάχνοντας μέσα στην πυκνή ομίχλη, παραπατώντας στο ανώμαλο χώμα. Έπεσε και ξανασηκώθηκε, με τις παλάμες της γδαρμένες, χτύπησε το καλάμι της πάνω σε έναν τάφο, έκανε μερικούς κύκλους μέσα στο λευκό τίποτα που την είχε καλύψει φωνάζοντας ξανά και ξανά το όνομα του Μάικ, είδε φιγούρες να στέκουν ακίνητες μέσα στο σκοτάδι ανάμεσα στα μνήματα – και, ξαφνικά, μπορούσε να ακούσει κι εκείνη τις φωνές που άκουγε ο γιος της. Ουρλιαχτά πόνου και κραυγές απελπισίας, σαν οι νεκροί κάτοχοί τους να προσπαθούσαν να σπάσουν το φράγμα μεταξύ του πραγματικού κόσμου και του βασιλείου των σκιών όπου κατοικούσαν, σαν να προσπαθούσαν να ακουστούν από τους δικούς τους ανθρώπους.
“Χάρολντ!” φώναξε μέσα στην απελπισία της. “Σε παρακαλώ, μην μου τον πάρεις! Σε παρακαλώ, Χάρολντ, είναι ότι μου έχει απομείνει!”

  Έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας και φωνάζοντας τα ονόματα των πιο κοντινών της ανθρώπων, αυτών που αγαπούσε και την είχαν εγκαταλείψει, την είχαν αφήσει μοναχή της. Κάποια στιγμή σήκωσε το βλέμμα της και νόμισε ότι ξεχώρισε, μέσα από τα δάκρυά της, δυο μορφές να στέκουν μερικά μέτρα μακριά της, μια ψηλή και μια πιο κοντή – πατέρας και γιος. Στο νου της ήρθαν όλες εκείνες οι σκέψεις που έκανε τα σκοτεινά, άυπνα βράδια της, τις στιγμές που δεν θα ζούσε ποτέ ο Μάικ με τον μπαμπά του. Κι έκλαψε ακόμα πιο πικρά όταν συνειδητοποίησε πως ό,τι είχε σκεφτεί ήταν λάθος. 
  Αναλογίστηκε αν θα τολμούσε ποτέ της να περάσει μπροστά από το κοιμητήριο ή αν θα είχε πάντα στο βάθος του μυαλού της ότι θα άκουγε την φωνή του γιου της να την καλεί να πάει μαζί τους, να βρεθούν ξανά και οι τρεις.
  Ή, ακόμα χειρότερα, αν δεν άκουγε τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου