Ήμουν ασκούμενος στα Στούντιο της Νικελόντεον για έναν χρόνο το 2005 για το πτυχίο μου στα κινούμενα σχέδια και το animation. Φυσικά δεν πληρωνόμουν – οι περισσότεροι βοηθοί δεν πληρώνονται άλλωστε – αλλά είχα κάποια επιπλέον προνόμια πέρα από την εκπαίδευση. Για έναν ενήλικα μπορεί να μην φαίνεται τόσο σημαντικό, αλλά τα παιδιά θα τρελαίνονταν. Μιας και δούλευα κατευθείαν με τους συντάκτες και τους σχεδιαστές, έβλεπα τα νέα επεισόδια μέρες προτού μεταδοθούν. Θα περάσω κατευθείαν στο ψητό χωρίς να αναλωθώ σε περιττές λεπτομέρειες.
Πρόσφατα είχε κυκλοφορήσει η ταινία του Μπομπ Σφουγγαράκη και όλο το προσωπικό φαινόταν να έχει χάσει την δημιουργικότητα του, οπότε και άργησε να ξεκινήσει η σεζόν. Αλλά η καθυστέρηση κράτησε περισσότερο για περισσότερο ανησυχητικούς λόγους. Υπήρξε ένα πρόβλημα με την πρεμιέρα της σεζόν 4 που πήγε τους πάντες και τα πάντα πίσω για αρκετούς μήνες.
Εγώ και άλλοι δυο ασκούμενοι βρισκόμασταν στην αίθουσα μοντάζ μαζί με τους επικεφαλής σχεδιαστές και τους ηχολήπτες για τις τελικές περικοπές. Λάβαμε ένα αντίγραφο που υποτίθεται ότι θα ήταν «Ο φόβος ενός Καβουροπάτυ» και μαζευτήκαμε γύρω από την οθόνη για να το παρακολουθήσουμε.
Μιας και το επεισόδιο δεν είναι έτοιμο, οι σχεδιαστές φτιάχνουν μια κοροϊδευτική κάρτα τίτλου, σαν ένα εσωτερικό αστείο μεταξύ μας, με συχνά άσεμνους τίτλους, όπως π.χ. «Πως το σεξ δεν λειτουργεί» αντί για τον κανονικό τίτλο, όταν ο Μπομπ Σφουγγαράκης και ο Πάτρικ υιοθετούν ένα στρείδι. Δεν είναι κανένα φοβερό αστείο, αλλά όσοι δουλεύαμε εκεί γελούσαμε. Έτσι, όταν είδαμε την κάρτα τίτλου να γράφει «Η αυτοκτονία του Καλαμάρη», δε θεωρήσαμε ότι ήταν τίποτα περισσότερο από ένα νοσηρό αστείο. Ένας από τους ασκούμενους γέλασε πνιχτά.
Η χαζοχαρούμενη μουσική έπαιξε όπως πάντα. Η ιστορία ξεκίνησε με τον Καλαμάρη να κάνει πρόβα με το κλαρινέτο του, παίζοντας φάλτσα όπως πάντα. Ακούσαμε τον Σφουγγαράκη να γελάει απ' έξω και τον Καλαμάρη να σταματάει και να του φωνάζει να ησυχάσει μιας και είχε συναυλία εκείνο το βράδυ και χρειαζόταν εξάσκηση. Ο Μπομπ λέει εντάξει και πάει επίσκεψη στην Σάντι μαζί με τον Πάτρικ. Οι φούσκες εμφανίζονται στην οθόνη και βλέπουμε το τέλος της συναυλίας του Καλαμάρη.
Εκεί είναι που τα πράγματα άρχισαν να φαίνονται λάθος. Κατά την αναπαραγωγή, μερικά καρέ επαναλαμβάνονται, αλλά ο ήχος όχι (σε αυτό το σημείο ο ήχος είναι συγχρονισμένος με το σχέδιο, οπότε όχι, δεν είναι συνηθισμένο) αλλά όταν η εικόνα τελειώνει, ο ήχος σταματάει σαν να μην υπήρξε πότε η επανάληψη. Υπάρχει μια μουρμούρα από το κοινό πριν αρχίσουν να τον γιουχάρουν. Δεν ήταν το συνηθισμένο γιουχάρισμα που άκουγες στο σόου, αλλά μπορούσες να διακρίνεις κακία σ’ αυτό. Ο Καλαμάρης είναι στο κέντρο της εικόνας και φαίνεται ξεκάθαρα φοβισμένος. Η κάμερα δείχνει το πλήθος, με τον Μπομπ Σφουγγαράκη στο κέντρο να γιουχάρει κι αυτός, κάτι που δεν του ταιριάζει.
Αλλά αυτό δεν είναι το πιο παράξενο. Το παράξενο είναι ότι όλοι έχουν πολύ ρεαλιστικά μάτια. Πολύ λεπτομερή. Προφανώς όχι εικόνες από μάτια αληθινών ανθρώπων, αλλά πολύ πιο αληθοφανείς από κάτι δημιουργημένο με CGI. Οι κόρες ήταν κόκκινες. Κάποιοι από εμάς κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, φανερά μπερδεμένοι, αλλά μιας και δεν ήμασταν οι συγγραφείς, δεν σχολιάσαμε τον αντίκτυπο που θα είχε στα παιδιά.
Το πλάνο έπειτα δείχνει τον Καλαμάρη να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού του απεγνωσμένος. Έξω από το παράθυρο του φαίνεται ο νυχτερινός ουρανός, οπότε δεν είναι πολύ μετά τη συναυλία. Το συνταρακτικό μέρος σε αυτό το σημείο είναι ότι δεν υπάρχει ήχος. Κυριολεκτικά κανένας ήχος. Ούτε καν η ανατροφοδότηση από τα ηχεία στο δωμάτιο. Ήταν λες και τα ηχεία ήταν κλειστά, αν και φαίνονταν να λειτουργούν άψογα. Απλά καθόταν εκεί, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του, μέσα στην ησυχία για περίπου 30 δευτερόλεπτα και μετά άρχισε τα αναφιλητά. Έβαλε τα χέρια του (τα πλοκάμια του) πάνω στα μάτια του και έκλαψε αθόρυβα για ένα ολόκληρο ακόμα λεπτό, ενώ ένας ήχος στο παρασκήνιο άρχισε να αυξάνεται αργά-αργά από το απόλυτο τίποτα έως το σημείο που ήταν μόλις αντιληπτός. Ακουγόταν σαν ένα ελαφρύ αεράκι στο δάσος.
Η οθόνη άρχισε να ζουμάρει αργά στο πρόσωπο του. Όταν λέω αργά, εννοώ ότι μπορούσες να το καταλάβεις μόνο αν έβλεπες τα καρέ με διαφορά δέκα δευτερόλεπτων δίπλα-δίπλα. Τα αναφιλητά του έγιναν δυνατότερα, πιο πληγωμένα και θυμωμένα. Η οθόνη τρεμόπαιξε λίγο για ένα δευτερόλεπτο και μετά επέστρεψε στο κανονικό. Ο ήχος που μοιάζει με φύσημα ανέμου δυνάμωσε και έγινε πιο σοβαρός, σαν μια καταιγίδα να λυσσομανούσε κάπου. Το απόκοσμο μέρος ήταν ότι αυτός ο ήχος, όπως και το κλάμα του Καλαμάρη, ακουγόταν αληθινός, λες και ο ήχος δεν ερχόταν από τα ηχεία, αλλά περνούσε από μέσα τους σαν να ήταν τρύπες κι αυτός ερχόταν από την άλλη μεριά. Όσο καλό ήχο κι αν θέλει να έχει το στούντιο, δεν διαθέτει εξοπλισμό που να είναι ικανός να παράγει τέτοια ποιότητα. Κάτω από τον ήχο του ανέμου και του κλαψουρίσματος, πολύ αμυδρά, ακουγόταν κάτι σαν γέλιο. Εμφανιζόταν ανά περίεργα διαστήματα και ποτέ δεν κράτησε περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο, οπότε είχαμε δυσκολίες στο να το συγκεκριμενοποιήσουμε (παρακολουθήσαμε το επεισόδιο δυο φορές, οπότε ζητώ συγγνώμη αν ακούγομαι πολύ απόλυτος, αλλά είχα αρκετό χρόνο για να σκεφτώ).
Μετά από 30 δευτερόλεπτα, η οθόνη θόλωσε και τρεμόπαιξε και κάτι άστραψε πάνω της, σαν να είχε αντικατασταθεί ένα καρέ. Ο επικεφαλής σχεδιαστής πάγωσε την εικόνα και την προχώρησε πάλι καρέ-καρέ Αυτό που είδαμε ήταν φρικτό.
Ήταν μια φωτογραφία ενός νεκρού παιδιού. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από 6. Το πρόσωπο του ήταν παραμορφωμένο και ματωμένο κι ένα από τα μάτια του κρεμόταν σκασμένο από την κόγχη του. Ήταν γυμνό εκτός από το εσώρουχο, το στομάχι του άγρια ανοιγμένο και τα σωθικά του κείτονταν δίπλα του. Ήταν ξαπλωμένο σε ένα πεζοδρόμιο.Αυτό που μας αναστάτωσε περισσότερο ήταν το ότι φαινόταν η σκιά του φωτογράφου. Δεν υπήρχε ταινία της αστυνομίας, αποδεικτικά ή σημάδια και η γωνία ήταν τελείως ακατάλληλη για φωτογραφία που προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί ως στοιχειό. Φαινόταν ότι ο φωτογράφος ήταν υπεύθυνος για την δολοφονία του παιδιού.
Ήμασταν τρομοκρατημένοι, αλλά συνεχίσαμε, ελπίζοντας ότι όλο αυτό ήταν ένα άρρωστο αστείο.Η εικόνα επέστρεψε πίσω στον Καλαμάρη, ο οποίος ακόμα έκλαιγε, δυνατότερα από πριν, και με το μισό του σώμα να φαίνεται. Αυτή τη φορά φαινόταν να ρέει αίμα από τα μάτια του. Το αίμα ήταν επίσης φτιαγμένο σε υπέρ-ρεαλιστικό στυλ, κι έμοιαζε ότι αν το ακουμπούσες θα γέμιζες αίμα τα δάχτυλα σου.
Ο άνεμος ακουγόταν τώρα σαν να υπήρχε μια θύελλα στο δάσος – ακούγονταν ακόμα και σπασίματα κλαδιών. Το γέλιο, προερχόμενο από μια βαρύτονη φωνή, κρατούσε περισσότερο σε διάρκεια κι επανερχόταν πιο συχνά.
Μετά από περίπου 20 δευτερόλεπτα, η οθόνη τρεμόπαιξε ξανά και έδειξε μια φωτογραφία σε ένα καρέ. Ο μοντέρ ήταν απρόθυμος να γυρίσει πίσω την ταινία, όλοι μας ήμασταν, αλλά ήξερε ότι έπρεπε να το κάνει. Αυτή τη φορά υπήρχε ένα μικρό κορίτσι, όχι μεγαλύτερο από το πρώτο παιδί. Ήταν ξαπλωμένο μπρούμυτα με τα κοκαλάκια για τα μαλλιά της σε μια λίμνη αίματος δίπλα της. Το αριστερό της μάτι ήταν βγαλμένο και σκασμένο και η ίδια ήταν γυμνή εκτός από το εσώρουχο. Τα σπλάχνα της ήταν στοιβαγμένα πάνω της, πάνω από ένα μεγάλο κόψιμο στην πλάτη της. Και πάλι το σώμα βρισκόταν στον δρόμο και η σκιά του φωτογράφου ήταν ορατή, παρόμοια σε μέγεθος και σχήμα με την πρώτη. Έπρεπε να συγκρατήσω τον εμετό μου και μια ασκούμενη, η μοναδική γυναίκα στο δωμάτιο, έτρεξε έξω. Το επεισόδιο συνεχίστηκε.
Περίπου 5 δευτερόλεπτα αφότου εμφανίστηκε η δεύτερη φωτογραφία ο ήχος σταμάτησε τελείως, όπως όταν είχε ξεκινήσει η σκηνή. Ο Καλαμάρης κατέβασε τα πλοκάμια του και τα μάτια του αυτή τη φορά ήταν σχεδιασμένα πολύ ρεαλιστικά, όπως των υπόλοιπων στην αρχή του επεισοδίου. Ήταν κατακόκκινα, αιμορραγούσαν και πάλλονταν. Κάρφωσε το βλέμμα του στην οθόνη, σαν να παρακολουθούσε τον τηλεθεατή. Μετά από περίπου δέκα δευτερόλεπτα άρχισε ξανά να θρηνεί, αυτή τη φορά χωρίς να σκεπάζει τα μάτια του. Ο ήχος ήταν διαπεραστικός και δυνατός, και το πιο τρομακτικό ήταν ότι ο θρήνος του ήταν ανακατεμένος με κραυγές. Δάκρυα και αίμα έσταζαν στο πρόσωπο του. Ο ήχος του ανέμου επανήλθε, όπως και η βαριά φωνή που γελούσε, και αυτή τη φορά η ακίνητη φωτογραφία κράτησε για πέντε ολόκληρα καρέ. Ο σχεδιαστής κατάφερε να το σταματήσει στο τέταρτο καρέ και να το γυρίσει πίσω.
Αυτή τη φορά η φωτογραφία ήταν ενός αγοριού, περίπου της ίδιας ηλικίας, αλλά η σκηνή ήταν διαφορετική. Ένα μεγάλο χέρι τραβούσε τα εντόσθια του έξω από μια πληγή στο στομάχι του, το δεξί του μάτι ήταν βγαλμένο και κρεμόταν, με αίμα να στάζει από την κόγχη του. Ο σχεδιαστής προχώρησε την ταινία. Ήταν δύσκολο να το πιστέψουμε, αλλά το επόμενο καρέ ήταν διαφορετικό, αν και δεν μπορούσαμε να διευκρινίσουμε σε τι διέφερε. Προχώρησε στο επόμενο, ακριβώς το ίδιο. Επέστρεψε στο πρώτο και το έπαιξε πιο γρήγορα και δεν άντεξα. Έκανα εμετό στο πάτωμα και οι τεχνικοί αναγούλιασαν. Τα πέντε καρέ δεν ήταν πέντε διαφορετικές φωτογραφίες, αλλά παίζονταν σαν να ήταν καρέ από βίντεο.
Είδαμε το χέρι να τραβάει αργά τα έντερα, είδαμε τα μάτια του παιδιού να εστιάζουν σε αυτό, είδαμε ακόμα και δυο καρέ με το παιδί να βλεφαρίζει. Ο επικεφαλής ηχολήπτης μας διέταξε να σταματήσουμε, έπρεπε να καλέσει τον δημιουργό για να το δει.
Ο κύριος Χίλενμπουργκ ήρθε μετά από ένα τέταρτο. Δεν είχε ιδέα για ποιον λόγο τον είχαμε καλέσει εκεί κάτω, έτσι ο μοντέρ απλά συνέχισε την προβολή του επεισοδίου. Όταν τα λίγα καρέ τελείωσαν, όλα τα ουρλιαχτά, όλος ο ήχος σταμάτησε ξανά. Ο Καλαμάρης απλά κοιτούσε τον τηλεθεατή, με το πρόσωπο του να πιάνει όλη την οθόνη, για περίπου τρία δευτερόλεπτα. Η κάμερα απομακρύνθηκε και η βαθιά φωνή είπε «ΚΑΝ’ ΤΟ» και είδαμε τον Καλαμάρη να κρατάει μια καραμπίνα. Έβαλε αμέσως το όπλο στο στόμα του και τράβηξε την σκανδάλη. Το κρεβάτι και ο τοίχος πίσω του γέμισε με αληθοφανές αίμα και μυαλά. Τα τελευταία πέντε δευτερόλεπτα του επεισοδίου έδειχναν το σώμα του στο κρεβάτι, με ένα μάτι να κρέμεται από ότι είχε απομείνει από το κεφάλι του. Μετά το επεισόδιο τελείωσε.
Ο κύριος Χίλενμπουργκ ήταν φανερά εξοργισμένος με όλο αυτό. Απαιτούσε να μάθει τι στο διάολο είχε συμβεί. Οι περισσότεροι έφυγαν από το δωμάτιο σε αυτό το σημείο, έτσι απομείναμε ελάχιστοι από εμάς για να παρακολουθήσουμε το βίντεο ξανά. Το να το ξαναδώ, απλά με έκανε να αποτυπώσω κάθε του λεπτομέρεια στο μυαλό μου και μου προκάλεσε τρομερούς εφιάλτες.
Πραγματικά λυπάμαι που έμεινα. Η μόνη θεωρία που μπορούσαμε να σκεφτούμε ήταν ότι το αρχείο το είχε επεξεργαστεί κάποιος κατά την μεταφορά του από το στούντιο σχεδιασμού προς στο μοντάζ. Καλέσαμε τον προϊστάμενο επίβλεψης για να αναλύσει το τι συνέβη. Η ανάλυση του αρχείου έδειξε ότι όντως είχε γίνει επεξεργασία με προσθήκη υλικού. Ωστόσο, η χρονική σήμανση είχε προστεθεί μόλις 24 δευτερόλεπτα πριν αρχίσουμε την προβολή της.
Όλος ο εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε εξετάστηκε για ξένο λογισμικό και υλικό, καθώς επίσης και για δυσλειτουργίες (όπως για παράδειγμα την περίπτωση η χρονική σήμανση να έδειχνε λάθος ώρα), αλλά όλα λειτουργούσαν άψογα. Δεν ξέραμε τι συνέβη και μέχρι σήμερα κανείς δεν ξέρει. Έγινε μια έρευνα, εξαιτίας της φύσης των φωτογραφιών, αλλά δεν προέκυψε τίποτα. Κανένα από τα παιδιά δεν αναγνωρίστηκε και καμιά ένδειξη δεν συγκεντρώθηκε από τα στοιχεία που εμφανίζονταν.
Παλιότερα δεν πίστευα ποτέ μου σε ανεξήγητα φαινόμενα, αλλά τώρα που κάτι συνέβη και δεν μπορώ να αποδείξω τίποτα γι’ αυτό, εκτός από ανεπίσημα στοιχεία, θα σκέφτομαι διπλά για τα πάντα.
---------------------------------------------------------------------------------
Η original ιστορία βρίσκεται εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου