1.



Doppelgänger: στην γερμανική λαογραφία, ένα doppelgänger είναι μια οντότητα με όψη ζωντανού ατόμου, διακριτή από το φάντασμα. Η έννοια της ύπαρξης ενός σωσία, ενός ακριβούς αντιγράφου κάθε ανθρώπου είναι μια αρχαία και ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση. Το να συναντήσει κάποιος τον σωσία του είναι κακός οιωνός – σημαίνει ότι ο θάνατός του είναι κοντά.

(Encyclopedia Britannica)

~·~


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΚΕΙΝΗ, ΣΤΟ ΠΟΥΘΕΝΑ


    Το κεφάλι της ήταν βαρύ, σαν να είχε μόλις ξυπνήσει από έναν από εκείνους τους μακρόσυρτους απογευματινούς ύπνους που δεν ξέρεις ούτε που βρίσκεσαι, ούτε τι μέρα και ώρα είναι. Αυτόματα, η σκέψη της πήγε στο καινούργιο ρολόι που της είχε κάνει δώρο ο πατέρας της την Πρωτοχρονιά, ένα ωραίο Philips που είχε μέχρι και ραδιόφωνο, όμως ένιωθε τόσο εξουθενωμένη που δεν μπορούσε καν να στρίψει το κεφάλι της προς τα δεξιά για να δει την πληροφορία που θα της μετέφεραν τα λαμπερά κόκκινα ψηφία.
    Για αρκετή ώρα απέμεινε ξαπλωμένη ανάσκελα, με το βλέμμα της καρφωμένο στο μαύρο κενό που δέσποζε από πάνω της και πασχίζοντας να βάλει τις σκέψεις της σε σειρά, αλλά μάταια· ο εγκέφαλός της αρνούνταν να συνεργαστεί. Πού βρισκόταν; Το ταβάνι στο δωμάτιό της ήταν γεμάτο αστεράκια και φεγγάρια που φωσφόριζαν, ένας ολόκληρος γαλαξίας από πλαστικό που την συντρόφευε μέχρι να αποκοιμηθεί – εδώ όμως δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν βασικό να ανακαλύψει πού ακριβώς ήταν το "εδώ".
    Το έδαφος από κάτω της ήταν σκληρό και άκαμπτο· τέντωσε τα δάχτυλά της κι ακούμπησε την επιφάνεια, όμως η υφή δεν της θύμισε ούτε χώμα ούτε πλακάκι. Ήταν τραχύ και συμπαγές, σαν γρανίτης. Κάπου είχε ξαναδεί γρανίτη, αλλά πού; Έστυψε το μυαλό της να θυμηθεί μέχρις ότου μια φευγαλέα σκέψη άστραψε στο μυαλό της, ένα θραύσμα ανάμνησης από το πρόσφατο παρελθόν – ένα θορυβώδες εμπορικό κέντρο, γεμάτο φώτα και κόσμο, που στην είσοδό του είχε μια μεγάλη πλάκα από το γκρίζο πέτρωμα. Άραγε ήταν στο εμπορικό; Μήπως είχε λιποθυμήσει και την είχαν μεταφέρει σε κάποιο δωμάτιο μέχρι να συνέλθει; Χμ, ήταν μια πιθανότητα.
    Αυτή η προοπτική την καθησύχασε κάπως, έτσι ανασηκώθηκε με κόπο κι έριξε μια ματιά στον χώρο που την περιέβαλλε, βέβαιη ότι θα δει σφουγγαρίστρες και ράφια γεμάτα καθαριστικά. Η καρδιά της πετάρισε όταν διαπίστωσε πως είχε κάνει λάθος.
    Τριγύρω απλωνόταν σκοτάδι ως εκεί που έφτανε το μάτι. Στον ορίζοντα, ένα ψυχρό μπλε απαύγασμα ήταν το μόνο φως που της επέτρεπε να διακρίνει οτιδήποτε – όχι πως υπήρχε και κάτι για να δει. Μόνο μαύρο έδαφος, σαν τα παιχνίδια στο Atari του ξαδέλφου της με τα μινιμαλιστικά γραφικά και το ανύπαρκτο περιβάλλον. Ένιωσε τον πανικό να την πνίγει και η παράλυσή της πέρασε ως δια μαγείας. Τινάχτηκε όρθια και άφησε μια πνιχτή κραυγή.
«Έι!»
Ο ήχος ακούστηκε ξηρός, κούφιος. Κανένας δεν αποκρίθηκε στη φωνή της, ούτε καν η ηχώ δεν αντιλάλησε.
«Είναι κανείς εδώ;» προσπάθησε ξανά. «Δεν ξέρω πού βρίσκομαι».
Η σιωπή κατάπινε τις λέξεις της, έσβηνε επιμελώς τη φωνή της· σαν η κοπέλα να βρισκόταν κλεισμένη σε έναν θόλο που δεν επέτρεπε σε κανέναν ήχο να διαφύγει.
«Ε, απαντήστε!» ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη γιατί, αν δεν το έκανε, τότε θα παραδινόταν σε μια κρίση πανικού χωρίς προηγούμενο. Όμως, όπως και τις προηγούμενες φορές, η έκκλησή της παρέμεινε αναπάντητη.
    Παραδομένη, κάθισε ξανά κάτω, νιώθοντας ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί της.
«Σκατά», μονολόγησε παλεύοντας να ελέγξει τις ανάσες της.
    Δεν ήξερε πόσος χρόνος πέρασε μέχρι οι χτύποι της καρδιάς της να επανέλθουν σε φυσιολογικά επίπεδα, όμως μόλις τα κατάφερε, μια καινούργια σκέψη ξεπήδησε και την έφερε πάλι στα όρια της κατάρρευσης. Ξαφνικά, το πού βρισκόταν δεν ήταν το πιο σημαντικό ερώτημα που είχε· αυτό που την έκαιγε τώρα ήταν να θυμηθεί το όνομά της.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου