13.



    Το να βρουν το Πρωτεύον Τερματικό αποδείχθηκε δύσκολος άθλος, παρόλο που ο Λυγξ ισχυριζόταν ότι η ακοή του ήταν τόσο δυνατή που μπορούσε να εντοπίσει τον βόμβο που παρήγε ο επεξεργαστής του· σύμφωνα με τα λεγόμενά του, τα απλά Τερματικά ακούγονταν σαν μουγκανίσματα αγελάδας, ενώ τα Πρωτεύοντα σαν βουητό μέλισσας. Η Τίφανι, που δεν είχε ακούσει ούτε αγελάδες ούτε μέλισσες όσες φορές είχε διασταυρωθεί με ένα Τερματικό, αμφέβαλλε πάρα πολύ για τους ισχυρισμούς του. Του το είπε.
«Εσείς οι άνθρωποι ακούτε από είκοσι έως είκοσι χιλιάδες Χερτζ. Συγκριτικά με το ηχητικό φάσμα που αντιλαμβάνεται το είδος μου, η ακοή σας είναι περιορισμένη. Εμείς ακούμε έως ογδόντα χιλιάδες Χερτζ – γι’ αυτό και μπόρεσα να εντοπίσω τη Βοή όσο ακόμα βρισκόταν στις ερημιές. Πίστεψέ με, τα Τερματικά παράγουν ήχο και μπορώ να καταλάβω σε ποια κατηγορία ανήκουν».
«Χμ», είπε αόριστα η Τίφανι.
Ο Λυγξ μισόκλεισε τα μάτια του.
«Τι;» ρώτησε. «Δεν με πιστεύεις;»
«Κάποια πράγματα που λες δεν βγάζουν νόημα», του απάντησε χωρίς υπεκφυγές η κοπέλα. «Να, για παράδειγμα, πού τα ξέρεις εσύ τα Χερτζ; Είναι ανθρώπινος όρος, έτσι δεν είναι;»
«Δεν έχεις μόνο εσύ πρόσβαση στα Τερματικά, ξέρεις».
«Α, και κάτι άλλο, πού έμαθες να μιλάς αγγλικά;» συνέχισε καχύποπτα η Τίφανι. «Έχετε φροντιστήρια στο Ασσούρ;»
«Εκεί που έμαθες να μιλάς κι εσύ αιλουρικά», απάντησε τσαντισμένος ο Λυγξ.
«Δεν μιλ-»
«Ακριβώς. Ο καθένας μας μιλάει στη γλώσσα του, όμως ο άλλος τον καταλαβαίνει. Αυτό που εσύ αντιλαμβάνεσαι ως ‘Χερτζ’ είναι ο αντίστοιχος όρος που χρησιμοποιούμε στον Κόσμο μου για να υπολογίζουμε τη συχνότητα των φαινομένων. Επίσης, όντως έχω χρησιμοποιήσει τα Τερματικά για να βρω διάφορες πληροφορίες για τους ανθρώπους – στον Κρυπτόκοσμο έχουν εμφανιστεί πολλοί περισσότεροι από δαύτους συγκριτικά με οποιοδήποτε άλλο νοήμον είδος. Πώς νομίζεις ότι ξέρω την Αυστραλία;»
Η Τίφανι έσκυψε το κεφάλι αναψοκοκκινισμένη. Στην πραγματικότητα, δεν αμφέβαλλε για τις προθέσεις του Λυγξ, όμως ο εκνευρισμός της για τις άκαρπες έρευνές της (δεν ήξερε καν πόσο καιρό έψαχνε το γαμημένο Τερματικό) την είχε οδηγήσει σε ένα ξέσπασμα που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
«Νιώθω σαν την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων», είπε η κοπέλα χαμηλόφωνα.
«Τότε εγώ μάλλον είμαι ο Κούνελος, ε; Ομιλών ζώο και τα λοιπά. Μέχρι και το ίδιο χρώμα έχουμε. Α, ξέχασα ότι θα με ρωτήσεις πώς ξέρω την Αλίκη», είπε ο Λυγξ κι ακούστηκε πικαρισμένος.
«Δεν φταίω εγώ που σε κάποιο παράλληλο σύμπαν κάποιος έγραψε την ‘Τίφανι στον Κρυπτόκοσμο’ και έβαλε για μέντορά της έναν Λευκό Λύγκα», προσπάθησε να αστειευτεί η Τίφανι.
«Σαν να ξαναβρήκες το κέφι σου μου φαίνεται», απάντησε ο σύντροφός της, αλλά ήταν ακόμα μουτρωμένος. Η Τίφανι δεν άντεξε άλλο.
«Συγγνώμη, εντάξει;» είπε με σπασμένη φωνή. «Δεν ήθελα να σε προσβάλλω, αλλά όλο αυτό… δεν το καταλαβαίνω. Το μυαλό μου δεν το δέχεται».
«Ο Κρυπτόκοσμος έχει αυτή την επιρροή στους νεοφερμένους».
«Γιατί θυμάμαι άσχετα πράγματα αλλά όχι τα βασικά; Για παράδειγμα, θυμήθηκα το Sesame Street όταν… όταν έφτασα εδώ, όμως δεν ήξερα καν το όνομά μου».
«Επειδή ο προμετωπιαίος φλοιός, η περιοχή του εγκεφάλου σου που συνδέεται με την ικανότητα να έχεις επίγνωση της ταυτότητάς σου, είναι αυτός που επηρεάζεται περισσότερο από τη διαδικασία της αποκοπής. Στο ξανάπα, ο ανθρώπινος νους δεν αποδέχεται εύκολα μια τέτοια αλλαγή. Αν δεν πάθεις εγκεφαλικό ή δεν τρελαθείς τελείως, τότε η μνήμη σου επανέρχεται σταδιακά. Εκτός κι αν βρεις στον δρόμο σου ένα από τα Τερματικά και του κάνεις τις κατάλληλες ερωτήσεις».
Το πρόσωπο της Τίφανι έλαμψε.
«Αυτό ακριβώς έκανα!»
«Το ξέρω», απάντησε ο Λυγξ αδιάφορα. «Σε ακολουθούσα από τότε».
«Αλήθεια; Δε σε πήρα χαμπάρι», παραδέχτηκε η κοπέλα.
Το αιλουροειδές δεν είπε τίποτα. Συνέχισαν τον δρόμο τους σε άβολη σιωπή, διασχίζοντας σκοτεινούς δρόμους και ομιχλώδεις λεωφόρους ψάχνοντας· μια λάμψη η Τίφανι, έναν βόμβο ο Λυγξ.

***

    Η τύχη τούς χαμογέλασε τρία πακέτα μπισκότα και μια κονσέρβα ανανά αργότερα· ήταν ο μόνος τρόπος για την Τίφανι να υπολογίζει τον χρόνο σε αυτόν τον τόπο. Ο Λυγξ είχε επιδείξει αξιοθαύμαστη εγκράτεια έως τότε, προκαλώντας την έντονη περιέργεια της κοπέλας. Τελικά είχε υποχωρήσει στις επιμονές ερωτήσεις της, αποκαλύπτοντας πως το είδος του μπορούσε να επιζήσει αρκετό καιρό χωρίς τροφή. Αυτό προκάλεσε νέες απορίες κι έτσι ο αιλουροειδής από το Ασσούρ μαλάκωσε και της μίλησε για την πατρίδα του: της είπε για τον μεγάλο, ζεστό ήλιο που έβαφε τα πάντα πορτοκαλί, για τις απέραντες ερημικές εκτάσεις, τις περήφανες καστροπολιτείες και τους άγριους ωκεανούς· για τον Πύργο της Αγριόγατας, ένα τεράστιο κτίσμα εξαιρετικής αρχιτεκτονικής που δέσποζε στην πρωτεύουσα του Ασσούρ· για τις υπόλοιπες φυλές (Πάνθηρες, Λεοντιδείς, Τιγρείδες κι ένα σωρό ακόμη) και τις συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ τους· για την τεχνολογία τους που ήταν τελείως διαφορετική από αυτή των ανθρώπων, καθώς βασιζόταν σε μια μείξη ενεργειακών κρυστάλλων και ηχοτροπικών μεταδόσεων· για την κουλτούρα τους, για τις παραδόσεις και τα έθιμά τους, για τις γιορτές και τις χαρές τους, για τις λύπες και τους αποχαιρετισμούς τους. Η Τίφανι τον άκουγε με μάτια που έλαμπαν, το μυαλό της δημιουργούσε εικόνες από έναν πολιτισμό τόσο μακρινό, τόσο άπιαστο, κι όμως τόσο πλήρη. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε (με ντροπή) πως το πλάσμα που είχε απέναντί της δεν ήταν ένα κατοικίδιο, αλλά ο νοήμων εκπρόσωπος ενός άλλου κόσμου. Κανονικά δεν θα το είχε συναντήσει ποτέ της, ούτε θα είχε υποψιαστεί καν την ύπαρξή του· τώρα όμως ένιωθε ευλογημένη που της είχε δοθεί αυτή η ευκαιρία, ακόμα κι αν αυτό συνέβη εξαιτίας της αποκοπής της. Για πρώτη φορά από τότε που είχε ξυπνήσει σε αυτόν τον εφιάλτη, τον δίχως φως, ήχο κι ελπίδα, ένιωθε γαλήνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου