Η Τίφανι άφησε ένα ουρλιαχτό καθώς μια λεπτή απόφυση τυλιγόταν γύρω από τον αστράγαλό της. Έπεσε μπρούμυτα, γδέρνοντας τα γόνατά της, κι επιχείρησε να αρπαχτεί από το έδαφος, βγάζοντας δύο νύχια στην προσπάθεια. Οι Νοσηροί την τράβηξαν προς το μέρος τους όσο η κοπέλα τσίριζε και χτυπιόταν ανήμπορη.
Ο Λυγξ δεν έχασε χρόνο· έμπηξε τα δόντια του στο πλοκάμι που τον κρατούσε και η σάρκινη παραφυάδα τρεμούλιασε από τον πόνο. Με μια ακόμα γερή δαγκωνιά κατάφερε να απελευθερωθεί κι έτρεξε προς το μέρος της Τίφανι, που σερνόταν στο μαύρο έδαφος. Δεκάδες απολήξεις τινάχτηκαν από την κεντρική μάζα των Νοσηρών σε μια απόπειρα να αρπάξουν το αιλουροειδές, όμως ο Λυγξ κατάφερε να τις αποφύγει με αλλεπάλληλα ζιγκ-ζαγκ. Με τα κοφτερά του νύχια έκοψε την απόφυση που είχε τυλιχτεί στο πόδι της Τίφανι και το κρεάτινο βουνό μούγκρισε από την οργή.
«Στείλε κι άλλα, ρε γαμίδι», έφτυσε μανιασμένος ο Ασσούριος, με νύχια και δόντια γυμνωμένα κι ετοιμοπόλεμα.
Οι Νοσηροί δεν άφησαν αναπάντητη την πρόκλησή του· μισή ντουζίνα πλοκάμια εκτινάχτηκαν από τον κορμό του και γράπωσαν γερά το λευκό αιλουροειδές από χέρια και πόδια. Ο Λυγξ χτυπιόταν πέρα δώθε γδέρνοντας, κόβοντας, μασώντας, όμως το έκτρωμα τον κρατούσε σφιχτά. Ένας από τους μυζητήρες κόλλησε στην κοιλιά του κι ο Ασσούριος ένιωσε ένα επώδυνο κάψιμο στο δέρμα του.
Με μια κραυγή η Τίφανι ήρθε για βοήθεια· έκοψε ένα πλοκάμι με το μαχαιράκι του ελβετικού της σουγιά (κοίτα να δεις, δεν περίμενε ποτέ ότι θα της φαινόταν χρήσιμος παρά τα όσα έλεγε ο πατέρας της) και άρπαξε ένα δεύτερο για να επαναλάβει την κίνησή της. Οι Νοσηροί τρεμούλιασαν ακόμα πιο δυνατά και το έδαφος δονήθηκε από την έκπληξη και τον θυμό τους. Ο Λυγξ έκοψε άλλη μία παραφυάδα, το ίδιο και η Τίφανι.
Ξαφνικά ο σύντροφός της τέντωσε τα αυτιά του και γρύλισε.
«Τρέχα», της είπε ξέπνοα.
«Τι;» ρώτησε δύσπιστα η κοπέλα.
«Η Βοή! Την ένιωσα, πλησιάζει».
Πετσόκοψε ένα ακόμα πλοκάμι τινάζοντας το κεφάλι του αριστερά-δεξιά με μανία.
«Μα-».
«Δεν έχεις χρόνο, φύγε!»
Η Τίφανι άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, όμως πάγωσε όταν μια μακρινή αντάρα θρυμμάτισε τη σιωπή του Κρυπτόκοσμου. Η λαβή των Νοσηρών χαλάρωσε, καθώς η προσοχή τους στρεφόταν στη φασαρία που αντηχούσε στον ορίζοντα, και ο Λυγξ βρήκε την ευκαιρία να λιανίσει την τελευταία απόφυση που τον κρατούσε δέσμιο. Έπειτα δάγκωσε το μπουφάν της Τίφανι και το τράβηξε, καταφέρνοντας σχεδόν να την ρίξει· η κοπέλα, που στεκόταν μουδιασμένη στη θέση της με ένα κομμένο πλοκάμι των Νοσηρών ακόμα στα χέρια, συνήλθε απότομα. Δεν έχασαν άλλο χρόνο – το έβαλαν στα πόδια λίγα δευτερόλεπτα προτού η Βοή εμφανιστεί καλπάζοντας από τις ερημιές και ορμήσει στους Νοσηρούς, την πηγή των μεγαλύτερων δονήσεων που είχε νιώσει ποτέ της.
***
Τους ένιωθε ανέκαθεν· από τότε που η πρώτη σπίθα νοημοσύνης είχε γεννηθεί στο ηχητικό συνονθύλευμα που αποτελούσε την ουσία της, η Βοή μπορούσε να αισθανθεί τους Νοσηρούς. Ήταν σαν ένας ασταμάτητος σεισμός, μια σειρά από παλμικές κινήσεις δίχως τέλος. Όσο η οντότητα αυξανόταν, καταναλώνοντας όσους ήχους μπορούσε να βρει στο περιβάλλον, τόσο μεγάλωνε και η επιθυμία της να τραφεί από εκείνον τον ωκεανό δονήσεων που όμοιος του δεν υπήρχε στις Κρυμμένες Πραγματικότητες – παρ’ όλα αυτά το ένστικτό της την απέτρεπε, καθώς ήξερε πως ακόμα δεν είχε την απαραίτητη ισχύ για να επιχειρήσει κάτι τέτοιο. Όμως τον τελευταίο καιρό είχε μεγαλώσει πολύ, είχε μεταμορφωθεί σε ένα πανδαιμόνιο φωνών, ήχων και συχνοτήτων με ένταση εκατοντάδων ντεσιμπέλ. Είχε πάψει πια να καταδιώκει τις φλογίτσες· πλέον ο στόχος της ήταν οι Νοσηροί, που η ύπαρξή τους έλαμπε στο έρεβος σαν τη φλεγόμενη Ρώμη. Όταν θα τους κατέτρωγε θα ήταν πανίσχυρος.
Θα ήταν ο θεός του Κρυπτόκοσμου.
***
«Μην κοιτάξεις πίσω σου», συμβούλεψε ο Λυγξ την Τίφανι καθώς βάδιζε δίπλα της. Η κοπέλα έτρεχε όσο μπορούσε πιο γρήγορα, όμως το βαρύ σακίδιό της την εμπόδιζε, έτσι ο Ασσούριος έπρεπε να συγκρατεί τον εαυτό του για να μην ξεφύγει μπροστά.
«Δεν… σκόπευα», είπε ξεψυχισμένα εκείνη.
Παρά τις συμβουλές του, ο Λυγξ έριξε μια ματιά πίσω τους· στο ψυχρό απαύγασμα του ορίζοντα είδε τη Βοή να εμφανίζεται μέσα από το απόλυτο σκοτάδι και γρύλισε.
Η ηχητική οντότητα δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτό που είχαν πρωτοσυναντήσει – τώρα ήταν τεράστια, έμοιαζε με τυφώνα στατικού θορύβου. Προφανώς είχε επισκεφτεί αρκετές πόλεις από την τελευταία φορά που την είχαν δει και είχε απορροφήσει κάθε ψήγμα ήχου που παρέμενε σε αυτές· πλέον έστεκε ισάξια μπροστά στο σάρκινο όρος που ήταν οι Νοσηροί. Ο ήχος που εξέπεμπε ήταν αβάσταχτος.
«Ιστάρ μου», έσκουξε καθώς οι δύο παράδοξοι Τιτάνες συγκρούονταν.
Το ηχητικό κύμα τούς παρέσυρε και τους κύλησε στο σκληρό έδαφος· η Τίφανι τσίριξε και έκλεισε τα αυτιά της, ενώ ο Λυγξ άφησε μια άγρια υλακή και έγινε μια μπάλα για να προστατευτεί.
Πίσω τους, οι Νοσηροί άπλωναν εκατοντάδες αποφύσεις, πασχίζοντας να αδράξουν την καινούργια απειλή, όμως μάταια· τα πλοκάμια τους διαπερνούσαν την άυλη υπόσταση της ηχητικής οντότητας χωρίς να βρίσκουν ένα σταθερό σημείο για να αγκιστρωθούν. Η Βοή, αντιθέτως, βυθίστηκε δίχως δυσκολία στην παχιά σάρκα, απομυζώντας κάθε τρίξιμο οστών, κάθε θρόισμα φύλλου, κάθε βούισμα φτερών, κάθε φλοίσβο σωματικών υγρών, κάθε κελάρυσμα αίματος – χιλιάδες μάτια έσκασαν με ένα χαμηλό ποπ, τόνοι κρέατος αποξηράνθηκαν με εκκωφαντικούς ήχους αναρρόφησης, κόκαλα κονιορτοποιήθηκαν με τριξίματα και κρότους. Και, καθώς τα χιλιόμετρα δέρματος των Νοσηρών σκίζονταν, ξεχύθηκε μια τρομερή αποφορά διαρκώς αναγεννώμενων κυττάρων, η μυρωδιά καλπάζοντος καρκίνου.
Η Τίφανι σερνόταν ξέπνοη στο έδαφος, όμως δεν είχαν την πολυτέλεια του χρόνου, έτσι ο Λυγξ την δάγκωσε ελαφρά στο χέρι για να την ενεργοποιήσει· η κοπέλα κλαψούρισε αλλά κατάφερε να σηκωθεί, παρόλο που τα πόδια της έτρεμαν και το κεφάλι της ήταν έτοιμο να εκραγεί. Αν έμεναν περισσότερο εκεί, ο θόρυβος θα διαρρήγνυε τα τύμπανά τους.
«Άδειασε το σακίδιό σου», φώναξε ο Λυγξ κι η κοπέλα υπάκουσε, δημιουργώντας γύρω της μια στοίβα από ετερόκλητα αντικείμενα. Το μόνο που κράτησε ήταν το μπουκάλι με το Ύδωρ της Λήθης, ο ελβετικός σουγιάς της και κάτι ακόμα, που το έβαλε στην τσέπη του μπουφάν της χωρίς να το αποκαλύψει στον σύντροφό της και χωρίς να έχει ιδέα γιατί το έκανε αυτό.
«Πάμε», είπε κουρασμένα κι άρχισαν πάλι να τρέχουν ενώ πίσω τους γινόταν χαλασμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου