Ο πρώτος όροφος ήταν πανομοιότυπος με το ισόγειο, αν και στη θέση των γραφείων της εφημερίδας υπήρχε ένα μικρό στούντιο. Η κονσόλα του ήχου ήταν σκονισμένη και εκτός λειτουργίας, η φωτεινή επιγραφή ON AIR σβηστή, οι δίσκοι μουσικής παρατημένοι και με τα εξώφυλλά τους μαδημένα από το πέρασμα του χρόνου, ενώ στους τοίχους υπήρχαν ξεθωριασμένες αφίσες των Led Zeppelin, των Deep Purple και των Fleetwood Mac. Η Τίφανι, αν και μόλις είδε τον εξοπλισμό, ήταν βέβαιη πως ο βόμβος προερχόταν από εδώ, τώρα διαπίστωνε ότι είχε κάνει λάθος – όμως, προτού συνεχίσει την αναζήτησή της, έπρεπε να κάνει κάτι πολύ σημαντικό, κάτι που ονειρευόταν χρόνια και τώρα είχε βρει την ευκαιρία: έτσι η δεκαεπτάχρονη, που πάντα ήθελε να γνωρίσει έναν ραδιοφωνικό παραγωγό, μπήκε στον ηχομονωμένο χώρο, κάθισε στην καρέκλα του εκφωνητή κι έφερε το μικρόφωνο κοντά της. Είπε δύο-τρεις φορές ‘Τεστ, τεστ’ κι έπειτα έγειρε πίσω απολαμβάνοντας τον καινούργιο της ρόλο.
«Ωραία θα ήταν», μονολόγησε μετά από λίγο κι επέστρεψε στη σκάλα με το μυαλό της γεμάτο όνειρα για μια μελλοντική καριέρα στο ραδιόφωνο.
Όπως αποδείχτηκε, ο ήχος προερχόταν από έναν ασύρματο και δεν ήταν τίποτα περισσότερο από στατικός θόρυβος, σαν τα νεκρά σημεία που υπήρχαν στις συχνότητες μεταξύ των ραδιοφωνικών σταθμών. Το μηχάνημα βρισκόταν σε ένα παλιό τραπέζι, σε μια γωνιά του άδειου δωματίου που έπιανε ολόκληρο τον δεύτερο όροφο, και ήταν ένα παραλληλόγραμμο κουτί με τέσσερις διακόπτες, έναν αναλογικό δείκτη, τρεις υποδοχές κι ένα μικρόφωνο με βάση. Το μυαλό της, που είχε αρχίσει να επανέρχεται (αν και δεν μπορούσε ακόμα να εξηγήσει την παρουσία της εκεί), της προσέφερε γενναιόδωρα άλλη μια ανάμνηση: όταν ήταν επτά χρονών, ο ομαδάρχης των Καφέ Πουλιών του Τσικόπι, της προσκοπικής ομάδας που συμμετείχε, είχε φέρει έναν ασύρματο και τους έδειξε πώς λειτουργούσε. Έπειτα τους είχε δώσει το μικρόφωνο για να μιλήσουν και ο βοηθός του, ένα αγόρι δεκαοχτώ χρονών με ξεπλυμένα μάτια και επίπεδη φωνή, τους απαντούσε από το γραφείο. Η Τίφανι είχε ενθουσιαστεί με τη συσκευή που σου επέτρεπε να επικοινωνήσεις με οποιονδήποτε, ακόμα κι αν ήσουν στην εξοχή, παρόλο που την τρόμαζε ο ξερός ήχος που ακουγόταν κάθε φορά πριν ο βοηθός απαντήσει.
Ο ασύρματος στο σκοτεινό δωμάτιο ήταν ολόιδιος με εκείνον που είχε δει όταν ήταν μικρή· τον περιεργάστηκε με ένα ασυναίσθητο μειδίαμα στο πρόσωπό της, επαναφέροντας στη μνήμη της την χρησιμότητα κάθε διακόπτη, και μετά έπιασε το μικρόφωνο. Για μια στιγμή δίστασε, όμως ήξερε πως, αν ήθελε να βρει βοήθεια, δεν είχε άλλη επιλογή:
«Με ακούει κανείς; Όβερ».
Με το που άφησε το πλήκτρο ομιλίας, τα παράσιτα επέστρεψαν ακόμα πιο δυνατά. Δοκίμασε μερικές ακόμα φορές, όμως κάθε της πρόταση παρέμεινε αναπάντητη, έτσι παράτησε τις προσπάθειες απογοητευμένη κι έριξε μια ματιά στο δωμάτιο γύρω της.
Υπήρχαν τέσσερα παράθυρα, ένα σε κάθε πλευρά του ορόφου, και όλα ήταν καλυμμένα με λεπτό χαρτί. Οι τοίχοι ήταν ξεφλουδισμένοι, με τους σοβάδες τους να κρέμονται, και το ξύλινο πάτωμα ήταν φθαρμένο και γεμάτο σημάδια. Η Τίφανι πλησίασε ένα από τα παράθυρα, έσκισε ένα μικρό κομμάτι χαρτιού και κοίταξε έξω. Το μόνο που είδε ήταν πυκνή ομίχλη και το αμυδρό περίγραμμα των μπαλκονιών του απέναντι κτιρίου. Το κρύο ήταν πιο τσουχτερό εκεί, όμως αποφάσισε ότι ο χώρος θα γινόταν το αρχηγείο της, μιας κι εκεί υπήρχε η μοναδική συσκευή επικοινωνίας που είχε βρει κατά την περιπλάνησή της, πέρα από τα ηλίθια τερματικά που απαντούσαν με γρίφους· θα έψαχνε τις συχνότητες ασταμάτητα έως ότου έβρισκε κάποιον, οποιονδήποτε, που θα μπορούσε να την βοηθήσει. Τακτοποίησε τα πράγματά της δίπλα στο τραπέζι, έστρωσε το σλίπινγκ μπαγκ της κι έπειτα τυλίχτηκε σε μια κουβέρτα για να ζεσταθεί. Στην επόμενη εξόρμησή της στην νεκρή πόλη θα έπρεπε να βρει μια σόμπα ή κάτι παρόμοιο.
~·~
(ή μήπως ήταν μέρες; ή ίσως βδομάδες; ήταν πολύ δύσκολο να υπολογίσει το πέρασμα του χρόνου όταν τα πάντα ήταν στατικά και τα ρολόγια που υπήρχαν στο κτίριο παρέμεναν ακίνητα)
που ακολούθησαν, η Τίφανι έκανε αμέτρητες προσπάθειες να βρει κάποιον στον ασύρματο, όμως το μόνο που συναντούσε ήταν στατικός θόρυβος. Ενώ στην αρχή είχε τρομοκρατηθεί στην προοπτική να είναι το μοναδικό άτομο σε ολόκληρο τον κόσμο, τώρα είχε πεισμώσει: δεν ήταν δυνατόν όλη αυτή η έκταση να είναι άδεια – κι επίσης κάποιος είχε φτιάξει και προγραμματίσει τα γαμημένα Τερματικά. Όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο σιγουρευόταν ότι υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι· ίσως να ήταν διάσπαρτοι, ίσως να κρύβονταν – όμως ήταν κάπου εκεί έξω, χαμένοι στις σιωπηλές πόλεις που ξεφύτρωναν στην επίπεδη γη του Κρυπτόκοσμου. Αν εκείνη είχε βρει έναν πομπό μετάδοσης και λήψης, το ίδιο θα είχαν κάνει κι άλλοι. Ήταν θέμα χρόνου να τους εντοπίσει. Το νέο της καταφύγιο είχε αρχίσει να μοιάζει με κανονικό διαμέρισμα, καθώς η Τίφανι είχε μεταφέρει μερικές καρέκλες, ένα ακόμα τραπέζι, μια θερμάστρα και μια λάμπα πετρελαίου – όλο αυτό βέβαια είχε αντίκτυπο στη μέση της, καθώς δεν ήταν συνηθισμένη να σηκώνει τέτοια βάρη, όμως το τελικό αποτέλεσμα άξιζε τον κόπο. Τώρα η απρόσωπη αίθουσα ήταν πιο άνετη και ζεστή, ένας χώρος που η κοπέλα μπορούσε να αποκαλέσει (κάτι σαν) σπίτι. Σε μια γωνία υπήρχαν στοιβαγμένα μερικά μπιτόνια με πετρέλαιο, με τα οποία γέμιζε τη λάμπα και τη θερμάστρα. Τα είχε βρει σε ένα πολυκατάστημα και στην αρχή νόμιζε πως το καύσιμο είχε ξεθυμάνει, μιας και δεν μύριζε σχεδόν καθόλου – παρόλα αυτά, μέχρι στιγμής, έκανε τη δουλειά του προσφέροντας ζεστασιά και φως στον χώρο.
Η πείνα κι η δίψα της είχαν επανέλθει, έτσι αποφάσισε να φτιάξει μια μικρή τροφαποθήκη για να μην βγαίνει κάθε μέρα προς αναζήτηση προμηθειών, την οποία και γέμισε με κονσέρβες και τυποποιημένα τρόφιμα. Ήταν γεγονός πως τίποτα από δαύτα δεν είχε γεύση ή μυρωδιά, αλλά τα παράδοξα συμβάντα αυτού του κόσμου δεν της προξενούσαν πλέον καμία έκπληξη. Στον Κρυπτόκοσμο δεν υπήρχαν ήχοι, χρώματα, γεύσεις, οσμές – όλα τα ερεθίσματα δεν ήταν τίποτα άλλο από ξεθωριασμένες αναμνήσεις, απλοί απόηχοι της αρχικής τους φύσης. Ήταν σαν να είχε βρεθεί σε έναν τόπο κολλημένο στο παρελθόν.
Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε έξω, διαβαίνοντας τους άδειους δρόμους με τα απενεργοποιημένα φανάρια και τις σβηστές πινακίδες, προς αναζήτηση του Πρωτεύοντος Τερματικού. Αυτό που την ενοχλούσε πιο πολύ ήταν η συντριπτική σιωπή που καθόταν στην ψυχή της σαν στάχτη και την πίκραινε. Οι πόλεις υποτίθεται ότι έπρεπε να σφύζουν από ζωή, ήταν χτισμένες από ανθρώπους με σκοπό να τους φιλοξενούν. Τι είχε συμβεί άραγε, ποιο ανεξήγητο γεγονός τις είχε οδηγήσει σε αυτή την κατάσταση;
Η προσοχή της ήταν επικεντρωμένη στο να βρει μια λάμψη, ένα ελάχιστο θραύσμα φωτός σε κάποιο από τα σκοτεινά κτίρια – δείγμα ότι ένας από τους παράξενους υπολογιστές ήταν σε λειτουργία. Μερικές φορές η δέσμη του φακού της αντανακλούσε σε μια βιτρίνα και η καρδιά της πετάριζε· μετά ανακάλυπτε την αλήθεια και απογοητευόταν ξανά.
Η ομίχλη την ακολουθούσε σε κάθε της βήμα, σαν ευσυνείδητος δεσμοφύλακας που δεν την άφηνε από τα μάτια του, κάλυπτε κάθε εκατοστό των λεωφόρων που διέσχιζε, έντυνε τα ψηλά κτίσματα με τη φασματική της υφή και ενέτεινε την αίσθηση της μοναξιάς της. Όταν έφτανε στο ζενίθ, η Τίφανι επέστρεφε στο καταφύγιό της.
Μιας και τα ρολόγια δεν λειτουργούσαν (το είχε επιβεβαιώσει τσεκάροντας δεκάδες από αυτά στα πολυκαταστήματα που είχε επισκεφτεί), η κοπέλα σκέφτηκε ότι έπρεπε να βρει έναν εναλλακτικό τρόπο εκτίμησης του χρόνου που περνούσε· έτσι πήρε κεριά και προσπάθησε να υπολογίσει σε πόσο χρόνο θα καιγόταν το ένα δέκατό τους, μετρώντας τα δευτερόλεπτα από μέσα της. Γρήγορα διαπίστωσε ότι οι νόμοι της φυσικής δεν ίσχυαν σε αυτό το μέρος, κάτι που έτσι κι αλλιώς είχε υποψιαστεί όταν είχε πρωτοδεί την παράξενη συμπεριφορά της πυξίδας της. Τα κεριά έλιωναν σε διαφορετικούς χρόνους παρόλο που ήταν ίδια μεταξύ τους (κάποια έσβηναν αμέσως, κάποια άλλα δεν καίγονταν με τίποτα), ενώ ακόμα και οι φλόγες είχαν τη δική τους προσωπικότητα, καθώς έλαμπαν κόκκινες, κίτρινες, μοβ, μπλε, ακόμα και μαύρες· κι ανάμεσά τους ξεχώριζε μία η οποία ήταν στερεή κι άλλη μία που αιωρούνταν πέντε πόντους πάνω από το φυτίλι. Μεταξύ των κεριών υπήρχαν και κάνα-δυο τα οποία λειτουργούσαν ανάποδα: έλιωναν μέχρι ενός σημείου και μετά αναπλάθονταν ξανά, σε μια αέναη κυκλική πορεία φθοράς και δημιουργίας. Η Τίφανι μπορούσε να κάθεται και να τα χαζεύει με τις ώρες, τρόπος του λέγειν.
Παράλληλα με την αναζήτησή της για ένα από τα Πρωτεύοντα Τερματικά, η Τίφανι συνέχιζε τις άοκνες προσπάθειές της να επικοινωνήσει με κάποιον μέσω του ασύρματου, όμως εκείνος παρέμενε πεισματικά βουβός. Οι συνεχόμενες αποτυχίες της την έριχναν ψυχολογικά· η απογοήτευση την κατέβαλλε και περνούσε τις μέρες της κουκουλωμένη, με ένα συναίσθημα ανημποριάς και υπνηλίας να την κατακλύζει. Παρόλα αυτά, άφηνε πάντα ανοιχτό τον ασύρματο, περιμένοντας μια απάντηση που δεν ερχόταν ποτέ. Ο υπόκωφος βόμβος των παράσιτων την νανούριζε.
Μέχρις ότου ο στατικός θόρυβος έπαψε και ό,τι παραμόνευε στα ραδιοκύματα την εντόπισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου