~·~
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Ο,ΤΙ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ
Το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό που η Τίφανι δε μπορούσε να δει ούτε τα χέρια της. Ένιωθε να αιωρείται στο κενό, παρόλο που τα πόδια της πατούσαν σε κάτι.
(στερεό; υγρό; δε μπορούσε να πει)
που έμοιαζε με πάτωμα. Ο ρυθμός της καρδιάς της είχε επιβραδυνθεί και μια γλυκιά ζαλάδα την είχε τυλίξει, σαν να είχε μόλις ξυπνήσει μετά από αναισθησία. «Ή σαν να βρίσκομαι στα πρόθυρα του θανάτου, εκεί που οι σωματικές λειτουργίες απενεργοποιούνται μία-μία», συλλογίστηκε. Η σκέψη ήταν παράξενα ανακουφιστική.
Νόμιζε ότι ο Κρυπτόκοσμος ήταν η επικράτεια του τίποτα, ένας τόπος όπου απουσίαζαν το φως, οι ήχοι, οι μυρωδιές· τώρα συνειδητοποιούσε πως, μπροστά στο κενό που έπλεε, οι σκοτεινές ερημιές που είχε διασχίσει ήταν ένας ζωντανός τόπος – με παράξενους φυσικούς νόμους και κανόνες μεν, αλλά πολύ πιο κοντά στον κόσμο της απ' ότι αυτό το ατέρμονο χάος που την περιέβαλλε. Εδώ η έλλειψη του οτιδήποτε ήταν συντριπτική – δεν υπήρχε χρόνος, δεν υπήρχε χώρος.
“Καμιά από τις θεμελιώδεις δυνάμεις της αδελφής μου δεν υφίσταται στο βασίλειό μου”, ήχησε μια φωνή, βαθιά, όμορφη και τρομερή. Στο άκουσμά της, κάθε σκέψη της Τίφανι έσβησε και η κοπέλα έχασε τον έλεγχο του κορμιού της· τα χέρια της κρέμασαν, σάλιο άρχισε να στάζει από το μισάνοιχτο στόμα της και η κύστη της χαλάρωσε.
“Εδώ δε θα βρεις Ύλη ή Κενό, ούτε καν την Ιδέα αυτών. Διότι εδώ δεν υπάρχει η Ανάγκη για δημιουργία. Εδώ είναι το τέλος των πάντων. Κι εσύ βρίσκεσαι μπροστά μου οικειοθελώς”.
Σε κάθε λέξη της Κοσμικής Θεάς άπειρα σκοτεινά φράκταλς σχηματίζονταν στο έρεβος, σαν γεωμετρικές κυματομορφές της φωνής της. Η Τίφανι ούρλιαζε ασταμάτητα, παρόλα αυτά κανένας ήχος δεν έβγαινε από το παράλυτο στόμα της· ένιωθε πως η ψυχή της βιαζόταν κάθε δευτερόλεπτο που Εκείνη είχε την προσοχή της στραμμένη πάνω της.
«Σε βλέπω, Τίφανι Ντέιβις. Προέρχεσαι από έναν Κόσμο που δεν μου έχει παραδοθεί ακόμα, παρ’ όλα αυτά με αναζήτησες. Είμαι όλα όσα έψαχνες; Είμαι καλύτερη από την Δημιουργία που επισκέφθηκες πρώτη;”
Αιμάτινα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της Τίφανι αντί για απάντηση. Τα φράκταλς απλώθηκαν γύρω της σαν τους κυματισμούς μιας λίμνης.
“Είστε όλοι τέκνα της Δημιουργίας και είναι φυσικό να την αναζητείτε· όμως η αδελφή μου είναι σκληρή με τα παιδιά της, έτσι δεν είναι; Σου ζήτησε να της προσφέρεις κάτι δικό σου, ό,τι πολυτιμότερο είχες στην καρδιά σου: τις αναμνήσεις σου. Εγώ όμως δεν είμαι τόσο άσπλαχνη· εγώ δεν καταριέμαι τα τέκνα μου με τις ωδίνες αέναων τοκετών ούτε τα αναθεματίζω με αιώνια ζωή. Αντιθέτως εγώ προσφέρω γαλήνη και αΐδια ανάπαυση, ανακουφιστική σιωπή και λύτρωση από τις έγνοιες. Και όσους με υπηρετούν και με τιμούν με τις πράξεις τους, τους χαρίζω τις βαθύτερες επιθυμίες τους, έως ότου έρθει η ώρα να απολαύσουν το στερνό, το πιο σημαντικό μου δώρο: τη λήθη».
Ένας λυγμός ξέφυγε από το ανοιχτό στόμα της κοπέλας. Ένιωσε τα μουδιασμένα άκρα της να μυρμηγκιάζουν αρχικά και, αμέσως μετά, κατάφερε να τα κουνήσει καθώς η Κοσμική Θεά αποδέσμευε το σώμα της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο δυνατά.
«Ξέρω τι ποθείς”, συνέχισε η Εντροπία. “Είναι γραμμένο στην ψυχή σου και σε εκείνο το κομμάτι των αναμνήσεων που σου έκλεψε η αδελφή μου. Θες να γυρίσεις σπίτι σου, Τίφανι Ντέιβις του Κόσμου 1515;»
«Ναι!» φώναξε η Τίφανι, παρασυρμένη από την όμορφη, επιβλητική φωνή της Εντροπίας και ανακουφισμένη που είχε απελευθερωθεί. «Το θέλω όσο τίποτα άλλο, σε παρακαλώ!»
«Θα με υπηρετήσεις με την ψυχή σου; Θα με τιμήσεις με τις πράξεις σου;»
«Σε παρακαλώ, ναι, ναι! Βοήθησέ με να επιστρέψω στους δικούς μου!»
«Τότε πρέπει να μου προσφέρεις τον σύντροφό σου. Ένα αμελητέο κομμάτι της ζωής σου που δεν ανήκει καν σε σένα».
Τα θολά μάτια της Τίφανι καθάρισαν για μια στιγμή καθώς προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι της είχε ζητήσει η Κοσμική Θεά. Τον Λευκό Λύγκα, αυτόν εννοούσε;
«Δεν κατάλαβα», είπε ζαλισμένη.
«Δώσε μου τον Ασσούριο», αποκρίθηκε η Εντροπία, «και θα είσαι ένα βήμα πιο κοντά στην εκπλήρωση της βαθύτερης επιθυμίας σου».
«Μα-» ξεκίνησε να λέει η κοπέλα, όμως τα αέναα μετασχηματιζόμενα φράκταλς μπροστά της άλλαξαν μορφή, δημιουργώντας ένα παράθυρο. Η Τίφανι έκανε ένα διστακτικό βήμα κι ακούμπησε το χέρι της στην παγωμένη επιφάνειά του.
Στην άλλη πλευρά του παραθύρου είδε το σαλόνι του σπιτιού της στολισμένο για τα Χριστούγεννα, έτσι όπως το θυμόταν από όταν ήταν μικρή: ένα μεγάλο δέντρο γεμάτο κόκκινες κι ασημένιες μπάλες, με βαμβάκι στα κλαδιά του κι ένα χρυσό αστέρι στην κορυφή, δέσποζε δίπλα στον καναπέ, με μια μικρή στοίβα τυλιγμένων δώρων να αναπαύονται στη βάση του· πολύχρωμα φωτάκια αναβόσβηναν αργά, συνοδευόμενα από τον απόμακρο ήχο γιορτινής μουσικής· η τηλεόραση έπαιζε μια ασπρόμαυρη ταινία (ήταν το ‘Θαύμα της 34ης Οδού’, το αγαπημένο έργο της μαμάς της που το έβλεπαν οικογενειακώς κάθε παραμονή Χριστουγέννων) κι ένας φουσκωτός Άγιος Βασίλης παρακολουθούσε την οθόνη με ένα πλατύ χαμόγελο στο πλαστικό πρόσωπό του. Η θαλπωρή που απέπνεε το πατρικό της ήταν αβάσταχτη – και μόλις ένα τζάμι την χώριζε από αυτήν.
Προς στιγμήν σκέφτηκε να σπάσει το παράθυρο και να περάσει από μέσα, όμως πάγωσε μόλις είδε τους γονείς της να μπαίνουν στο σαλόνι, φορώντας ακόμα τα παλτά και τα κασκόλ τους. Ο μπαμπάς της κρατούσε δύο τεράστιες πολύχρωμες σακούλες που τις απίθωσε με προσοχή δίπλα στο δέντρο, ενώ η μαμά της έφυγε για την κουζίνα δηλώνοντας ότι θα έφτιαχνε ζεστή σοκολάτα. Οι φωνές τους ακούγονταν υπόκωφες, θαμπές, σαν να βρίσκονταν ένα σύμπαν μακριά. Γαμώτο, βρίσκονταν ένα σύμπαν μακριά.
Χτύπησε το τζάμι, πιστεύοντας ακράδαντα ότι θα τραβούσε την προσοχή τους, ότι ο μπαμπάς της θα έστρεφε το κεφάλι του προς το μέρος της και, μετά το πρώτο ξάφνιασμα, θα άνοιγε το παράθυρο και θα την τραβούσε μέσα – στο σπίτι της, στην ασφάλεια και τη στοργή, με τους γονείς της που υπεραγαπούσε κι ας της έσπαγαν τα νεύρα κάποιες φορές.
Και μετά μπήκε ο εαυτός της· τίναξε το μπουφάν και το σκουφί της από το χιόνι και άφησε την τσάντα της στην πολυθρόνα. Αγκάλιασε τον πατέρα της και, μετά από μια σύντομη στιχομυθία, πήγε να βρει τη μάνα της.
«Καριόλα», μούγκρισε θυμωμένα η Τίφανι, «αυτός είναι ο μπαμπάς μου».
«Τη βλέπεις; Σφετερίστηκε τη ζωή σου στέλνοντάς σε εδώ, στο σημείο όπου πεθαίνουν τα σύμπαντα. Αγκαλιάζει τους γονείς σου, τρώει το φαγητό σου, κοιμάται στο κρεβάτι σου. Δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί, όμως δε νιώθει καμιά ενοχή κι ας ξέρει πως εκείνος δεν είναι ο κόσμος της. Πήρε τη θέση σου».
Το παράθυρο θόλωσε και τα σκοτεινά γεωμετρικά σχήματα το κάλυψαν σαν μαύρες χιονονιφάδες.
«Όχι!» φώναξε η Τίφανι και προσπάθησε να καθαρίσει το τζάμι από τα φράκταλ. «Θέλω να γυρίσω! Πρέπει να γυρίσω σπίτι!»
«Τότε ξέρεις τι πρέπει να κάνεις», την παρότρυνε η Κοσμική Θεά. «Δώσε μου το τετράποδο».
Το φως απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο θάμπωσε κι ο πατέρας της καλύφθηκε από τα μαύρα μορφοκλάσματα· η Τίφανι τσίριξε ξανά, αναλυμένη σε κλάματα, και χτύπησε το τζάμι με όλη της τη δύναμη.
«Μπαμπά!»
Και, για μια στιγμή, ο κύριος Ντέιβις στράφηκε παραξενεμένος και την κοίταξε κατάματα, σαν να είχε ακούσει το κάλεσμά της από μια άλλη Πραγματικότητα· έπειτα συνήλθε, κούνησε το κεφάλι του κι έφυγε. Η Τίφανι ούρλιαξε όσο πιο δυνατά μπορούσε.
«Δώσε μου ό,τι σου ζητάω και ο δρόμος σου θα είναι ανοιχτός με τις ευλογίες μου», τη διέταξε η Εντροπία.
«Εντάξει!» φώναξε εκτός εαυτού η κοπέλα. «Θα κάνω ό,τι θες!»
Ένιωσε κάτι βαρύ στο χέρι της και άκουσε ένα γρύλισμα δίπλα στο αυτί της· και, την αμέσως επόμενη στιγμή, βρισκόταν έξω από το Ιερό της Εντροπίας, με τον Λύγκα να σπαρταράει στην αγκαλιά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου