Όσο κι αν προσπαθούσε να διακρίνει ένα αστέρι, έστω και μικροσκοπικό, στον μαύρο καμβά που σκέπαζε αυτόν τον αλλόκοτο τόπο, δεν τα κατάφερνε· θα ήταν σίγουρη ότι βρισκόταν μέσα σε κάποιο τεράστιο κτίριο ή σε μια υπόγεια σήραγγα αν δεν ξεχώριζε καθαρά την γραμμή του ορίζοντα πέρα μακριά της. Παρηγορήθηκε με τη σκέψη ότι ίσως να ήταν η ώρα λίγο πριν το ξημέρωμα και πως σε λίγο, με την ανατολή του ήλιου, το άγχος της θα έπαιρνε τέλος. Με αυτό κατά νου, πίεσε τον εαυτό της να θυμηθεί τα γεγονότα που την είχαν φέρει σε αυτό το σημείο.
Το μόνο σημείο αναφοράς που είχε ήταν εκείνη η αμυδρή ανάμνηση του εμπορικού κέντρου. Ήταν άραγε με την οικογένειά της εκεί (υπέθεσε ότι είχε οικογένεια) ή με φίλες (υπέθεσε ότι είχε κι απ’ αυτές); Όσο κι αν πάλεψε να θυμηθεί όμως, καμία άλλη εικόνα δεν ήρθε στο μυαλό της.
Άρχισε να δοκιμάζει διάφορα ονόματα για να δει αν της ταίριαζε κάποιο. Το Μέρι τής φαινόταν πολύ συνηθισμένο, το ίδιο και το Έλεν ή το Βίκι· τα Τζέσικα, Τζένιφερ και Τζάνις δεν ακούγονταν σωστά, το Άσλεϊ όμως μπήκε στη λίστα με τα πιθανά ονόματα, όπως και το Κίμπερλι. Σιγά-σιγά ο πανικός της μειώθηκε, αν και το μάτι της έπεφτε συνέχεια στον ορίζοντα, περιμένοντας τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Μετά από λίγο, η κοπέλα αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι μπορούσε να ανακαλέσει τόσα γυναικεία ονόματα στη μνήμη της· σχεδόν το ίδιο εντυπωσιακό με το ότι ο εγκέφαλός της αρνιόταν να θυμηθεί οτιδήποτε άλλο.
Η μέρα που περίμενε δεν ήρθε ποτέ κι έτσι, όταν πλέον αποδέχτηκε ότι το παράξενο μέρος θα παρέμενε βυθισμένο στο ημίφως, σηκώθηκε ξανά κι αποφάσισε να εξερευνήσει λίγο τον χώρο. Πρώτα χτύπησε το πόδι της στο έδαφος μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσει ότι ο ήχος ήταν ξερός και άχρωμος, σαν κάτι να κατάπινε κάθε χαρακτηριστικό του· μετά προσπάθησε να σκάψει με τη μύτη του αθλητικού της χωρίς καμία επιτυχία. Όταν θεώρησε ότι η γεωλογική ανάλυσή της είχε φτάσει σε τέλμα, έκανε μερικά δειλά βήματα προς την πηγή του φωτός, με τις αισθήσεις της τεταμένες και τα νεύρα της κρόσσια. Το βλέμμα της περιπλανιόταν σε όλο τον άδειο χώρο αναζητώντας ένα δέντρο, έναν βράχο ή έστω λίγη άμμο. Τίποτα – όπου κι αν κοίταζε το μόνο που διέκρινε ήταν η απέραντη μαύρη επιφάνεια που εκτεινόταν ως το σημείο που γινόταν ένα με το σκοτάδι του ουρανού.
«Όλα καλά, Άσλεϊ», μουρμούρισε στον εαυτό της. «Θα περπατήσουμε μέχρι το φως. Λίγο περπάτημα θα μας κάνει καλό, έτσι Άσλεϊ;»
Λίγη ώρα μετά το όνομα άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον του, σαν τσίχλα που έχεις μασήσει πολλή ώρα και δεν έχει πλέον γεύση· έτσι η κοπέλα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το αμέσως επόμενο στη λίστα.
«Έι, Κίμπερλι, πώς σου φαίνεται ένας πρωινός περίπατος;» είπε διατηρώντας έναν πρόσχαρο τόνο που δε συμμεριζόταν στο ελάχιστο. «Καιρό έχουμε να βγούμε τόσο πρωί».
«Ποτέ δεν έχουμε ξυπνήσει τόσο πρωί, Κίμπερλι», απάντησε στον εαυτό της με πιο βαριά και σοβαρή φωνή. «Είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε το λυκαυγές».
Η κοπέλα συνεχάρη τον εαυτό της που χρησιμοποιούσε για πρώτη φορά στη ζωή της αυτή τη λέξη που δεν θυμόταν καν που την είχε ακούσει (ίσως σε κάποιο παιδικό πρόγραμμα όπως το Fraggle Rock ή το Sesame Street – και πάλι της έκανε εντύπωση το ότι θυμόταν τους τίτλους των εκπομπών, αλλά το όνομά της της διέφευγε) και συνέχισε να διασχίζει τη μαύρη έρημο με βαριά, σερνάμενα βήματα.
~·~
«Ξέρεις κάτι, Κίμπερλι;» ρώτησε τον εαυτό της η κοπέλα. «Ίσως να μην έχουμε ξυπνήσει καν. Θυμάσαι που η μαμά έλεγε ότι από μικρές βλέπαμε έντονα όνειρα;»
«Λες να είναι αυτή η περίπτωση;»
«Θα απαντούσε σε πολλές απορίες μας, είναι η αλήθεια».
Έκανε μερικά βήματα ακόμα.
«Παράξενο», μονολόγησε. «Δεν πεινάω, αν και δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που έφαγα».
Προσπάθησε να θυμηθεί ποιο ήταν το τελευταίο της γεύμα, αλλά για άλλη μια φορά ο εγκέφαλός της την πρόδωσε. Ήταν σαν να υπήρχε ένα πέπλο που κάλυπτε όλες τις λεπτομέρειες του ποια ήταν – την ταυτότητά της, τις πτυχές του εαυτού της, τα θέλω και τα μπορώ της. Ήταν ένα πλάσμα χωρίς όνομα και χαρακτηριστικά, ίδιο με τον νεκρό κόσμο στον οποίο περιπλανιόταν. Όλες οι σημαντικές αναμνήσεις της ήταν κρυμμένες στο σκοτάδι και μόνο μερικές άσχετες πληροφορίες έκοβαν βόλτες στο μυαλό της.
Σαν να ήθελε να την επιβεβαιώσει, μια ακόμα σκέψη ξεπήδησε, απρόσκλητη και καθόλου θελκτική: κι αν αυτός ο τόπος ήταν το Καθαρτήριο; Δεν φανταζόταν ποια σοβαρή αμαρτία θα μπορούσε να έχει διαπράξει στη διάρκεια των δεκαεπτά ετών της ζωής της, όμως οι λογικοφανείς εξηγήσεις τής είχαν τελειώσει εδώ και ώρες. «Όταν έχεις αποκλείσει το αδύνατο, αυτό που μένει, όσο απίθανο κι αν φαίνεται, είναι η αλήθεια», σύμφωνα με τον αγαπητό Σέρλοκ Χολμς, όπως είχαν μάθει στο μάθημα της αγγλικής φιλολογίας στο λύκειο-
«Ποιο λύκειο, Κίμπερλι;»
Η κοπέλα δάγκωσε τα χείλη της πασχίζοντας να ανασύρει την ανάμνηση που κρεμόταν στην άκρη του μυαλού της.
«Στο Κ… Κρίντενς;» μουρμούρισε.
«Σωστό ακούγεται. Στην… πού ήταν;»
«Στη Βοστόνη! Και ο καθηγητής ήταν ο… ο…»
«Ο κύριος Έρικσον!»
«Ναι!» τσίριξε η κοπέλα χαρούμενη.
Η θύμηση τής έφτιαξε λίγο το κέφι· ήταν μια μικρή νίκη μέσα σε αυτή την εξωπραγματική κατάσταση που είχε βρεθεί. Το ηθικό της αναπτερώθηκε κι ένιωσε σιγουριά ότι σύντομα θα θυμόταν το κανονικό της όνομα. Βλέποντας τα πράγματα μέσα από ένα θετικότερο πρίσμα, της φάνηκε ότι διέκρινε μια μικρή αλλαγή στον ορίζοντα: κάτι που θύμιζε αμυδρά περίγραμμα κτιρίων αναδυόταν μέσα στο ψυχρό φως, η κορυφογραμμή μιας πόλης.
«Όλα θα πάνε καλά», είπε χαμογελαστή και κίνησε με ανανεωμένη διάθεση προς τα εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου