Η οντότητα είχε εντοπίσει τον αχνό ήχο δύο καρδιών στην πόλη που εκτεινόταν μπροστά της· για την Βοή οι αμυδροί παλμοί έλαμπαν σαν φάροι στο σκοτάδι δείχνοντάς της τον δρόμο.
Διέσχισε τους νεκρούς δρόμους ψάχνοντας ταυτόχρονα για μικρότερους ήχους που ίσως να είχαν παγιδευτεί στα τσιμεντένια μεγαθήρια όμως ήταν αμελητέοι – ένας λυγμός από κάποια γυναίκα λίγο πριν πηδήξει από το μπαλκόνι της, ένας ψίθυρος ερωτευμένου, μια πνιχτή κραυγή από κάποιον εργάτη που είχε χτυπήσει το δάχτυλό του με το σφυρί. Η συγκεκριμένη πόλη δεν είχε την αφθονία των ήχων που υπήρχαν στο Βερολίνο τη στιγμή του ολέθρου του, είχε όμως κάτι ακόμα πιο σπάνιο: δύο ζωντανά πλάσματα. Και αν υπολόγιζε και τον άνδρα που είχε ήδη καταβροχθίσει... η Βοή δεν θυμόταν ποτέ της να έχει απορροφήσει τρία όντα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο Λυγξ έτρεχε τρία μέτρα μπροστά από την Τίφανι, τα αυτιά του τεντωμένα, όλο του το κορμί τσιτωμένο· η κοπέλα ακολουθούσε κατά πόδας, με τον λαιμό της στεγνό και το στομάχι της ανακατεμένο. Ο ήχος των παρασίτων αυξανόταν και μειωνόταν, σαν ο άγνωστος διώκτης τους να ανάσαινε μεγαλόφωνα.
Ο δρόμος ξαφνικά της φάνηκε γνωστός κι η κοπέλα συνειδητοποίησε πως, με κάποιον τρόπο, είχαν επιστρέψει στο κτίριο με τις κεραίες, εκεί που είχε πρωτακούσει εκείνο το πράγμα στον ασύρματο.
«Όχι, όχι!» αντέδρασε, όμως ο Λυγξ δεν έκοψε τον βηματισμό του.
«Είναι το μόνο σημείο που θα μας χάσει», επέμεινε το λευκό αιλουροειδές.
«Δεν με ακούς! Εδώ με εντόπισε την πρώτη φορά!» φώναξε η Τίφανι εκτός εαυτού.
«Όσο περισσότερο θόρυβο κάνεις τόσο πιο εύκολα θα μας πιάσει», απάντησε τσαντισμένος ο Λυγξ και, χωρίς να την περιμένει, μπήκε φουριόζος στο κτίριο.
Η κοπέλα κοντοστάθηκε για λίγο στην είσοδο αναποφάσιστη. Το ένστικτό της της έλεγε να τρέξει, να χαθεί στους λαβυρινθώδεις δρόμους της σιωπηλής πόλης, να κρυφτεί σε ένα υπόγειο ή σε μια ταράτσα· όμως ο Λευκός Λυγξ ήταν το μοναδικό ζωντανό πλάσμα που συναντούσε σε αυτόν τον τόπο και δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Φαινόταν να γνωρίζει τον Κρυπτόκοσμο και τα αλλόκοτα όντα που βάδιζαν στην σκοτεινή του επικράτεια.
«Α, σκατά!» αναφώνησε κι ακολούθησε το αιλουροειδές στο κτίριο.
«Στον πρώτο», της είπε ο Λυγξ από την κορυφή της σκάλας. «Βιάσου».
Τα παράσιτα ακούστηκαν πιο δυνατά από ποτέ, ακολουθούμενα από έναν εκκωφαντικό ήχο που έμοιαζε με σειρήνα έκτακτης ανάγκης. Η Τίφανι σταμάτησε στη μέση της σκάλας και, με τα πόδια της να τρέμουν, αποτόλμησε να κοιτάξει έξω από το παράθυρο.
Στην απέναντι πλευρά του δρόμου στεκόταν… κάτι – κάτι που είχε ανθρώπινο σχήμα αν και ήταν πάνω από τρία μέτρα ψηλό και δυόμιση μέτρα πλατύ. Δεν ήταν φτιαγμένο από σάρκα και οστά αλλά από χιόνια, σαν εκείνα που είχε η τηλεόραση κάποιες φορές αργά το βράδυ, όταν τελείωνε το πρόγραμμά της, ή όταν χαλούσε η κεραία. Τρεμόπαιζε κι αντιφέγγιζε, λευκά στίγματα πάνω σε μαύρο φόντο· μαύρες νιφάδες σε άσπρο καμβά. Η Τίφανι δεν είχε δει ποτέ της κάτι τόσο αλλόκοτο, τόσο παράλογο – στατικός θόρυβος που σερνόταν, που την κυνηγούσε.
«Κουνήσου, επιτέλους!» τη διέταξε ο Λυγξ θυμωμένα και η φωνή του έσπασε το ξόρκι που την κρατούσε παγωμένη. Ανέβηκε τα υπόλοιπα σκαλοπάτια πηδώντας τα δυο- δυο και ακολούθησε τον σύντροφό της στο στούντιο.
«Κλείδωσε την πόρτα και μην βγάλεις άχνα», ψιθύρισε εκείνος και βολεύτηκε κάτω από το γραφείο του εκφωνητή.
Η Τίφανι έκανε όπως της είπε και στριμώχτηκε δίπλα του.
«Δεν θα μας βρει εδώ;» ρώτησε όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσε.
Ο Λυγξ κούνησε το κεφάλι του.
«Όχι. Το δωμάτιο είναι ηχομονωμένο. Πάψε τώρα».
Η κοπέλα τύλιξε τα χέρια γύρω από τα γόνατά της και μαζί με τον καινούργιο της φίλο περίμεναν.
***
Οι ήχοι είχαν εξαφανιστεί. Η Βοή εισέβαλε φουριόζα στο κτίριο αναζητώντας έστω μια αντήχηση, όμως τα πάντα ήταν σιωπηλά και γκρίζα. Μετακινήθηκε σαν παράδοξο στοιχειό σε όλους τους ορόφους, έψαξε σε δωμάτια και διαδρόμους, σάρωσε κάθε χώρο· τα δύο θηράματά της είχαν χαθεί ως δια μαγείας. Ακόμα κι η στοιχειώδης νοημοσύνη του δεν μπορούσε να το εξηγήσει, έτσι η οντότητα εγκατέλειψε το κτίριο και συνέχισε την αναζήτησή της.
Η απόλυτη σιωπή που επικρατούσε μέσα στο στούντιο μπορούσε να οδηγήσει την Τίφανι στην τρέλα. Νόμιζε ότι η καρδιά της βροντοχτυπούσε σαν καμπάνα, ότι το αίμα στις φλέβες της κυλούσε σαν ορμητικός χείμαρρος, ότι οι κοφτές της ανάσες ήταν τυφώνες που παράσερναν τα πάντα στο διάβα τους. Μετά από κάνα δεκάλεπτο άρχισε να δυσφορεί, όμως ο Λυγξ ακούμπησε τη μουσούδα του στο πόδι της και η ζεστασιά της γούνας του την ηρέμησε.
Δεν είχε ιδέα πόσο θα έμεναν μέσα στο ηχομονωμένο δωμάτιο, αλλά υπέθετε πως ο τετράποδος σύντροφός της θα ήξερε τι να κάνει. Χάιδεψε ασυναίσθητα το κεφάλι του κι ο λύγκας άφησε ένα γουργουρητό αταίριαστο στην εν γένει άγρια φύση του. Αυτή τη φορά δεν ήταν προσποιητό, όπως κατά την πρώτη τους συνάντηση, τότε που την χλεύασε υποκρινόμενος τη γάτα, αντιθέτως δήλωνε ευχαρίστηση.
Το νανουριστικό γουργουρητό την χαλάρωσε και σύντομα αποκοιμήθηκε· βυθίστηκε σε έναν λαβύρινθο παράξενων ονείρων με ομιλούντα ζώα, σύννεφα με πρόσωπα, ακατανόητα σχήματα φτιαγμένα από αίμα, πλάσματα χωρίς χαρακτηριστικά – κι ένα αίσθημα αρχέγονου τρόμου την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του δίχως να μπορεί να του ξεφύγει.
Κάτι την γαργαλούσε στη μύτη, βγάζοντάς την από την άβυσσο του ύπνου της. Προσπάθησε να το διώξει όμως αυτό επέμενε. Η κοπέλα μούγκρισε.
«Ξύπνα».
Η φωνή ερχόταν από χιλιόμετρα μακριά, από έναν άλλο κόσμο. Με τη σκέψη αυτή η Τίφανι ξύπνησε απότομα – βρισκόταν κυριολεκτικά σε έναν άλλο κόσμο. Κοίταξε γύρω της με θολά μάτια και είδε τον Λευκό Λύγκα να της αντιγυρίζει το βλέμμα.
«Κοιμήθηκες καλά;» την ρώτησε. Η φωνή του δεν ήταν πια ψιθυριστή.
«Έβλεπα παράξενα όνειρα», μουρμούρισε ζαλισμένη ακόμα από τον ύπνο. «Ζώα που μιλούσαν, τέτοια πράγματα. Μάλλον με επηρέασες».
«Δεν είμαι το μοναδικό ζώο που μιλάει στο Όλον», είπε ο Λυγξ τονίζοντας ιδιαίτερα τη λέξη ‘ζώο’.
«Συγγνώμη, δεν το εννοούσα έτσι», απολογήθηκε ειλικρινά η Τίφανι και μετά συνειδητοποίησε ότι μιλούσαν χωρίς να χαμηλώνουν τη φωνή τους. Κοίταξε γύρω της αλαφιασμένη, σαν να περίμενε ότι η ηχητική οντότητα παραμόνευε μέσα στο στούντιο.
«Έφυγε», την καθησύχασε το αιλουροειδές. «Όταν δεν μας βρήκε, συνέχισε το ψάξιμο αλλού».
«Έχουμε να κάνουμε μια πολύ μεγάλη συζήτηση», μουρμούρισε η κοπέλα.
«Θα γίνει κι αυτό. Έτσι κι αλλιώς έχουμε δρόμο μπροστά μας».
«Έχουμε; Από πότε γίναμε παρέα;»
Ο Λυγξ δεν προσβλήθηκε.
«Αν θες μπορώ να σε παρατήσω εδώ. Είμαι σίγουρος πως έχεις όλο τον χρόνο των κόσμων στη διάθεσή σου για να βρεις το Πρωτεύον Τερματικό και να λύσεις τις απορίες σου».
«Όχι, εντάξει», αποκρίθηκε η Τίφανι χωρίς δεύτερη σκέψη. Η παρουσία του λευκού αιλουροειδούς τής έδινε θάρρος κι ελπίδα ότι θα κατάφερνε να ξεφύγει από τον παράξενο τόπο.
Βγήκαν από το κτίριο με επιφυλακή, ρίχνοντας προσεκτικές ματιές παντού γύρω τους, όμως η πόλη ήταν όπως την είχαν μάθει: άδεια, σκοτεινή, σιωπηλή. Η ομίχλη είχε αποτραβηχτεί από τη γειτονιά τους προσφέροντάς τους μεγαλύτερο οπτικό πεδίο απ’ ό,τι πριν.
«Πάμε», είπε ο Λυγξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου