8.



    Η μητέρα της πάντα έλεγε ότι η Τίφανι είχε έναν φύλακα-άγγελο που την προστάτευε από τις κακοτοπιές και τα μπλεξίματα. Όταν ήταν εννιά χρονών, μία από τις συμμαθήτριές της, ένα μαλακισμένο ονόματι Λουίζ, την είχε καλέσει σε ένα πάρτι. Η Τίφανι, ως κλειστό και ήσυχο παιδί, δεν είχε καμία όρεξη, όμως η μαμά της επέμενε να πάει για να κοινωνικοποιηθεί· έτσι, παρά το κακό προαίσθημα που είχε, το κορίτσι ντύθηκε, στολίστηκε και κίνησε να πάει στο πάρτι γενεθλίων της Λουίζ, κρατώντας παραμάσχαλα το δώρο της.
    Τελικά, μετά από μία ώρα, η μητέρα της Λουίζ κάλεσε την μάνα της να έρθει να την παραλάβει γιατί η μικρή είχε κάνει εμετό. Κι όσο η έξαλλη κυρία Ντείβις τραβούσε από το χέρι την Τίφανι, απολογούμενη διαρκώς στην οικοδέσποινα του πάρτι, το κορίτσι ένιωθε αφάνταστα χαρούμενο που επέστρεφε σπίτι της, σαν το βάρος που της πλάκωνε την ψυχή όλη εκείνη την ώρα να είχε εξαφανιστεί. Δεν είπε ποτέ στη μητέρα της ότι η Λουίζ και η παρέα της την έφτυναν στα διαλείμματα, ούτε ότι της έκοβαν τούφες από τα μαλλιά με τα ψαλίδια τους την ώρα των καλλιτεχνικών· δεν της μίλησε για την φάρσα που είχαν ετοιμάσει για εκείνη και πώς τους χάλασε τα σχέδια όταν το στρες που είχε συσσωρευτεί μέσα της σωματοποιήθηκε κι άρχισε να ξερνάει παντού. Όπως έμαθε αργότερα, αφού το συνηθισμένο τους θύμα δεν ήταν εκεί, η Λουίζ και οι υπόλοιπες είχαν κάνει την κακόγουστη πλάκα τους σε ένα άλλο παιδί, ένα αγοράκι με ελαφριά νοητική υστέρηση, ταΐζοντάς το κέικ που μέσα του είχαν βάλει κουραδάκια γάτας. Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη: υπήρξαν απειλές για μηνύσεις, διάφορες απολογίες, ένα γενναιόδωρο χρηματικό ποσό από τον πατέρα της Λουίζ και όλα κατέληξαν να ξεχαστούν. Η μητέρα της Τίφανι, όταν έμαθε τι είχε συμβεί, ευχαρίστησε τον Θεό που ο καλός φύλακας-άγγελος της κόρης της την είχε προστατεύσει.
    Φυσικά για την Τίφανι όλα αυτά ήταν μπούρδες· δεν υπήρχε κανένας άγγελος που να άπλωνε τα φτερά του για να την σώσει από τις συμμαθήτριές της ή που να κράδαινε τη ρομφαία του για να διώξει τα βρομόπαιδα που μερικές φορές τής πετούσαν πέτρες καθώς επέστρεφε σπίτι από το σχολείο. Αυτό που την προστάτευε ήταν το ένστικτο αυτοσυντήρησής της: κάθε φορά που το ακολουθούσε έβγαινε κερδισμένη, κάθε φορά που το παράκουγε το σώμα της το υπενθύμιζε με διάφορα ψυχοσωματικά συμπτώματα.
    Έτσι και τώρα, όταν έκλεισε τον ασύρματο, έγειρε στο πάτωμα με την καρδιά της να βροντοχτυπά. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό στην άλλη άκρη της γραμμής, όμως είχε αισθανθεί τη μοχθηρία του. Άρχισε να μαζεύει αμέσως τα πράγματά της, νιώθοντας μια μικρή στενοχώρια που έπρεπε να αφήσει πίσω το καταφύγιό της· όμως δεν θα ρίσκαρε να παραμείνει εκεί ούτε στιγμή παραπάνω.

    Κατέβηκε στο ισόγειο παραπατώντας από το βάρος του σακιδίου της και ξεχύθηκε στους σκοτεινούς δρόμους μη ξέροντας πού να πάει. Οι ουρανοξύστες που την περικύκλωναν εμπόδιζαν το κυανό απαύγασμα του ορίζοντα να την φτάσει, έτσι περιπλανήθηκε λίγο στις άδειες λεωφόρους αναζητώντας ένα άνοιγμα που θα της επέτρεπε να προσανατολιστεί. Το να ανέβει στον ψηλότερο όροφο ενός από τα μεγαθήρια γύρω της το είχε απορρίψει· δεν ήξερε πόσο μακριά της βρισκόταν το πράγμα από τον ασύρματο, αλλά ήταν σίγουρη ότι δεν ήθελε να παγιδευτεί μαζί του μέσα σε κάποιο κτίριο. Προτιμούσε να βρίσκεται έξω, στην ανοιχτωσιά, κι ας έμοιαζε όλο αυτό με απόκοσμο λαβύρινθο γεμάτο αδιέξοδα.
    Λίγη ώρα (και μία μικρή κρίση πανικού) μετά διέκρινε ένα αχνό φως σε μια γωνιά του δρόμου. Γεμάτη επιφυλάξεις πλησίασε το σημείο κι έπνιξε με κόπο ένα επιφώνημα χαράς όταν είδε πως στεκόταν μπροστά σε ένα ακόμα πέτρινο Τερματικό. Πληκτρολόγησε αμέσως ‘Δείξε μου την έξοδο από την πόλη’ και στην οθόνη εμφανίστηκε ένας δισδιάστατος χάρτης: οι δρόμοι και τα κτίρια ήταν χαραγμένα με πράσινες γραμμές πάνω σε μαύρο φόντο, ενώ το σημείο όπου βρισκόταν απεικονιζόταν ως μια μικρή κουκίδα. Η έξοδος δεν ήταν κοντά – έπρεπε να συνεχίσει ευθεία για αρκετά χιλιόμετρα και μετά να στρίψει αριστερά έως ότου έβρισκε ένα ακόμα τερματικό.
«Γαμώτο», μουρμούρισε η κοπέλα και, έπειτα από λίγη σκέψη, ρώτησε ξανά:
«Πού βρίσκεται το Πρωτεύον Τερματικό της πόλης;»
«Πληροφορία μη διαθέσιμη από αυτό το Τερματικό»
, απάντησε εκείνο κι η Τίφανι στραβομουτσούνιασε.
«Μας υποχρεώσεις», είπε χολιασμένη.


    Ακολούθησε την κατεύθυνση που της είχε δώσει το ηλίθιο μηχάνημα με όλες τις αισθήσεις της σε επιφυλακή για οτιδήποτε απειλητικό μπορεί να παραμόνευε στα βουβά κτίρια. Ο πατέρας της πάντα έλεγε ότι οι υπολογιστές ήταν πιο έξυπνοι από τον άνθρωπο, όμως η Τίφανι διαφωνούσε οριζοντίως και καθέτως με αυτό. Αν ήταν έξυπνα τότε θα απαντούσαν στις ερωτήσεις της.
Τώρα που περπατούσε, το μυαλό της καθάρισε και το άγχος της καταλάγιασε· μετά από λίγο άρχισε να αναρωτιέται αν είχε αντιδράσει υπερβολικά φεύγοντας από τα γραφεία. Στην τελική, όσο περνούσε η ώρα ήταν όλο και λιγότερο σίγουρη πως είχε ακούσει κάτι στον ασύρματο. Ίσως η φαντασία της να της έπαιζε παιχνίδια· ίσως ο εγκέφαλός της να έψαχνε κάποιο ερέθισμα, αποχαυνωμένος από τις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς και σιωπής. Εξάλλου, έπρεπε να βρει το Πρωτεύον Τερματικό κι αν έφευγε από την πόλη #-Νούμερο-ποιος-χέστηκε πότε θα είχε ξανά αυτή την ευκαιρία;
    Πείθοντας τον εαυτό της πως είχε πανικοβληθεί χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος, αποφάσισε να ξεκουραστεί στην πιλοτή μιας πολυκατοικίας· παρ' όλα αυτά, το αίσθημα της ανησυχίας δεν την άφησε.

~·~

    Η Βοή ταξίδευε γρήγορα· χωρίς να την περιορίζουν τα δεσμά ενός φυσικού σώματος, μπορούσε να βρεθεί από την μία πόλη στην άλλη μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Παρόλα αυτά, προτιμούσε να κινείται προσεκτικά, γιατί ο Κρυπτόκοσμος, παρά την φαινομενική του σιωπή και ακινησία, ήταν γεμάτος συμβάντα και παγίδες: οι Τάφροι του Κενού, οι Παραχρονικές Δίνες, οι Νοσηροί – ό,τι αποκοπτόταν στα μυριάδες σύμπαντα του Όλου κατέληγε εδώ. Η Βοή μπορούσε να εντοπίσει τα περισσότερα από αυτά, όμως σε ένα μέρος άπειρων πιθανοτήτων, ο κίνδυνος παρέμενε υψηλός.
    Η πόλη στην οποία βρισκόταν ήταν καταχωρημένη ως #978436511100· ήταν ένας απόηχος του Βερολίνου του 1945, από έναν κόσμο που οι ατομικές βόμβες είχαν χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Τη στιγμή του χαμού της, η πόλη έστεκε περήφανη· εκείνο ήταν το στιγμιότυπο που είχε περάσει στις Κρυμμένες Πραγματικότητες, καθώς ο τρόμος που δημιουργήθηκε από τον μαζικό όλεθρο μισού εκατομμυρίου ψυχών διέρρηξε άμεσα το στρώμα της Λογικής εκείνου του Κόσμου. Η Βοή είχε περιπλανηθεί στους δρόμους της, αναζητώντας φωνές που είχαν αποτυπωθεί στις πέτρες και τα μάρμαρα και, προς μεγάλη της ικανοποίηση, είχε τραφεί αρκετά με τις κραυγές απελπισίας, τις ικεσίες και τα ουρλιαχτά των ανθρώπων που το μυαλό τους αδυνατούσε να κατανοήσει τι συνέβαινε. Πριν από την επίσκεψή της εκεί, η οντότητα ήταν ένα μισερό συνονθύλευμα λευκού θορύβου· τώρα ήταν μια θριαμβευτική οχλαγωγία που μπορούσε να οδηγήσει έναν θνητό στην τρέλα.
    Στην απέραντη σιωπή που βασίλευε στον Κρυπτόκοσμο, το πέρασμα της Βοής ήταν πρωτόγνωρο γεγονός. Ό,τι ζωντανό περιπλανιόταν στην άνυδρη, μαύρη γη, κρυβόταν στο διάβα της, πασχίζοντας να περάσει απαρατήρητο· όμως η ηχητική οντότητα αντιλαμβανόταν τους παλμούς της καρδιάς του, την αχνή ανάσα του, το κροτάλισμα των δοντιών του, κάθε του δόνηση – και το ανακάλυπτε και ορμούσε και απομυζούσε κάθε ήχο που κρυβόταν στο κορμί του, αφήνοντας πίσω του ένα σάρκινο κουρέλι.
    Ελεύθερη και πεινασμένη, η Βοή κάλπαζε· εμμονικά ταγμένη στον σκοπό της να απορροφήσει κάθε ίχνος ήχου που βρισκόταν στον Κρυπτόκοσμο, να γιγαντωθεί, να γίνει θεός των Κρυμμένων Πραγματικοτήτων. Ίσως, αν κατάφερνε να μαζέψει αρκετούς ήχους, να μπορούσε στο μέλλον να τους εξαπολύσει και να ζωντανέψει αυτό το ξεχασμένο μέρος.
    Πέρασε δίπλα από μια Παραχρονική Δίνη και ένιωσε την παρόρμηση να ορμήσει μέσα, να τεμαχιστεί και να διαμοιραστεί σε διαφορετικές χρονικές αλληλουχίες, σε άπειρα σύμπαντα. Η σκέψη δεν της φάνηκε κακή, όμως ένιωσε πως δεν ήταν ακόμα έτοιμη για κάτι τέτοιο. Προσπέρασε την Δίνη, που έμοιαζε με ιώδες νέφος που στροβιλιζόταν αργά, κι εντόπισε τον γρήγορο χτύπο μιας καρδιάς, κάπου στα δεξιά της.

    Ένας λεπτός άνδρας με αραιό μαλλί στεκόταν ζαλισμένος και παρακολουθούσε τον υπνωτιστικό χορό της Δίνης, έως ότου μια θολούρα βρέθηκε ανάμεσά τους. Τα μάτια του μετακινήθηκαν αργά στο παράξενο θέαμα και τα έτριψε, σε μια προσπάθεια να συνέλθει. Δεν ήξερε πού βρισκόταν, ούτε πώς είχε βρεθεί εκεί – διάολε, δεν ήξερε καν το όνομά του. Το πρώτο πράγμα που είχε αντικρίσει ήταν αυτό το παράξενο, μοβ σύννεφο· το δεύτερο ήταν αυτή η ακαθόριστη καταχνιά, που έμοιαζε να αποτελείται από παράσιτα και θύμιζε αόριστα ανθρώπινο σουλούπι.
«Πόσο ήπια, γαμώτο», μουρμούρισε ο άνδρας και τρέκλισε, καθώς ο λευκός θόρυβος στρεφόταν προς το μέρος του.
Η Βοή ορθώθηκε μπροστά του κι ο νεοφερμένος προσπάθησε να εστιάσει πάνω της, μπας και καταλάβει τι έβλεπε.
«Τι είσαι;» ψέλλισε, καθώς ο μουδιασμένος του εγκέφαλος χτυπούσε ξαφνικά συναγερμό.
«Ήχος»
, απάντησε η οντότητα. «Φόβος...»
Η θολούρα άπλωσε τα φασματικά της άκρα και δημιούργησε έναν κλοιό γύρω του. Περικυκλωμένος από έναν τοίχο παρασίτων και λευκού θορύβου, ο άνδρας κατουρήθηκε πάνω του.
«Σε παρακαλώ», κλαψούρισε, «μη με πειράξεις, δεν ξέρω πώς βρέθηκα εδώ, δεν ξέρω πού είμαι, σε παρακ-»
«…Θεός», μούγκρισε η Βοή και έπεσε πάνω του.

    Τα κόκαλα του άνδρα θρυμματίστηκαν ταυτόχρονα, τα σπλάχνα του πολτοποιήθηκαν, οι μύες του κόπηκαν· το δέρμα του σκίστηκε και οι νευρικές απολήξεις του πήραν φωτιά, καθώς η Βοή εισερχόταν ορμητικά στο σώμα του, γεμίζοντας τις φλέβες του με παράσιτα. Η οντότητα ρούφηξε απολαυστικά κάθε βίαιο ήχο, αφήνοντας για το τέλος τα ουρλιαχτά του θύματός της.
    Τα πάντα τελείωσαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα· κι όταν, πλέον, από το κουφάρι του άτυχου άνδρα που ονομαζόταν Τζέικομπ δεν είχε απομείνει τίποτα, παρά μόνο ένα κέλυφος άδειο από ζωή και ήχους, η Βοή τανύστηκε και συνέχισε τον δρόμο της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου