9.




    Ο πατέρας της πάντα την κορόιδευε για το γεγονός ότι η Τίφανι χρειαζόταν απόλυτη ησυχία για να κοιμηθεί· ο ίδιος καυχιόταν πως όταν υπηρετούσε τη θητεία του, είχε καταφέρει να ξεκλέψει λίγα λεπτά ύπνου με τεθωρακισμένα να μουγκρίζουν και ελικόπτερα να ανεβοκατεβαίνουν μερικά μέτρα μακριά του. Η κόρη του δεν καταλάβαινε γιατί αυτός ήταν λόγος για να νιώθει κάποιος περήφανος, αλλά ο κύριος Ντέιβις ήταν ένας απλός πωλητής βιβλίων που δεν είχε να επιδείξει τίποτα αξιοσημείωτο στη ζωή του – αν καμάρωνε επειδή κατόρθωνε να κοιμάται κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής εκπαίδευσής του, ας ήταν. Στην τελική, δεν έλεγε ψέματα, η Τίφανι όντως χρειαζόταν απόλυτη ησυχία όταν έπεφτε για ύπνο.
    Θα έλεγε κανείς πως οι συνθήκες στον Κρυπτόκοσμο θα ήταν οι ιδανικές για εκείνη: νεκρική σιωπή που δεν την έσπαγε ούτε το σιγομουρμούρισμα του ανέμου, ούτε τα αμυδρά τερετίσματα των εντόμων, ούτε οι απόμακροι θόρυβοι του δρόμου. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν η ρυθμική της ανάσα καθώς προσπαθούσε να κοιμηθεί χωρίς επιτυχία. Τόση σιγή ήταν αφύσικη· της θύμιζε συνέχεια πως είχε βρεθεί με κάποιον ακατανόητο τρόπο σε έναν άγνωστο κόσμο. Δεδομένων των συνθηκών, είχε αντιμετωπίσει πολύ ψύχραιμα και ώριμα την κατάσταση, αν και κάπου μέσα της ήταν πεπεισμένη πως όλα αυτά ήταν ένα πολύ ζωντανό όνειρο και ότι από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνούσε για να πάει στο σχολείο.
    Προς το παρόν όμως έπρεπε ‘να ακολουθήσει το ρεύμα’, όπως αρεσκόταν να λέει η φίλη της η Αμάντα, που είχε την τάση να προσκολλάται σε όποια άτομα ήταν δημοφιλέστερα την εκάστοτε εβδομάδα. Η θύμηση της φίλης της ήταν σαν μαχαιριά στην καρδιά· μαζί με την Αμάντα, στον νου της ήρθαν οι γονείς και οι συμμαθητές της, το σπίτι και το σχολείο της, οι ώρες που περνούσε στο πάρκο και στο εμπορικό κέντρο. Ήθελε να γυρίσει πίσω κι ας γκρίνιαζε κάθε πρωί που έπρεπε να σηκωθεί νωρίς, κι ας απεχθανόταν τη φασαρία της πόλης, κι ας ένιωθε ώρες-ώρες έντονα το ότι δεν την καταλάβαινε κανείς – το μόνο που ευχόταν ήταν να έφευγε από αυτόν τον σιωπηλό, στοιχειωμένο τόπο με τις απέραντες μαύρες εκτάσεις, τα θεόρατα άδεια κτίρια και τον άναστρο ουρανό.
    Ένας κρότος την τίναξε· είχε συνηθίσει τόσο πολύ την απουσία ήχων που το ξαφνικό άκουσμα την πανικόβαλε. Πετάχτηκε όρθια κι άρπαξε τον ελβετικό σουγιά της, βλαστημώντας τον εαυτό της που δεν είχε προνοήσει να έχει μαζί της ένα ρόπαλο του μπέιζμπολ ή κάτι παρόμοιου μεγέθους που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως όπλο.
Ο ήχος ερχόταν από την άλλη πλευρά του δρόμου, όμως η ομίχλη δεν της επέτρεπε να δει τίποτα περισσότερο από ακαθόριστους όγκους που ανήκαν είτε σε κρουνούς της πυροσβεστικής είτε σε σταντ εφημερίδων.
    «Ποιος είναι εκεί;» ρώτησε προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της να ακούγεται σίγουρη και σταθερή. Η απόπειρά της ήταν αξιοθρήνητη.
Κάτι κινήθηκε μέσα στις σκιές κι η Τίφανι έσφιξε τον σουγιά κρατώντας την ανάσα της· έπειτα είδε έκπληκτη μια άσπρη γάτα να εμφανίζεται μέσα από την καταχνιά. Το αιλουροειδές σταμάτησε στη μέση του δρόμου και κάρφωσε το βλέμμα του στην κοπέλα, δίνοντάς της την ευκαιρία να το παρατηρήσει καλύτερα.


Τελικά είχε κάνει λάθος· έμοιαζε με γάτα, αλλά πρέπει να ανήκε σε κάποιο άλλο είδος της οικογένειας. Η μεγαλύτερη διαφορά του ήταν τα αυτιά του που ήταν μακριά και μυτερά, καθώς και τα μάτια του που έλαμπαν με ένα ζωηρό βιολετί χρώμα, σαν αμέθυστος. Το τρίχωμά του ήταν καθαρό και κάτασπρο με μόνο μια μαύρη λωρίδα στην άκρη της ουράς του να σπάει την ομοιοχρωμία. Η Τίφανι αναρωτήθηκε αν ήταν επικίνδυνο, παρόλο που το μέγεθός του ήταν λίγο μεγαλύτερο από μιας απλής γάτας.
«Ψιψιψι», το κάλεσε τελικά χρησιμοποιώντας την παγκοσμίως αποδεκτή γατοανθρώπινη γλώσσα. «Τι κάνεις εδώ, μικρό μου;»
«Δεν είμαι γάτα για να μου κάνεις ψιψιψι», απάντησε το αιλουροειδές με βαθιά φωνή κι η Τίφανι πάγωσε.

~·~

«Εμ… τι;» ρώτησε η κοπέλα αδυνατώντας να δεχτεί ότι δεν είχε παρακούσει. Μάλλον είχε παραισθήσεις – η πίεση, η σιωπή και η μοναξιά την είχαν καταβάλει τελικά.
«Μιάου», έκανε το τετράποδο και γουργούρισε.
«Χριστέ μου, τρελαίνομαι», μονολόγησε η Τίφανι και σκούπισε το μέτωπό της. «Για μια στιγμή νόμισα ότι η γάτα μού μίλησε».
«Καλά άκουσες. Και δεν είμαι γάτα, είμαι λύγκας».
Η κοπέλα άφησε ένα ουρλιαχτό κι οπισθοχώρησε με προτεταμένο τον σουγιά σαν να περίμενε ότι το πλάσμα θα της ορμούσε από στιγμή σε στιγμή.
«Συγχώρεσε το αστείο μου», είπε ο λύγκας με σοβαρότητα, «μερικές φορές δεν μπορώ να αντισταθώ στο ένστικτό μου. Ξέρεις, όταν κάποιος αποφασίζει τι είσαι και τι όχι, μ’ αρέσει να τον κάνω να αμφισβητεί τη διανοητική του υγεία. Για λίγο τουλάχιστον».
«Τι… τι είσαι;» τσίριξε τρομοκρατημένη η Τίφανι συνεχίζοντας να κρατάει προτεταμένο το μικροσκοπικό της όπλο.
«Σου είπα ήδη, είμαι λύγκας. Βασικά αυτό είναι και το όνομά μου· ο Λευκός Λυγξ, έτσι με αποκαλούν στον κόσμο μου».
Διέσχισε τον υπόλοιπο δρόμο κι έκατσε δύο μέτρα μακριά της.
«Κάτσε».
Η Τίφανι υπάκουσε διστακτικά. Τα μηλίγγια της την σφυροκοπούσαν· η εντύπωση που είχε, ότι βρισκόταν σε όνειρο, επανήλθε πιο δυνατή από ποτέ.
«Μιλάς», μουρμούρισε γιατί δεν είχε τι άλλο να πει.
«Είσαι πολύ παρατηρητική», απάντησε το αιλουροειδές και στη φωνή του υπήρχε μια νότα ευθυμίας.
«Πώς γίνεται;»
«Εσύ πώς το κάνεις;»
Το μουδιασμένο μυαλό της κοπέλας αρνήθηκε να της βρει κάποια ικανοποιητική απάντηση.
«Εγώ… έτσι γεννήθηκα».
«Παρομοίως».
«Οι άνθρωποι μιλάνε. Τα ζώα όχι», επέμεινε η Τίφανι σαν όλη η πνευματική της διαύγεια να βασιζόταν στην επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος.
«Πρώτον, είναι πολύ προσβλητικό να με αποκαλείς ζώο. Δεύτερον, μπορεί στον κόσμο σου να μιλάνε οι άνθρωποι, όμως στον δικό μου μιλάνε οι Αιλουρίδες. Μπορούμε να αφήσουμε τη βιολογία πίσω μας;»
«Ναι, μα-», έκανε να πει η κοπέλα, όμως αντιλήφθηκε την ματαιότητα της ένστασής της. Τίποτα σε εκείνον τον κόσμο δεν έβγαζε νόημα: οι φλόγες ήταν στέρεες ή έλαμπαν με μαύρο φως, οι πόλεις ξεφύτρωναν από τη μαύρη γη, οι ήχοι ήταν ανύπαρκτοι και πέτρινοι υπολογιστές έδιναν πληροφορίες – το να κυκλοφορεί μια ομιλούσα γάτα (λύγκας, έστω) δεν ήταν και τόσο ακραίο.
«Και πώς βρέθηκες εδώ;» ρώτησε παραιτημένη.
«Με τον ίδιο τρόπο που βρέθηκες κι εσύ. Πριν πολύ, πολύ, πολύ καιρό».
Το κεφάλι της Τίφανι ήταν γεμάτο ερωτήσεις· όμως, προτού προλάβει να ξεστομίσει αυτό που την έκαιγε περισσότερο (πώς διάολο είχε βρεθεί εκεί), το λευκό αιλουροειδές την σταμάτησε:
«Άκουσέ με, ξέρω πως έχεις πάρα πολλές απορίες όμως δεν έχουμε χρόνο. Πρέπει να βρούμε κάποιο ασφαλές μέρος – μετά μπορείς να με ρωτήσεις ό,τι θες, εντάξει;»
«Γιατί; Δεν υπάρχει κανείς εδώ», διαμαρτυρήθηκε η κοπέλα, πιο πολύ για να φέρει αντίρρηση παρά επειδή πραγματικά το πίστευε. Κι η ίδια αισθανόταν εκτεθειμένη στους έρημους δρόμους, ανυπεράσπιστη απέναντι σε εκείνη την παρουσία που είχε νιώσει στα ραδιοκύματα του ασυρμάτου.
«Υπήρχα εγώ, αλλά δεν με κατάλαβες, έτσι δεν είναι;» την αποστόμωσε ο Λυγξ. «Κάτι πλησιάζει και καλό θα είναι να μην μας βρει εδώ έξω. Ακολούθησέ με».

***

    Στην αρχή η Τίφανι προσπαθούσε να απομνημονεύσει την πορεία που ακολουθούσαν, όμως σύντομα τα παράτησε· ο τετράποδος σύντροφός της έστριβε πότε δεξιά, πότε αριστερά, μετά συνέχιζε ευθεία, έμπαινε σε κτίρια από την κεντρική είσοδο κι έβγαινε από την πίσω πόρτα, ενώ εκείνη τον ακολουθούσε κατάκοπη.
«Μπορείς… να στα… να σταματήσεις… για λίγο;» τον παρακάλεσε ασθμαίνοντας ένα δεκάλεπτο αργότερα, καθώς διέσχιζαν έναν ανηφορικό δρόμο πνιγμένο στην ομίχλη. «Πρέπει να πάρω μερικές ανάσες».
Ο Λυγξ συμφώνησε απρόθυμα. Η κοπέλα άφησε τον βαρύ σάκο της κάτω και έπειτα άρχισε να κάνει ελαφρύ μασάζ στις γάμπες της, όσο το αιλουροειδές τέντωνε τα αυτιά του. Οι κινήσεις του πρόδιδαν την ανησυχία του.
«Ξεκουράστηκες;» τη ρώτησε μετά από ενάμιση λεπτό ακριβώς. Η Τίφανι συνοφρυώθηκε.
«Μόλις κάτσαμε», απάντησε.
Τα αυτιά του Λύγκα κινούνταν νευρικά προσπαθώντας να πιάσουν και το παραμικρό ίχνος ήχου. Ξαφνικά οι τρίχες του σηκώθηκαν ολόρθες.
«Σήκω», τη διέταξε.
«Μα-», είπε η κοπέλα, όμως ένα μακρινό, απόκοσμο βουητό την έκανε να παγώσει.
Από κάπου μακριά, από τον δρόμο που είχαν ακολουθήσει, ένας παράξενος ήχος ερχόταν κατά κύματα· δυνάμωνε και χαμήλωνε, γινόταν πρώτα βαθύς και μετά οξύς. Έμοιαζε με τον θόρυβο που κάνει το ραδιόφωνο όταν κάποιος έψαχνε τους σταθμούς – παράσιτα ανάκατα με μια ποικιλία ήχων και φωνών που δεν είχαν καμία συνοχή.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε ξεψυχισμένα, αν και γνώριζε ήδη την απάντηση. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε ακούσει στον ασύρματο, τους είχε βρει.
«Αυτό», απάντησε ο Λυγξ άτονα, «είναι ο χαμός μας. Τρέχα».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου