
Έτρεχαν σαν να τους κυνηγούσε ο ίδιος ο διάβολος, παρ’ όλο που, ακόμα και όλες τους οι δυνάμεις, ίσως να μην αρκούσαν για να ξεφύγουν από την ηχητική οντότητα. Η οχλαγωγία που εξαπέλυε η Βοή σε κάθε της βήμα είχε πλημμυρίσει τον άλλοτε σιωπηλό Κρυπτόκοσμο· το πυκνό σκοτάδι που επικρατούσε είχε μετατραπεί σε γκρίζο λυκαυγές από τα αλλοιωμένα σήματα που εξέπεμπε.
«Δεν θα τα καταφέρουμε», είπε λαχανιασμένα η Τίφανι.
Ο Λυγξ δεν απάντησε, παρ’ όλο που συμφωνούσε. Η Πόλη #60606022 ήταν πολύ μακριά και η Βοή θα τους άρπαζε προτού προλάβουν να φτάσουν στα περίχωρά της – κι ακόμα κι αν τα κατάφερναν, τίποτα δεν εγγυόταν πως θα έβρισκαν αμέσως καταφύγιο, όπως είχε συμβεί την πρώτη φορά, τότε που είχαν κλειστεί στο ηχομονωμένο στούντιο.
Μπροστά τους η Σιωπηλή Πόλη που πάσχιζαν να φτάσουν, πίσω τους η Βοή που βρυχιόταν φασαριόζικα, αριστερά τους η Παραχρονική Δίνη και οι Τάφροι του Κενού· γαμώτο, δεν θα μπορούσαν να βρεθούν σε πιο δύσκολη θέση! Κι έτσι όπως έτρεχαν απρόσεχτα, ήταν εξαιρετικά πιθανό να πέσουν εύκολα σε μία από τις Τάφρους-
«Οι Τάφροι!» σκέφτηκε ο Λυγξ κι έφυγε μπροστά με όλη του την ταχύτητα, αφήνοντας μόνη της την Τίφανι. Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια, αρνούμενη να δεχτεί την καταφανή προδοσία του Ασσούριου.
«Κωλόγατο!» τσίριξε κι επιτάχυνε.
Τώρα το έδαφος σειόταν καθώς η Βοή πλησίαζε. Η Τίφανι αποτόλμησε να ρίξει μια ματιά πίσω της και η καρδιά της βούλιαξε στο στήθος της – η ηχητική οντότητα πλέον κάλυπτε όλο το οπτικό της πεδίο, ήταν ένα στερέωμα από στατικό θόρυβο.
Ο Λυγξ εμφανίστηκε μέσα από το σκοτάδι κι άρπαξε την κοπέλα από το μανίκι του μπουφάν της.
«Πού ήσουν;» ούρλιαξε έξαλλη εκείνη. «Νόμιζα ότι με παράτησες!»
Ο αιλουροειδής δεν είχε χρόνο για κουβέντες· την τράβηξε βίαια προς τα αριστερά κι η Τίφανι τον ακολούθησε χωρίς αντίρρηση. Διακόσια μέτρα μετά, ένας τρομερός πονοκέφαλος κόντεψε να σκίσει το μυαλό της στα δύο. Ένιωσε κάτι υγρό να κυλάει από τα ρουθούνια της και, όταν τα σκούπισε, διαπίστωσε ότι ήταν αίμα. Το στομάχι της ανακατευόταν, το βλέμμα της θόλωνε, τα πόδια της έτρεμαν· όμως ο Λυγξ την τραβούσε ασταμάτητα, παρ’ όλο που και στη δική του μουσούδα υπήρχαν αίματα.
«Δεν μπορώ άλλο», διαμαρτυρήθηκε η Τίφανι.
«Κάνε υπομονή», γρύλισε ο σύντροφός της.
Το γκριζωπό σύθαμπο της Βοής αποκάλυψε μια μακριά σχισμή στο έδαφος, εκατό μέτρα μακριά τους. Ο Λυγξ άλλαξε πάλι κατεύθυνση και σύντομα βρέθηκαν να τρέχουν κατά μήκος του ρήγματος.
Η χαρακιά στην επιφάνεια του Κρυπτόκοσμου εξέπεμπε έναν συνεχόμενο βόμβο υψηλών συχνοτήτων, άνω των πεντακοσίων χιλιάδων Χέρτζ, που επηρέαζε όσους βιολογικούς οργανισμούς βρίσκονταν κοντά του – παρ’ όλο που δεν γινόταν αντιληπτός με την ακοή, εντούτοις αποσυνέθετε τα εσωτερικά όργανα. Στο χείλος της σχισμής αναδευόταν ένα έρεβος τόσο σκοτεινό που έμοιαζε να έχει υλική υπόσταση.
«Λίγο ακόμα», είπε ο Λυγξ με τρεμάμενη φωνή καθώς έστριβαν δεξιά, σε ένα κομμάτι εδάφους που διέτρεχε το χάσμα σαν γέφυρα. «Κοίτα μπροστά σου, όχι την Τάφρο».
Η Τίφανι έκανε ό,τι μπορούσε, όμως το βλέμμα της στρεφόταν προς το ρήγμα άθελά της· κι εκεί, μέσα στο ζοφερό μαύρο που ξεχυνόταν από τα έγκατα της απόκοσμης αυτής γης, διέκρινε αυτό που είχε δώσει το όνομά του στις Τάφρους: το απόλυτο τίποτα. Ήταν κάτι πέρα από κάθε περιγραφή, κάτι που δεν μπορούσε να νιώσει με τις αισθήσεις και τη λογική της, παρά μόνο με την ψυχή της – ήταν η πλήρης διαγραφή των πάντων, παντού· η εξαλειψη της ύλης, του πνεύματος, ακόμα και της ανάμνησης. Αν ο Κρυπτόκοσμος ήταν η χωματερή του Όλου, οι Τάφροι ήταν ο αποτεφρωτήρας του.
Τα αυτιά της άρχισαν να αιμορραγούν από τη συνεχόμενη πίεση του βόμβου, ενώ το στόμα της γέμισε σάλιο. Έφτυσε κι ευτυχώς, μέσα στο μισοσκόταδο, δεν είδε ότι το φλέμα της ήταν κόκκινο.
Κόντευαν να διασχίσουν τη λωρίδα της γης που περνούσε πάνω από το ρήγμα, όταν η γη σείστηκε ξανά καθώς η Βοή φρέναρε απότομα, λίγο πριν πέσει στην Τάφρο. Από τη δόνηση, η Τίφανι έχασε την ισορροπία της· άφησε μια πνιχτή κραυγή και βούτηξε προς το κενό με τα μούτρα.
Ο Λυγξ την πρόλαβε τελευταία στιγμή· έμπηξε τα δόντια του στο πόδι της και την άρπαξε λίγο προτού η Τίφανι χαθεί στο έρεβος που χόρευε. Επιστρατεύοντας όλη του τη δύναμη, ο Ασσούριος την τράβηξε πίσω, στο σταθερό έδαφος της γέφυρας, μέχρις ότου ήταν πάλι ασφαλής.
«Σήκω», την διέταξε. «Δεν έχουμε χρόνο».
Απ’ τα μάτια του έσταξε ένα αιμάτινο δάκρυ, δείγμα ότι η κατάσταση του οργανισμού τους επιδεινωνόταν ραγδαία, σαν να είχαν εκτεθεί σε ραδιενέργεια. Η Τίφανι σηκώθηκε κλαψουρίζοντας, τόσο από τον τρόμο της παραλίγο πτώσης της όσο και από τον πόνο στο πόδι της, και συνέχισαν τον δρόμο τους.
Πεντακόσια μέτρα πίσω τους, η Βοή άφηνε ένα οξύηχο μουγκρητό καθώς έβλεπε τις δύο φλόγες να της ξεφεύγουν, όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα – μπροστά της απλωνόταν μια περιοχή εκτός της νοημοσύνης της, που την εμπόδιζε να τη διαβεί· μια επικράτεια ανυπαρξίας που δεν μπορούσε να ορίσει τα όρια, τους νόμους ή την υπόστασή της. Το μόνο που έβλεπε ήταν… τίποτα.
Η Βοή εξαπέλυσε άλλον έναν διαπεραστικό ήχο που ακούστηκε μέχρι τις πιο κοντινές πόλεις, θρυμματίζοντας τζάμια, λυγίζοντας στύλους του ηλεκτρικού και σαρώνοντας στο πέρασμά της απορρίμματα και συντρίμμια.
Έφτασαν στην άλλη άκρη μετά κόπων και βασάνων, με τα πρόσωπά τους παραμορφωμένα από το αίμα και τα άκρα τους να τρέμουν, όμως δεν σταμάτησαν εκεί· συνέχισαν να βαδίζουν έως ότου ο φρικτός βόμβος της Τάφρου έσβησε και το βασανιστήριο τελείωσε. Η Τίφανι έπεσε ανάσκελα στο σκληρό έδαφος, πασχίζοντας να πάρει ανάσα, ενώ ο Λυγξ έγειρε δίπλα της.
«Με αποκάλεσες “κωλόγατο” ή μου φάνηκε;» τη ρώτησε.
«Νόμιζα ότι με εγκατέλειψες».
Ένας παράξενος ήχος, που η Τίφανι δεν είχε ξανακούσει, βγήκε από το λαρύγγι του Ασσούριου· ήταν σαν καγχασμός, ένα μικρό ‘εκεκεκ’ που έμοιαζε με γέλιο. Χωρίς να το θέλει, ξέσπασε κι η ίδια σε γέλια — σύντομα τα κακαρίσματά τους αντηχούσαν δυνατά στη σιωπηλή επικράτεια.
«Ωχ, Θεέ μου», είπε η Τίφανι, σκουπίζοντας τα μάτια της. «Δε θυμάμαι από πότε είχα να γελάσω τόσο πολύ».
«Άκου “κωλόγατο”», μουρμούρισε δήθεν θιγμένος ο Λυγξ και ξεκίνησε δεύτερος γύρος γέλιου. «Προέρχομαι από περήφανη γενιά, δεν είμαι κατοικίδιο».
«Περήφανη ράτσα», τσίριξε η κοπέλα και χαχάνισε ασυγκράτητα.
Τους πήρε λίγη ώρα να ηρεμήσουν. Όταν η αδρεναλίνη τους έπεσε σε φυσιολογικά επίπεδα, ο πόνος στο πόδι της Τίφανι επανήλθε δυνατός κι οξύς. Η κοπέλα εξέτασε τη δαγκωνιά του Λύγκα: τέσσερα βαθιά σκισίματα στόλιζαν τη δεξιά της γάμπα, όμως τουλάχιστον ο αιλουροειδής δεν είχε πετύχει κόκαλο. Η Τίφανι έσκισε την επένδυση του μπουφάν της και τύλιξε το πόδι της για να αποφύγει μια πιθανή μόλυνση.
«Πονάει;» ρώτησε ο Λυγξ με ενδιαφέρον.
«Ναι, αλλά λιγότερο απ’ ό,τι περίμενα. Όταν σε είδα θυμωμένο για πρώτη φορά, με τα δόντια σου γυμνωμένα… φίλε, ήταν τρομακτικό. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, οι απειλές σου είναι πιο δυνατές από το δάγκωμά σου».
«Νομίζεις», απάντησε ο Ασσούριος κι άρχισε να γλείφει τις πατούσες του. «Δεν έβαλα όλη μου τη δύναμη. Δεν ήθελα να σου κόψω το πόδι».
Δεν σκόπευε να ζητήσει συγγνώμη — και γιατί να το έκανε άλλωστε; Της είχε σώσει τη ζωή· θα έπρεπε να τον ευγνωμονεί.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε η κοπέλα χαμηλόφωνα, καθώς έσφιγγε τον αυτοσχέδιο επίδεσμό της.
«Κανένα πρόβλημα. Θα δάγκωνα το πόδι σου οποιαδήποτε στιγμή».
Έσκασαν ξανά στα γέλια.
Αφού σιγουρεύτηκαν πως η Βοή δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει, αποφάσισαν να ξεκουραστούν, έχοντας εναποθέσει την ασφάλειά τους στο Ρήγμα του Κενού που βρισκόταν ανάμεσά τους. Η Τίφανι είχε αμφιβολίες σχετικά με την ορθότητα αυτής της απόφασης (άλλωστε, η οντότητα θα μπορούσε να υπερκεράσει το χάσμα και να βρεθεί στην πλευρά τους), όμως ο Λυγξ τη διαβεβαίωσε πως το μήκος των Ρηγμάτων ήταν άγνωστο. Τα πιο μικρά ήταν μόλις μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα, όμως υπήρχαν κι άλλα που εκτείνονταν για ολόκληρα έτη φωτός. Αυτή η τελευταία πληροφορία έκανε την Τίφανι να συνειδητοποιήσει το πραγματικό μέγεθος του Κρυπτόκοσμου: η επιφάνειά του δεν ήταν καν μετρήσιμη.
«Υπάρχουν και οι Χωρικές Τομές», σχολίασε ο Λυγξ στην παρατήρησή της πως κανείς δεν μπορούσε να διασχίσει τις Κρυμμένες Πραγματικότητες σε μια ζωή. «Εμφανίζονται κι εξαφανίζονται απροειδοποίητα, αλλά μέσω αυτών μπορείς να μεταφερθείς σε κάποιο τελείως διαφορετικό σημείο του Κρυπτόκοσμου».
«Μπορείς να επιλέξεις τον προορισμό σου;»
«Όχι, δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα εδώ. Τα πάντα ακολουθούν ένα χαοτικό μοτίβο».
«Άρα, αν θες να πας κάπου συγκεκριμένα, πρέπει να εμπιστευτείς τα ποδαράκια σου».
«Ακριβώς. Τίποτα πιο αξιόπιστο από τέσσερα πόδια. Χμ… δύο, στην περίπτωσή σου».
Έμειναν για λίγο αμίλητοι, με το μυαλό τους στους ήχους που εξαπέλυε η Βοή. Στην Τίφανι θύμιζε πληγωμένο θηρίο.
«Το μέγεθός της είναι ανησυχητικό», μονολόγησε ο Λυγξ, σπάζοντας τη σιωπή. «Απ’ ό,τι φαίνεται, η Βοή έχει απορροφήσει κάθε ήχο που έχει βρει στον Κρυπτόκοσμο».
«Και γιατί σε ανησυχεί αυτό;»
«Επειδή δημιουργεί ανισορροπία».
«Άντε πάλι».
«Αυτά τα ζητήματα δεν είναι παίξε-γέλασε», είπε αυστηρά ο Ασσούριος. «Οι Κρυμμένες Πραγματικότητες είναι ένα ξεχασμένο αποθετήριο – ένα αιώνιο καθαρτήριο κόσμων, όπως θα έλεγε κι ένας ποιητής σας. Είναι αρκετό που σε ολόκληρο το Υφαντό οι Θεές μάχονται για την κυριαρχία· φαντάσου να συμβαίνει κάτι παρόμοιο και στο πίσω μέρος του. Ειδικά όταν είναι κάτι τόσο απρόβλεπτο όσο η Βοή».
«Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω γιατί σε νοιάζει τόσο», μουρμούρισε η Τίφανι.
Ο Λυγξ αγρίεψε.
«Επειδή τα κατσούλια μου ζουν σε έναν από τους ζωντανούς κόσμους του Όλου. Αν, για παράδειγμα, η Βοή αποφασίσει να ριχτεί σε μια Παραχρονική Δίνη και ένα μέρος της βρεθεί στο μητρικό μου σύμπαν, μπορείς να αναλογιστείς τι θα συμβεί;»
Η κοπέλα το σκέφτηκε για λίγο.
«Έχεις δίκιο», παραδέχτηκε. «Όμως τι μπορούμε να κάνουμε εμείς; Μιλάμε για όντα απίστευτης ισχύος».
Ο Λυγξ δεν είχε τι να απαντήσει σ’ αυτό. Άφησε ένα απογοητευμένο μουσούνισμα, δείγμα της ήττας του, κι έγειρε το κεφάλι στα μπροστινά του πόδια.
Μισή κλεψύδρα μετά, ήταν έτοιμοι να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Πόλη #60606022.
Ο Λυγξ δεν απάντησε, παρ’ όλο που συμφωνούσε. Η Πόλη #60606022 ήταν πολύ μακριά και η Βοή θα τους άρπαζε προτού προλάβουν να φτάσουν στα περίχωρά της – κι ακόμα κι αν τα κατάφερναν, τίποτα δεν εγγυόταν πως θα έβρισκαν αμέσως καταφύγιο, όπως είχε συμβεί την πρώτη φορά, τότε που είχαν κλειστεί στο ηχομονωμένο στούντιο.
Μπροστά τους η Σιωπηλή Πόλη που πάσχιζαν να φτάσουν, πίσω τους η Βοή που βρυχιόταν φασαριόζικα, αριστερά τους η Παραχρονική Δίνη και οι Τάφροι του Κενού· γαμώτο, δεν θα μπορούσαν να βρεθούν σε πιο δύσκολη θέση! Κι έτσι όπως έτρεχαν απρόσεχτα, ήταν εξαιρετικά πιθανό να πέσουν εύκολα σε μία από τις Τάφρους-
«Οι Τάφροι!» σκέφτηκε ο Λυγξ κι έφυγε μπροστά με όλη του την ταχύτητα, αφήνοντας μόνη της την Τίφανι. Η κοπέλα γούρλωσε τα μάτια, αρνούμενη να δεχτεί την καταφανή προδοσία του Ασσούριου.
«Κωλόγατο!» τσίριξε κι επιτάχυνε.
Τώρα το έδαφος σειόταν καθώς η Βοή πλησίαζε. Η Τίφανι αποτόλμησε να ρίξει μια ματιά πίσω της και η καρδιά της βούλιαξε στο στήθος της – η ηχητική οντότητα πλέον κάλυπτε όλο το οπτικό της πεδίο, ήταν ένα στερέωμα από στατικό θόρυβο.
Ο Λυγξ εμφανίστηκε μέσα από το σκοτάδι κι άρπαξε την κοπέλα από το μανίκι του μπουφάν της.
«Πού ήσουν;» ούρλιαξε έξαλλη εκείνη. «Νόμιζα ότι με παράτησες!»
Ο αιλουροειδής δεν είχε χρόνο για κουβέντες· την τράβηξε βίαια προς τα αριστερά κι η Τίφανι τον ακολούθησε χωρίς αντίρρηση. Διακόσια μέτρα μετά, ένας τρομερός πονοκέφαλος κόντεψε να σκίσει το μυαλό της στα δύο. Ένιωσε κάτι υγρό να κυλάει από τα ρουθούνια της και, όταν τα σκούπισε, διαπίστωσε ότι ήταν αίμα. Το στομάχι της ανακατευόταν, το βλέμμα της θόλωνε, τα πόδια της έτρεμαν· όμως ο Λυγξ την τραβούσε ασταμάτητα, παρ’ όλο που και στη δική του μουσούδα υπήρχαν αίματα.
«Δεν μπορώ άλλο», διαμαρτυρήθηκε η Τίφανι.
«Κάνε υπομονή», γρύλισε ο σύντροφός της.
Το γκριζωπό σύθαμπο της Βοής αποκάλυψε μια μακριά σχισμή στο έδαφος, εκατό μέτρα μακριά τους. Ο Λυγξ άλλαξε πάλι κατεύθυνση και σύντομα βρέθηκαν να τρέχουν κατά μήκος του ρήγματος.
Η χαρακιά στην επιφάνεια του Κρυπτόκοσμου εξέπεμπε έναν συνεχόμενο βόμβο υψηλών συχνοτήτων, άνω των πεντακοσίων χιλιάδων Χέρτζ, που επηρέαζε όσους βιολογικούς οργανισμούς βρίσκονταν κοντά του – παρ’ όλο που δεν γινόταν αντιληπτός με την ακοή, εντούτοις αποσυνέθετε τα εσωτερικά όργανα. Στο χείλος της σχισμής αναδευόταν ένα έρεβος τόσο σκοτεινό που έμοιαζε να έχει υλική υπόσταση.
«Λίγο ακόμα», είπε ο Λυγξ με τρεμάμενη φωνή καθώς έστριβαν δεξιά, σε ένα κομμάτι εδάφους που διέτρεχε το χάσμα σαν γέφυρα. «Κοίτα μπροστά σου, όχι την Τάφρο».
Η Τίφανι έκανε ό,τι μπορούσε, όμως το βλέμμα της στρεφόταν προς το ρήγμα άθελά της· κι εκεί, μέσα στο ζοφερό μαύρο που ξεχυνόταν από τα έγκατα της απόκοσμης αυτής γης, διέκρινε αυτό που είχε δώσει το όνομά του στις Τάφρους: το απόλυτο τίποτα. Ήταν κάτι πέρα από κάθε περιγραφή, κάτι που δεν μπορούσε να νιώσει με τις αισθήσεις και τη λογική της, παρά μόνο με την ψυχή της – ήταν η πλήρης διαγραφή των πάντων, παντού· η εξαλειψη της ύλης, του πνεύματος, ακόμα και της ανάμνησης. Αν ο Κρυπτόκοσμος ήταν η χωματερή του Όλου, οι Τάφροι ήταν ο αποτεφρωτήρας του.
Τα αυτιά της άρχισαν να αιμορραγούν από τη συνεχόμενη πίεση του βόμβου, ενώ το στόμα της γέμισε σάλιο. Έφτυσε κι ευτυχώς, μέσα στο μισοσκόταδο, δεν είδε ότι το φλέμα της ήταν κόκκινο.
Κόντευαν να διασχίσουν τη λωρίδα της γης που περνούσε πάνω από το ρήγμα, όταν η γη σείστηκε ξανά καθώς η Βοή φρέναρε απότομα, λίγο πριν πέσει στην Τάφρο. Από τη δόνηση, η Τίφανι έχασε την ισορροπία της· άφησε μια πνιχτή κραυγή και βούτηξε προς το κενό με τα μούτρα.
~·~
«Σήκω», την διέταξε. «Δεν έχουμε χρόνο».
Απ’ τα μάτια του έσταξε ένα αιμάτινο δάκρυ, δείγμα ότι η κατάσταση του οργανισμού τους επιδεινωνόταν ραγδαία, σαν να είχαν εκτεθεί σε ραδιενέργεια. Η Τίφανι σηκώθηκε κλαψουρίζοντας, τόσο από τον τρόμο της παραλίγο πτώσης της όσο και από τον πόνο στο πόδι της, και συνέχισαν τον δρόμο τους.
Πεντακόσια μέτρα πίσω τους, η Βοή άφηνε ένα οξύηχο μουγκρητό καθώς έβλεπε τις δύο φλόγες να της ξεφεύγουν, όμως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα – μπροστά της απλωνόταν μια περιοχή εκτός της νοημοσύνης της, που την εμπόδιζε να τη διαβεί· μια επικράτεια ανυπαρξίας που δεν μπορούσε να ορίσει τα όρια, τους νόμους ή την υπόστασή της. Το μόνο που έβλεπε ήταν… τίποτα.
Η Βοή εξαπέλυσε άλλον έναν διαπεραστικό ήχο που ακούστηκε μέχρι τις πιο κοντινές πόλεις, θρυμματίζοντας τζάμια, λυγίζοντας στύλους του ηλεκτρικού και σαρώνοντας στο πέρασμά της απορρίμματα και συντρίμμια.
***
Έφτασαν στην άλλη άκρη μετά κόπων και βασάνων, με τα πρόσωπά τους παραμορφωμένα από το αίμα και τα άκρα τους να τρέμουν, όμως δεν σταμάτησαν εκεί· συνέχισαν να βαδίζουν έως ότου ο φρικτός βόμβος της Τάφρου έσβησε και το βασανιστήριο τελείωσε. Η Τίφανι έπεσε ανάσκελα στο σκληρό έδαφος, πασχίζοντας να πάρει ανάσα, ενώ ο Λυγξ έγειρε δίπλα της.
«Με αποκάλεσες “κωλόγατο” ή μου φάνηκε;» τη ρώτησε.
«Νόμιζα ότι με εγκατέλειψες».
Ένας παράξενος ήχος, που η Τίφανι δεν είχε ξανακούσει, βγήκε από το λαρύγγι του Ασσούριου· ήταν σαν καγχασμός, ένα μικρό ‘εκεκεκ’ που έμοιαζε με γέλιο. Χωρίς να το θέλει, ξέσπασε κι η ίδια σε γέλια — σύντομα τα κακαρίσματά τους αντηχούσαν δυνατά στη σιωπηλή επικράτεια.
«Ωχ, Θεέ μου», είπε η Τίφανι, σκουπίζοντας τα μάτια της. «Δε θυμάμαι από πότε είχα να γελάσω τόσο πολύ».
«Άκου “κωλόγατο”», μουρμούρισε δήθεν θιγμένος ο Λυγξ και ξεκίνησε δεύτερος γύρος γέλιου. «Προέρχομαι από περήφανη γενιά, δεν είμαι κατοικίδιο».
«Περήφανη ράτσα», τσίριξε η κοπέλα και χαχάνισε ασυγκράτητα.
Τους πήρε λίγη ώρα να ηρεμήσουν. Όταν η αδρεναλίνη τους έπεσε σε φυσιολογικά επίπεδα, ο πόνος στο πόδι της Τίφανι επανήλθε δυνατός κι οξύς. Η κοπέλα εξέτασε τη δαγκωνιά του Λύγκα: τέσσερα βαθιά σκισίματα στόλιζαν τη δεξιά της γάμπα, όμως τουλάχιστον ο αιλουροειδής δεν είχε πετύχει κόκαλο. Η Τίφανι έσκισε την επένδυση του μπουφάν της και τύλιξε το πόδι της για να αποφύγει μια πιθανή μόλυνση.
«Πονάει;» ρώτησε ο Λυγξ με ενδιαφέρον.
«Ναι, αλλά λιγότερο απ’ ό,τι περίμενα. Όταν σε είδα θυμωμένο για πρώτη φορά, με τα δόντια σου γυμνωμένα… φίλε, ήταν τρομακτικό. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, οι απειλές σου είναι πιο δυνατές από το δάγκωμά σου».
«Νομίζεις», απάντησε ο Ασσούριος κι άρχισε να γλείφει τις πατούσες του. «Δεν έβαλα όλη μου τη δύναμη. Δεν ήθελα να σου κόψω το πόδι».
Δεν σκόπευε να ζητήσει συγγνώμη — και γιατί να το έκανε άλλωστε; Της είχε σώσει τη ζωή· θα έπρεπε να τον ευγνωμονεί.
«Σ’ ευχαριστώ», είπε η κοπέλα χαμηλόφωνα, καθώς έσφιγγε τον αυτοσχέδιο επίδεσμό της.
«Κανένα πρόβλημα. Θα δάγκωνα το πόδι σου οποιαδήποτε στιγμή».
Έσκασαν ξανά στα γέλια.
***
Αφού σιγουρεύτηκαν πως η Βοή δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει, αποφάσισαν να ξεκουραστούν, έχοντας εναποθέσει την ασφάλειά τους στο Ρήγμα του Κενού που βρισκόταν ανάμεσά τους. Η Τίφανι είχε αμφιβολίες σχετικά με την ορθότητα αυτής της απόφασης (άλλωστε, η οντότητα θα μπορούσε να υπερκεράσει το χάσμα και να βρεθεί στην πλευρά τους), όμως ο Λυγξ τη διαβεβαίωσε πως το μήκος των Ρηγμάτων ήταν άγνωστο. Τα πιο μικρά ήταν μόλις μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα, όμως υπήρχαν κι άλλα που εκτείνονταν για ολόκληρα έτη φωτός. Αυτή η τελευταία πληροφορία έκανε την Τίφανι να συνειδητοποιήσει το πραγματικό μέγεθος του Κρυπτόκοσμου: η επιφάνειά του δεν ήταν καν μετρήσιμη.
«Υπάρχουν και οι Χωρικές Τομές», σχολίασε ο Λυγξ στην παρατήρησή της πως κανείς δεν μπορούσε να διασχίσει τις Κρυμμένες Πραγματικότητες σε μια ζωή. «Εμφανίζονται κι εξαφανίζονται απροειδοποίητα, αλλά μέσω αυτών μπορείς να μεταφερθείς σε κάποιο τελείως διαφορετικό σημείο του Κρυπτόκοσμου».
«Μπορείς να επιλέξεις τον προορισμό σου;»
«Όχι, δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα εδώ. Τα πάντα ακολουθούν ένα χαοτικό μοτίβο».
«Άρα, αν θες να πας κάπου συγκεκριμένα, πρέπει να εμπιστευτείς τα ποδαράκια σου».
«Ακριβώς. Τίποτα πιο αξιόπιστο από τέσσερα πόδια. Χμ… δύο, στην περίπτωσή σου».
Έμειναν για λίγο αμίλητοι, με το μυαλό τους στους ήχους που εξαπέλυε η Βοή. Στην Τίφανι θύμιζε πληγωμένο θηρίο.
«Το μέγεθός της είναι ανησυχητικό», μονολόγησε ο Λυγξ, σπάζοντας τη σιωπή. «Απ’ ό,τι φαίνεται, η Βοή έχει απορροφήσει κάθε ήχο που έχει βρει στον Κρυπτόκοσμο».
«Και γιατί σε ανησυχεί αυτό;»
«Επειδή δημιουργεί ανισορροπία».
«Άντε πάλι».
«Αυτά τα ζητήματα δεν είναι παίξε-γέλασε», είπε αυστηρά ο Ασσούριος. «Οι Κρυμμένες Πραγματικότητες είναι ένα ξεχασμένο αποθετήριο – ένα αιώνιο καθαρτήριο κόσμων, όπως θα έλεγε κι ένας ποιητής σας. Είναι αρκετό που σε ολόκληρο το Υφαντό οι Θεές μάχονται για την κυριαρχία· φαντάσου να συμβαίνει κάτι παρόμοιο και στο πίσω μέρος του. Ειδικά όταν είναι κάτι τόσο απρόβλεπτο όσο η Βοή».
«Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω γιατί σε νοιάζει τόσο», μουρμούρισε η Τίφανι.
Ο Λυγξ αγρίεψε.
«Επειδή τα κατσούλια μου ζουν σε έναν από τους ζωντανούς κόσμους του Όλου. Αν, για παράδειγμα, η Βοή αποφασίσει να ριχτεί σε μια Παραχρονική Δίνη και ένα μέρος της βρεθεί στο μητρικό μου σύμπαν, μπορείς να αναλογιστείς τι θα συμβεί;»
Η κοπέλα το σκέφτηκε για λίγο.
«Έχεις δίκιο», παραδέχτηκε. «Όμως τι μπορούμε να κάνουμε εμείς; Μιλάμε για όντα απίστευτης ισχύος».
Ο Λυγξ δεν είχε τι να απαντήσει σ’ αυτό. Άφησε ένα απογοητευμένο μουσούνισμα, δείγμα της ήττας του, κι έγειρε το κεφάλι στα μπροστινά του πόδια.
Μισή κλεψύδρα μετά, ήταν έτοιμοι να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Πόλη #60606022.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου