20.




    Η επόμενη ανωμαλία που συνάντησαν (η Τίφανι είχε μάθει πλέον ότι ο δρόμος τους δεν ήταν σε καμία περίπτωση στρωμένος με ροδοπέταλα) ήταν μια Παραχρονική Δίνη. Αυτή τη φορά ήταν εκείνη που την παρατήρησε πρώτη, καθώς ο Λυγξ ήταν τελείως αποκαμωμένος. Το είδος του, σε γενικές γραμμές, ήταν ατρόμητο, όμως αυτό δεν σήμαινε πως δεν ένιωθε φόβο· απλώς είχαν μάθει να δαμάζουν τέτοια συναισθήματα και να αντεπιτίθενται. Τουλάχιστον αυτό έκαναν όταν απέναντί τους είχαν έναν εχθρό που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν, όχι όταν δύο απόκοσμα μεγαθήρια συγκρούονταν.
    Η αρχική παρόρμηση του Λύγκα ήταν να το βάλει στα πόδια και θα το είχε κάνει αν δεν ήταν στη μέση η Τίφανι· δεν μπορούσε να την αφήσει πίσω. Αφού απομακρύνθηκαν, και η αδρεναλίνη στο σώμα του έπεσε σε φυσιολογικά επίπεδα, ο Λυγξ έχασε κάθε ικμάδα. Ο βηματισμός του γινόταν ολο και πιο αργός, όμως δεν κάθισε να ξαποστάσει, κυρίως εξαιτίας της υπερφυσικής ξεροκεφαλιάς που χαρακτήριζε τους Ασσούριους. Ακόμα και αρκετά χιλιόμετρα μακριά από την επικράτεια των Νοσηρών, άκουγαν ακόμα το σύμφυρμα των ήχων που σηματοδοτούσε την παρουσία της Βοής. Η Τίφανι παρατήρησε πως η ένταση του στατικού θορύβου είχε αυξηθεί, γεγονός που υποδείκνυε ότι η οντότητα είχε μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Ο Λυγξ μουρμούρισε άτονα πως δεν είχε καμία καούρα να μάθει αν αυτό αλήθευε ή όχι.
    Μισή κλεψύδρα αργότερα κάθισαν να ξαποστάσουν. Ο Ασσούριος έπεσε ξερός για ύπνο, ενώ η Τίφανι, που βρισκόταν ακόμα σε υπερένταση, έμεινε σκοπιά. Ακόμα κι απ’ αυτή την απόσταση μπορούσε να διακρίνει έναν αμυδρό ήχο παρασίτων, σαν να προερχόταν από τηλεόραση στο διπλανό δωμάτιο. Αναρωτήθηκε αν η Βοή θα τους κυνηγούσε ακόμα και τώρα που είχε τραφεί με το σάρκινο βουνό, μιας και ήταν βέβαιη πως η ηχητική οντότητα είχε αναδειχθεί νικήτρια από τη σύγκρουση. Ίσως να ήταν πια αρκετά δυνατή ώστε να μην ασχοληθεί μαζί τους.
    Κόντευε να αποκοιμηθεί, νανουρισμένη από τη βαριά ρυθμική ανάσα του αιλουροειδούς συντρόφου της, όταν ένα μακρινό μοβ σελάγισμα τράβηξε την προσοχή της και μια ξαφνική αναλαμπή σαν κεραυνός την τίναξε. Σκούντησε τον Λύγκα κι εκείνος μούγκρισε δυσαρεστημένος, όμως όταν άνοιξε το ένα του μάτι και είδε τι του έδειχνε η κοπέλα, πετάχτηκε πάνω.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε η Τίφανι.
«Μια Παραχρονική Δίνη», απάντησε αυτός.
«Α», είπε η κοπέλα περισσότερο μπερδεμένη, «και τι κάνει;»
«Δεν είναι καλό αυτό», μονολόγησε ο Λυγξ. «Όπου υπάρχουν Δίνες, υπάρχουν και Τάφροι του Κενού».
«Έι, δεν καταλαβαίνω τι μουρμουράς», είπε εκνευρισμένη η Τίφανι. «Τι σκατά είναι όλα αυτά;»
«Οι Παραχρονικές Δίνες είναι πύλες που σε μεταφέρουν σε διαφορετικούς Χρονοθαλλούς και Κόσμους».
«Άρα μπορούν να με γυρίσουν σπίτι;» ρώτησε η κοπέλα γεμάτη ελπίδα.
«Όχι σε ένα κομμάτι. Οι Δίνες διαχωρίζουν τα κύτταρά σου και τα μεταφέρουν σε άπειρα σύμπαντα και χρονικές αλληλουχίες. Αν πέσεις σε μια τέτοια, η ύπαρξή σου θα κατακερματιστεί — θα είσαι μια οντότητα διαμελισμένη σε εκατομμύρια κομμάτια, με θραύσματα συνείδησης και αυτεπίγνωσης, που ποτέ δεν θα μπορέσεις να νιώσεις ολοκληρωμένη ξανά».
Η Τίφανι έμεινε αμίλητη, προσπαθώντας να φανταστεί μια τέτοια μοίρα.
«Όπως και να ’χει, μπορείς να αποφύγεις εύκολα τις Δίνες», συνέχισε ο Λυγξ. «Έτσι κι αλλιώς είναι στατικές και ορατές. Οι Τάφροι του Κενού όμως είναι άλλο ζήτημα — κρύβονται στο έδαφος σαν ρήγματα και δεν τις αντιλαμβάνεσαι παρά μόνο όταν πέφτεις μέσα τους».
«Και τι παθαίνεις από αυτές;» ρώτησε η κοπέλα, σίγουρη πως δεν θα άκουγε κάτι καλό.
«Κάποιοι λένε ότι πέφτεις για πάντα, κάποιοι άλλοι ότι η ύπαρξή σου διαγράφεται αυτόματα, μαζί με όλες τις εκδοχές σου σε κάθε Πραγματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν ξέρει».
«Μπορεί να σε επιστρέφουν στον κόσμο σου».
«Βέβαια, επίσης μπορεί να σου εκπληρώνουν και τρεις ευχές», απάντησε σαρκαστικά ο Λυγξ. «Δεν θέλω να μάθω».
Η Τίφανι παραδέχτηκε ότι ούτε εκείνη είχε τέτοιες βλέψεις.
«Τι θες να κάνουμε;» ρώτησε ο Ασσούριος.
Στο μυαλό της ήρθε η τελευταία φορά που είχε επιλέξει τον δρόμο τους και πώς αυτός τους είχε οδηγήσει κατευθείαν στην αγκαλιά των Νοσηρών. Τώρα προτίμησε να φανεί πιο διαλλακτική, έτσι πρότεινε να κάνουν μια παράκαμψη για να αποφύγουν τη Δίνη. Ο Λυγξ συμφώνησε με φανερή ανακούφιση.
    Στο βάθος, πέρα από την ιώδη λάμψη, αχνοφαίνονταν η Πόλη #60606022, στα σπλάχνα της οποίας φώλιαζε το Ιερό της Εντροπίας.

***

    Η Βοή απορρόφησε τους Νοσηρούς μέσα σε λίγες ώρες· κάθε ήχος από την οργανική μάζα άπειρων συγχωνευμένων πλασμάτων, από τον πιο ανεπαίσθητο έως τον πιο εκκωφαντικό, έγιναν μέρος της κι η οντότητα θέριεψε και διογκώθηκε – έπειτα όρθωσε το άμορφο σχήμα της πάνω από τα υπολείμματα του τέκνου της Δημιουργίας και απλώθηκε σαν μια καταιγίδα στατικού θορύβου. Ήταν τόσο αχανής που ένιωθε πως ο ορυμαγδός που εξέπεμπε ακουγόταν μέχρι τα πέρατα του Κρυπτόκοσμου. Μια τέτοια οντότητα που έκρυβε τόση ισχύ μέσα της δεν μπορούσε παρά να είναι Θεός – ένας Θεός που θα διαφέντευε τον σιωπηλό αυτό κόσμο και θα τον ζωντάνευε εξαπολύοντας όλους τους ήχους που είχε συγκεντρώσει.
    Σάρωσε την επιφάνεια που απλωνόταν γύρω της αναζητώντας το επόμενο γεύμα της· ο εύκολος θρίαμβος δεν είχε θρέψει μόνο την υπόστασή της, αλλά και την απληστία της. Εντόπισε δύο θαμπές φλόγες όχι πολύ μακριά της και ξεχύθηκε προς το μέρος τους.


***

    Ο Λυγξ έστρεφε συνέχεια το βλέμμα πίσω τους, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί πως δεν τους ακολουθούσε τίποτα. Ο λίγος ύπνος τον είχε ανανεώσει και προπορευόταν γεμάτος ενέργεια, με την Τίφανι να τον ακολουθεί κατά πόδας. Κάνα-δυο χιλιόμετρα αργότερα, ο αιλουροειδής σταμάτησε και τέντωσε τα αυτιά του.
«Νομίζω πως τα παράσιτα δυναμώνουν», είπε ανήσυχος.
«Λες να μας ακολουθεί η Βοή;» ρώτησε η Τίφανι, ρίχνοντας γρήγορες ματιές γύρω της. Το βλέμμα της καρφώθηκε στα δυτικά.
«Το βλέπεις αυτό;» είπε χαμηλόφωνα στον σύντροφό της. Εκείνος έγνεψε.
Ο ορίζοντας, που έως τότε ήταν τόσο σκοτεινός που δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις πού τελείωνε η γη και πού άρχιζε ο ουρανός, τώρα τρεμόπαιζε· ένα αμυδρό ανθρώπινο σχήμα τεραστίων διαστάσεων, που αποτελούνταν από παράσιτα σε μορφή κυμάτων και χιονιού, κινούνταν αργά προς το μέρος τους. Η Βοή έμοιαζε πια με μια αμμοθύελλα στατικού θορύβου – μεγαλειώδης, ασταμάτητη και πανίσχυρη.
«Νομίζω πως μας ψάχνει», είπε τρέμοντας η Τίφανι. Απέναντι σε μια τέτοια οντότητα δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα· δεν μπορούσαν να την πολεμήσουν, δεν μπορούσαν να της ξεφύγουν.
Απελπισία την έπνιξε και, αντί να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορούσε, κάθισε οκλαδόν στο σκληρό έδαφος. Ο Λυγξ την ατένισε έκπληκτος.
«Τι σκατά κάνεις;» ρώτησε.
Η κοπέλα μουρμούρισε κάτι ακατανόητο και τύλιξε τα χέρια γύρω από τα πόδια της. Μέχρι πριν ένα λεπτό ήταν σίγουρη πως θα έκανε τα πάντα για να φύγει από αυτό το γαμωμέρος, όμως η εμφάνιση της Βοής έβγαλε στην επιφάνεια την ψυχική της κούραση. Ήταν φανερό πως πλέον δεν είχε άλλες δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τις κοσμικές ανωμαλίες των Κρυμμένων Πραγματικοτήτων.
    Ο Λυγξ, από τότε που είχε αποκοπεί από τον Κόσμο του, είχε συναντήσει αρκετούς εκπροσώπους του ανθρώπινου είδους ώστε να έχει σχηματίσει μια σφαιρική αντίληψη για την ψυχοσύνθεσή τους· ήξερε ότι κάποια άτομα ορμούσαν στη φωτιά δίχως δεύτερη σκέψη και κάποια άλλα κοκάλωναν μπροστά στον κίνδυνο, όπως ένα ελάφι στα φώτα του αυτοκινήτου. Όμως υπήρχε και μια τρίτη κατηγορία: ήταν αυτοί που διέθεταν και τα δύο χαρακτηριστικά, και το ποιο από αυτά θα εμφανιζόταν κατά τη διάρκεια ενός θανάσιμου κινδύνου ήταν ξεκάθαρα θέμα συγκυριών. Για τον Λύγκα αυτό ήταν πλήρως ακατανόητο – σε αντίστοιχες περιπτώσεις το είδος του πολεμούσε ή έτρεχε. Αυτό που δεν έκανε ήταν να τα παρατήσει.
«Κουνήσου», τη διέταξε με γυμνωμένα δόντια. «Θα βρίσκεται εδώ γρηγορότερα απ’ όσο νομίζεις».
«Δεν έχει νόημα», μουρμούρισε παραιτημένη η Τίφανι, «θα μας πιάσει έτσι κι αλλιώς».
«Νόμιζα πως θα έκανες τα πάντα για να γυρίσεις σπίτι σου», την κορόιδεψε ο αιλουροειδής. «Πρέπει να είναι τελείως άθλιος ο κόσμος σου για να προτιμάς να κάτσεις εδώ και να σε καταβροχθίσει ένα ον σαν τη Βοή».
«Βούλωσέ το», είπε η Τίφανι, τσαντισμένη. «Δεν ξέρ-»
«Είμαι σίγουρος ότι οι γονείς σου έχουν καταλάβει πως ζουν με μια άλλη εκδοχή σου», συνέχισε ο Λυγξ χωρίς να της δώσει σημασία. «Όπως σου είπα, μπορεί να είστε ίδιες εμφανισιακά, όμως ο χαρακτήρας του καθενός είναι διαφορετικός. Ίσως η Τίφανι που πήρε τη θέση σου να έχει περισσότερα αρχίδια από σένα».
Την κοίταξε με περιφρόνηση και μάζεψε τα δόντια του.
«Τζάμπα ασχολήθηκα», είπε. «Αντίο, Τίφανι».
«Πού πας;» ρώτησε αναστατωμένη η κοπέλα.
«Πού νομίζεις; Εκεί που πηγαίναμε. Δεν ξέρω αν θα βρω το Ιερό της Εντροπίας, αλλά έκανα τόσο δρόμο – δεν πρόκειται να σταματήσω τώρα. Εσύ κάτσε εδώ και περίμενε τη Βοή».
Κίνησε να φύγει, αλλά με το πάσο του, δίχως να βιάζεται. Η Τίφανι τινάχτηκε όρθια.
«Περίμενε», είπε πνιχτά. «Δε θέλω να μείνω εδώ».
Ο Λυγξ κοντοστάθηκε, με την πλάτη του γυρισμένη ακόμα προς αυτήν.
«Μπα; Και τι θες να κάνεις;»
«Να βρω το Ιερό».
«Και μετά;»
«Να φτάσω στο Τερματικό Μετάβασης».
«Και μετά;»
«Να γυρίσω σπίτι μου».
«Και γιατί νομίζεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις;»
«Δεν το νομίζω. Αλλά θα προσπαθήσω».
«Χα! Θα προσπαθήσεις όπως τώρα, που έκατσες στον κώλο σου και περίμενες τη Βοή να σε βρει;»
«Περισσότερο. Θα κάνω ό,τι χρειαστεί».
Τώρα ο Λυγξ στράφηκε προς το μέρος της και κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της. Το βλέμμα του ήταν ανεξιχνίαστο.
«Ό,τι χρειαστεί;» τη ρώτησε. «Είσαι σίγουρη;»
«Ναι», απάντησε εκείνη με αποφασιστικότητα. «Είμαι».
Ο αιλουροειδής από το Ασσούρ δεν απάντησε, παρά γύρισε από την άλλη· έτσι η Τίφανι δεν είδε τη θλίψη που κρυβόταν στα μάτια του.

    Πίσω τους, η Βοή κάλπαζε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου