Όσο προχωρούσαν, τα κτίρια αυξάνονταν· από κάποιο σημείο κι έπειτα είχαν αρχίσει να συγχωνεύονται μεταξύ τους, δημιουργώντας αρχιτεκτονικά συμπλέγματα δίχως λογική και, την μία και μοναδική φορά που οι δύο εξερευνητές αποφάσισαν να μπουν στο εσωτερικό ενός ουρανοξύστη, ήρθαν αντιμέτωποι με έναν τέτοιο λαβύρινθο διαδρόμων, δωματίων και κλιμακοστάσιων που αποφάσισαν να μην επιχειρήσουν ξανά κάτι παρόμοιο.
Οι δρόμοι είχαν στενέψει επίσης· καθώς όλο και περισσότερα κτίσματα καταλάμβαναν τον χώρο της Σιωπηλής Πόλης, το μέγεθος των λεωφόρων μειωνόταν. Πολλές φορές οι οδοί δεν ήταν τίποτα άλλο παρά σοκάκια, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις οδηγούσαν σε αδιέξοδο, μιας και διάφορα οικοδομήματα είχαν ξεφυτρώσει στη μέση τους.
Αρκετές κλεψύδρες μετά, κι ενώ η Τίφανι είχε αρχίσει να απελπίζεται, κατέληξαν σε μια μακριά λεωφόρο. Κατά μήκος του δρόμου, που είχε πλάτος λιγότερο από δύο μέτρα, εκτεινόταν μια σειρά κτιρίων που είχαν χτιστεί κολλητά μεταξύ τους, δίχως να αφήνουν το παραμικρό άνοιγμα. Στην Τίφανι θύμισε τα τείχη που περιέβαλλαν τις αρχαίες πόλεις, σύμφωνα με αυτά που τους δίδασκαν στο μάθημα της ιστορίας στο σχολείο. Η νοσταλγία που ένιωσε από μια τέτοια ανάμνηση την έκανε να δακρύσει – ακόμα και οι βαρετές, συνηθισμένες στιγμές της ζωής της της άφηναν μια γλυκόπικρη επίγευση και φούντωναν την επιθυμία της να ξεφύγει από αυτό το καταραμένο μέρος.
«Βλέπεις κάποιο άνοιγμα;» ρώτησε τον Λύγκα, που αφουγκραζόταν τη σιωπή, αναζητώντας οποιαδήποτε αδιόρατη αλλαγή στην βαριά ατμόσφαιρα.
Εκείνος δεν απάντησε, όμως του φάνηκε ότι εντόπισε έναν απειροελάχιστο ήχο, τίποτα περισσότερο από ένα θρόισμα, που ερχόταν από κάποιο σημείο στα δεξιά τους· έπειτα έτρεξε προς τα εκεί μέχρις ότου χάθηκε στην ομίχλη.
Η Τίφανι κάθισε στην κρύα άσφαλτο και τον περίμενε να επιστρέψει, με το βλέμμα της να περιπλανιέται στα ψηλά άδεια κτίρια που έσκυβαν από πάνω της σκυθρωπά. Κάποτε αυτός ο δρόμος έσφυζε από ζωή· ατέλειωτα ποτάμια αυτοκινήτων τον διέσχιζαν καθημερινά, χιλιάδες άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τα πεζοδρόμια και τις διαβάσεις του για να πάνε στα σπίτια και τις δουλειές τους, τα νυχτερινά φώτα τον ομόρφαιναν – τώρα όλη η παρελθοντική του αίγλη είχε εξαφανιστεί και είχε απομείνει έρημος, καταθλιπτικός και χαμένος στην ομίχλη. Η κοπέλα δεν θα συνήθιζε ποτέ της το απόκοσμο συναίσθημα που εξέπεμπαν οι Σιωπηλές Πόλεις.
Ο Λυγξ επέστρεψε λίγο μετά. Είχε βρει μια στενωπό μεταξύ δύο κτιρίων, σχεδόν ενάμιση χιλιόμετρο μακριά· αν την διέσχιζαν, θα έκοβαν δρόμο για την άλλη πλευρά του τείχους χωρίς να χρειαστεί να ακολουθήσουν τη λεωφόρο, η οποία φαινομενικά συνεχιζόταν ευθεία για αρκετά χιλιόμετρα.
Το δρομάκι χωρούσε με το ζόρι την Τίφανι και είχε αρκετά μεγάλο μήκος, τόσο που, έπειτα από λίγο, η κοπέλα άρχισε να ζορίζεται. Ο Λυγξ προπορευόταν, ρίχνοντας πού και πού μερικές ματιές πίσω του για να σιγουρευτεί πως η συνοδοιπόρος του ακολουθούσε.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε όταν την άκουσε να παίρνει βαθιές ανάσες.
«Νομίζω ότι πάσχω από κλειστοφοβία», ομολόγησε εκείνη, συγκρατώντας με νύχια και με δόντια τον εαυτό της ώστε να μην αρχίσει να τσιρίζει.
«Δεν έχει πολύ ακόμα», είπε ο Ασσούριος, χωρίς να έχει ιδέα τι μήκος είχε το σοκάκι.
Οι τοίχοι, τσιμεντένιοι και παγωμένοι, έμοιαζαν να εκτείνονται στο απέραντο. Λίγα βήματα μετά, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της Τίφανι, το δρομάκι στένεψε κι άλλο· πλέον η κοπέλα έπρεπε να περπατάει στο πλάι, ενώ ακόμα και ο Λυγξ μόρφαζε κάθε φορά που το τρίχωμά του ακουμπούσε τις ψυχρές επιφάνειες.
«Δεν μπορώ να συνεχίσω», παραπονέθηκε η Τίφανι, έτοιμη να παραδοθεί στην κρίση πανικού που την περιτριγύριζε εδώ και ώρα.
«Περίμενε εδώ», είπε ο Λυγξ και έφυγε μπροστά, αγνοώντας τις φωνές της κοπέλας.
Αυτή τη φορά δεν άργησε να γυρίσει.
«Είναι πενήντα βήματα ακόμα», της είπε, «αλλά στενεύει κι άλλο. Κάνε υπομονή».
«Δεν μπορώ να πάρω ανάσα», κλαψούρισε η Τίφανι. «Ας πάμε από άλλο δρόμο».
«Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος δρόμος. Είμαστε στο τέλος, αλήθεια. Σφίξε τα δόντια και πάμε».
Η Τίφανι πήρε την πιο βαθιά ανάσα που μπορούσε (ήδη ένιωθε μια σκοτοδίνη να την τυλίγει) και ακολούθησε τον Λύγκα. Πλέον ακουμπούσε και στους δύο τοίχους· το στήθος της είχε αρχίσει να πιέζεται ανυπόφορα. Δεν ήξερε πόσο ακόμα θα μπορούσε να συνεχίσει προτού η δυσφορία την κατακλύσει. Άκουσε τον αιλουροειδή να γρυλίζει και ήταν σίγουρη πως είχαν τελικά φτάσει σε αδιέξοδο.
Και τότε, ξαφνικά, όλα τελείωσαν· το πόδι της, που τόση ώρα γδερνόταν στο τσιμέντο, απελευθερώθηκε. Με ένα μουγκρητό η κοπέλα κατάφερε να συρθεί έξω από το στενό. Ο Λυγξ ήταν ήδη εκεί και την περίμενε, φανερά ικανοποιημένος. Η Τίφανι πήρε μερικές βαθιές ανάσες και κοίταξε γύρω της.
Η ομίχλη σταματούσε απότομα, σαν να είχε κοπεί με μαχαίρι. Η Τίφανι έριξε ένα βλέμμα πίσω της, προς το γκριζωπό τείχος που ορθωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι, όμως γρήγορα την προσοχή της τράβηξε αυτό που βρισκόταν μπροστά τους. Η τρίχα του Λύγκα είχε σηκωθεί όρθια και τα αυτιά του έστεκαν τσιτωμένα, καταγράφοντας ήχους και δονήσεις.
Ήταν σε κάποιο από τα National Geographic του πατέρα της που η Τίφανι είχε δει για πρώτη φορά αρχαίο θέατρο. Ήταν μια τεράστια υπαίθρια ημικυκλική κατασκευή σκαλισμένη σε πέτρα, με κλιμακωτές σειρές καθισμάτων που χάνονταν στο σκοτάδι, στο κέντρο της οποίας υπήρχε μια άδεια σκηνή. Αυτό που έβλεπε μπροστά της έμοιαζε καταπληκτικά με εκείνη την εικόνα στις γυαλιστερές σελίδες του περιοδικού, με την εξαίρεση ότι όλο το κτίσμα σάλευε σαν να ήταν ζωντανό.
«Υπάρχουν πλάσματα εδώ», γρύλισε χαμηλόφωνα ο Λυγξ και μόνο τότε τα ξεχώρισε η Τίφανι: εκατοντάδες μορφές που αναδεύονταν νωχελικά, σαν να υπάκουαν σε κάποιον άηχο ρυθμό. Η κοπέλα αποτόλμησε κι έριξε τη δέσμη του φακού της στο παράξενο κοινό κι άφησε μια μικρή κραυγή όταν είδε τα χαρακτηριστικά τους.
Τα όντα ήταν ισχνά κι αποστεωμένα, με γυμνά κρανία και σκοτεινά μάτια. Τα στόματά τους κρέμονταν ανοιχτά έως το στήθος τους, οι μύτες τους δεν ήταν τίποτα περισσότερο από δύο σάρκινα αυλάκια στη μέση του προσώπου τους. Φορούσαν φθαρμένους μανδύες που θρόιζαν ελαφρά σε κάθε τους κίνηση. Στη σύντομη λάμψη του φακού, η Τίφανι διέκρινε την πέτρα πίσω τους, σαν τα πλάσματα να μην είχαν υλική υπόσταση.
«Το βλέπεις αυτό;» ρώτησε μέσα από τα δόντια της τον Λύγκα.
«Φυσικά».
«Τι είναι; Φαντάσματα;»
«Δεν ξέρω».
Οι φασματικές οντότητες τούς είχαν δει, γεγονός καθόλου απρόσμενο, καθώς η Τίφανι κι ο Λυγξ δεν είχαν κάνει καμιά προσπάθεια να κρυφτούν. Μια φωνή βγήκε από αμέτρητα λαρύγγια, σαν τα πλάσματα που απλώνονταν στα πέτρινα καθίσματα να αποτελούσαν μια συλλογική νοημοσύνη. Στο μυαλό της Τίφανι ήρθαν οι Νοσηροί κι ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική της στήλη.
«Ελάτε στη σκηνή», είπε η μυριόστομη φωνή.
Ο Λυγξ πρότεινε να κάνουν μεταβολή και να φύγουν, όμως η Τίφανι δεν ήθελε ούτε να το ακούσει. Είχαν γλιτώσει από τη Βοή και τους Νοσηρούς, είχαν βρεθεί στο Ιερό της Δημιουργίας, είχαν στριμωχτεί ανάμεσα σε δύο κτίρια σχεδόν μέχρι ασφυξίας· η ίδια είχε θυσιάσει ένα κομμάτι του εαυτού της για να μπορέσει να συνεχίσει το ταξίδι της. Μια χούφτα φαντάσματα δεν ήταν ικανά να τη σταματήσουν.
«Πάμε», είπε κι ανέβηκε στη σκηνή. Ο Λυγξ την ακολούθησε απρόθυμα.
Στάθηκαν νευρικά στο κέντρο, με τα βλέμματα των όντων συγκεντρωμένα πάνω τους. Η Τίφανι ξερόβηξε για να πάρει θάρρος.
«Είμαι η Τίφανι», συστήθηκε. «Από 'δω είναι ο Λευκός Λυγξ, ο σύντροφος και συνοδοιπόρος μου. Εσείς ποιοι είστε;»
Ένας χαμηλός ψίθυρος διέτρεξε τις σειρές των στοιχειών, σαν να συσκέπτονταν μεταξύ τους.
«Μας αποκαλούν το Συμβούλιο των Εξαχνωμένων», ήρθε η απάντηση.
Η κοπέλα έριξε μια κλεφτή ματιά στον Λύγκα, αλλά ο Ασσούριος ήταν το ίδιο ανίδεος με εκείνη. Τα όντα λικνίστηκαν συντονισμένα, όπως τα στάχυα στον άνεμο.
«Είμαστε Σκιομορφές – αυτοί που βαδίζουν στον Ονειρόκοσμο, αυτοί που οι θνητοί βλέπουν στα όνειρα και τους εφιάλτες τους. Κινούμαστε στις άκρες του οπτικού σας πεδίου· ποτέ ορατοί, αλλά πάντοτε παρόντες».
Η Τίφανι δάγκωσε τα χείλη της – αυτό το μέρος έμοιαζε να περιλαμβάνει όλες τις θαμμένες αναμνήσεις της, που έβγαιναν στην επιφάνεια σε ανύποπτο χρόνο. Όχι για πρώτη φορά κατά την παρουσία της στον Κρυπτόκοσμο, το μυαλό της ανέσυρε μια μνήμη από τότε που ήταν πολύ μικρούλα, τριών ή τεσσάρων ετών, όταν είχε ξυπνήσει ουρλιάζοντας κι έχοντας βρέξει τα σεντόνια από τον τρόμο της. Κάποιος (ο μπαμπάς της; δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το πρόσωπό του) είχε βρεθεί δίπλα της στο άψε-σβήσε και την κράτησε στην αγκαλιά του, καθησυχάζοντάς την έως ότου ο εφιάλτης έσβησε, αφήνοντας πίσω του μόνο μια ταγκή επίγευση. Στο όνειρό της η Τίφανι βρισκόταν στο Cookie Monster Island, τον παιδότοπο που συνήθιζαν οι γονείς της να την πηγαίνουν κάθε Σάββατο απόγευμα, μόνο που τώρα ήταν άδειος και σκοτεινός. Το πάτωμα ήταν γεμάτο πολύχρωμες μπάλες κι η μικρή άνοιγε δρόμο ανάμεσά τους με δυσκολία. Έμπαινε σε διάφορες αίθουσες με παιχνίδια, τσουλήθρες και παιδικά καθισματάκια σε ζωηρές αποχρώσεις, ψάχνοντας τη μαμά και τον μπαμπά της, όμως δεν μπορούσε να τους βρει πουθενά. Σταδιακά, η ατμόσφαιρα γινόταν πιο ζοφερή· κάποιες αίθουσες ήταν σκοτεινές, και το ίδιο και οι άκρες των διαδρόμων. Η μικρή Τίφανι ένιωθε πως κάτι την παρατηρούσε από τα πλάγια, όμως, κάθε φορά που έστρεφε το βλέμμα εκεί, δεν έβλεπε τίποτα. Άρχισε να αγχώνεται· κι όταν οι αόρατες παρουσίες έγιναν υπερβολικά πολλές, το κορίτσι δεν άντεξε άλλο – κατουρήθηκε πάνω της και πάτησε κάτι ξεφωνητά που τίναξαν τους γονείς της από τον μακάριο ύπνο τους.
Δεν θα ήταν η μοναδική φορά που θα τους έβλεπε· καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της, σε κάθε της όνειρο, σε κάθε της εφιάλτη, βρίσκονταν εκεί – θαμποί χαρακτήρες που στέκονταν στο παρασκήνιο, κομπάρσοι στις εικόνες που γεννούσε το υποσυνείδητό της όσο κοιμόταν. Όμως ήταν η πρώτη συνάντησή τους αυτή που είχε σημαδέψει την ψυχή της και της είχε δημιουργήσει έναν απόκοσμο φόβο για τον ύπνο· έναν φόβο που τελικά ξεπέρασε στην εφηβεία.
Τώρα είχε απέναντί της τα όντα που την είχαν τρομάξει τότε και, σε αντίθεση με τη μικρή Τίφανι, ένιωθε θυμωμένη. Είχε συναντήσει αρκετά φρικτά πλάσματα κατά την παραμονή της στις Κρυμμένες Πραγματικότητες, όμως αυτά εδώ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από σκιές, γαμημένα φαντάσματα που είχαν φοβίσει ένα μωρό – όφειλαν να επανορθώσουν.
«Σας έχω συναντήσει», είπε κοφτά. «Πολύ παλιά· στοιχειώνατε τα όνειρά μου για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Τώρα ήρθε η ώρα να εξιλεωθείτε για τα χρόνια τρόμου που μου προσφέρατε. Θέλω τη βοήθειά σας».
Ένα ακόμα κύμα αναταραχής διέτρεξε το ακροατήριο των Σκιομορφών, όμως η κοπέλα δεν τους έδωσε χρόνο να απαντήσουν. Ο Λυγξ παρακολουθούσε αμίλητος και σε ετοιμότητα.
«Αναζητώ το Ιερό της Εντροπίας. Γνωρίζω ότι βρίσκεται κάπου σε αυτή την πόλη, όμως εγώ κι ο σύντροφός μου αδυνατούμε να το βρούμε. Είμαι βέβαιη ότι εσείς ξέρετε πού είναι».
«Γιατί να σε στέρξουμε;» ρώτησε το Συμβούλιο.
«Καλή ερώτηση», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο Λυγξ.
«Επειδή μου το χρωστάτε».
Ένα ανατριχιαστικό κακάρισμα ήρθε ως απάντηση και τα πλάσματα αναδεύτηκαν στις θέσεις τους.
«Οι θνητοί δεν μπορούν να έχουν απαιτήσεις από εμάς», είπαν αποφασιστικά.
Προς μεγάλη έκπληξη του Λύγκα, η Τίφανι χαμογέλασε κι έβαλε το χέρι στις τσέπες του μπουφάν της.
«Περιπλανιέστε στα όνειρα των ανθρώπων και κρύβεστε στις σκιές», τους είπε αυστηρά, «τρομάζετε παιδιά κι ενήλικες και μετά επιστρέφετε εδώ, στο απομονωμένο σας βασίλειο, στα σκαλιστά καθίσματά σας· νιώθετε ότι στέκεστε υπεράνω των θνητών και της ύλης γιατί είστε φαντάσματα που κάνουν ό,τι γουστάρουν επειδή δεν μπορεί να τα τιμωρήσει κανείς».
Έβγαλε από την τσέπη της αυτό που είχε αποκρύψει από τον Λύγκα όταν τους κυνηγούσε η Βοή, τη σάρκινη απόληξη που είχε κόψει από τους Νοσηρούς, και την έτεινε προς το μέρος των Εξαχνωμένων· προς μεγάλη της ικανοποίηση, το ρίγος που διέτρεξε το Συμβούλιο ήταν ρίγος φόβου.
«Τι έφερες μαζί σου;» ρώτησαν με φωνή που έτρεμε.
«Κάτι που συνάντησα στα ταξίδια μου», απάντησε ψυχρά η Τίφανι. «Ένα μέρος από τα Τέκνα της Δημιουργίας. Δεν έχω ιδέα γιατί το κράτησα· ίσως η Κοσμική Θεά να με καθοδηγεί, να μου δείχνει τι πρέπει να γίνει για να φύγω από αυτόν τον καταραμένο τόπο. Τι φαντάζεστε ότι μπορεί να συμβεί αν το πετάξω πάνω σας; Μπορεί τίποτα – μπορεί όμως και να σας αρπάξει, να ενωθεί μαζί σας σε μία ενιαία οντότητα».
«Θα έχετε και κοινό σώμα πέρα από κοινή νοημοσύνη», υπερθεμάτισε ο Λυγξ χαιρέκακα.
«Απομάκρυνε το από εδώ», παρακάλεσαν οι Εξαχνωμένοι. «Δεν ανακατευόμαστε στην Αέναη Σύγκρουση των Θεών, είναι μια διαμάχη που δε μας αφορά. Ο Ονειρόκοσμος δεν υπόκειται στους ίδιους νόμους με τις υλικές διαστάσεις».
Ο Ασσούριος πήρε τον λόγο:
«Νομίζετε πως δεν σας αφορά; Αν εξαφανιστούν τα έμβια όντα, τότε ποιων τα όνειρα θα επισκέπτεστε; Όπως όλοι, έτσι θα χαθείτε κι εσείς – διότι αποτελείτε μέρος του Όλου».
«Πού είναι το Ιερό της Εντροπίας;» ρώτησε ξανά η Τίφανι.
Τα φασματικά πλάσματα συσκέφθηκαν χαμηλόφωνα για αρκετή ώρα, τόσο που η κοπέλα ένιωσε την υπομονή της να εξαντλείται. Το πλοκάμι των Νοσηρών συστρεφόταν σπασμωδικά, προσπαθώντας να ακουμπήσει με τον μυζητήρα του τη σάρκα της. Η Τίφανι σχεδόν μπορούσε να αισθανθεί την αδημονία του.
«Θα σας βοηθήσουμε», είπαν τελικά οι Εξαχνωμένοι.
«Περιπλανιέστε στα όνειρα των ανθρώπων και κρύβεστε στις σκιές», τους είπε αυστηρά, «τρομάζετε παιδιά κι ενήλικες και μετά επιστρέφετε εδώ, στο απομονωμένο σας βασίλειο, στα σκαλιστά καθίσματά σας· νιώθετε ότι στέκεστε υπεράνω των θνητών και της ύλης γιατί είστε φαντάσματα που κάνουν ό,τι γουστάρουν επειδή δεν μπορεί να τα τιμωρήσει κανείς».
Έβγαλε από την τσέπη της αυτό που είχε αποκρύψει από τον Λύγκα όταν τους κυνηγούσε η Βοή, τη σάρκινη απόληξη που είχε κόψει από τους Νοσηρούς, και την έτεινε προς το μέρος των Εξαχνωμένων· προς μεγάλη της ικανοποίηση, το ρίγος που διέτρεξε το Συμβούλιο ήταν ρίγος φόβου.
«Τι έφερες μαζί σου;» ρώτησαν με φωνή που έτρεμε.
«Κάτι που συνάντησα στα ταξίδια μου», απάντησε ψυχρά η Τίφανι. «Ένα μέρος από τα Τέκνα της Δημιουργίας. Δεν έχω ιδέα γιατί το κράτησα· ίσως η Κοσμική Θεά να με καθοδηγεί, να μου δείχνει τι πρέπει να γίνει για να φύγω από αυτόν τον καταραμένο τόπο. Τι φαντάζεστε ότι μπορεί να συμβεί αν το πετάξω πάνω σας; Μπορεί τίποτα – μπορεί όμως και να σας αρπάξει, να ενωθεί μαζί σας σε μία ενιαία οντότητα».
«Θα έχετε και κοινό σώμα πέρα από κοινή νοημοσύνη», υπερθεμάτισε ο Λυγξ χαιρέκακα.
«Απομάκρυνε το από εδώ», παρακάλεσαν οι Εξαχνωμένοι. «Δεν ανακατευόμαστε στην Αέναη Σύγκρουση των Θεών, είναι μια διαμάχη που δε μας αφορά. Ο Ονειρόκοσμος δεν υπόκειται στους ίδιους νόμους με τις υλικές διαστάσεις».
Ο Ασσούριος πήρε τον λόγο:
«Νομίζετε πως δεν σας αφορά; Αν εξαφανιστούν τα έμβια όντα, τότε ποιων τα όνειρα θα επισκέπτεστε; Όπως όλοι, έτσι θα χαθείτε κι εσείς – διότι αποτελείτε μέρος του Όλου».
«Πού είναι το Ιερό της Εντροπίας;» ρώτησε ξανά η Τίφανι.
Τα φασματικά πλάσματα συσκέφθηκαν χαμηλόφωνα για αρκετή ώρα, τόσο που η κοπέλα ένιωσε την υπομονή της να εξαντλείται. Το πλοκάμι των Νοσηρών συστρεφόταν σπασμωδικά, προσπαθώντας να ακουμπήσει με τον μυζητήρα του τη σάρκα της. Η Τίφανι σχεδόν μπορούσε να αισθανθεί την αδημονία του.
«Θα σας βοηθήσουμε», είπαν τελικά οι Εξαχνωμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου