«Όχι, όχι, όχι», κλαψούρισε καθώς μπουρδουκλωνόταν στην προσπάθειά της να βγει από το σλίπινγκ μπαγκ. «Μη χαλάσεις, σε παρακαλώ, μη χαλ-»
Η φωνή της έσβησε όταν διαπίστωσε ότι ο ασύρματος λειτουργούσε κανονικά με μόνη διαφορά το ότι τα παράσιτα, μόνιμος σύντροφός της όλο αυτό το διάστημα, είχαν σταματήσει. Άρπαξε το μικρόφωνο, πάτησε το πλήκτρο και μίλησε συγκρατώντας με δυσκολία τον ενθουσιασμό της:
«Είναι κάποιος εκεί; Απάντησέ μου, σε παρακαλώ!»
Δεν ήταν ακριβώς σιωπή αυτό που την περίμενε στην άλλη άκρη· υπήρχε ένας ανεπαίσθητος ήχος, σαν ελαφριά ανάσα. Η Τίφανι βεβαιώθηκε ότι κάποιος την άκουγε.
«Ονομάζομαι Τίφανι! Αν με ακούς, μίλα μου».
Η φωνή που απάντησε δεν ήταν αυτό που περίμενε η κοπέλα – ήταν παραμορφωμένη, σαν να έβγαινε από ένα χαλασμένο συνθεσάιζερ. Είπε μόνο μια λέξη προτού ο στατικός θόρυβος επανέλθει και την καλύψει ξανά, όμως ήταν αρκετή για να κάνει τη ραχοκοκαλιά της να ριγήσει:
«Τίφανι».
***
Η μοναδική επαφή της με οποιοδήποτε πλάσμα όσο καιρό βρισκόταν στον Κρυπτοκοσμο δεν ήταν και η ιδανικότερη. Η δεκαεπτάχρονη είχε τρομάξει από την ηλεκτρονική φωνή, κυρίως επειδή η χροιά έμοιαζε με τη δική της· ήταν σαν ένα μηχάνημα να είχε προσπαθήσει να την μιμηθεί. Για μια στιγμή σκέφτηκε να κλείσει τον ασύρματο για να μην χρειαστεί να ακούσει ποτέ ξανά αυτόν τον ήχο, όμως η λογική της τελικά επικράτησε. Το μυαλό της άρχισε να επεξεργάζεται διάφορα σενάρια: μπορεί ο συνομιλητής της να βρισκόταν μακριά ή ο ασύρματος να αλλοίωνε τον ήχο ή να υπήρχαν χίλιοι ακόμα λόγοι που η μετάδοση δεν ήταν καλή – έτσι κι αλλιώς οι φυσικοί νόμοι που όριζαν αυτόν τον τόπο δεν ήταν ξεκάθαροι.
Όμως, παρόλο που ο νους της προσπαθούσε να την καθησυχάσει, η καρδιά της έτρεμε· ήταν σαν να γνώριζε μέσα της πως, ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε απαντήσει στα καλέσματά της, έπρεπε να το αποφύγει πάση θυσία.
Έμεινε για λίγο αναποφάσιστη, με το χέρι της να αιωρείται πάνω από τον διακόπτη On/Off, ταλαντευόμενη μεταξύ λογικής κι ενστίκτου, μεταξύ ελπίδας και φόβου. Από τον ασύρματο δεν ακουγόταν τίποτα, σαν ο συνομιλητής να περίμενε από εκείνη να μιλήσει πρώτη.
Τελικά αποφάσισε να ρισκάρει· έφερε το μικρόφωνο κοντά στα χείλη της και ρώτησε:
«Πώς σε λένε;»
Ένας ήχος που έμοιαζε με γουργουρητό έφτασε στα αυτιά της και, αμέσως μετά, η φωνή επανέλαβε το όνομά της.
«Τίφανι».
«Πού βρίσκεσαι;» ρώτησε ξανά η κοπέλα νιώθοντας το στομάχι της κενό, όμως καμία απάντηση δεν ήρθε.
Η πικρή γεύση του φόβου γέμισε το στόμα της· το ένστικτό της κέρδισε τη μονομαχία κι έκλεισε απότομα τον ασύρματο.
Όμως ήταν ήδη αργά – το όν την είχε ήδη εντοπίσει.
~·~
Έτσι είναι και το Όλον – ένα τεράστιο υφαντό, που πάνω του είναι κεντημένα όλα τα σύμπαντα, όλες οι πραγματικότητες, όλοι οι κόσμοι· οι υλικοί, οι πνευματικοί, τα παράλληλα επίπεδα ύπαρξης, οτιδήποτε υπήρξε, υπάρχει ή θα υπάρξει βρίσκεται στη μπροστινή μεριά αυτού του Κοσμικού Υφαντού. Όμως υπάρχει και η άλλη όψη, εκείνη που αποτελείται από άπειρα θραύσματα κόσμων· ένα υφαντό σχηματισμένο από τις λεγόμενες Κρυμμένες Πραγματικότητες, τις αποκομμένες από το Όλον, που ονομάζεται Κρυπτόκοσμος.
***
Οι πόλεις είναι ζωντανοί οργανισμοί: γεννιούνται, καρδιοχτυπούν, πονάνε, χαίρονται, μισούν, ζουν και πεθαίνουν μαζί με τους ανθρώπους που τις κατοικούν· εξελίσσονται και μεγαλώνουν, ωριμάζουν και σαπίζουν, αναπαράγονται κι εξαπλώνονται, κατακτούν και καταστρέφουν - οργανισμοί κατ’ εικόνα και καθ' ομοίωση των δημιουργών τους. Πολύβουες και αεικίνητες, πάντα φωτεινές σε κάποια σημεία και πάντα σκοτεινές σε κάποια άλλα, οι πόλεις αναπνέουν ακολουθώντας την γραμμική πορεία των θνητών κατοίκων τους – γιατί το δημιούργημα πάντα υπακούει στις επιταγές του πλάστη του.
Όμως, κάποιες φορές, οι ενέργειες των ανθρώπων τις αναγκάζουν να βγουν εκτός φάσης, να αποσυνδεθούν με το Όλον. Κάθε φορά που οι δεισιδαιμονίες των δημιουργών τους επικρατούν, κάθε φορά που ο ορθολογισμός υποτάσσεται στους αρχέγονους φόβους και τις προκαταλήψεις αυτού του τόσο εύθραυστου και, ταυτόχρονα, τόσο ισχυρού είδους, ο κόσμος τους κλονίζεται. Η σύνεση χάνεται, η επιστήμη δεν προλαβαίνει να ερμηνεύσει τα ανεξήγητα φαινόμενα και η Λογική, το λεπτό στρώμα που διαχωρίζει τα σύμπαντα μεταξύ τους και τα προστατεύει από το χάος που παραμονεύει, φθείρεται. Όταν καταρρεύσει πλήρως, τότε ο κόσμος γίνεται Στατικός και αποκόπτεται από το Όλον – και οι πόλεις, αυτά τα ανθρώπινα οικοδομήματα των οποίων οι δρόμοι και τα κτίρια αντηχούν τις πράξεις των δημιουργών τους, απομένουν μετέωρες στο κενό, βυθισμένες στη λήθη και την σιωπή, μέρη ενός ατελείωτου πνιγηρού τίποτα, δίχως παρελθόν, παρόν ή μέλλον.
Γιατί, τι είναι ο χρόνος πέρα από μια αλληλουχία στάσιμων στιγμιότυπων, όπως τα καρέ ενός φιλμ; Κάθε τέτοιο στιγμιότυπο παραμένει παγωμένο στο χωροχρονικό συνεχές και ξεχνιέται καθώς ένα νέο καρέ έρχεται να το αντικαταστήσει. Αν κάποιο ανθρώπινο όν μπορούσε να επισκεφτεί το παρελθόν, εκείνη το στιγμιότυπο που τόσο νοσταλγικά έχει κρατήσει στη μνήμη του, θα ανακάλυπτε ότι έχει βρεθεί σε έναν κόσμο άδειο από καθετί – από ανθρώπους, από μυρωδιές, από χρώματα, τίποτα περισσότερο από μια δισδιάστατη ξεθωριασμένη φωτογραφία.
Και όλα αυτά τα καρέ, τα ξεχασμένα στον χρόνο, συγκεντρώνονται εκεί, στον Κρυπτόκοσμο· δημιουργούν το δικό τους παράδοξο υφαντό σε μια απελπισμένη προσπάθεια να συνεχίσουν να υπάρχουν. Διάσπαρτες στην απέραντη επιφάνειά του απλώνονται οι Σιωπηλές Πόλεις, άδεια στιγμιότυπα από άλλοτε ζωντανούς κόσμους, αμέτρητες όπως οι κόκκοι άμμου στην έρημο.
Σε εκείνο το μέρος τα πάντα ορίζονται από την απουσία: στον Κρυπτόκοσμο επικρατεί σκοτάδι επειδή απουσιάζει το φως, βασιλεύει το γκρίζο επειδή λείπουν τα χρώματα, κυριαρχεί η σιωπή επειδή ξεθωριάζουν οι ήχοι· όμως, κάποιες φορές, ακόμα κι αυτός ο απαράβατος κανόνας σπάει. Όπως η φωνή ενός αγγειοπλάστη αποτυπώνεται στον πηλό που δουλεύει, έτσι κάποιοι ήχοι παγιδεύονται στον χρόνο – ραδιοκύματα διαφόρων συχνοτήτων που περιπλανιούνται στην σιγή, πασχίζοντας κι αυτά (όπως και οι πόλεις) να υπάρξουν. Συγκεντρώνονται και αλληλεπιδρούν, ενώνονται και σχηματίζουν δεσμούς· και από τη συγχώνευση όλων αυτών των συχνοτήτων, κάποιες φορές μπορεί να αναδυθεί μια παράδοξη ηχητική οντότητα. Δεν έχει αυτοσυνειδησία αλλά διαθέτει νοημοσύνη· δεν μπορεί να σχηματίσει δικές της προτάσεις, όμως μιμείται ήχους και τους επαναλαμβάνει για να συνδιαλεχθεί. Χρησιμοποιεί τους ασύρματους, τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις αναζητώντας περισσότερα απομεινάρια ραδιοκυμάτων για να τα ενσωματώσει στην δική του ύπαρξη, να μεγαλώσει, να γιγαντωθεί – και μετά να ψάξει για ζωντανά πλάσματα ώστε να απομυζήσει κάθε ήχο τους.
Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχε συναντήσει ανθρώπινο ον, όμως αυτό είχε αλλάξει πια. Το θηλυκό στον ασύρματο ακουγόταν ιδανικό· η φωνή του ήταν δυνατή και γεμάτη ενέργεια, πλούσια και γεμάτη ηχόχρωμα.
Η Βοή δεν έχασε χρόνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου