Πέρα από τις αμέτρητες σιωπηλές πόλεις που απλώνονταν στη γνοφερή επικράτεια, δέσποζαν οι Νοσηροί· αναπαυμένοι στην κορυφή βουνών σαπισμένης σάρκας, παρατηρούσαν τις αφώτιστες περιοχές, αναζητώντας τον επόμενο εξόριστο που θα γινόταν μέρος τους. Σαν γιγάντιες απολήξεις ενός τερατώδους γυμνοσάλιαγκα, οι Νοσηροί ορθώνονταν τρεμουλιάζοντας και οσμίζονταν την κενή ατμόσφαιρα, ψάχνοντας για οποιοδήποτε ερέθισμα. Η Δημιουργία τούς είχε ξεράσει εδώ, στις Κρυμμένες Πραγματικότητες, από ένα σύμπαν που Της είχε παραδοθεί, όταν πλέον ο χώρος δεν έφτανε για να συνεχίσει να εξαπλώνεται – ένα σύμπαν γεμάτο εκτυφλωτικό φως από αστέρια που γεννιούνταν και δεν έσβηναν ποτέ, ένα σύμπαν γεμάτο κύτταρα που σχημάτιζαν λειτουργικές δομές, αναπόσπαστα συνδεδεμένες μεταξύ τους· σάρκα και ρίζες, οστά και βλαστοί, μάτια και άνθη, μία ενιαία οντότητα που ούρλιαζε αέναα από τις ωδίνες των συνεχών γεννών.
Η θύμηση εκείνου του Κόσμου έκανε τους Νοσηρούς να ανατριχιάζουν κι ένιωθαν ευλογημένοι που η Δημιουργία τούς είχε αποκόψει και τους είχε εξορίσει εδώ, στο απέραντο βασίλειο του σκότους, στο πίσω μέρος του Κοσμικού Υφαντού. Όμως η φύση του κάθε όντος αποτελεί τον πηγαίο κώδικα της ύπαρξής του, τα ένστικτά του είναι ανίκητα – κι έτσι οι Νοσηροί, όταν βρέθηκαν μακριά από το σύμπαν του ατέρμονου φωτός, έκαναν ό,τι είχαν προγραμματιστεί να κάνουν: εξαπλώνονταν, αναζητώντας άλλα πλάσματα με τα οποία θα συγχωνεύονταν, εγκιβωτίζοντας μέσα τους τη σάρκα και το μυαλό τους.
Συνήθως μπορούσαν να αντιληφθούν τη διαφορά στην ατμόσφαιρα όταν ένας καινούργιος εξόριστος εμφανιζόταν στις Κρυμμένες Πραγματικότητες· ο νεοφερμένος έφερνε μαζί του την αμυδρή μυρωδιά του κόσμου του, το φως, τα χρώματα, τους ήχους. Η αλλαγή ήταν σχεδόν αδιόρατη και κρατούσε ελάχιστα, όμως για τους Νοσηρούς ήταν έντονη, σαν δυνατό φως μέσα στο σκοτάδι. Με αυτόν τον τρόπο είχαν εντοπίσει δώδεκα νεοφερμένους: η λάμψη των επτά είχε σβήσει απότομα καθώς έρχονταν σε επαφή με κάποια από τις οντότητες που περιπλανιούνταν στον Κρυπτόκοσμο, ενώ οι άλλοι πέντε διασκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία του απέραντου χώρου.
Μία από τις πέντε όμως τους πλησίαζε· παρέα με μία μικρότερη λάμψη που είχε χάσει σχεδόν κάθε απόηχο του δικού του κόσμου, ένα πλάσμα που βρισκόταν αποκομμένο εδώ για πολύ, πολύ καιρό.
Το σάρκινο βουνό αναρίγησε από την προσμονή. Εκατοντάδες νηματοειδείς προεξοχές με μυζητήρες στην άκρη τους ξετυλίχτηκαν κι απλώθηκαν γύρω από τη μάζα σαν κρεάτινες ξόβεργες που περίμεναν τα θύματά τους.
***
Κάποτε ο Λυγξ είχε συναντήσει έναν άνδρα που είχε βάλει σκοπό της ζωής του να χαρτογραφήσει όλον τον Κρυπτόκοσμο. Ήταν ένας συμπαθητικός μεσήλικας που, κατά δήλωσή του, ο Χρονοθαλλός Αποκοπής του ήταν το 1997 – αυτό, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, σήμαινε πως εκείνη τη χρονιά είχε εξαφανιστεί από τον κόσμο του. Ο τύπος τού εξήγησε πως κάθε Κόσμος ακολουθούσε ένα τοπικό χρονολόγιο, συνήθως βασισμένο σε κάποιο σημαντικό γεγονός (για εκείνον ήταν η γέννηση του Ιησού Χριστού, για τον Λύγκα ήταν η ίδρυση της πρώτης πόλης του Ασσούρ) και ότι κάθε χρονικό σημείο στην ιστορία καταγραφόταν σε κάτι που αποκαλούσε "Κοσμικά Αρχεία". Αυτά τα σημεία ονομάζονταν Χρονοθαλλοί.
Εκείνος ο άνθρωπος δεν θυμόταν πόσος καιρός είχε περάσει από την αποκοπή του· όμως, μιας και ήταν πρακτικός και πολυπράγμων άνθρωπος (ήταν καθηγητής Ιστορίας σε κολέγιο, πρώην πρωταθλητής στο περιφερειακό πρωτάθλημα πάλης του Ουισκόνσιν και κιθαρίστας σε ροκ συγκρότημα), ξεπέρασε γρήγορα τον αρχικό πανικό του και βάλθηκε να ανακαλύψει τι στο διάολο ήταν εκείνο το μέρος. Ο Λυγξ, που είχε παρόμοιες βλέψεις, έμεινε μαζί του για αρκετό καιρό, κατά τη διάρκεια του οποίου έμαθε πάρα πολλά για τις Κρυμμένες Πραγματικότητες – κι ένα από αυτά ήταν η ύπαρξη των Νοσηρών.
Ο άνδρας τούς είχε συναντήσει σε κάποια από τις περιπλανήσεις του· ο τεράστιος όγκος τους του τράβηξε το ενδιαφέρον, δίχως να γνωρίζει τη φρίκη με την οποία θα ερχόταν αντιμέτωπος. Όπως είχε πει, ήταν το μοναδικό σημείο του Κρυπτόκοσμου (απ’ όσα είχε επισκεφτεί τουλάχιστον) όπου στην ατμόσφαιρα επικρατούσε μια βαριά οσμή· η δυσωδία του φρικώδους πλάσματος.
Τώρα, καθώς ο Λυγξ και η Τίφανι βάδιζαν κουρασμένοι προς τον σκοτεινό όγκο που αχνοφαινόταν στον ορίζοντα, οι πρώτες αναθυμιάσεις χάιδεψαν τα ρουθούνια τους. Η Τίφανι συνοφρυώθηκε – η ύπαρξη μυρωδιών σε εκείνον τον ξεχασμένο τόπο ήταν σπάνια. Παρά τη δυσοσμία, η κοπέλα ενθουσιάστηκε για την αλλαγή στον αέρα, ακόμα κι αν ήταν προς το χειρότερο.
«Νομίζω ότι πλησιάζουμε στο Ιερό της Εντροπίας», είπε με σιγουριά.
«Πώς το συμπέρανες αυτό;» ρώτησε ο Λυγξ, ο οποίος αμφιταλαντευόταν μεταξύ του να την ενημερώσει τι ήταν αυτό απέναντί τους και του να την αφήσει να το ανακαλύψει μόνη της. Δεν ήταν σίγουρος ότι η Τίφανι θα άλλαζε την πορεία τους, ακόμα κι αν γνώριζε για τους Νοσηρούς.
«Χμ, υπάρχει ένα δίπολο εδώ, έτσι δεν είναι; Δημιουργία κι Εντροπία – σαν να λέμε, ζωή και θάνατος. Ή φως και σκοτάδι, καλό και κακό, κάτι τέτοιο. Μιας κι επισκεφθήκαμε ήδη το Ιερό της Δημιουργίας, αυτό που προσφέρει ζωή, τώρα μας έχει μείνει το αντίθετό του. Και απ’ ό,τι μυρίζω, πρέπει να είμαστε κοντά».
«Αξιέπαινη η συλλογιστική σου, αλλά είναι λάθος», είπε ο αιλουροειδής μετά από έναν στιγμιαίο δισταγμό. Αποφάσισε να της μιλήσει – το τι θα αποφάσιζε μετά η Τίφανι ήταν στο δικό της χέρι.
«Ας κάνουμε ένα διάλειμμα», πρότεινε και στρογγυλοκάθισε στο σκληρό έδαφος. Η Τίφανι τον μιμήθηκε.
«Θεωρώ ότι έχεις αντιληφθεί κάποια πράγματα λάθος», άρχισε ο Λυγξ, «κι αυτό είναι φυσιολογικό, καθώς το μυαλό σας λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο. Σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι είστε πλάσματα της τάξης, θέλετε να έχετε τα πάντα τακτοποιημένα σε κουτάκια: εκεί που υπάρχει ζωή, δεν μπορεί να υπάρχει θάνατος ή το φως και το σκοτάδι δεν μπορούν να συνυπάρχουν ταυτόχρονα. Ή ότι είναι καλό δεν μπορεί να είναι κακό, σωστά;»
Η Τίφανι κατένευσε μπερδεμένη.
«Το ζήτημα των Κοσμικών Θεών δεν υπάγεται στην κοσμοθεωρία σας. Δε σημαίνει πως η Δημιουργία είναι καλή, παρόλο που η καρδιά σου τείνει προς αυτή τη σκέψη».
«Δεν καταλαβαίνω», μουρμούρισε η κοπέλα, ελαφρώς εκνευρισμένη από τα κρυπτικά λεγόμενα του Λύγκα.
Ο Ασσούριος έστρεψε το βλέμμα του προς τον σκοτεινό όγκο που θύμιζε βουνό.
«Αυτό που στέκει μπροστά μας δεν είναι αποτέλεσμα της Εντροπίας», είπε, «αλλά γέννημα της ανεξέλεγκτης Δημιουργίας. Είναι ένα ον με μοναδικό σκοπό της ύπαρξής του να εξαπλωθεί και να καταλάβει όσο περισσότερο χώρο μπορεί· ένας καρκίνος που δεν πεθαίνει, παρά μόνο αναπτύσσεται ασταμάτητα. Όπως μια μαζική εξόντωση, έτσι και η αχαλίνωτη αειγενεσία διαταράσσει την κοσμική ισορροπία και αποσυντονίζει το Όλον. Αυτό που θα συναντήσουμε, αν ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο, δεν θα είναι ευχάριστο ούτε φιλικό – αντιθέτως, μπορεί να ρισκάρουμε να βρούμε μια μοίρα χειρότερη από τον θάνατο».
«Τι μπορεί να είναι χειρότερο από τον θάνατο;» αναρωτήθηκε η Τίφανι.
«Η αιώνια ζωή», αποκρίθηκε σοβαρά ο Λυγξ. «Μια άσπλαχνη καταδίκη σε παντοτινή ύπαρξη, δίχως ελπίδα ανάπαυσης».
Το βλέμμα της έλεγε ξεκάθαρα πως δεν είχε πειστεί. Ο Λυγξ αναστέναξε· το ανθρώπινο είδος κουβαλούσε την κατάρα να αντιλαμβάνεται τα πάντα ως μαύρο και άσπρο, αγνοώντας τις γκρίζες αποχρώσεις.
«Ας στρίψουμε δεξιά», έκανε μια ακόμα προσπάθεια ο Ασσούριος. «Θα κάνουμε έναν μεγάλο κύκλο, αλλά δεν μας βιάζει και τίποτα, έτσι δεν είναι;»
«Όχι», απάντησε αδιάλλακτα η Τίφανι. «Εσύ μπορεί να έχεις συμβιβαστεί με τον Κρυπτόκοσμο, αλλά εγώ δε σκοπεύω να μείνω εδώ για πολύ ακόμα. Νομίζω πως ήμουν ξεκάθαρη – θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να γυρίσω σπίτι μου. Θα συνεχίσουμε τον δρόμο μας».
Ο Λυγξ το φοβόταν αυτό· η Τίφανι ήταν τόσο ξεροκέφαλη που προτιμούσε να ρισκάρει μια αιωνιότητα πόνου παρά να χαραμίσει, κατά την άποψή της, τον χρόνο της. Ήταν φανερό πως η επίσκεψή της στο Ιερό της Δημιουργίας τής είχε σχηματίσει μια διαστρεβλωμένη εικόνα στο μυαλό – και ίσως ο καλύτερος τρόπος για να πειστεί πως στον Κρυπτόκοσμο δεν υπήρχε η έννοια του καλού και του κακού ήταν να συναντήσει το τέκνο της Δημιουργίας σε όλη τη φρικιαστική του μεγαλοπρέπεια.
***
Έτσι και συνέβη· η οσμή έγινε πιο έντονη, πιο βαριά. Ήταν ένας εμετικός συνδυασμός χλωροφύλλης, μυκήτων, σάρκας κολλημένης σε σάρκα και αναπτυσσόμενων μικροβίων που έκανε την Τίφανι να αναγουλιάσει. Καθώς η ογκώδης μάζα γινόταν ολοένα και πιο ορατή, η κοπέλα μετάνιωσε που δεν άκουσε τη συμβουλή του Λύγκα, όμως δεν ήθελε να φανεί αδύναμη μπροστά του· έτσι άρχισε να ανασαίνει από το στόμα, παρόλο που μια φωνή μέσα της τσίριζε ότι έτσι κατάπινε την μπόχα που ανέδιδαν οι Νοσηροί.
Τριακόσια μέτρα μακριά τους, η Τίφανι κοντοστάθηκε αναποφάσιστη. Ο Λυγξ τέντωσε τα αυτιά του και γρύλισε καθώς εντόπιζε μερικά παράσιτα σε μακρινή απόσταση.
Το βουνό μπροστά τους ανάσαινε· άκουγαν την βαριά εισπνοή και εκπνοή του, ένιωθαν το έδαφος να δονείται από μια ατέρμονη σεισμική δραστηριότητα, εισέπνεαν την δυσοσμία του. Η Τίφανι άναψε τον φακό της και έστειλε τη δέσμη του ψηλά, προς τον όγκο που έκρυβε το ψυχρό φως του ορίζοντα.
Της ξέφυγε μια στριγκλιά καθώς αυτό που αντίκριζε ήταν πέρα από κάθε φαντασία – μια άμορφη, τρεμάμενη μάζα που ξεχείλιζε από κρέας, λίπος, οστά, κλαδιά, φτερά και λέπια. Έντρομη, η κοπέλα ύψωσε τον φακό της μέχρι την κορυφή, κι εκεί είδε τα πλάσματα που ονομάζονταν Νοσηροί: δεκάδες ανθρωπόμορφες φιγούρες που αναδύονταν από τον κεντρικό κορμό της φρικωδίας σαν αποτρόπαιες κεραίες. Τα γυμνά, τροφαντά κορμιά τους ήταν γεμάτα οφθαλμούς, που σφάλισαν απότομα καθώς το ξαφνικό φως τούς τύφλωνε, ενώ δεκάδες δόντια φύτρωναν από κάθε σημείο των κρανίων τους.
«Θεέ μου», ψέλλισε η Τίφανι, με δάκρυα στα μάτια.
Τα σώματα έσκυψαν προς τους νεοφερμένους, προξενώντας τους κύματα ανατριχίλας. Ο Λυγξ κοίταξε πίσω του ανήσυχος – ο γνώριμος ήχος στατικού θορύβου ακουγόταν πιο δυνατά τώρα, κι αυτό σήμαινε μόνο ένα πράγμα: έπρεπε να τσακιστούν να φύγουν από εκεί.
Άνοιξε το στόμα του για να προειδοποιήσει την Τίφανι, όμως η ματιά του έπεσε στο μαύρο έδαφος – εκεί, φιδογυρίζοντας ανάμεσα στα πόδια τους, διέκρινε δεκάδες λεπτές κόκκινες απολήξεις που περιελίσσονταν και συστρέφονταν, έτοιμες να τους αρπάξουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου