30.



    Το κεφάλι της ήταν βαρύ, σαν να είχε μόλις ξυπνήσει από έναν από εκείνους τους μακρόσυρτους απογευματινούς ύπνους, που δεν ξέρεις ούτε πού βρίσκεσαι, ούτε τι μέρα και ώρα είναι. Το αίσθημα του αποπροσανατολισμού όμως δεν κράτησε πολύ, καθώς ένιωσε το σκληρό έδαφος από κάτω της κι άκουσε έναν απόμακρο βόμβο που της ήταν γνώριμος.
    Σηκώθηκε με κόπο κι έριξε μια ματιά γύρω της, περιμένοντας να δει το τιτάνιο κτίσμα που στέγαζε το Τερματικό Μετάβασης, όμως το μόνο που αντίκρισε ήταν μαύρη έρημος. Το σκοτάδι έσπαγε μόνο από το ψυχρό μπλε απαύγασμα του ορίζοντα. Στη θέα του, η Τίφανι χαμογέλασε· ο μοναδικός τρόπος διαφυγής της από τις Κρυμμένες Πραγματικότητες είχε μεταφερθεί σε κάποιο άλλο σημείο της αχανούς επικράτειας. Δεν την ένοιαζε πλέον – δεν σκόπευε να φύγει από αυτό το μέρος, πόσω μάλλον να περάσει ξανά τις ίδιες βασανιστικές δοκιμασίες των Κοσμικών Θεών.
    Για κάποιο λόγο ένιωθε ανάλαφρη, σαν να μην είχε μόλις καταδικάσει τον εαυτό της σε μια αέναη περιπλάνηση στο πίσω μέρος του Υφαντού, στο σημείο που αποθέτονταν ξεχασμένα σύμπαντα· χαμογελούσε παρά τη λειψή της ψυχή, παρά τις κουτσουρεμένες της αναμνήσεις, παρά τα κομμάτια του εαυτού της που είχε αφήσει πίσω, μόνο και μόνο επειδή, κατά βάθος, ήξερε ότι είχε αποφασίσει σωστά: είχε προσφέρει στην εκδοχή της τη δυνατότητα να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή μακριά από τον καταδικασμένο της κόσμο, είχε χαρίσει στους γονείς της την ευκαιρία να χαρούν το εγγόνι τους. Κι η ίδια είχε ανακαλύψει ποια ήταν: ούτε άγγελος ούτε δαίμονας, ούτε ήρωας ούτε προδότης – μόνο μια απλή κοπέλα με τις αρετές και τα ελαττώματά της, τα λάθη και τις μεταστροφές της· ξεροκέφαλη, αδίστακτη, μεγαλόψυχη, αδύναμη, παθιασμένη. Δεν θα επέστρεφε στον κόσμο της επειδή δεν θα άντεχε τον εαυτό της μετά από τα όσα είχε κάνει, αντ’ αυτού θα έμενε πίσω έως ότου έβρισκε έναν τρόπο να εξιλεωθεί για τον φόνο του Λύγκα που την βάραινε αδιάκοπα. Τώρα καταλάβαινε τη σημασία της κοσμικής ισορροπίας για την οποία ανησυχούσε ο αιλουροειδής σύντροφός της, όμως τέτοια ζητήματα ήταν πέρα από τις δυνάμεις της· αυτό που μπορούσε να κάνει ήταν να βρει την ισορροπία στην ψυχή της.
Με αναπτερωμένο το ηθικό ξεκίνησε να περπατάει ακολουθώντας την πηγή του ήχου.

***

    Η Βοή θα είχε εισέλθει στην Παραχρονική Δίνη, αν δεν είχε τόσες αμφιβολίες για τη νεότευκτη φύση της. Ήθελε να βρεθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερα τοπικά και χρονικά σημεία του Όλου γινόταν, ώστε να εξαπλωθεί ταχύτερα, όμως δεν ήταν σίγουρη πως είχε μεγαλώσει αρκετά για να το επιτύχει.
Ίσως θα ήταν καλύτερα να προσπαθούσε να αυξήσει κι άλλο το μέγεθός της, απορροφώντας κάθε πιθανό ήχο που είχε να της προσφέρει ο Κρυπτόκοσμος· αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να επισκεφτεί κάθε Σιωπηλή Πόλη και να τραφεί με όλες τις μορφές ζωής που θα συναντούσε.
    Είχε ήδη εντοπίσει ψιθύρους και θροΐσματα από την πιο κοντινή πόλη, εκείνη όπου είχαν καταφύγει οι δύο φλογίτσες που δεν είχε καταφέρει να κάνει δικές της, όμως η πρόσβαση ήταν δύσκολη, καθώς την εμπόδιζαν οι Τάφροι του Κενού, έτσι όπως απλώνονταν κατά μήκος της μαύρης γης.
    Παρ’ όλα αυτά, ήταν αποφασισμένη – έτσι, άρχισε να ψάχνει να βρει έναν τρόπο για να υπερπηδήσει τα σκοτεινά χάσματα που, όπως διαισθανόταν, στα απύθμενα βάθη τους έκρυβαν την παντοτινή λήθη.


***

    Τα βήματά της οδήγησαν την Τίφανι πίσω στη νεκρόπολη, όμως το Ιερό της Εντροπίας δεν βρισκόταν πια εκεί· στη θέση του υπήρχε ένα κενό, σαν κάποιος να είχε μεταφέρει αυτούσιο το μαυσωλείο. Δεν την ένοιαξε – έτσι κι αλλιώς, δεν θα το αναζητούσε ποτέ ξανά.
    Συνεχίζοντας την πορεία της, βρέθηκε στο αρχαίο θέατρο των Σκιομορφών, όπου το Συμβούλιο των Εξαχνωμένων συνέχιζε να συσκέπτεται, ψιθυρίζοντας τα ονειρικά μυστικά του· η κοπέλα πέρασε από ανάμεσά τους, αμίλητη κι αδιάφορη για την παρουσία τους, όσο τα στοιχειά μουρμούριζαν.
    Πέρασε τη στενωπό και, για ακόμα μια φορά, βρέθηκε στην Πόλη #60606022 και την απέραντη ερημιά της. Μετά από τόσο καιρό περιπλάνησης, είχε αρχίσει να νιώθει μια ανεξήγητη οικειότητα όταν διάβαινε τους άδειους δρόμους, με μοναδική συνοδεία τον ήχο των βημάτων της. Ο βόμβος, που ακουγόταν καθαρά αν και ήταν ακόμα μακρινός, την καθοδηγούσε μέσα από τον λαβύρινθο των λεωφόρων, των οδών και των σοκακιών, της έδειχνε τον δρόμο προς τη Βοή. Την τελευταία φορά που είχαν συναντηθεί, η Τίφανι το είχε βάλει στα πόδια για να γλιτώσει, όμως τώρα ήταν αποφασισμένη να την αντιμετωπίσει· άλλωστε, δεν είχε κάτι άλλο να χάσει.
Είχε συρθεί σε αυτόν τον σιωπηλό, παράξενο κόσμο δίχως τη θέλησή της, όμως θα τον εγκατέλειπε με τους δικούς της όρους.

***

    Η Τίφανι την εντόπισε πρώτη, όπως ήταν φυσικό, καθώς η Βοή είχε πλέον τις διαστάσεις τυφώνα· την έβλεπε να ανταριάζει και να βρυχάται, μια καταιγίδα στατικού θορύβου που έκρυβε τον ορίζοντα και υψωνόταν ως τον μαύρο ουρανό.
Όμως και η ηχητική οντότητα την είδε· ήταν η φλόγα που της είχε ξεφύγει σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, το μικροσκοπικό πλάσμα που την είχε ταπεινώσει. Κανονικά, δεν θα της έδινε σημασία, όμως η υπερηφάνειά της είχε τρωθεί τη στιγμή που ήταν βέβαιη πως είχε αναδειχθεί στον νέο παντοδύναμο Θεό του Κρυπτόκοσμου.
    Στάθηκαν η μία απέναντι στην άλλη, ένα πλάσμα με σάρκα και οστά, που κουβαλούσε τα βάρη των πράξεών του, και μια άυλη οντότητα που την οδηγούσε η δίψα για κυριαρχία, με μόνο την Τάφρο του Κενού να τις χωρίζει.
    Η Τίφανι κινήθηκε πρώτη· διέσχισε το χάσμα από μια στενή λωρίδα γης και, προς μεγάλη ικανοποίηση της Βοής, βρέθηκε στην πλευρά της. Τα αυτιά της βούιζαν από τις υψηλές συχνότητες της Τάφρου, όμως η καρδιά της βροντοχτυπούσε από την αδημονία.
«Με κυνηγάς τόσο καιρό!» φώναξε με όλη της τη δύναμη η κοπέλα, και η οντότητα είδε τη φλογίτσα να δυναμώνει, να μετατρέπεται στιγμιαία σε πυρκαγιά. «Έλα, πιάσε με λοιπόν, γαμημένο!»
Με έναν ορυμαγδό που δικαιολογούσε πλήρως το όνομά της, η Βοή μετακινήθηκε λίγα μέτρα προς το μέρος του αντιπάλου της. Το έρεβος που κόχλαζε στην Τάφρο ανασάλεψε κι αμέτρητες αιθέριες ακίδες σχηματίστηκαν στη μαύρη επιφάνεια, μοιάζοντας με λεπτοκαμωμένα πλοκάμια που αναζητούσαν τα επόμενα θύματά τους.
«Έλα, μαλάκα! Τι περιμένεις;» ούρλιαξε η Τίφανι ξανά, αγνοώντας τον πονοκέφαλο που της είχαν ήδη προξενήσει οι διαπεραστικές συχνότητες.
    Η μύτη και τα αυτιά της μάτωσαν, το στόμα της πλημμύρισε αίμα· έφτυσε και γεύτηκε μέταλλο. Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα, το στομάχι της ήταν δεμένο κόμπος, τα πνευμόνια της δυσκολεύονταν να πάρουν ανάσα – το σώμα της έφθινε. Δεν ήξερε πόσο ακόμα μπορούσε να αντέξει υπό τη θανάσιμη επιρροή του χάσματος, όμως ήταν αποφασισμένη να πάρει μαζί της αυτήν τη γαμημένη φασαρία με πόδια.
Η Βοή κινήθηκε ξανά, εξαγριωμένη από το λιλιπούτειο θνητό πλάσμα που την προκαλούσε με τόσο θράσος και δίχως να δίνει σημασία στην Τάφρο που καιροφυλακτούσε να αρπάξει και τους δυο τους.
«Είμαι…Θεός», μούγκρισε η οντότητα, αιφνιδιάζοντας την Τίφανι για μια στιγμή. «Εσύ… τίποτα. Δεν… μιλάς… έτσι… σε Θεό».
Η κοπέλα δεν είχε φανταστεί ποτέ της ότι η Βοή είχε συνείδηση, πόσω μάλλον λαλιά — άλλωστε η πρώτη τους επικοινωνία μέσω του ασυρμάτου, χίλια χρόνια πριν, ήταν μια απλή επανάληψη του ονόματός της. Παρ’ όλα αυτά, η Τίφανι ξεπέρασε την έκπληξή της γρήγορα και εκτόξευσε μια τελευταία προσβολή, ενώ ταυτόχρονα μετακινούσε το κορμί της ένα βήμα πιο κοντά στην Τάφρο του Κενού. Ο πόνος στο κεφάλι της δυνάμωσε κι άλλο· έγινε ένα τρυπάνι που έσκαβε όλο και βαθύτερα· τα όργανά της κατέρρευσαν τελείως κι έχασε τον έλεγχο της κύστης και του εντέρου της, λερώνοντας το παντελόνι της.
Η Βοή την περικύκλωσε και μπήκε μέσα της από κάθε πόρο του κορμιού της, έτοιμη να απολαύσει το γεύμα που της ξέφευγε για τόσο καιρό. Η Τίφανι συγκέντρωσε κάθε ικμάδα ενέργειας που της είχε απομείνει και χαμογέλασε, παρά τον φρικτό πόνο που την είχε κατακλύσει.
«Σε έφερα… εδώ που ήθελα», ψέλλισε.

    Η τελευταία της σκέψη ήταν αφιερωμένη στον Λύγκα – μια ειλικρινής συγγνώμη για τον άδικο θάνατό του και μια ελπίδα ότι η αυτοθυσία της ίσως να επέφερε την πολυπόθητη ισορροπία, έστω και στο πίσω μέρος του Κοσμικού Υφαντού· ίσως με αυτόν τον τρόπο να αφαιρούσε έναν επιπλέον κίνδυνο για τα κατσούλια του, προτού η Βοή μεταφερόταν στο σύμπαν τους. Μακάρι ο Ασσούριος να ήταν εκεί για να την δει.
    Έπειτα άφησε το σώμα της να πέσει στην Τάφρο, η οποία δεν έχασε καιρό — το ζωντανό σκοτάδι εκτίναξε τις ακίδες του και γαντζώθηκε γερά από τον στρόβιλο λευκού θορύβου που ονομαζόταν Βοή. Ο αυτοανακηρυχθείς Θεός του Κρυπτόκοσμου στρίγκλισε καθώς συνειδητοποιούσε πως είχε παγιδευτεί και προσπάθησε να τραβηχτεί πίσω, όμως αυτό που κατοικούσε στα χάσματα τον κρατούσε γερά· εξάλλου ήταν ένας θηρευτής αρχαιότερος από τις Κρυμμένες Πραγματικότητες, ήταν το ίδιο το Τίποτα που είχε γεννήσει το Όλον. Ενώπιόν του, ακόμα κι οι Κοσμικές Θεές δεν τολμούσαν να σταθούν.
    Το σκοτάδι κομμάτιασε τη Βοή σε άπειρα τρίμματα και μετά την καταβρόχθισε, εξαφανίζοντάς την μια για πάντα· κι ανάμεσα στα αμέτρητα θραύσματα (που το καθένα τους κουβαλούσε τις αναμνήσεις χαμένων ζωών και σβησμένων κόσμων) υπήρχε και ένας μικροσκοπικός ήχος – η τελευταία ανάσα της Τίφανι του Κόσμου 1515, που αιωρήθηκε για λίγο στο κενό κι έπειτα παραδόθηκε στην ανυπαρξία.


~·~

Επίμετρο

    Στον Κόσμο 1515, μια Τίφανι Ντέιβις από κάποια άλλη πραγματικότητα γεννάει ένα υγιές αγόρι που, σε έναν μελλοντικό Χρονοθαλλό, θα αποσοβήσει την επιταχυνόμενη διαγραφή του Όλου· η κοπέλα πάντα έχει σε μια γωνιά του μυαλού της την υποψία πως δεν βρίσκεται στο σύμπαν της, κυρίως εξαιτίας μικρών ανακολουθιών στο περιβάλλον που δεν την αφήνουν να ησυχάσει.

    Χίλιους κόσμους μακριά, τρεις θηλυκοί λύγκες από το Ασσούρ μεγαλώνουν και γίνονται ξακουστοί κυνηγοί, χωρίς ποτέ να φανταστούν πως ο γεννήτοράς τους είχε αντικατασταθεί από μια εκδοχή του από άλλο κόσμο· ο Λευκός Λυγξ που πήρε τη θέση του εξορισμένου πατέρα τους τις αγάπησε πολύ και τις καθοδήγησε σωστά.

    Στον Κρυπτόκοσμο, στο πίσω μέρος του Κοσμικού Υφαντού, τα πάντα αλλάζουν και τα πάντα παραμένουν στάσιμα την ίδια στιγμή: νέες πόλεις αναδύονται κάθε δευτερόλεπτο και μαζί τους, τακτικά, εμφανίζονται θνητά πλάσματα από κάθε σημείο του Όλου, έκπληκτα και απροστάτευτα από τους ανείπωτους κινδύνους που παραμονεύουν εκεί· οι Εξαχνωμένοι περιπλανιούνται ασταμάτητα στον Ονειρόκοσμο παρατηρώντας τους θνητούς, κρυμμένοι στις σκιές των εφιαλτών τους, και μετά συσκέπτονται στο αρχαίο θέατρο ανταλλάσσοντας ψιθυριστά τα μυστικά τους· οι Ουρανοβάτες ταξιδεύουν αέναα παραμένοντας αδιάφοροι σε κάθε απόπειρα επικοινωνίας, αινιγματικοί εκπρόσωποι μιας κοσμικής δύναμης που παραμένει κρυφή.


~·~

Επίλογος

    Τελικά, σου είναι οικεία αυτή η ιστορία; Την έχεις ξανασυναντήσει κάπου; Ίσως ναι, ίσως όχι, δεν έχει σημασία. Τώρα ξέρεις – όχι τα πάντα φυσικά, αλλά όσα σου επιτρέπεται να μάθεις. Έμαθες για τις Κοσμικές Θεές, τη Δημιουργία και την Εντροπία, και τι εκπροσωπούν. Έμαθες πως εδώ δεν υπάρχει καλό και κακό, αυτές δεν είναι τίποτα περισσότερο από δύο λέξεις.
    Διότι οι Κοσμικές Θεές είναι άσπλαχνες, αφοσιωμένες μόνο στην επιβολή της φύσης τους· υπερβαίνουν κάθε θνητή σκέψη και νόμο, αδιαφορούν για έννοιες όπως η ηθική και η δικαιοσύνη. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά δύο αντίρροπες δυνάμεις σε διαρκή μάχη, σε μια λεπτή ισορροπία που επιτρέπει στο Όλον να υπάρχει. Όσο και οι δύο τους είναι ισάξιες, ο Κοσμικός Ζυγός παραμένει σε αρμονία – κι αυτό επιτυγχάνεται μόνο μέσω της Αέναης Σύγκρουσής τους.

Και η Δημιουργία μάχεται· και η Εντροπία αντιμάχεται.
Και η Ύφανση συνεχίζεται· και το Ξήλωμα συνεχίζεται.
Και μόνο έτσι επέρχεται ισορροπία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου