22.



«Τι είναι αυτό;» ρώτησε γεμάτη περιέργεια η Τίφανι, καθώς το ψυχρό μπλε φως του ορίζοντα έδινε σχήμα σε μια μεγάλη κατασκευή στη μέση του ερημότοπου.
Πλησιάζοντας, διαπίστωσαν πως ήταν ένας σκελετός, μισοθαμμένος στο σκληρό έδαφος. Έμοιαζε με άνθρωπο αν εξαιρούσε κανείς το μέγεθός του, καθώς είχε πάνω από πέντε μέτρα μήκος, και τα φτερά που εξείχαν από τις ωμοπλάτες του. Τα οστά του λαμπύριζαν στο ημίφως, σαν να ήταν φτιαγμένα από φίλντισι.
    Ο Λυγξ έκανε τον γύρο του σκελετού, μελετώντας τις διατάξεις των οστών του. Είχε ακούσει φήμες για την ύπαρξη ενός τέτοιου πλάσματος, όμως δεν περίμενε ποτέ ότι θα το έβλεπε από κοντά.
«Είναι ένας Ουράνιος», ανακοίνωσε με επισημότητα και, όταν είδε πως η Τίφανι δεν είχε καταλάβει, πρόσθεσε: «Ένας νεκρός άγγελος».
«Τι άγγελος;» ρώτησε η κοπέλα δύσπιστα. «Σαν αυτούς στη Βίβλο;»
«Ε, κάπως έτσι».
«Και πώς πέθανε;»
«Υποθέτω ότι το έκανε κάποιος Πράκτορας της Εντροπίας. Κάποια από τις ισχυρές οντότητες που την υπηρετούν».
«Ναι, αλλά… αλλά… αυτό σημαίνει πως όσα γράφει στην Αγία Γραφή είναι αληθινά;»
Ο Λυγξ μύρισε τα κόκαλα με περιέργεια· ανέδιδαν μια ανεπαίσθητη οσμή μύρου.
«Ξέρεις πώς αποκαλούν κάποιοι το Όλον;» απάντησε, παρατηρώντας ακόμα τον νεκρό Ουράνιο. «Έναν κόσμο γεμάτο σύμπαντα – σε έναν τέτοιο κόσμο, γεμάτο άπειρες πιθανότητες, τα πάντα είναι αληθινά. Η Βίβλος, το Κοράνι, οι Βέδες, τα Αβαντάνας, το Ταλμούδ, το Τάο-τε-κινγκ, το Κοτζίγκι, το Γκρανθ· όλα λένε την αλήθεια επειδή ουσιαστικά είναι παράθυρα σε εναλλακτικές πραγματικότητες. Οι δημιουργοί όλων των θρησκειών ήταν φωτισμένα πλάσματα που είχαν πρόσβαση σε αυτά τα έτερα σύμπαντα που περιέγραψαν στα λόγια ή στα γραπτά τους – Κοσμικοί Μύστες που είδαν ένα θραύσμα του Όλου».
Η Τίφανι πλησίασε τα λαμπερά οστά κι άπλωσε το χέρι της να τα αγγίξει, όμως ο Λυγξ την σταμάτησε.
«Όχι, Τίφανι. Δεν καταλαβαίνεις – είναι ένα πλάσμα από μια διάσταση που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε», της εξήγησε. «Δεν προέρχεται από ένα εναλλακτικό σύμπαν, όπου επικρατούν πάνω-κάτω οι ίδιοι φυσικοί κανόνες, αλλά από ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο ύπαρξης. Προφανώς, με κάποιον τρόπο μεταφέρθηκε σε έναν ζωντανό Κόσμο κι αργότερα αποκόπηκε από εκεί. Και, για να είμαι ειλικρινής, το ότι τα υπολείμματά του βρίσκονται εδώ σημαίνει πως εκείνος ο Κόσμος διαγράφηκε σύντομα μετά την αποκοπή του Ουράνιου. Ξέρεις, η συνειδητοποίηση της ύπαρξης τέτοιων όντων είναι αβάσταχτη για τους θνητούς και, σε αυτές τις περιπτώσεις, το Νηματικό Όριο ξεπερνιέται σχετικά άμεσα».
Η Τίφανι τον διέκοψε, ζαλισμένη από τις ορολογίες.
«Τι είναι αυτό;»
«Ο ανώτατος αριθμός ανεξήγητων γεγονότων που επιτρέπεται να υπάρχουν σε κάθε Κόσμο. Αν ξεπεραστεί, τότε εκείνη η Πραγματικότητα διαγράφεται».
Η κοπέλα ήταν φανερό πως δεν καταλάβαινε.
«Ρώτα ένα από τα Τερματικά», είπε κουρασμένα ο Λυγξ, που κι ο ίδιος μετά βίας κατανοούσε τέτοια πράγματα. «Το βασικό είναι να μην ακουμπήσεις τον Ουράνιο και να φύγουμε από δω το συντομότερο».
    Η Τίφανι καταπίεσε την παρόρμησή της, σκεπτόμενη πως ήταν κρίμα που δεν είχε μαζί της μια φωτογραφική μηχανή για να απαθανατίσει όλα τα θαύματα που είχε συναντήσει στον Κρυπτόκοσμο (παρακαλούσε τον πατέρα της να της αγοράσει μια Polaroid από τότε που ήταν δώδεκα), και ακολούθησε τον Λύγκα που βάδιζε ήδη προς τα ανατολικά.

~·~

    Η διαφυγή των δύο φλογών που καταδίωκε στην επικράτεια των Νοσηρών είχε πλήξει ανεπανόρθωτα τη νεογέννητη υπερηφάνεια της Βοής και κυρίως την αυτοαναγνώρισή της ως τον καινούργιο Θεό του Κρυπτόκοσμου. Μέσα στη μανία της αναζήτησε πρώτα έναν τρόπο να περάσει πάνω από την Τάφρο του Κενού κι έπειτα, αφού δεν τα κατάφερε, μια νέα πηγή τροφής — όχι επειδή πεινούσε ή επειδή το χρειαζόταν, αλλά μόνο και μόνο επειδή μπορούσε. Οι συχνότητες που εξέπεμπε το χάσμα ήταν μια καλή λύση, όμως διαισθανόταν πως, αν πλησίαζε πολύ κοντά, οι ρόλοι θα αντιστρέφονταν και θα γινόταν η ίδια βορά του κενού. Προτίμησε να απομακρυνθεί και να αναζητήσει νέους ήχους στο περιβάλλον· δεν βρήκε τίποτα, μιας και η περιοχή των Νοσηρών είχε φροντίσει από καιρό να απορροφήσει κάθε μορφή ζωής, όσο ελάχιστη κι αν ήταν.
    Η Τάφρος εκτεινόταν σε άγνωστη απόσταση και, απ’ όσο θα μπορούσε να γνωρίζει, μπορεί να συνεχιζόταν για πάντα· η Βοή δε σκόπευε να ξοδέψει τον πολύτιμο χρόνο της ψάχνοντας δύο μικροσκοπικές φλογίτσες. Έτσι κι αλλιώς, η ποσότητα των ήχων που περιείχαν μέσα τους ήταν πεπερασμένη.
    Η προσοχή της τώρα στράφηκε στην Παραχρονική Δίνη· είχε συναντήσει κι άλλες τέτοιες ανωμαλίες όσο ταξίδευε στις Κρυμμένες Πραγματικότητες, και όταν ακόμα ήταν μικρή – τίποτα περισσότερο από μια λιλιπούτεια κακοφωνία – ένα από τα όνειρά της ήταν να βυθιστεί μέσα της, να την αφήσει να την παρασύρει, να την σκορπίσει σε άπειρα σύμπαντα και σε άπειρες χρονικές στιγμές. Σε έναν ζωντανό κόσμο γεμάτο ήχους θα θέριευε γρήγορα και θα τον κυρίευε χωρίς δυσκολία.
    Τότε δεν ήταν έτοιμη· ήταν αδύναμη και φοβισμένη, περιπλανιόταν σε έναν σκοτεινό τόπο, όπου βασίλευε η σιωπή, χωρίς τίποτα να την καθοδηγεί εκτός από την επιθυμία της να συλλέξει κάθε ήχο – τώρα όμως είχε μεγαλώσει αρκετά ώστε να το επιχειρήσει.
    Μέσα στην αλαζονεία της άρχισε να κάνει σχέδια κατάκτησης κάθε κόσμου που θα συναντούσε· και όταν θα τα κατάφερνε, όταν κάθε θραύσμα της θα αυξανόταν και θα μεγεθυνόταν, τότε θα έβρισκε έναν τρόπο να επιστρέψει στον Κρυπτόκοσμο, να ενωθεί ξανά και να κυβερνήσει τα πάντα. Θα ήταν μια οντότητα φτιαγμένη από τους ήχους άπειρων πραγματικοτήτων: ένας ψίθυρός της θα μπορούσε να συντρίψει ολόκληρες διαστάσεις, ένα μουρμούρητό της θα ακουγόταν χίλια σύμπαντα μακριά. Θα δημιουργούσε νέους κόσμους που θα τραγουδούσαν ασταμάτητα, τροφοδοτώντας την με τους ήχους τους, κάνοντάς την πιο ισχυρή. Και όλα αυτά βρίσκονταν δίπλα της, μέσα σε εκείνο το μοβ σύννεφο που χόρευε αργά σε σπείρες.
    Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να αφεθεί στην αγκαλιά του.


***

    Καθώς πλησίαζαν προς την Πόλη #60606022, η Τίφανι έπιασε τον εαυτό της να κοιτάζει ασυναίσθητα προς τον ουρανό, προσμένοντας να εντοπίσει κάποιον Ουρανοβάτη που θα της έδειχνε τον δρόμο προς το Ιερό της Εντροπίας. Ο Λυγξ φαινόταν καταπτοημένος και βάδιζε με δυσκολία, σαν να πήγαινε για εκτέλεση.
    Η Πόλη ήταν ίδια κι απαράλλαχτη με κάθε άλλη πόλη που είχαν επισκεφτεί· παρόμοια ψηλά κτίρια δέσποζαν γύρω τους (η Τίφανι αναρωτήθηκε αν, κάπου στον Κρυπτόκοσμο, υπήρχαν και μικρές κωμοπόλεις ή χωριά, όμως ο σύντροφός της δεν ήξερε να της απαντήσει), τυλιγμένα στην ομίχλη και βυθισμένα στην ίδια σιωπή που είχε δώσει στις πόλεις το όνομά τους. Νέον πινακίδες, σβησμένες από καιρό, κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια τους, προσδίδοντας μια φουτουριστική νότα στα τσιμεντένια θηρία που τους περιέβαλλαν.
    Προχώρησαν για μια ολόκληρη κλεψύδρα προς την ίδια κατεύθυνση, ελπίζοντας πως θα έφταναν στην καρδιά της πόλης και θα έβρισκαν μια ένδειξη ότι κάπου εκεί βρισκόταν ο ναός της έτερης Κοσμικής Θεάς. Η Τίφανι παρατήρησε πως οι δρόμοι ήταν πιο στενοί και τα κτίρια πιο πυκνά, δημιουργώντας ένα γκρίζο τείχος που χανόταν στην ομίχλη. Όσο περισσότερο εισέρχονταν στην Πόλη #60606022, τόσο περισσότερο τους έπνιγε ένα βαθύ συναίσθημα απομόνωσης και αποκοπής από την πραγματικότητα, σαν να βρίσκονταν φυλακισμένοι σε ένα όνειρο δίχως ελπίδες διαφυγής. Από κάποιο σημείο και μετά έσερναν τα βήματά τους, ακολουθώντας την προκαθορισμένη πορεία τους μηχανικά. Η Τίφανι δεν είχε αισθανθεί ποτέ της πιο μακριά από το σπίτι.
    Ένας κόμπος είχε σταθεί στον λαιμό της και ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα, αν και δεν ήξερε το γιατί· το μόνο που ένιωθε ήταν ένα ανυπόφορο αίσθημα απώλειας, ματαιότητας και νοσταλγίας για τόπους και χρόνους στους οποίους δεν μπορούσε να επιστρέψει ποτέ πια. Με κάθε της βήμα σιγουρευόταν πως θα έμενε στις Κρυμμένες Πραγματικότητες για πάντα — και το χειρότερο ήταν πως η απουσία της δεν θα γινόταν ποτέ αντιληπτή. Θα ήταν σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.
Ούτε ο Λυγξ ήταν σε καλύτερη κατάσταση — το μυαλό του επέστρεφε συνέχεια στην οικογένειά του και η απελπισία γράπωνε ολοένα και πιο πολύ την ψυχή του.
    Η ομίχλη πύκνωσε τόσο πολύ που στο τέλος δεν έβλεπαν ούτε ένα μέτρο μπροστά τους. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισαν να διασχίζουν την πόλη ψυχαναγκαστικά, αποφασισμένοι να μη σταματήσουν αν δεν έβρισκαν αυτό που έψαχναν.

    Σε ένα σκοτεινό γυμναστήριο ανακάλυψαν ένα ακόμα Τερματικό, όμως ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν ένα τέτοιο εκτός λειτουργίας. Το λίθινο περίβλημά του ήταν φαγωμένο και η οθόνη του ραγισμένη.
«Η επιρροή της Εντροπίας είναι πολύ δυνατή εδώ», είπε βλοσυρά ο Λυγξ, «παρόλο που ο Κρυπτόκοσμος είναι εκτός των ορίων των Κοσμικών Θεών».
Αφουγκράστηκε την άδεια πόλη, μήπως και εντόπιζε κάποια αμυδρή δόνηση που θα υποδείκνυε ότι κάτι στη φύση της #60606022 ήταν διαφορετικό.
Δεν έπεσε έξω.
«Δεν είναι μία πόλη», μουρμούρισε μετά από λίγο.
«Τι εννοείς;»
«Είναι τρεις ή τέσσερις πόλεις, η μία μέσα στην άλλη», εξήγησε ο Λυγξ, «σαν μια στοίβα από καρέ. Δεν έχω ξανασυναντήσει κάτι τέτοιο – διαφορετικές χρονικές αλληλουχίες στον ίδιο χώρο».
«Άρα γι’ αυτό υπάρχουν τόσα πολλά κτίρια», είπε η Τίφανι. «Πώς μας χρησιμεύει αυτή η πληροφορία;»
«Δεν μας χρησιμεύει – αν και πλέον είναι φανερό πως η κοσμική ισορροπία έχει διαταραχθεί. Πολύ φοβάμαι πως η Εντροπία βρήκε τρόπο να αγγίξει μέχρι και τις Κρυμμένες Πραγματικότητες».
«Εμένα όλα αυτά δεν μου λένε τίποτα», είπε παγερά η Τίφανι. «Χέστηκα για τους Κόσμους και τις χρονικές αλληλουχίες και τις Κρυμμένες Πραγματικότητες. Το μόνο που θέλω είναι να γυρίσω σπίτι και μου φαίνεται πως αυτή η Θεά είναι αρκετά ισχυρή ώστε να με βοηθήσει».
«Δεν πρόκειται να προσφέρει τη συνδρομή της χωρίς αντάλλαγμα».
«Το ξέρω. Θα της δώσω ό,τι θέλει».
Η αποφασιστικότητά της έκανε τον Λύγκα να σιωπήσει.
«Συνεχίζουμε;» πρότεινε η Τίφανι και βγήκε έξω.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου