Ο Λυγξ δεν επέστρεψε για δύο ολόκληρες κλεψύδρες. Η Τίφανι δεν τον αναζήτησε· του είχε θυμώσει τόσο επειδή την είχε εγκαταλείψει, αλλά κι επειδή θεωρούσε πως της απέκρυπτε πράγματα ζωτικής σημασίας. Το αιλουροειδές από το Ασσούρ γνώριζε καλά πόσο ήθελε η κοπέλα να φύγει από εκεί, παρ’ όλα αυτά αρνούνταν να τη συνδράμει. Καθώς οι ώρες περνούσαν κι ο Λυγξ παρέμενε άφαντος, η Τίφανι άρχισε να αναθεωρεί τη μεταξύ τους σχέση.
Καταρχάς την παρακολουθούσε εν αγνοία της σχεδόν από την αρχή, τότε που η κοπέλα ήταν πανικόβλητη και χαμένη. Δεν την πλησίασε, δεν της αποκαλύφθηκε, δεν τη βοήθησε παρά μόνο πολύ αργότερα.
Δεύτερον, είχε αποδειχθεί πως γνώριζε περισσότερα απ’ όσα έλεγε, τόσο για τον Κρυπτόκοσμο όσο και για το πώς μπορούσε κάποιος να ξεφύγει από αυτόν. Ήξερε για το Τερματικό Μετάβασης και τη διαδικασία που θα έπρεπε να ακολουθήσει κάποιος για να το ενεργοποιήσει, παρ’ όλα αυτά επέμενε πεισματικά στη σιωπή του.
Τρίτον, η Τίφανι δεν ήταν καθόλου σίγουρη για τις προθέσεις του. Ήταν μια μεγάλη αγριόγατα που μιλούσε, έξυπνη και πανούργα. Ήξερε τη γλώσσα της (δεν είχε πειστεί από την απάντησή του ότι καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον με κάποιον ακατανόητο τρόπο), γνώριζε πάρα πολλά πράγματα από τον Κόσμο της και είχε αναλάβει τον ρόλο του καθοδηγητή χωρίς να του ζητηθεί. Η Τίφανι συνειδητοποίησε πως όλο αυτόν τον καιρό την χειριζόταν και την κατηύθυνε εκεί που ήθελε εκείνος – και φυσικά στο τέλος την είχε απειλήσει. Αυτό την θύμωσε περισσότερο. Μάζεψε τα πράγματά της και συνέχισε τον δρόμο της ψάχνοντας ένα Τερματικό για να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την Πόλη #28441.
Είδε ξανά τον Ουρανοβάτη καθώς διέσχιζε την κεντρική λεωφόρο· στεκόταν ακίνητος ανάμεσα σε δύο ουρανοξύστες, επιβλέποντας τη Σιωπηλή Πόλη. Η Τίφανι αναρωτήθηκε για τη φύση και τον σκοπό αυτών των πλασμάτων.
Βρήκε ένα Τερματικό σε ένα σούπερ μάρκετ, ανάμεσα σε ράφια με σκονισμένα κουτιά δημητριακών και ροφημάτων. Του ζήτησε τις συντεταγμένες για την πόλη που έψαχνε, καθώς κι έναν τρόπο για να μπορέσει να τις κατανοήσει, κι εκείνο εμφάνισε μια λεπτομερή λίστα επεξηγήσεων. Οι συντεταγμένες του Κρυπτόκοσμου δεν αφορούσαν μόνο το γεωγραφικό μήκος και πλάτος, αλλά κι ένα σωρό άλλες παραμέτρους: Χρονοθαλλό αποκοπής, κοσμολογικό υψόμετρο, κατάσταση εντροπίας, τομή ορίζοντα, μεταβατικό αζιμούθιο – ένα κατεβατό από έννοιες κι όρους που η Τίφανι δεν είχε ακούσει ποτέ της.
Απογοητευμένη, ζήτησε να μάθει προς τα πού έπρεπε να κατευθυνθεί και πόσο χρόνο θα της έπαιρνε να φτάσει εκεί. Το βελάκι που εμφανίστηκε στην οθόνη έδειχνε προς τα βορειοανατολικά, όμως ο χρόνος ήταν ακαταλαβίστικος· τίποτα περισσότερο από ακατανόητα σύμβολα σαν ιερογλυφικά που άλλαζαν ασταμάτητα.
«Ο χρόνος δεν βγάζει κανένα νόημα στον Κρυπτόκοσμο».
Η φωνή την έκανε να τιναχτεί, όμως δε στράφηκε προς το μέρος της. Ο Λυγξ είχε επιστρέψει, φανερά πιο ήρεμος.
«Άκουσα διάφορες ιστορίες στα ταξίδια μου», συνέχισε εκείνος χαμηλόφωνα, «πως η Υφάντρα του Χρόνου είναι πια νεκρή. Πως δεν δημιουργεί νέες χρονικές αλληλουχίες και πως, όσες σβήνουν, χάνονται για πάντα».
«Αποφάσισες να γυρίσεις;» ρώτησε η Τίφανι ψυχρά.
«Ναι. Νομίζω ότι θα χρειαστείς βοήθεια», απάντησε ο Λυγξ φιλικά.
Η κοπέλα γύρισε και τον κοίταξε. Στο βλέμμα της ο αιλουροειδής διέκρινε δυσπιστία.
«Πιστεύω ότι μπορώ να τα καταφέρω και μόνη μου», είπε. «Έτσι κι αλλιώς οι στόχοι μας είναι διαφορετικοί – εγώ θέλω να γυρίσω πίσω, εσύ βολεύτηκες με την υπάρχουσα κατάσταση».
«Κρίνεις χωρίς να γνωρίζεις».
«Φυσικό δεν είναι; Δεν γνωρίζω επειδή εσύ με κράτησες στο σκοτάδι όλο αυτό τον καιρό».
«Δεν–»
«Με απείλησες. Με τρόμαξες. Νόμιζα ότι ήσουν φίλος μου».
Ο Λυγξ την κοίταξε σταθερά.
«Είμαι φίλος σου. Γι’ αυτό ξαναγύρισα», είπε.
«Τέλος πάντων, κάνε ό,τι νομίζεις. Δε μπορώ να σε εμποδίσω να έρθεις μαζί μου αλλά μην περιμένεις να χαρώ κιόλας».
Η Τίφανι φόρεσε το σακίδιό της και βγήκε από το σούπερ μάρκετ· ο Λυγξ ξεφύσηξε απηυδισμένος και μετά την ακολούθησε. Η κοπέλα δεν το αντιλαμβανόταν, αλλά εκείνος, ήθελε δεν ήθελε, είχε φορτωθεί ένα ακόμα κατσούλι.
***
Λίγα χιλιόμετρα μακριά από την πόλη ο Λυγξ έκανε μια παρατήρηση: ο Ουρανοβάτης τούς ακολουθούσε. Το μπλε απαύγασμα του ορίζοντα αντανακλούσε στη μορφή του καθώς διέσχιζε αργά την ατμόσφαιρα. Αυτή ήταν και η μοναδική κουβέντα που αντάλλαξαν οι δύο συνταξιδιώτες καθ’ όλη την πορεία τους προς την Πόλη #28441 και το Κέλυφος της Νόησης που κρυβόταν στα σκοτεινά κτίριά της.
~·~
«Πώς θα ξέρω πού πρέπει να πάω;» παραπονέθηκε. «Πώς μοιάζει το Κέλυφος; Δεν μπορώ να ψάξω σε δέκα χιλιάδες κτίρια!»
«Κοίτα», είπε ο Λυγξ και έδειξε με το μουσούδι του προς τα πάνω.
Ο Ουρανοβάτης, που έως τότε τους ακολουθούσε από απόσταση, τώρα πέρασε από πάνω τους. Η κίνησή του ήταν απαλή κι αέρινη, σαν να τον έσπρωχνε ένας ανεπαίσθητος άνεμος.
«Νομίζω ότι θα μας δείξει τον δρόμο», συνέχισε ο Λυγξ και τον ακολούθησε με τεντωμένα τα αυτιά.
«Σαν πολλοί δεν μαζευόμαστε;» μουρμούρισε η Τίφανι, αλλά χωρίς να νιώθει πραγματική δυσαρέσκεια. Σε εκείνο το σημείο, ήταν πρόθυμη να δεχτεί οποιαδήποτε βοήθεια – ακόμα και του Λευκού Λύγκα, αν και απέναντί του θα παρέμενε επιφυλακτική.
Ο Ουρανοβάτης έστριψε σε έναν πλατύ δρόμο και χάθηκε από το οπτικό τους πεδίο.
«Από 'δω! Πιο γρήγορα», παρότρυνε την Τίφανι ο Λυγξ, κι έπειτα έστριψε κι εκείνος στη γωνία.
Η κοπέλα ακολούθησε, ασθμαίνοντας από το βάρος του σακιδίου της.
Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα ακολουθούσαν το δαιδαλώδες μονοπάτι που τους υποδείκνυε το αιωρούμενο ον σαράντα μέτρα από πάνω τους. Προσπέρασε γραφεία, κινηματογράφους, βιβλιοθήκες, δημαρχεία, κατοικίες, συνεργεία, θέατρα, καταστήματα, ένα νεκροταφείο (οι τρύπες στο έδαφος έχασκαν ανοιχτές, κάνοντάς την να ανατριχιάσει), τρεις εκκλησίες και αρκετά πάρκα με γκρίζα δέντρα που έμοιαζαν απολιθωμένα. Όσο βαθύτερα έμπαινε στην πόλη, τόσο τα σύγχρονα κτίρια έδιναν τη θέση τους σε κτίσματα παλαιότερης τεχνοτροπίας, με ευρύχωρα μπαλκόνια και περίτεχνα παραπέτα, με καλαίσθητα κάγκελα και αψιδωτές θύρες, με οροφές από κεραμίδια και τοίχους από σκαλιστή πέτρα. Η άσφαλτος έδωσε τη θέση της σε λιθόστρωτο και οι στύλοι του ηλεκτρικού σε σβηστούς φανοστάτες. Στο τέλος, το μοναδικό που δεν άλλαξε ήταν η σιωπή – η παλιά πόλη έστεκε το ίδιο βουβή όπως και ο σύγχρονος απόγονός της.
Ο Ουρανοβάτης είχε ακινητοποιηθεί πάνω από ένα αλσύλλιο με δέντρα στα χρώματα της τέφρας κι ο Λυγξ την περίμενε ανυπόμονα. Στο κέντρο του πάρκου, σε ένα ξέφωτο, υπήρχε ένα κιόσκι σαν αυτό που είχε ο παππούς της, που είχε πεθάνει ενάμιση χρόνο νωρίτερα, στο σπίτι του στο Νιούτον· η απροσδόκητη ανάμνηση τής έφερε δάκρυα στα μάτια.
Το κιόσκι ήταν φτιαγμένο από κάποιο υλικό που στραφτάλιζε, σαν μάρμαρο που περιείχε αστροφώς. Όσο περισσότερο το κοίταζε, τόσο περισσότερο ένιωθε σαγηνευμένη από την απόκοσμη ομορφιά του. Στις κολόνες του ήταν σκαλισμένες σπείρες και κύματα, αστέρια και πλανήτες, κλαδιά και φύλλα, πτηνά και ψάρια, ζώα κι άνθρωποι – όλα δοσμένα με απίστευτη λεπτομέρεια, θαρρείς κι ήταν έτοιμα να σαλέψουν. Τα ανοίγματα μεταξύ των κολόνων του καλύπτονταν από κάποιου είδους μεμβράνη που ιρίδιζε σε κάθε πνοή τους, ενώ στην κορυφή της κατασκευής δέσποζε ένα οκτακόρυφο αστέρι. Η Τίφανι ένιωθε το κιόσκι να την καλεί, να της υπόσχεται πάθος για ζωή και ατέλειωτη ενέργεια.
Ο Λυγξ παρατηρούσε ονειροπόλα το όμορφο κτίσμα, ακίνητος, με την ουρά του να πηγαινοέρχεται σαν τρελή. Έβλεπε τα κορίτσια του να τρέχουν ανάμεσα στις κολόνες, να παίζουν και να γρυλίζουν χαρούμενα, να δαγκώνονται και να κυνηγιούνται. Ένιωσε την καρδιά του να φουσκώνει από ευτυχία.
Η Τίφανι πλησίασε το κιόσκι κι άγγιξε ένα από τα γλυπτά που απεικόνιζε μια γυμνή γυναίκα με καλυμμένο το πρόσωπό της από ένα πέπλο· και άξαφνα, σαν η επαφή της με το παράξενο υλικό να είχε ξυπνήσει μια κοσμική γνώση που φώλιαζε βαθιά στο υποσυνείδητό της, ήξερε ότι στεκόταν μπροστά στο Ιερό της Δημιουργίας. Η ψυχή της πλημμύρισε με αισιοδοξία, το κουρασμένο της σώμα ανανεώθηκε, το μυαλό της καθάρισε – κι ένας στρόβιλος που μέσα του χόρευαν αξεδιάλυτα χρώματα, φως, μουσική, πάθος κι ενέργεια την παρέσυρε. Ήθελε να κραυγάσει, ήθελε να τρέξει, ήθελε να εκτονώσει από μέσα της όλη την ένταση.
Όμως το μόνο που έκανε ήταν να δακρύσει από την ομορφιά που την τύλιγε. Δεν είχε δει ποτέ της τίποτα που να πλησίαζε έστω και λίγο αυτή την τελειότητα και ήξερε ότι από δω και πέρα τα πάντα θα της έμοιαζαν γκρίζα, κενά και βουβά – σαν τις Σιωπηλές Πόλεις που περικύκλωναν αυτόν τον μικρό κήπο που ξεχείλιζε από ζωή.
«Είναι υπέροχο», ψέλλισε κι ο Λυγξ δεν είχε παρά να συμφωνήσει. Στα μακριά αυτιά του ηχούσαν γλυκές φωνές, τα ρουθούνια του τρεμόπαιζαν από γνώριμες μυρωδιές, ο νους του είχε γεμίσει εικόνες από την πατρίδα του.
«Πρέπει να μπεις μέσα», την παρακίνησε.
Η Τίφανι υπάκουσε σαν υπνωτισμένη. Πλησίασε τη μεμβράνη κι άπλωσε το χέρι της να την αγγίξει· το αιθέριο υλικό υποχώρησε και η κοπέλα έκανε ένα βήμα μέσα στο κιόσκι. Ένα αίσθημα οικειότητας και ασφάλειας την αγκάλιασε, μια ξεχασμένη ανάμνηση από τη μήτρα. Εδώ λατρευόταν η ζωή, εδώ υμνείτο η αρχή των πάντων – εδώ ήταν το Ιερό της Δημιουργίας από όπου όλα ξεκινούσαν.
Κοίταξε γύρω της και της κόπηκε η ανάσα· ενώ το Ιερό απ' έξω φαινόταν σαν ένα συνηθισμένο κιόσκι, το εσωτερικό του ήταν αχανές. Εκτός από το πάτωμα, που ήταν φτιαγμένο από το ίδιο απαστράπτον υλικό με τις κολόνες, κι έναν μικρό βωμό με μια ασημένια λεκάνη στο κέντρο της αίθουσας, δεν υπήρχε τίποτα άλλο, ούτε τοίχοι ούτε οροφή, παρά μόνο αστερισμοί και πολύχρωμα νεφελώματα που κινούνταν αργά. Η Τίφανι ένιωσε ίλιγγο· ήταν σαν να είχε βρεθεί σε μια πλατφόρμα που ταξίδευε στο κενό του διαστήματος.
Μια φωνή στο μυαλό της την υποδέχτηκε· ο ήχος της ήταν γλυκός, γαλήνιος.
«Καλώς ήρθες, ταξιδιώτη, στο Ιερό της Δημιουργίας», είπε. «Βρίσκεσαι ενώπιον της Κοσμικής Θεάς που γεννάει τις Πραγματικότητες. Το πρόσωπό σου είναι γνωστό».
Η Τίφανι δεν μπορούσε να προσδιορίσει αν ήταν θηλυκή ή αρσενική, όμως δεν την ένοιαζε – ένιωθε σαν να επέπλεε σε μια θάλασσα από αστέρια, ασφαλής και γεμάτη ενέργεια. Αποφάσισε να την αποκαλεί απλώς Φωνή.
«Δεν… δεν έχω βρεθεί ξανά εδώ», ψέλλισε η κοπέλα κομπιάζοντας.
«Κάποια εκδοχή σου με έχει ακούσει. Η φωνή μου αντηχεί σε όλους τους Κόσμους και κάθε Τίφανι Ντέιβις με γνωρίζει βαθιά μέσα της. Έτσι δεν είναι;»
Η κοπέλα συλλογίστηκε το αίσθημα οικειότητας που είχε νιώσει όταν μπήκε στο κιόσκι. Ήταν σαν να επέστρεφε σε έναν αγαπημένο, γνωστό χώρο – σαν να επισκεπτόταν τον παππού της στο Νιούτον ξανά. Έγνεψε καταφατικά.
«Η εκδοχή σου από τον Κόσμο 2015 υπερασπίστηκε τη Δημιουργία και μετατράπηκε σε Προστάτη Της. Θα ακολουθήσεις το ίδιο μονοπάτι; Θα διαλέξεις πλευρά στην Αέναη Σύγκρουση;»
«Εγώ… εγώ θέλω μόνο να επιστρέψω σπίτι μου!» είπε δακρυσμένη η Τίφανι.
Η αόρατη οντότητα σιώπησε για αρκετή ώρα, τόση ώστε η κοπέλα να αρχίσει να αναρωτιέται αν η απάντησή της την είχε προσβάλει.
«Εμ, με ακούς;»
«Γιατί βρίσκεσαι εδώ, Τίφανι Ντέιβις;» ρώτησε η Φωνή.
«Επειδή χρειάζομαι το Κέλυφος της Νόησης», αποκρίθηκε βιαστικά η κοπέλα. «Μόνο έτσι θα μπορέσω να γυρίσω πίσω».
«Κατάλαβα. Είναι μπροστά στα μάτια σου, όμως δεν μπορείς να το δεις. Για να το κερδίσεις πρέπει να δώσεις κάτι».
«Τι θέλεις;» ρώτησε ξεψυχισμένα η Τίφανι.
«Τις αναμνήσεις από ένα αγαπημένο σου πρόσωπο. Τις εικόνες αυτών που ύμνησαν την Δημιουργία, φέρνοντάς σε στον κόσμο. Θα τις προσφέρεις με την θέλησή σου ως αντάλλαγμα για το Κέλυφος της Νόησης;»
Στον νου της ήρθαν τα πρόσωπα των γονιών της: η μητέρα της, αυστηρή κι επιμονή και αγύριστο κεφάλι, που όμως ξενυχτούσε πάντα στο προσκέφαλό της όταν η Τίφανι αρρώσταινε, που της έκανε κοτσιδάκια τα μαλλιά, που πάντα ένιωθε περήφανη για τα επιτεύγματά της. Κυκλοφορούσε πάντα περιποιημένη, με σγουρά μαλλιά χάρη στην περμανάντ της και μεγάλα σκουλαρίκια. Όταν την είχε δει τελευταία φορά (της έμοιαζε πως είχε περάσει μια χιλιετία από τότε) φορούσε μια γυαλιστερή φόρμα και γυμναζόταν με τη βοήθεια της Τζέιν Φόντα μπροστά στην τηλεόραση.
Η εικόνα της μητέρας της άλλαξε και τη θέση της πήρε το διοπτροφόρο πρόσωπο του πατέρα της. Ψηλός και λεπτός, με ένα φρικτό μουστάκι-ενθύμιο της δεκαετίας του ’70 που πάντα την γαργαλούσε όταν την φιλούσε, στην νοητή θέα του μπαμπά της η Τίφανι ένιωσε την καρδιά της να βουλιάζει. Ξαφνικά ήθελε περισσότερο από ποτέ να επιστρέψει σπίτι της.
«Αυτοί είναι οι γεννήτορές σου;» ρώτησε η Φωνή.
«Ναι», απάντησε ονειροπόλα η κοπέλα.
«Δείξε μου τις στιγμές σου μαζί τους».
Η Τίφανι έκλεισε τα μάτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου