Το χόμπι του μπαμπά της ήταν να γράφεται συνδρομητής σε διάφορα περιοδικά (η Τίφανι θυμόταν τις συνήθειές του αλλά καμία κοινή τους στιγμή), το χόμπι της μαμάς της ήταν να ανακαλύπτει μια καινούργια δραστηριότητα κάθε μήνα: από τη γυμναστική μέσω βίντεο έως τις επιδείξεις τάπερ από σπίτι σε σπίτι και από το πλέξιμο έως την κομμωτική, η κυρία Ντέιβις δεν άφηνε ούτε λεπτό ελεύθερου χρόνου να πάει χαμένο. Κάποιο περασμένο φθινόπωρο, τής κίνησε το ενδιαφέρον η ψυχολογία, και ο άντρας της την προμήθευσε με μια στοίβα τόμους με σχετική θεματική. Ανάμεσα στους κλασικούς κι αναμενόμενους άντρες συγγραφείς (Φρόιντ, Άντλερ, Γιουνγκ), υπήρχε και μια γυναίκα, ονόματι Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ-Ρος. Το βιβλίο της, σχετικά μικρό, με μπεζ εξώφυλλο και τίτλο «Αυτός που Πεθαίνει», ήταν το μοναδικό που είχε τραβήξει την προσοχή της Τίφανι κι έτσι, ένα βροχερό απόγευμα που βαριόταν, ξεκίνησε να το διαβάζει. Αυτό που της είχε κάνει εντύπωση ήταν η περιγραφή ενός μοντέλου πέντε φάσεων, που η συγγραφέας υποστήριζε ότι περνάει ένας ασθενής τελικού σταδίου, καθώς και τα οικεία του πρόσωπα: άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή.
Αυτό το βιβλίο σκεφτόταν η Τίφανι καθώς παρατηρούσε την αχανή έκταση που απλωνόταν μπροστά της, αυτή που δεν μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά η Κοιλάδα των Παραδοξοτήτων, ο τελευταίος σταθμός του ταξιδιού της. Διαπίστωνε πως είχε περάσει πολύ γρήγορα από το πρώτο στάδιο, την άρνηση, μόνο και μόνο επειδή ήταν η ίδια υπαίτια για τον χαμό του Λύγκα, και πως είχε κολλήσει στο δεύτερο, τον θυμό, από τότε που εγκατέλειψε την Πόλη #60606022. Τις μισές φορές κατηύθυνε την οργή της στη γαμημένη Εντροπία, τις υπόλοιπες την φύλαγε για την ίδια· άλλωστε, εκείνη είχε δεχτεί την αποτρόπαια απαίτηση της Κοσμικής Θεάς και είχε θυσιάσει τον μοναδικό φίλο που είχε σε αυτόν τον ξεχασμένο τόπο.
Δεν ήξερε αν θα περνούσε ποτέ στα επόμενα τρία στάδια – δεν είχε κάτι για να διαπραγματευτεί, καθώς στο σακίδιό της υπήρχαν πλέον τα απαιτούμενα για να ενεργοποιήσει το Τερματικό Μετάβασης (αν και δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει), δεν ήταν σίγουρη πως οι ενοχές της θα της επέτρεπαν να νιώσει κατάθλιψη και ήξερε ότι δεν θα αποδεχόταν ποτέ της αυτό που είχε αναγκαστεί να κάνει.
Η Κοιλάδα των Παραδοξοτήτων δεν διέφερε σε τίποτα από τον υπόλοιπο Κρυπτόκοσμο, εκτός από το γεγονός ότι τρεμόπαιζε σαν μασημένη ταινία σε βιντεοκασέτα. Το ψυχρό φως του ορίζοντα ήταν πιο δυνατό εδώ και, καθώς οι κλεψύδρες περνούσαν, η Τίφανι συνειδητοποίησε πως προερχόταν από μια μεγαλιθική κατασκευή που βρισκόταν μπροστά της. Δεν μπορούσε να υπολογίσει την απόσταση, όμως ήταν βέβαιη πως θα χρειαζόταν ακόμα αρκετό χρόνο για να τη διασχίσει.
Έχοντας αυτό κατά νου, έφτασε μέχρι το σημείο όπου το τρεμόπαιγμα της ατμόσφαιρας ήταν πιο έντονο και σταμάτησε· μπροστά της απλωνόταν ένα αόρατο τείχος, λεπτό σαν περίβλημα σαπουνόφουσκας, πέρα από το οποίο τα πάντα έμοιαζαν να συσπώνται. Πίσω από το πέπλο, η πραγματικότητα (ακόμα κι αυτή η απόκοσμη παραλλαγή της) διαστρεβλωνόταν ασταμάτητα, ακολουθώντας ένα χαοτικό, απρόβλεπτο μοτίβο: πόλεις εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν, πορφυρές σχισμές άνοιγαν κι έκλειναν στον αέρα, Παραχρονικές Δίνες σάρωναν ένα σημείο κι έπειτα έσβηναν, ζιγκουράτ φτιαγμένα από παράσιτα υψώνονταν και βυθίζονταν, το ίδιο το έδαφος κυμάτιζε με αργές, ρευστές κινήσεις. Ακόμα και το μεγαλιθικό κτίσμα άλλαζε μορφή – μετατρεπόταν από στερεό σε υγρό που έρρεε κι έπειτα μετουσιωνόταν σε ιριδίζον νέφος, προτού επανέλθει στην αρχική του κατάσταση. Οι συνεχείς αλλαγές τη ζάλισαν, και η Τίφανι, με το στομάχι της ανακατεμένο κι έναν ξαφνικό πονοκέφαλο να της βαράει τα μηνίγγια, έγειρε εξουθενωμένη στο έδαφος. Θα συνέχιζε, θα διέσχιζε το αόρατο βέλο που διαχώριζε την Κοιλάδα των Παραδοξοτήτων από τον υπόλοιπο Κρυπτόκοσμο· απλώς χρειαζόταν λίγο χρόνο.
Το πρώτο που παρατήρησε, καθώς διέσχιζε το μαλακό έδαφος της Κοιλάδας, ήταν πως η κλεψύδρα της είχε τρελαθεί: άλλες φορές άδειαζε αμέσως μόλις την γύριζε, κάποιες άλλες η άμμος έστεκε ακίνητη. Σύντομα, η Τίφανι αποδέχτηκε πως το να υπολογίζει τον χρόνο δεν είχε πλέον κανένα νόημα (άραγε είχε εξαρχής;) και ξεφορτώθηκε το αμμόμετρό της.
Η πορεία της δεν ήταν τόσο εύκολη όσο περίμενε· τα παράξενα φαινόμενα απαιτούσαν την προσοχή της και, όταν το πετύχαιναν αυτό, η Τίφανι κοντοστεκόταν υπνωτισμένη και παρακολουθούσε τις αέναες αλλαγές. Κάθε φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο, δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να επανέλθει στην πραγματικότητα και να συνεχίσει το δρόμο της προς τη μεγαλιθική κατασκευή, που πλέον ήταν σίγουρη πως μέσα της κρυβόταν το Τερματικό Μετάβασης.
«Λίγο ακόμα», μουρμούριζε κάθε φορά που συγκεντρωνόταν ξανά στον στόχο της, «λίγο ακόμα».
Αν ήταν μαζί της ο Λυγξ, θα την βοηθούσε να προχωρήσει, θα την παρότρυνε να μην ξεστρατίσει· όμως ο σύντροφός της δεν ήταν πια εκεί. Η Τίφανι είχε γυρίσει ξανά στις πρώτες μέρες της στον Κρυπτόκοσμο, όταν ήταν μόνη σε έναν άγνωστο κόσμο.
Το κτίσμα ήταν πανύψηλο, μια κυκλώπεια κατασκευή που ορθωνόταν ως εκεί που έφτανε το μάτι. Στη στερεή του κατάσταση, το υλικό της επιφάνειάς του έμοιαζε με ψαμμίτη, ενώ στο κέντρο του υπήρχε μια είσοδος – στην ουσία, ένα απλό άνοιγμα στην πέτρα – απ’ όπου έλαμπε έντονα η κυανή λάμψη που είχε διακρίνει όταν πρωτάνοιξε τα μάτια της σε αυτόν τον κόσμο. Ένιωθε πως από τότε είχαν περάσει χίλια χρόνια και, ποιος ξέρει, μπορεί και να είχαν περάσει.
Η παραμονή της στο σκοτεινό περιβάλλον των Κρυμμένων Πραγματικοτήτων είχε εξασθενήσει την όρασή της και το φως που εξέπεμπε το κτίσμα ήταν εκτυφλωτικό· παρ’ όλα αυτά, πέρασε την είσοδο και βρέθηκε στο εσωτερικό του.
~·~
Το πέτρινο μηχάνημα ήταν απενεργοποιημένο. Η Τίφανι περιεργάστηκε όλα τα εξαρτήματά του, αναζητώντας έναν τρόπο να το ανάψει, όμως δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει. Ανεβοκατέβασε μοχλούς, πάτησε διάφορα κουμπιά, δοκίμασε να γράψει μια τυχαία εντολή, όμως το Τερματικό παρέμενε νεκρό.
Έπειτα, η ματιά της έπεσε σε μια υποδοχή δίπλα στο πληκτρολόγιο. Η επιφάνειά της ήταν λεία, σαν γυαλί ή πλαστικό, και δίπλα της είχε χαραγμένο το σύμβολο ενός χεριού. Η κοπέλα ακούμπησε την παλάμη της κι η οθόνη άναψε, εμφανίζοντας μια ειδοποίηση με πράσινα γράμματα πάνω στο μαύρο φόντο.
Η Τίφανι πληκτρολόγησε δειλά «Ναι» κι η εντολή άλλαξε.
Η καρδιά της βροντοχτυπούσε καθώς έριχνε τη στάχτη μέσα στο νερό, δημιουργώντας μια πηχτή, λασπώδη μάζα. Έπειτα, με τρεμάμενα χέρια και σφιγμένα χείλη, έκανε μια μικρή τομή στο δάχτυλό της με τον σουγιά κι έριξε μερικές σταγόνες στο μείγμα. Βούτηξε τον αντίχειρά της στο παχύρρευστο παρασκεύασμα κι έπειτα τον ακούμπησε στη γυάλινη επιφάνεια. Αμέσως το Τερματικό Μετάβασης ενεργοποιήθηκε· το κατεβατό των οδηγιών διαγράφηκε και στη θέση του εμφανίστηκε ένα ακόμα μήνυμα:
Από κάτω ακολουθούσε ένα μενού που της θύμισε το teletext στην τηλεόραση, στο οποίο έμπαινε κάποια βράδια και περιηγούνταν από σελίδα σε σελίδα, διαβάζοντας πληροφορίες για τον καιρό, τις καινούργιες ταινίες, την οικονομία (αυτό το περνούσε στα γρήγορα γιατί ήταν αφάνταστα βαρετό), τα σπορ, τα ζώδια και οτιδήποτε άλλο της εξήπτε το ενδιαφέρον – αν και το αγαπημένο της σημείο ήταν εκείνο με τις αγγελίες γνωριμίας, όπου ο καθένας μπορούσε να ανεβάσει μία μίνι περιγραφή του και τι έψαχνε.
Το μενού του Τερματικού Μετάβασης ήταν διαφορετικό και, αν είχε χρόνο να το ψάξει, θα μπορούσε να καλύψει κάθε απορία της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου