15.


~·~


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ


    Είδαν τον πρώτο Ουρανοβάτη τέσσερις μέρες μετά. Ο Λυγξ, έχοντας αποφασίσει ότι δεν ήταν δυνατόν να υπολογίζουν τον χρόνο με βάση την όρεξη της Τίφανι για μπισκότα, είχε βρει μια εξάωρη κλεψύδρα σε κάποιο κατάστημα με σουβενίρ, στα περίχωρα της Πόλης #96451, κι έτσι πλέον μπορούσαν να γνωρίζουν πόσο είχαν απομακρυνθεί από κάποιο σημείο. Η Τίφανι είχε προμηθευτεί κάμποσα μολύβια κι ένα σημειωματάριο στο οποίο έγραφε κάθε μέρος απ’ όπου περνούσαν, δημιουργώντας ένα υποτυπώδες χρονολόγιο του ταξιδιού τους κι έναν άτυπο χάρτη του Κρυπτόκοσμου. Ακολουθώντας τις οδηγίες κατευθύνθηκαν προς τα βόρεια· η επόμενη πόλη που θα επισκέπτονταν αχνοφαινόταν στον ορίζοντα.
    Είχαν πλησιάσει αρκετά ώστε οι άδειοι ουρανοξύστες να καλύπτουν όλο το οπτικό τους πεδίο, θυμίζοντας τείχη αρχαίας πόλης, όταν ο Λυγξ δάγκωσε τα κορδόνια του σακιδίου της Τίφανι, αναγκάζοντάς την να σταματήσει.
«Έι!» αναφώνησε τσαντισμένη εκείνη γιατί κόντεψε να χάσει την ισορροπία της.
Ο Λυγξ τής έδειξε ψηλά. Ένα πλάσμα με ανθρώπινο σουλούπι αιωρούνταν σαράντα μέτρα από πάνω τους, ακίνητος και παγωμένος, σαν να παρατηρούσε τις ατέλειωτες εκτάσεις των Κρυμμένων Πραγματικοτήτων. Από όσο μπορούσαν να ξεχωρίσουν από αυτή την απόσταση το δέρμα του ήταν χλομό και άτριχο, με μακριά δάχτυλα, λευκά μάτια και πλήρη απουσία στόματος ή μύτης.
«Τι είναι αυτό;» ψιθύρισε η κοπέλα στον σύντροφό της.
«Ένας Ουρανοβάτης», απάντησε εκείνος. «Έχω ακούσει ιστορίες για αυτούς, αλλά δεν έχω συναντήσει ποτέ μου έναν».
«Και τι κάνει; Θα μας κυνηγήσει όπως η Βοή; Είναι φιλικός ή εχθρικός;» συνέχισε τον βομβαρδισμό των ερωτήσεων η Τίφανι.
«Δεν ξέρω», είπε εκνευρισμένος ο Λυγξ. «Νομίζω ότι απλώς παρατηρεί».


    Δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνεχίσουν· η πόλη ήταν κοντά τους, μπορούσαν ήδη να διακρίνουν τις άδειες λεωφόρους, την ομίχλη και τα σβηστά φανάρια. Η κίνησή τους τράβηξε την προσοχή του Ουρανοβάτη, που έστρεψε αργά το κεφάλι του προς το μέρος τους και τους περιεργάστηκε, κάνοντας την Τίφανι να νιώσει άβολα. Ένα αλλόκοτο αίσθημα την κατέκλυσε, πως το πλάσμα κοίταζε πέρα από το δέρμα τους, ξεγύμνωνε την ψυχή τους και παρατηρούσε την ίδια την ουσία της ύπαρξής τους, το ποιοι πραγματικά ήταν. Μόνο όταν βρέθηκαν στην αγκαλιά των ψηλών κτιρίων την εγκατέλειψε αυτή η αίσθηση· κι εκεί, μεταξύ των μονολιθικών κατασκευών από γυαλί, σίδερο και τσιμέντο, η Τίφανι ένιωσε μια παράδοξη θαλπωρή. Είχε ξεφύγει από το τυφλό βλέμμα του Ουρανοβάτη και βρισκόταν ξανά σε γνώριμο τόπο.
«Αυτό είναι η απόδειξη πως μπορούμε να προσαρμοστούμε στα πάντα», είπε ο Λυγξ σαν να είχε μαντέψει τις σκέψεις της.
«Δε σκοπεύω να προσαρμοστώ στον Κρυπτόκοσμο», απάντησε ενοχλημένη η Τίφανι. «Θα φύγω από εδώ πάση θυσία. Απλώς προτιμώ να είμαι κάπου που δεν θα με παίρνει μάτι ένας τύπος από τον ουρανό».
«Η εξοικείωση με τις νέες συνθήκες είναι απαραίτητη για την επιβίωση», διαφώνησε ο τετράποδος σύντροφός της. «Κατά την διαμονή μου εδώ γνώρισα μερικούς τύπους που είχαν εγκλιματιστεί πλήρως. Οι περισσότεροι έμεναν στις πόλεις επειδή είχαν πρόσβαση σε τροφή και διάφορα άλλα αγαθά, όμως κάποιοι είχαν επιλέξει τη νομαδική ζωή».
«Κανείς τους δεν προσπάθησε να φύγει;» ρώτησε η Τίφανι. Η ύπαρξη τέτοιων ατόμων της είχε εξάψει το ενδιαφέρον· θεωρούσε την κατάσταση τόσο πρωτόγνωρη που δυσκολευόταν να πιστέψει ότι υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι που είχαν βρεθεί στη θέση της (πόσω μάλλον ότι είχαν προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες), παρόλο που ο Λυγξ τής είχε πει ότι η αποκοπή συνέβαινε σε περισσότερα άτομα απ’ όσα μπορούσε να φανταστεί.
«Κάποιοι, ναι», αποκρίθηκε ο αιλουροειδής, «αλλά ακόμα κι αυτοί δεν τα κατάφεραν. Δεν είναι εύκολο να φύγεις από τον Κρυπτόκοσμο».
«Νόμιζα ότι ήταν αδύνατον», είπε ειρωνικά η κοπέλα. «Αυτό δεν είχες υπονοήσει;»
«Με είχες ρωτήσει αν θα ξαναδείς το σπίτι σου. Δεν το αρνήθηκα ποτέ».
«Ούτε το επιβεβαίωσες».
«Πώς θα μπορούσα; Είναι στο χέρι του καθενός αν θα επιστρέψει ή όχι. Να ξέρεις όμως πως, μερικές φορές, ο εαυτός μας είναι το τελευταίο εμπόδιο· και το πιο δύσκολο, επειδή μετά θα πρέπει να του απολογηθούμε για τα όρια που ξεπεράσαμε προκειμένου να φτάσουμε στον στόχο μας», είπε ο Λυγξ με σκοτεινό ύφος.
«Έχεις όρεξη για φιλοσοφία, ε;»
«Βρίσκομαι αρκετό καιρό εδώ κι έπρεπε με κάτι να ασχοληθώ».
    Κοντοστάθηκαν μπροστά από μια βιτρίνα με ηλεκτρονικά παιχνίδια που η Τίφανι δεν είχε ξαναδεί. Στο κέντρο υπήρχε μια τεράστια επίπεδη οθόνη, ενώ μια μεγάλη ταμπέλα ισχυριζόταν πως το καινούργιο Playstation 5 προσφερόταν σε τιμή-σοκ, μόλις 499,99 δολάρια· για την κοπέλα ήταν πραγματικά ένα σοκ καθώς ο πατέρας της έπρεπε να δουλέψει μισό μήνα για να βγάλει αυτά τα χρήματα. Προφανώς βρισκόταν σε κάποια πόλη του μέλλοντος, έτσι ήταν φυσικό η περιέργειά της να χτυπήσει κόκκινο.
    Μπήκε στο κατάστημα και περιφέρθηκε στον χώρο χαζεύοντας οθόνες, στερεοφωνικά, παιχνιδομηχανές και παράξενες συσκευές, ενώ παράλληλα διάβαζε τις περιγραφές τους που έμοιαζαν να έχουν βγει από κάποιο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας. ‘Υψηλή ευκρίνεια’, ‘επαυξημένη πραγματικότητα’, ‘διαδικτυακό παιχνίδι’ – οι ορολογίες τής ήταν άγνωστες. Για εκείνη ο υπολογιστής του πατέρα της και το Atari του ξάδελφού της ήταν το απόγειο της τεχνολογίας. Το μέλλον προμηνυόταν συναρπαστικό.
    Η διάθεσή της χάλασε ξαφνικά· το μέλλον θα ήταν απίθανο όμως εκείνη δεν θα βρισκόταν εκεί για να το ζήσει. Θα έμενε παγιδευμένη σε μια σκοτεινή διάσταση, στον σκουπιδότοπο του σύμπαντος, ταξιδεύοντας μεταξύ των Σιωπηλών Πόλεων και παλεύοντας να επιβιώσει. Θύμωσε.
    Όχι, δεν θα ήταν αυτή η μοίρα της. Ό,τι κι αν έλεγε ο Λευκός Λυγξ, εκείνη θα επέστρεφε στον Κόσμο της· θα ανάγκαζε το Τερματικό, τις Κοσμικές Θεές, το ίδιο το γαμημένο Όλον να την στείλει πίσω.
    Ο Λυγξ έγλειφε τις πατούσες του αμέριμνα όταν η Τίφανι βγήκε από το κατάστημα των θαυμάτων. Του έριξε ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα κι έκατσε απέναντί του.
«Είπες πριν πως βρίσκεσαι αρκετό καιρό εδώ», είπε αργόσυρτα. «Πώς και δεν προσπάθησες να γυρίσεις πίσω, στην οικογένειά σου;»
Ο σύντροφός της δεν απάντησε. Φαινόταν έκπληκτος.
«Θέλω να πω», συνέχισε η κοπέλα με μια μικρή νότα επιθετικότητας στη φωνή της, «όπως αποδείχτηκε, οι πληροφορίες για το πώς μπορεί κάποιος να επιστρέψει δεν είναι ακριβώς απόρρητες – το μόνο που χρειαζόταν να κάνεις ήταν να βρεις ένα Πρωτεύον Τερματικό».
«Δεν θέλησα ποτέ να το ψάξω», απάντησε ο Λυγξ επιφυλακτικά, «επειδή είχα μιλήσει με αρκετούς που το είχαν προσπαθήσει. Όλοι μου είπαν ότι η πρόσβαση στα Κοσμικά Αρχεία δεν είναι κάτι απλό. Το Όλον απαιτεί ανταλλάγματα».
«Ναι, ε; Και ποια είναι αυτά;»
Η φωνή της ήταν πλέον κοροϊδευτική· ήταν ξεκάθαρο πως δεν τον πίστευε.
«Κομμάτια του εαυτού σου», μουρμούρισε εκείνος.
«Δηλαδή;»
Ο Ασσούριος δεν απάντησε. Η Τίφανι θύμωσε ακόμα περισσότερο.
«Γιατί δεν μου λες; Ξέρεις τι πρέπει να γίνει και αρνείσαι να μου το αποκαλύψεις. Θες να μείνω για πάντα εδώ; Θες να καταντήσω σαν εσένα που… που δεν είχες τα αρχίδια να προσπαθήσεις να επιστρέψεις στην οικογένειά σου;»
«Πάψε!» αγρίεψε ο Λυγξ και γύμνωσε τα κοφτερά του δόντια, κάνοντας την κοπέλα να πισωπατήσει. «Δε σου λέω επειδή υπάρχει λόγος – διότι, όταν φτάσεις μπροστά στο Τερματικό Μετάβασης, θα πρέπει να πάρεις μια αυθόρμητη απόφαση· να κάνεις μια επιλογή που θα αποδείξει οριστικά το ποια είσαι, θα επικυρώσει την πραγματική ουσία σου. Το Τερματικό θα ζυγίσει την ύπαρξή σου – και για να γίνει αυτό θα πρέπει να είσαι ανεπηρέαστη και απροετοίμαστη για εκείνη τη στιγμή».
Την πλησίασε απειλητικά δείχνοντάς της τα δόντια του· τα μάτια του ήταν μισόκλειστα, οι τρίχες του ολόρθες, το κορμί του σε ετοιμότητα. Η Τίφανι ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν, καθώς κάθε διάθεση ειρωνείας την είχε εγκαταλείψει απότομα – απέναντί της δεν βρισκόταν ο πρόθυμος σύντροφός της αλλά ένα θηρίο που μπορούσε να την κομματιάσει ανά πάσα στιγμή.
«Είσαι πολύ μικρή, πολύ ανόητη για να χλευάζεις όσα δεν κατανοείς», συνέχισε ο Λυγξ. «Νομίζεις ότι απλώς θα χτυπήσεις τα τακούνια σου τρεις φορές και θα γυρίσεις σπιτάκι σου; Η αποστολή σου είναι δύσκολη και δεν αρκεί η αποφασιστικότητα, η νοσταλγία ή ο πόθος σου για να ξεπεράσεις τα εμπόδια· θα χρειαστεί να σκίσεις την ψυχή σου, να θυσιάσεις κομμάτια του εαυτού σου για να μπορέσεις να φτάσεις στον στόχο σου. Κάποιοι αρνούνται να το κάνουν κι έχουν τον σεβασμό μου· κάποιοι άλλοι κάνουν τα πάντα – τα πάντα – για να το επιτύχουν. Νόμιζα ότι ήξερα σε ποια κατηγορία ανήκεις όμως τώρα δεν είμαι σίγουρος. Αν θες οι δρόμοι μας θα χωρίσουν εδώ· αλλά αν δεν το θες, τότε μην τολμήσεις ποτέ ξανά, ποτέ, να μου βγάλεις γλώσσα. Κατάλαβες;»
Η Τίφανι είχε κολλήσει στον τοίχο κι ο Λυγξ μύρισε τον υγρό φόβο στον καβάλο της.
«Εντάξει», ψέλλισε έντρομη.
Το αιλουροειδές γρύλισε άλλη μια φορά κι έπειτα έτρεξε και χάθηκε στην ομίχλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου